ΠΩΣ ΣΩΘΗΚΕ Η ΠΛΑΚΑ
Ο Αλέξανδρος Παπαγεωργίου-Βενετάς, καταξιωμένος καθηγητής, πολεοδόμος και μελετητής της πολεοδομικής εξέλιξης της πρωτεύουσας, μιλά στο Magazine με αφορμή ένα πολύτιμο ντοκουμέντο που έφερε στο φως με τα πρακτικά μιας ιστορικής δημόσιας αντιπαράθεσης που πριν από 56 χρόνια φύτεψε το σπόρο της εξυγίανσης της ξακουστής αθηναϊκής συνοικίας.
Καθηγητής με θητεία σε πανεπιστημιακά ιδρύματα του Βερολίνου, της Λουβέν, της Στουτγάρδης, του Μονάχου και της Χαϊδελβέργης, επίτιμος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, εμπειρογνώμων της UNESCO και του κέντρου HABITAT για την συντήρηση των ιστορικών πόλεων, έχοντας μέχρι σήμερα εκπονήσει κομβικής σημασίας πολεοδομικές μελέτες για τη Χίο, το σύμπλεγμα Μυκόνου, Δήλου και Ρηνείας και την παλαιά πόλη των Χανίων, ο Αλέξανδρος Παπαγεωργίου-Βενετάς, αρχιτέκτονας, πολεοδόμος και ιστορικός της πολεοδομίας στα 89 του αποτελεί ένα ζωντανό θρύλο στο αντικείμενό του.
Το μεγάλο συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει 35 βιβλία, με πιο πρόσφατο «Το μέλλον της Πλάκας – Το αφήγημα μιας ιστορικής αντιπαράθεσης» (εκδ. Καπόν), στο οποίο δημοσιεύονται για πρώτη φορά τα πρακτικά μιας κρίσιμης δημόσιας διαβούλευσης -της πρώτης στην ιστορία της νεότερης Αθήνας- με αντικείμενο την επόμενη μέρα της ιστορικής συνοικίας. Πραγματοποιήθηκε το 1966, με την κατάσταση στην παλιά πόλη των Αθηνών μετά από μία μακρά περίοδο αβεβαιότητας και ασύδοτης εκμετάλλευσης, οικιστικής και τουριστικής, να έχει φτάσει στο απροχώρητο.
Θα περνούσαν άλλα δέκα χρόνια εκφυλιστικής πορείας -επτά εκ των οποίων «στο γύψο»- μέχρι να ληφθούν οι απαραίτητες τολμηρές αποφάσεις στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Ο σπόρος της εξυγίανσης όμως είχε φυτευτεί εκείνες τις μέρες του ’66, τότε που τριάντα διανοούμενοι διασταύρωσαν τα αρχιτεκτονικά, πολεοδομικά, ιστορικά και -γιατί όχι;- ιδεολογικά τους ξίφη. Ανάμεσά τους και ο τριαντατριάχρονος Βενετάς, συνεργάτης τότε του γραφείου Πλάκας της Υπηρεσίας Οικισμού που είχε διενεργήσει την πρώτη συλλογή στοιχείων, πολεοδομικών και δημογραφικών, στην παλιά πόλη.
Η έκδοση αυτού του σπάνιου, και πολύτιμου για κάθε αθηναιολάτρη, ντοκουμέντου, αποτέλεσε την αφορμή για τη συνάντηση μας, η οποία όμως δεν πραγματοποιήθηκε στο κέντρο της Αθήνας, αγαπημένης του γενέτειρας («ο δάσκαλος μου ο Πικιώνης μου μετέδωσε ένα βαθύτατο συναισθηματικό δεσμό με το τοπίο, με το φως, με τον χώρο του γενέθλιου τόπου») αλλά στα υψίπεδα της Ύδρας.
Με υποδέχτηκε στο λιμάνι του νησιού, ανέβηκε, παρά το προχωρημένο της ηλικίας του με χαρακτηριστική άνεση τα 220 σκαλιά μέχρι το σπίτι που κληρονόμησε πριν από 40 χρόνια από τον θείο του, τον παραγνωρισμένο σκιτσογράφο, γραφίστα και ζωγράφο Άγγελο Σπαχή («Είναι το μόνο πράγμα που μου χαρίστηκε στη ζωή. Τα υπόλοιπα τα κέρδισα μόνος μου») και μεταξύ πολλών άλλων εξήγησε στο Magazine γιατί η Αθήνα, όσο κι αν αγαπάνε να τη μισούν οι κάτοικοί της, «γκάγκαροι» και μη, συγκρίνεται -και όχι απλά ως προς τα μνημεία της- μόνο με πόλεις σαν τη Ρώμη και την Κωνσταντινούπολη.
Κύριε καθηγητά, ποια είναι η πιο έντονη ανάμνησή σας από την ιστορική, όπως τη χαρακτηρίζετε στο νέο σας βιβλίο, αντιπαράθεση που έκρινε το μέλλον της παλιάς πόλης των Αθηνών;
Καταρχάς, για να μην υπάρξει παρανόηση, το βιβλίο έχει να κάνει με τις δημόσιες διαβουλεύσεις 10 χρόνια πριν από τη σωτηρία της Πλάκας εν έτει ’75-’76 με τη μεγάλη μελέτη του συναδέλφου Διονύση Ζήβα. Αναφέρομαι λοιπόν στο μέλλον της Πλάκας όπως διαφαινόταν προ μισού και πλέον αιώνα, τότε που υπήρξε μία αντιπαράθεση ιδεών σε ένα κόσμο πολύ λίγο πληροφορημένο. Αυτές οι συναντήσεις έγιναν στο δημαρχείο των Αθηνών με δήμαρχο τον Γεώργιο Πλυτά τον Φεβρουάριο του ’66, ένα χρόνο πριν από τους κολονέλους. Ήταν η πρώτη φορά που γινόταν δημόσια διαβούλευση για ένα θέμα -πόσο μάλλον πολεοδομικό- που απασχολούσε τα κοινά. Η εποχή, βλέπετε, ήταν αλλιώτικη. Η διοίκηση ήταν της νοοτροπίας «αποφασίζομεν και διατάσσομεν». Το να υπάρξει μία αντιπαράθεση ιδεών δημόσια, ήταν μεγάλη εξαίρεση και κατά τούτο ήδη είναι πολύ ενδιαφέρον όλο αυτό. Δυο μέρες κράτησε, με πρόεδρο τον πολύ καλό δημοσιογράφο και συγγραφέα Κώστα Μεραναίο, ο οποίος το χειρίστηκε σωστά αν και δεν ήταν εύκολο.
Επί 50 χρόνια έσωσα τα πρακτικά -120 πολυγραφημένες σελίδες- διότι είχα την αίσθηση ότι ήταν μια αποφασιστική καμπή. Ήρθε λοιπόν η ώρα της δημοσίευσής τους αυτολεξεί, με την τότε ορθογραφία και τις εκφράσεις, μιας και ένας μιλούσε καθαρευουσιάνικα, άλλος πιο ελεύθερα. Τα συνοδεύω με σχολιασμό -διότι έχω ασχοληθεί, ως έργο ζωής, με την πολεοδομική ιστορία των Αθηνών- μέσω του οποίου προσπάθησα να συμπτύξω τις κυριότερες ιδέες, να εξηγήσω ποια ήταν τα υπό συζήτηση θέματα, να τονίσω θετικές και αρνητικές πλευρές.
Ως νέος τότε επαγγελματίας καθίσατε στο ίδιο τραπέζι με σπουδαίες προσωπικότητες της αρχιτεκτονικής και της πολεοδομίας.
Πράγματι, με τον συνάδελφο Μιχάλη Δωρή ήμασταν οι νεότεροι, τα «φιντάνια». Ήμουν 33 ετών, στην αρχή της σταδιοδρομίας μου ως αρχιτέκτων, όντας πτυχιούχος του ΕΜΠ από τα 23 μου. Είχα, μάλιστα, κάνει μέχρι τότε ένα πολύ ενδιαφέρον έργο στο γνωστό παλιό σπίτι ψηλά στη Μνησικλέους. Ήταν η πρώτη περίπτωση μετατροπής και επεκτάσεως ενός παλιού σπιτιού των τελών του 19ου αιώνα. Το είχα κάνει με πολύ μεράκι και εμμέσως είχα εξοικειωθεί με την περιοχή. Βέβαια το ενδιαφέρον μου για τα πολεοδομικά των Αθηνών ήταν έντονο από την αρχή των σπουδών μου και ύστερα έγινε περιεχόμενο ζωής.
Ένα μήνα πριν από τη συνάντηση τον Φεβρουάριο του ’66 είχε πραγματοποιηθεί ένα αρχιτεκτονικό συνέδριο που είχε ως θέμα τα πολεοδομικά των Αθηνών. Εκεί πολύ λίγοι ασχοληθήκαμε με την προστασία της παλιάς πόλης. Έχοντας κάνει μετεκπαίδευση στη Γαλλία πάνω στο θέμα της προστασίας πολεοδομικών συνόλων, ήμουν αρκετά ώριμος και πληροφορημένος για το θέμα της προστασίας και αναδείξεως ιστορικών οικισμών. Μάλιστα η εισήγηση μου σε εκείνο το συνέδριο υπάρχει στο τέλος του νέου μου βιβλίου.
Στις δημόσιες διαβουλεύσεις για την Πλάκα γύρω από το τραπέζι ήταν σχεδόν τριάντα άνθρωποι, οι κορυφές της αρχαιολογικής, πολεοδομικής, αρχιτεκτονικής, ιστορικής και κοινωνιολογικής διανόησης εκείνης της εποχής. Δεν έλειπε κανένας. Το ενδιαφέρον σήμερα για τη δημοσίευση αυτού του ντοκουμέντου έχει να κάνει με την προϊστορία της διασώσεως της Πλάκας.
Τότε, για να καταλάβετε στην Πλάκα, υπήρχε μέχρι και ένα μαγαζί που είχε απ’ έξω ένα τράγο, του έβαζαν μια πίπα και κάπνιζε!
Η οποία διάσωση, όπως λέτε, επιτεύχθηκε μετά την πτώση της Χούντας.
Πράγματι, η Πλάκα σώθηκε μετά τους κολονέλους, το ’75-’76 με τη μεγάλη μελέτη του συναδέλφου Διονύση Ζήβα. Τότε που έγινε μια ίσως μοναδική στην Ελλάδα τόσο μεγάλη επιχείρηση προστασίας και αναδείξεως ενός συνόλου και μάλιστα αρκετά επιτυχής. Κάποιος κόσμος γνωρίζει αυτό και μόνο αυτό. Οι δε νεότεροι ξέρουν την Πλάκα μόνο όπως την έχουν μπροστά στα μάτια τους σήμερα: με έλεγχο των χρήσεων, με κατάργηση της φοβερής εκπορνεύσεως -ναι, δεν φοβάμαι να χρησιμοποιήσω αυτή τη λέξη- που υπήρχε τη δεκαετία του ’60 και κατόπιν με τους κολονέλους. Τότε, για να καταλάβετε, υπήρχε μέχρι και ένα μαγαζί που είχε απ’ έξω ένα τράγο, του έβαζαν μια πίπα και κάπνιζε! Ενώ επικρατούσε αρχιτεκτονική χαρτοκοπτικής, οδηγώντας σε μία οικτρή παραμόρφωση.
Άρα οι διαβουλεύσεις στις οποίες ήσασταν παρών ήταν η αρχή μιας πορείας εξυγίανσης;
Η συνειδητοποίηση ότι υπάρχει πρόβλημα άρχισε το ’66. Ο δε Προκόπης Βασιλειάδης, το δεξί χέρι του Κωνσταντίνου Καραμανλή στα πολεοδομικά, ένας από τους αρχιτέκτονες του Hilton, από τους πρώτους Έλληνες που σπούδασαν πολεοδομία στην Αγγλία και τότε διευθυντής στο υφυπουργείο Οικισμού, είχε οργανώσει από το ’64 μια ομάδα αποτυπώσεως και συλλογής στοιχείων και στατιστικών για την Πλάκα. Προφανώς όλα αυτά διακόπηκαν με την άφιξη της δικτατορίας. Το ζήτημα δηλαδή της προστασίας της Πλάκας είχε συζητηθεί αρκετά πριν τις μεγάλες τομές που έγιναν το ’75. Αλλά αυτά σήμερα είναι τελείως ξεχασμένα.
Το συγκεκριμένο βιβλίο έχει αξία ως ντοκουμέντο γιατί εξηγεί την αντιπαράθεση δύο προσεγγίσεων ενώ ήταν ανώριμα τα πράγματα ακόμη και για τους καλλιεργημένους και ειδικούς. Τι έχει προτεραιότητα; Η προστασία της παλαιότητας -τα τεκμήρια ενός πιο πρόσφατου παρελθόντος όπως είναι μια ζώσα ιστορική συνοικία, με λίγα στοιχεία του 18ου και του 19ου αιώνα αλλά και με πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία αρχιτεκτονικής κλίμακας γύρω από την Ακρόπολη- ή η μελέτη της αρχαιότητας;
Τότε οι περισσότερες φωνές ήταν υπέρ της καθυστερημένης έναν αιώνα και βάλε πραγματοποιήσεως του οράματος των Κλεάνθη και Σάουμπερτ, των δύο νέων αρχιτεκτόνων που έκαναν τον πολεοδομικό σχεδιασμό των Αθηνών το 1833, στην αρχή της Οθωνικής εποχής. Είχαν προβλέψει όλο το χώρο πάνω από την Αδριανού προς απαλλοτρίωση και ανασκαφή. Αυτό δεν έγινε ποτέ, τα μέσα δεν υπήρχαν και οι έρμοι οι κάτοικοι έμειναν επί πέντε γενιές σε μία αβεβαιότητα ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς. Τουλάχιστον υπήρχε η προστασία της αρχαιολογικής ώστε να μην πάρουν ύψος τα κτίρια σε ακτίνα 500 μέτρων από τα μνημεία. Αρχιτεκτονικά όμως δεν γινόταν κανένας έλεγχος, η παλιά πόλη είχε πάρει την κάτω βόλτα μορφολογικά αλλά και από απόψεως χρήσεως. Οι ορέξεις λοιπόν ήταν μεγάλες για γενίκευση των ανασκαφών.
Ας μην ξεχνάμε ότι από το 1932 είχε ξεκινήσει η μεγάλη ανασκαφή των Αμερικανών στην αρχαία Αγορά για την οποία είχαν θυσιαστεί περίπου δέκα εκτάρια, δηλαδή 100 στρέμματα του δυτικού τμήματος της Πλάκας. Είχαν επίσης προηγηθεί μεγάλες προσπάθειες της UNESCO σε χώρες όπως η Αίγυπτος και η Ινδονησία, οπότε υπήρχε και εδώ το όνειρο των αρχαιολόγων και των ιστορικών για μία διεθνή υποστήριξη ώστε να γίνει μία γενικευμένη ανασκαφή. Ως και ο Κώστας Μπίρης που ξεκίνησε τη μελέτη της πολεοδομικής ιστορίας της νεότερης Αθήνας και εραστής της αρχιτεκτονικής παράδοσης της παλιάς πόλης, ήταν υπέρ της γενικευμένης ανασκαφής. Πολύ λίγες ήσαν οι αντίθετες φωνές, με προεξέχοντα τότε τον Παύλο Μυλωνά, αρχιτέκτονα και καθηγητή στην ΑΣΚΤ, ο οποίος ξεσπάθωσε για τη συντήρηση, αποκατάσταση και ανάδειξη της παλιάς πόλης, προβάλλοντας ως επιχείρημα -πέραν του σεβασμού μιας νεότερης αρχιτεκτονικής παραδόσεως- το θέμα της κλίμακας. Δηλαδή της μεταβάσεως από το κέντρο της μεγαλούπολης, με τα πολυώροφα κτίρια, στους δυτικούς λόφους και τα μνημεία.
Κυρίως η κλίμακα λοιπόν καθιστά ιδιαίτερα σημαντική την Πλάκα;
Παρεμπιπτόντως, ως γνωστόν Πλάκα σημαίνει παλιά στα αρβανίτικα. Στο ανατολικό κομμάτι γύρω από το λεγόμενο Φανάρι του Διογένη, δηλαδή το Μνημείο Λυσικράτους, υπήρχαν κυρίως Αρβανίτες. Από τη δυτική μεριά του Θησείου ήταν μαζεμένοι μαύροι σκλάβοι επί τουρκοκρατίας. Και το μεγαλύτερο τμήμα ήσαν γκάγκαροι Αθηναίοι. Πράγματι, προσωπικά αισθάνθηκα εξαρχής ως πιο αποφασιστική παράμετρο στη συζήτηση την πολεοδομική κλίμακα, δηλαδή την οπτική προστασία των μνημείων με αυτή την ομαλή μετάβαση μέσω μιας ταπεινής ογκομετρικά δομήσεως.
Υπήρχαν και μερικές περίεργες φωνές που υποστήριζαν τη μετατροπή της Πλάκας σε «αποικία καλλιτεχνών». Δηλαδή να απαλλοτριώσει το κράτος τα σπίτια, να διώξει τους κατοίκους για να αρχίσει αυτό που ονομάζουμε σήμερα “gentrification” – ένας αγγλικός όρος που σημαίνει ευγενοποίηση, ειρωνικά βεβαίως.
Ήσασταν όμως μέλος μιας μικρής μειοψηφίας.
Πολύ μικρής, για την ακρίβεια.
Πέραν των δύο βασικών αντικρουόμενων απόψεων, εκφράστηκαν δημόσια και άλλες;
Υπήρχαν μερικοί σαν τον δάσκαλο μου, τον Παναγιώτη Μιχελή, τον μόνο θεωρητικό της αισθητικής της αρχιτεκτονικής, οι οποίοι προσπαθούσαν συμβιβαστικά να πουν ότι οι ανασκαφές δεν θα γίνονταν σε μεγάλη έκταση αμέσως αλλά σε βάθος δεκαετιών και ότι ίσως να έμεναν ορισμένες νησίδες με ενδιαφέροντα κτίρια, όπως εκκλησίες μεταβυζαντινές και μερικά νεοκλασικά ή λαϊκά σπίτια. Όλα αυτά βεβαίως με μουσειακό χαρακτήρα, μια λύση που σήμερα θα χαρακτήριζα σκηνογραφική. Δεν θα οδηγούσε στην προστασία ενός ζώντος οικισμού. Ας μην ξεχνάμε ότι τότε η Πλάκα είχε 17.000 κατοίκους.
Υπήρχαν και μερικές περίεργες φωνές που υποστήριζαν τη μετατροπή της Πλάκας σε «αποικία καλλιτεχνών». Δηλαδή να απαλλοτριώσει το κράτος τα σπίτια, να διώξει τους κατοίκους για να αρχίσει αυτό που ονομάζουμε σήμερα “gentrification” – ένας αγγλικός όρος που σημαίνει ευγενοποίηση, ειρωνικά βεβαίως. Δηλαδή να έρθουν άνθρωποι με οικονομική επιφάνεια και να μετατρέψουν τον οικισμό με δικά τους μέσα, ώστε να γίνει η Πλάκα ένα είδος Μονμάρτρης των Αθηνών.
Επίσης κάποιοι έλεγαν ότι η επιβολή ειδικού κανονισμού και ο μορφολογικός έλεγχος των κτισμάτων συνιστούν μισή απαλλοτρίωση, άρα θα έπρεπε ή να πληρωθούν και να εκδιωχθούν οι κάτοικοι για να ξεκινήσει η γενικευμένη ανασκαφή ή να τους επιτραπεί να χτίσουν όπως θέλουν τα σπιτάκια τους.
Ακούστηκαν διάφορες ανεδαφικές απόψεις. Το ενδιαφέρον είναι ότι υπήρχε πλήρης άγνοια από τόσο καλλιεργημένους ανθρώπους -θα τους ονόμαζα πνευματικούς ταγούς της Αθήνας τότε- της έννοιας που συναντάται σε όλη τη δυτική Ευρώπη τα τελευταία 150 χρόνια: Δεν υπάρχουν μόνο τα μεμονωμένα μνημεία αλλά και σύνολα προς προστασία. Είναι μια πολύ δύσκολη υπόθεση. Σε ένα ευνομούμενο κράτος η συντήρηση ενός μνημείου μπορεί να επιχορηγείται. Για έναν ολόκληρο οικισμό όμως χρειάζονται πολεοδομικές αποφάσεις, ειδικοί κανονισμοί και όροι δομήσεως, για παράδειγμα να μην αλλάξει η ογκομετρία ή η μορφή των στεγών. Δηλαδή έστω και αν γίνουν ορισμένα νέα κτίσματα, να κρατηθούν ως προς τον όγκο, το πλάτος των προσόψεων κλπ. Είναι μια ολόκληρη πολεοδομική τεχνική, η οποία τότε ήταν άγνωστη και ανύπαρκτη εδώ. Εγώ όμως την είχα σπουδάσει στη Γαλλία. Γι’ αυτό στο τέλος του βιβλίου υπάρχουν δύο παραρτήματα. Αφενός το πύρινο γράμμα του Κώστα Μπίρη που δεν παρευρέθηκε στις διαβουλεύσεις λόγω παράλυσης με το οποίο υποστηρίζε τη γενικευμένη ανασκαφή. Αφετέρου τη δική μου εισήγηση για μία συστηματική προστασία συνόλων.
Η σημασία αυτού του βιβλίου είναι διττή. Για να μάθουν οι νεότεροι ότι υπάρχει και μια προϊστορία της διασώσεως της Πλάκας. Αλλά είναι και μια παρουσίαση της αθηναϊκής κοινωνίας εκείνης της εποχής. Είναι μια συμβολή στην ιστορία των ιδεών. Δείχνει που βρισκόταν η νοοτροπία των πιο καλλιεργημένων ανθρώπων τότε στην Αθήνα. Είναι ένα πιάσιμο του σφυγμού της εποχής.
Δεν ήταν εύκολο να βγάλεις 15 χιλιάδες ανθρώπους από το κέντρο της πόλης από τη μια μέρα στην άλλη.
Αν και η πλειοψηφία υποστήριζε την γενικευμένη απαλλοτρίωση και ανασκαφή, από το βιβλίο σας φαίνεται ότι οι πιθανότητες επικράτησης ενός τέτοιου σεναρίου δεν ήταν πολλές.
Όχι, δεν ήταν. Δεν υπήρχαν τα χρήματα να γίνει κάτι τέτοιο παρά μόνο τα οράματα της χρηματοδότησης από το Rockefeller Foundation ή την UNESCO. Επίσης ήταν μεγάλη και η αντίδραση κατοίκων και επιχειρηματιών. Ναι, υπήρχαν ήδη οι κακώς εννοούμενοι τουριστικοί παραμορφωτές αλλά υπήρχαν και πολλά ζωντανά επαγγέλματα, όπως τεχνίτες, ξυλουργοί, σιδηρουργοί, παλαιοπώλες. Με την ανασκαφή θα προέκυπτε σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα. Ελέχθησαν οι απόψεις ότι θα μπορούσαν να τους διατεθούν κάπου αλλού εκτάρια κρατικής γης για να αποκατασταθούν, αλλά επρόκειτο για ένα πληθυσμό γκαγκαραίων, όπως τους λέμε. Μπορεί όχι 100% αλλά είχαν μια συναισθηματική, βαθιά αγκύρωση στο μέρος. Στις διαβουλεύσεις άρα και στο βιβλίο μου ακούγονται και αυτές οι φωνές, αντιπρόσωποι επαγγελματιών και κατοίκων που λένε ότι δεν θέλουν να ξαναχτίσουν αλλού, δεν θέλουν ύψος και προτιμούν να ακολουθήσουν ειδικούς κανονισμούς για να μείνει ζωντανή η συνοικία τους. Δεν θεωρούσα λοιπόν ότι ήταν άμεσος ο κίνδυνος της γενικευμένης ανασκαφής διότι δεν υπήρχαν ούτε οικονομικά μέσα ούτε κοινωνικά. Δεν ήταν εύκολο να βγάλεις 15 χιλιάδες ανθρώπους από το κέντρο της πόλης από τη μια μέρα στην άλλη.
Λάβρος, όπως γράφετε, υπέρ της γενικευμένης απαλλοτριώσεως ήταν και ο Αριστομένης Προβελέγγιος, κηρύσσοντας την απόλυτη αξία της αρχαίας κληρονομιάς ως «αιώνιο κανόνα» και την νεότερη οικιστική παράδοση ως «μηδαμινή».
Ακούστηκαν από ανθρώπους με αποδεδειγμένη ευαισθησία ακραίες απόψεις. Ήταν ακόμη ανώριμη η κοινωνία να δεχθεί αυτό που στην πολεοδομία και τη συντήρηση ονομάζουμε αρχή του παλίμψηστου. Πρόκειται για μια μεγάλη αντιπαράθεση και για τη συντήρηση στην Ακρόπολη. Η Χάρτα της Βενετίας του ’64, η μόνη διεθνής χάρτα για αρχές συντηρήσεως και προστασίας μνημείων και μνημειακών συνόλων λέει καθαρά ότι η τεκμηριωμένη ιστορική συνέχεια, με τα διάφορα στάδια προσθηκών και αλλοιώσεων, πρέπει να προστατεύεται. Σήμερα δηλαδή δεν θα γκρεμίζαμε τόσο εύκολα τον καταλανικό πύργο δίπλα στα Προπύλαια, ούτε το μικρό τζαμί δίπλα στον Παρθενώνα. Θα υπήρχε μεγαλύτερη αντιπαράθεση, θα ήταν άλλη η συνείδηση της σημασίας της ιστορικής τεκμηριώσεως της συνέχειας και της αυθεντικότητας. Διότι ένα σώμα κτισμένο έχει πάνω του τις ουλές και τις αλλοιώσεις που είναι ιστορικά τεκμήρια. Η επέμβασή μας πρέπει ουσιαστικά να είναι αναστηλωτική και όχι ανακατασκευαστική. Η άψογη αναστήλωση από τον Ιωάννη Τραυλό της Στοάς του Αττάλου είναι ουσιαστικά ανακατασκευή. Υπήρχε μόνο ένα 5% αυθεντικού, αρχαίου υλικού. Βεβαίως υπήρχαν όλες οι νύξεις ώστε να γίνει μία μορφολογικά σωστή όχι αποκατάσταση, ούτε αναστήλωση, αλλά ανακατασκευή – να λέμε δηλαδή τα πράγματα με το όνομα τους.
Από αυτά που λέτε στοιχηματίζω ότι πριν από λίγα χρόνια δεν ήσασταν υπέρ της κατεδάφισης των κτιρίων στον στον περίβολο του Μουσείου της Ακρόπολης.
Μα όλος ο αρχιτεκτονικός κόσμος ξεσπάθωσε και ευτυχώς δεν γκρεμίστηκαν. Είναι μια απόδειξη ότι μέσα σε 50 χρόνια τα πράγματα άλλαξαν ως προς τη συνειδητοποίηση που ανέφερα.
Δηλαδή δεν πρέπει να θυσιάζουμε τα πάντα στο βωμό της ανάδειξης της αρχαίας κληρονομιάς μας;
Ας μην ξεχνάμε ότι από αυτά που βρίσκονται κάτω από την ελληνική γη εικάζεται ότι έχει ανασκαφεί μέσα σε 200 χρόνια μόλις το 1/3. Ευτυχώς διότι οι ανασκαφές γίνονται ολοένα πιο μεθοδικές. Τον 19ο αιώνα οι μεγαλύτερες είχαν και λίγο το χαρακτήρα του κυνηγιού θησαυρών.
Η αξία έγκειται στο ότι υπάρχει ένας λαϊκότροπος κλασικισμός στην Πλάκα, δηλαδή αυτή η πολύ εφευρετική προσπάθεια των λαϊκών ανθρώπων και των απλών αστών του 19ου αιώνα να δεχθούν από τη Δύση, κυρίως από τη Γερμανία, το αρχιτεκτονικό πρότυπο του κλασικισμού και να κάνουν ένα αμάλγαμα με τις εγχώριες παραδόσεις.
Είναι συγκρίσιμη η Πλάκα με αντίστοιχες ιστορικές συνοικίες στον ευρωπαϊκό χώρο;
Ας είμαστε ειλικρινείς. Από απόψεως κτισμένου πλούτου, δηλαδή αρχιτεκτονικής και μορφολογικής αξίας των κτισμάτων, είναι αδύνατη η σύγκριση με πυρήνες πόλεων που έχουν μια συνέχεια σχεδόν χιλίων ετών και μια συνειδητή προστασία διακοσίων. Η αξία έγκειται στο ότι υπάρχει ένας λαϊκότροπος κλασικισμός στην Πλάκα, δηλαδή αυτή η πολύ εφευρετική προσπάθεια των λαϊκών ανθρώπων και των απλών αστών του 19ου αιώνα να δεχθούν από τη Δύση, κυρίως από τη Γερμανία, το αρχιτεκτονικό πρότυπο του κλασικισμού και να κάνουν ένα αμάλγαμα με τις εγχώριες παραδόσεις. Με απλά μέσα -σοβάδες και όχι πολυτελή μάρμαρα- γίνονταν ορισμένες νύξεις κλασικισμού -τα ακροκέραμα, τα φουρούσια στα μπαλκόνια- ενώ το σπίτι προς τα πίσω έμενε με την περίκλειστη αυλή, την ψηλή μάντρα, τα χαγιάτια, τα τζαμωτά, δηλαδή στοιχεία της τοπικής παραδόσεως αιώνων. Κατά τούτο η Πλάκα είχε και έχει ακόμη ενδιαφέρον. Όπως έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον -αξίζει να το επαναλάβω- από απόψεως κλίμακας. Αυτό κερδήθηκε με τη διάσωση της Πλάκας. Το τονίζω ως το σημαντικότερο απ’ όλα. Δεν είμαι και τόσο αυστηρός ως προς την αρχιτεκτονική προστασία. Βεβαίως πρέπει να υπάρχει ένας πολύ αυστηρός οικοδομικός κανονισμός, αλλά στην εξίσωση μπαίνει και το γούστο του εκάστοτε ιδιοκτήτη, οπότε θα γίνει και καμιά παραφωνία. Μέσα σε μια ζωντανή εξέλιξη δεν μπορείς να είσαι τόσο απαιτητικός στα πάντα.
Με τα Αναφιώτικα γιατί δεν βγαίνει άκρη επί δεκαετίες;
Πρόκειται πράγματι για μια αντιμαχία κατανοητή και από τις δύο πλευρές για 40-50 κτίσματα, τα οποία σχεδόν δεν είναι καν σπιτάκια αλλά μικρές τρώγλες, ενώ μερικά είναι εν μέρει υπόσκαφα. Στα Αναφιώτικα υπάρχει μία «αριστερίζουσα», ρομαντικίζουσα άποψη ότι είναι τα αυθεντικά σπίτια των ανθρώπων που έζησαν εκεί πριν από 150 χρόνια, όλων αυτών που έχτισαν το παλάτι του Όθωνα κλπ. Οι αρετές τους έγκεινται στο πώς με πολύ φτωχά, σχεδόν ανύπαρκτα μέσα μπορείς να κάνεις πρόχειρους καταυλισμούς οι οποίοι δεν έχουν την αθλιότητα των κεντροευρωπαϊκών αντίστοιχων, κάτι που έχουν θαυμάσει συνάδελφοι από την Ευρώπη. Προσφυγικοί καταυλισμοί, ξέρετε, στην Αθήνα υπήρχαν μέχρι και το ’70 για παράδειγμα στην Παπαδιαμαντοπούλου, πίσω από το Χίλτον, όπου βρίσκονταν καμιά εκατοστή τέτοια σπιτόπουλα με τα κηπάκια τους, τις γαζίες τους, τους τενεκέδες τους, με αυτή την περίεργη νοικοκυροσύνη που δεν επιτρέπει στη φτώχεια να γίνει εξαθλίωση.
Όλα αυτά έχουν βεβαίως και μια κοινωνική αξία. Υπάρχει και μια ολόκληρη αντιμετώπιση όχι αρχιτεκτονική-αισθητική αλλά κοινωνική που λέει ότι τα Αναφιώτικα είναι ένα ιστορικό δείγμα ενός πολύ ταπεινού οικισμού με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που πρέπει να σωθεί. Επιπλέον δεν ενοχλούν οπτικά από απόψεως όγκων, είναι σχεδόν ανύπαρκτα αυτά τα κτίσματα. Ενοχλούν όμως ως προς την ολοκλήρωση του περίφημου περιπάτου. Ο περίπατος, τεκμηριωμένος από την αρχαιότητα, ήταν η καταπληκτική βόλτα στα ριζά του βράχου, η οποία σήμερα έχει αποκατασταθεί σε όλο της το μήκος αλλά κόβεται μόνο στο συγκεκριμένο κομμάτι όχι τόσο λόγω των Αναφιώτικων, αλλά κυρίως εξαιτίας του ότι στην ανατολική γωνιά είχαν μπει οι γερανοί και ανέβαζαν τα μάρμαρα επί 30 χρόνια για την αναστήλωση.
Ο περίπατος είναι μία από τις καταπληκτικότερες εμπειρίες που μπορεί να έχει ο επισκέπτης και ο Αθηναίος. Περπατάς έχοντας από πίσω σου τα βράχια και τα πανάρχαια ιερά στη βόρεια πλευρά της Ακροπόλεως, από τη νότια πλευρά περνάει μέσα από το κοίλο του διονυσιακού θεάτρου, προχωράει πάνω από το Ασκληπιείο και φτάνει από την άλλη μεριά μέχρι την είσοδο της Ακροπόλεως. Περπατάς έχοντας μπροστά σου τα πεύκα και μέσα από αυτά βλέπεις σε απόσταση μικρότερη του ενός χιλιομέτρου τη σημερινή μεγαλούπολη. Είναι ένα βίωμα καταπληκτικό γιατί δεν είσαι μέσα στον ιστορικό φυσικό χώρο, όπως είναι από την άλλη μεριά με τις καταπληκτικές προσβάσεις του Πικιώνη αλλά και τις νεότερες του 2000, οπότε βλέπεις μόνο λόφους, πράσινο, μνημεία και για περίπου 500 μέτρα ξεχνιέσαι ότι βρίσκεσαι σε μια Βαβυλωνία των πέντε εκατομμυρίων. Από αυτή τη μεριά έχεις την εμπειρία της αντιπαραθέσεως ενός φυσικού τοπίου και μνημείου και της πόλης μπροστά. Είναι μια πολύ γοητευτική προσέγγιση και προς τα μνημεία και προς τη σημερινή πόλη, η οποία όμως δεν ανοίγει απόλυτα διότι τα Αναφιώτικα αποτελούν εμπόδιο, αν και όχι απόλυτο. Δηλαδή θα μπορούσε ίσως να περάσει ο δρόμος αν γκρεμίζονταν δυο-τρία από αυτά τα σπιτόπουλα.
Πρόκειται για μια ιδεολογική περισσότερο αντιπαράθεση, μεταξύ ίσως ακραιφνών αισθητικιζόντων αρχιτεκτόνων οι οποίοι λένε ότι αυτά τα σπιτάκια δεν είναι ούτε νεοκλασική ούτε λαϊκή αρχιτεκτονική αλλά παράγκες και δεν πρέπει να μείνουν δίπλα στα μνημεία. Η άλλη άποψη λέει ότι είναι μια ζώσα κοινωνική πραγματικότητα που έχει και τις αρετές της.
Νωρίτερα αναφερθήκατε στο gentrification. Είναι μια αναπόφευκτη εξέλιξη; Διότι και η Πλάκα δεν γλίτωσε τελικά.
Δεν γλίτωσε εν μέρει. Πράγματι, ένα ποσοστό έχει αγοραστεί από οικονομικά ισχυρούς και κατασκευάστηκαν ιδιωτικά σπίτια. Δεν γενικεύτηκε όμως. Δεν έγινε η Πλάκα -και θα χρησιμοποιήσω άλλη μία αμερικανική έκφραση- gated community, περιφραγμένη δηλαδή οικιστική μονάδα. Είναι ένα μίγμα κατοικίας, τουριστικής επιχειριματικότητας, πνευματικών ιδρυμάτων, αλλά και μικρών ανασκαφών, κάτι που υποστήριζα εξαρχής, δηλαδή ότι είναι προτιμότερες οι τοπικές ανασκαφές, ακόμη και στα υπόγεια σπιτιών, ή σε ερείπια και άκτιστες αυλές.
Πώς φαντάζεστε ότι θα ήταν σήμερα η ιστορική συνοικία αν προ δεκαετιών δεν είχαν παρθεί αποφάσεις για τις χρήσεις γης;
Σίγουρα πολύ διαφορετική. Προφανώς όμως, αν και προβλέπεται στην πολεοδομική νομοθεσία και στα σχέδια που γίνονται κάθε τόσο ένας χάρτης χρήσεων γης, δεν έχει εμπεδωθεί αυστηρά. Από την άλλη, σε ορισμένα καλά προάστια όπως Ψυχικό, Φιλοθέη, Εκάλη, επειδή στην προπολεμική εποχή ξεκίνησαν συνεταιριστικά, επιβλήθηκαν κανονισμοί οι οποίοι δέσμευαν και τους δήμους που δημιουργήθηκαν μετά, να μην υπάρχει σχεδόν καμία άλλη χρήση πέρα από κατοικία. Το βρίσκω υπερβολικό. Στο Ψυχικό πρέπει να κατέβεις μέχρι το Φάρο για να βρεις περίπτερο.
Έλεγχος όμως των χρήσεων δυστυχώς δεν υπάρχει ουσιαστικά στην Ελλάδα. Το ότι πέρασε αυτό στην Πλάκα επί Στέφανου Μάνου έχει τεράστια σημασία. Διότι διαφορετικά θα γινόταν μια πλήρης, κακώς εννοούμενη τουριστική ανάπτυξη, θα γινόταν δηλαδή αυτό που είχε ξεκινήσει τη δεκαετία του ’60 και το οποίο προκάλεσε τις διαβουλεύσεις που αναδεικνύω στο βιβλίο μου. Η Πλάκα θα ήταν σήμερα ολόκληρη ένα κακό, τουριστικό λούνα παρκ.
Χαίρετε διεθνούς αναγνώρισης ως μελετητής της νεότερης πολεοδομικής ιστορίας της Αθήνας. Κατά τη γνώμη σας γιατί οι κάτοικοί της αγαπάμε να τη μισούμε;
Όπως και στα συναισθηματικά ζητήματα, υπάρχει πάντα το “hate/love” που λένε οι Αγγλοσάξωνες. Όσο πιο συγκινησιακά δεμένος είσαι με κάτι τόσο πιο κριτικός γίνεσαι για τις ελλείψεις και τα στραβά του. Επίσης η γκρίνια είναι κάτι που υπάρχει διαχρονικά στη Ρωμιοσύνη. Προσωπικά ο δάσκαλος μου ο Πικιώνης μου μετέδωσε ένα βαθύτατο συναισθηματικό δεσμό με το τοπίο, το φως, τον χώρο του γενέθλιου τόπου. Ήμουν πολύ πιο λίγο ταυτισμένος με την κοινωνική του πραγματικότητα. Αντιθέτως, ήμουν πολύ κριτικός με διάφορες πολιτικές αθλιότητες, είχα δηλαδή μέσα μου από μικρή ηλικία μια αγανάκτηση για τη Ρωμιοσύνη η οποία υπήρξε τραυματική, με οδήγησε στον εκπατρισμό, στο να ζήσω 40 χρόνια στη Γερμανία. Σήμερα οι νέοι μπορούν να κάνουν έρευνα στην Ελλάδα. Προ 50 ετών η έννοια της έρευνας στον τόπο αυτό και ιδίως στο δικό μου αντικείμενο ήταν ανύπαρκτη. Ο Γκύζης, ο οποίος επίσης πέρασε δεκαετίες στο Μόναχο έλεγε: «Αυτά που δεν μπόρεσε να μου δώσει η μάνα μου, μου τα έδωσε η μητριά». Η Γερμανία μου έδωσε τη δυνατότητα να κάνω το κέφι μου, με την πολύ σοβαρή έννοια. Το να κάνεις χαρά σου τη δουλειά σου είναι κάτι που θα ήθελε κάθε άνθρωπος.
Όπως και στα συναισθηματικά ζητήματα, υπάρχει πάντα το “hate/love” που λένε οι Αγγλοσάξωνες. Όσο πιο συγκινησιακά δεμένος είσαι με κάτι τόσο πιο κριτικός γίνεσαι για τις ελλείψεις και τα στραβά του.
Ποια ξεχωρίζετε ως την πιο σημαντική πολεοδομική παρέμβαση που έχει γίνει γενικότερα στην πρωτεύουσα τα τελευταία 50 χρόνια;
Με δύο λόγια μπορώ να σας πω ότι στην Αθήνα το πιο σημαντικό είναι ότι έχει σωθεί αρκετά η κλίμακα. Ευτυχώς δεν έγιναν τα ψηλά κτίρια που ήθελε η δικτατορία. Αν και τώρα κινδυνεύουμε να δούμε πύργους 200 μέτρων στο Ελληνικό – μεγάλος κίνδυνος για το τοπίο κατά τη γνώμη μου. Σκεφτείτε ότι προ 40 ετών ήταν να γίνουν πέντε ξενοδοχεία 30 και πλέον ορόφων στο φαληρικό μέτωπο. Ευτυχώς δεν έγιναν.
Eίναι, ξέρετε, ούτως ή άλλως μοναδική η τοπογραφία της Αθήνας, με τη θάλασσα και τους λόφους οι οποίοι έχουν μείνει άχτιστοι από μία ευτυχή συγκυρία, από την πρωτοβουλία της Αμαλίας και μετά της Σοφίας, των δύο βασιλισσών που φρόντισαν να τους φυτέψουν εγκαίρως ώστε να μείνουν όπως λέμε στα λατινικά “non edificante”, δηλαδή μη οικοδομήσιμοι. Σώθηκαν οι λόφοι από τους οποίους μπορείς να έχεις μια καταπληκτική εποπτεία του αστικού χώρου.
Αν βρεθείς στην Αθήνα τον Αύγουστο, είναι μια άλλη πόλη. Θα μου πεις είναι το ιδεώδες μια πόλη να είναι άδεια; Όχι. Μια πόλη τη θέλεις ζωντανή. Αλλά δεν τη θέλεις σε αυτό το παραλήρημα που είναι συνήθως το κέντρο των Αθηνών.
Η αρχιτεκτονική, πλην ορισμένων κτιρίων, δεν είναι μεν ενδιαφέρουσα στο σύνολο της, αλλά δεν είναι και απωθητική όπως είναι στις νέες συνοικίες της Ρώμης ή της Βαρκελώνης, όπου αν φύγεις από το ιστορικό κέντρο τα γύρω γύρω είναι μια αθλιότης απερίγραπτη. Αυτό δεν το έχουμε στην Αθήνα. Είναι παντού ένας όγκος άσπρων κύβων – αλλού χαμηλότεροι αλλού ψηλότεροι και πάρα πολύ πυκνά χτισμένοι. Αυτό, εξαιτίας του ότι πρόκειται για μία νεοκλασική πόλη με δρομάκια 6-8-10 μέτρων πάνω στους οποίους υπήρχαν διώροφα κτίρια και χτίστηκαν δεκαώροφα, δημιουργεί πρόβλημα. Ο συντελεστής κάλυψης στο κέντρο είναι 70-80%. Είναι δηλαδή ένα πηγμένο περιβάλλον από κτίσματα και λαμαρίνες αυτοκινήτων. Αν βρεθείς στην Αθήνα τον Αύγουστο, είναι μια άλλη πόλη. Θα μου πεις είναι το ιδεώδες μια πόλη να είναι άδεια; Όχι. Μια πόλη τη θέλεις ζωντανή. Αλλά δεν τη θέλεις σε αυτό το παραλήρημα που είναι συνήθως το κέντρο των Αθηνών.
Τι πληθυσμό θα έπρεπε να έχει η Αθήνα για να μη γίνεται ο βίος των κατοίκων αβίωτος;
Περίπου 2,5 εκατομμύρια, τα μισά δηλαδή από σήμερα. Πιστεύω ότι κάποια μέρα θα γίνει αυτό γιατί οι επαρχιακές πόλεις είναι βιώσιμες. Προ 50 ετών σε πολλές δεν υπήρχε ούτε ένα μουσείο. Τώρα πια οι πόλεις 50-150 χιλιάδων κατοίκων παίρνουν μια οντότητα. Δεν αναφέρομαι μόνο στις ιστορικές, όπως το Ναύπλιο, τη Ρόδο, την Κέρκυρα, αλλά σε πόλεις σαν τα Τρίκαλα. Ή την Καλαμάτα και τη Λάρισα που ήταν φριχτά άσχημες και τώρα έχουν διορθωθεί πολύ ως προς την οικιστική και κοινωνική υποδομή τους. Πιστεύω ότι οι επαρχιακές πόλεις θα αφαιρέσουν κόσμο από την Αθήνα, τουλάχιστον 1 εκατομμύριο τα επόμενα 100 χρόνια – αν δεν έχουν πέσει μέχρι τότε οι ατομικές βόμβες στα κεφάλια μας. Ή αν δεν πολλαπλασιαστούμε όπως οι γείτονες μας οι Τούρκοι. Το ότι δεν έχει συμβεί αυτό στην Ελλάδα, έχει σώσει το τοπίο μας. Καλώς ή κακώς σε αυτή τη χώρα είναι η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη και ανάμεσά τους, καθ’ υπερβολή φυσικά, η ελληνική ερημία, η οποία σώζει την ελληνική ύπαιθρο.
Σας αρέσουν οι πολυκατοικίες στην Αθήνα;
Μα ειδικά οι παλιές έχουν αρετές. Δηλαδή υπάρχει, ή τουλάχιστον υπήρχε, κατά συνοικία μια διήθιση ταξική. Δεν δημιουργήθηκαν ποτέ γκέτο. Μπορεί να υπήρχαν κάποια προάστια ευπόρων, αλλά μέσα στην πόλη ανέκαθεν υπήρχε ένα μίγμα χρήσεων, προελεύσεων και πρόσβασης σε υπηρεσίες. Αυτή η μανία του μοντέρνου κινήματος της αρχιτεκτονικής από το ’20 μέχρι το ’80 για αυστηρό διαχωρισμό των χρήσεων για λόγους ελλείψεως θεσμικής οργανώσεως, δεν έγινε στην Ελλάδα. Κάτι για το οποίο κλαίγαμε στην αρχή και τώρα λέμε ότι είναι δώρο διότι δεν δημιούργησε συνοικίες-υπνωτήρια. Τη γλιτώσαμε. Και μην ξεχνάτε ότι αυτό που γοητεύει τους Κεντροευρωπαίους στην Αθήνα είναι ότι την αυστηρή ευταξία την έχουν στον τόπο τους. Ερχόμενοι εδώ που έχουμε αυτό το μοναδικό κλίμα, βιώνουν ένα ξεφάντωμα, ένα βομβαρδισμό των εμπειριών, των αισθήσεων, με φύση, ανθρώπινες συναντήσεις, υπαίθριες εστιάσεις, μνημεία, βόλτες.
Τι γίνεται με τους ντόπιους όμως;
Και ως προς αυτό έχουν επέλθει μεγάλες βελτιώσεις. Προ 30 ετών δεν μπορούσες να αναπνεύσεις στην Αθήνα και αποδείχθηκε ότι αυτό δεν οφειλόταν στην κυκλοφορία -η οποία δυστυχώς δεν έχει μειωθεί- αλλά στο μαζούτ που καιγόταν στην κεντρική θέρμανση. Έγιναν τα μεγάλα έργα ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων και προσβάσεως της Ακροπόλεως. Έγιναν οι πόλεις μέσα στην πόλη, δηλαδή στο Λεκανοπέδιο είναι πια 50 δήμοι με υποδομές. Ένα μόρφωμα σαν το Περιστέρι για παράδειγμα, το οποίο ξεκίνησε όχι τόσο από αυθαίρετα αλλά κυρίως για αξιοποίηση των χέρσων εκτάσεων μερικών γαιοκτηματιών με μια άγρια οικοπεδοποίηση χωρίς καμία τεχνική, σήμερα έχει τα πάντα. Πάλι καλά λοιπόν να λέμε δεδομένου ότι η Αθήνα προ 50 ετών είχε ένα εκατομμύριο κατοίκους και τώρα πέντε.
Φταίει η αντιπαροχή για πολλά από τα δεινά της πρωτεύουσας;
Δεν έχει πει κανείς ειλικρινά ότι μετά τον πόλεμο σε αυτόν τον τόπο δεν υπήρχε τίποτα από υποδομές. Δεν υπήρχαν λιμάνια. Δεν υπήρχε εξηλεκτρισμός. Δεν υπήρχε σιδηρόδρομος. Δεν υπήρχε τίποτα. Έπρεπε σιγά σιγά, την πρώτη οκταετία Καραμανλή και με την αμερικανική βοήθεια, να γίνουν ορισμένα πράγματα σε πολλούς τομείς. Φυσικά και στον οικιστικό. Έλειπαν 1,5 εκατομμύριο κατοικίες το 1950. Στη δυτική Ευρώπη υπήρχε μετά τον πόλεμο πολύ μεγάλη συμμετοχή στην κοινωνική κατοικία. Δηλαδή σχεδόν το 50% του οικοδομικού όγκου που χτιζόταν κάθε χρόνο ήταν κοινωνική κατοικία επιχορηγούμενη από το κράτος με φτηνά νοίκια μεταξύ άλλων. Εδώ η συμμετοχή δεν ήταν ούτε 2%. Υπήρχε ο Οργανισμός Κοινωνικής Κατοικίας που έφτιαχνε το πολύ 2000 κατοικίες το χρόνο όταν η ανοικοδόμηση έπρεπε να αγγίζει τις 200.000 που λέει ο λόγος. Για να γίνει αυτό έπρεπε να δοθούν κίνητρα.
Δεν έχει πει κανείς ειλικρινά ότι μετά τον πόλεμο σε αυτόν τον τόπο δεν υπήρχε τίποτα από υποδομές. Δεν υπήρχαν λιμάνια. Δεν υπήρχε εξηλεκτρισμός. Δεν υπήρχε σιδηρόδρομος. Δεν υπήρχε τίποτα.
Η λύση που βρήκε το έρμο το κράτος ήταν να δώσει μεγάλα κίνητρα στον μικρό οικοπεδούχο και στον μικρό κατασκευαστή με ιδιωτική πρωτοβουλία. Δηλαδή από διώροφα με κάλυψη 30-40% να μπορούν να γίνουν οχταώροφα με κάλυψη 80%. Επρόκειτο για ένα τεράστιο δώρο το οποίο μοιράστηκαν ο οικοπεδούχος και ο κατασκευαστής, ο οποίος μπορεί να ήταν ένας καλός μαστοράκος από τη Μύκονο και έγινε μικροεργολάβος χωρίς κεφάλαιο, έχτιζε «τζαμπατζίδικα», μόνο με τον κόπο και τον ιδρώτα του.
Η αντιπαροχή, ξέρετε, υπάρχει, έστω με διαφορές, μόνο σε δύο πραγματικότητες στην Ευρώπη: σε Βέλγιο και Ελλάδα, δύο χώρες που έγιναν το 1830 ως État tampon, όπως λένε οι Γάλλοι, δηλαδή κράτη-σφήνες μεταξύ μεγάλων δυνάμεων και αυτοκρατοριών. Το Βέλγιο μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας κι εμείς εδώ για ν’ αρχίσει να τρώγεται ο «μεγάλος ασθενής», η Τουρκιά. Εμείς σε αντίθεση με τους Βέλγους δεν είχαμε Κονγκό για να αντλήσουμε εκατομμύρια, αλλά ευτυχώς ούτε τη συμφορά των δύο εθνοτήτων. Αυτές λοιπόν είναι οι δύο μόνες χώρες που έχουν την αντιπαροχή αλλά και το χτίσιμο πάνω στους επαρχιακούς δρόμους, δηλαδή τη δόμηση εκτός ορίων οικισμών. Στην Ολλανδία, με 20 εκατομμύρια κατοίκους σε μια χώρα με έκταση το 40% της Ελλάδας -τεράστια πύκνωση, περίπου 300 άνθρωποι/τ.χλμ.- η ομορφιά και η ευταξία είναι προφανείς. Ακριβώς δίπλα το πάμπλουτο Βέλγιο είναι κατάσπαρτο με σπιτόπουλα πάνω στο δρόμο, είναι χειρότεροι από εμάς.
Είναι όμορφη ή άσχημη πόλη η Αθήνα;
Η έλλειψη εντόνων αρχιτεκτονικών κακομορφιών, η ηρεμία των υψών, η ηρεμία του (άσπρου) χρώματος, οι λόφοι, η καταπληκτική τοπογραφική θέση, ορισμένες έστω περιορισμένες θίνες πρασίνου, οι μνημειακοί χώροι, όλα αυτά μαζί κάνουν την Αθήνα να συγκρίνεται μόνο με πόλεις σαν τη Ρώμη και την Κωνσταντινούπολη. Συμπερασματικά, με λιγότερο πληθυσμό και λιγότερη λαμαρίνα, το όλο πράγμα γίνεται ελκυστικό. Νομίζω όμως ότι μιλήσαμε πολύ, δεν συμφωνείς;
Ας κλείσουμε λοιπόν με ένα σχόλιό σας για τον Μεγάλο Περίπατο.
Μην ξεχνάτε ότι πριν από το δήμαρχο υπήρξε και ο Παναγιώτης Τουρνικιώτης του ΕΜΠ και το Ίδρυμα Ωνάση με ακόμη πιο ρηξικέλευθα σχέδια. Όμως σε καμιά ευρωπαϊκή μεγαλούπολη δεν έχουν γίνει τέτοια εγχειρήματα. Τα πιο προχωρημένα παραδείγματα είναι η Βαρκελώνη και το Μόναχο, που έχουν ένα πυρήνα ιστορικής πόλης διαμέτρου ούτε 1 χλμ. Το Μόναχο καταστράφηκε στον πόλεμο και ξαναχτίστηκε αλλά όχι μιμητικά. Έσωσαν τα μνημεία και ακολούθησαν αυτό που λένε οι Γάλλοι “architecture d’accompagnement”, δηλαδή αρχιτεκτονική παρακολουθήσεως. Να μην κάνεις ψεύτικα πράγματα τάχαμου του 18ου αιώνα αλλά να κρατήσεις τις ίδιες αναλογίες, τις ίδιες κλίσεις των στεγών, το ίδιο πλάτος των προσόψεων. Είναι ένα θαύμα το πώς κατάφερε μια τόσο μεγάλη πόλη να σώσει το πολύ πληγωμένο ιστορικό της κέντρο. Φυσικά έκαναν και πεζοδρομήσεις σε χώρους όπως το περίφημο εμπορικό τρίγωνο της Αθήνας, το οποίο βεβαίως αρχιτεκτονικά είναι μια αθλιότης πια κάτω από την Αδριανού. Το να γίνουν κάποιες πεζοδρομήσεις σε αυτή την έκταση είναι λογικό. Αλλά το να προσπαθήσεις να πεζοδρομήσεις κομμάτι του βουλεβάρτου -βουλεβάριο λέγανε επί Όθωνος τη διαδρομή που αποτελούνταν από την Πανεπιστημίου, την Αμαλίας, τη βόλτα προς την Ακρόπολη και μετά, με μια γεφυρούλα που υπήρχε εκεί που είναι ο σταθμός του Θησείου, έβρισκες την Πειραιώς για να επιστρέψεις- και μάλιστα να το κάνεις βάζοντας φοίνικες που κοστίζουν χιλιάδες ευρώ και τελικά ξεραίνονται, τι να σας πω, σηκώνω τα χέρια ψηλά.