ΠΩΣ ΤΟ “SUCCESSION” ΕΓΙΝΕ Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ ΤΗΣ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ
Μετά από μία χλιαρή αρχική υποδοχή, το “Succession” έχει πια κάτσει στον θρόνο του.
Η πρεμιέρα της 3ης σεζόν του “Succession” που στην Ελλάδα προβάλλεται αποκλειστικά από τη Nova, ήταν η μεγαλύτερη σε τηλεθέαση πρεμιέρα που είχε το HBO από το λανσάρισμα του HBO Max. Συγκριτικά, επίσης, με την πρεμιέρα της 2ης σεζόν, το επεισόδιο είδε αύξηση 13%, ενώ οι ψηφιακές προβολές είχαν άνοδο 214% δίνοντας στην πρεμιέρα τη μεγαλύτερη online απόδοση για το HBO από τη 2η σεζόν του “Big Little Lies”.
Δεν ήταν εύκολη η αρχή όμως για το “Succession”. Δε μας το έκανε και το ίδιο εύκολο δηλαδή.
Η σειρά περιστρέφεται γύρω από την οικογένεια Roy, μία δραματοποιημένη βερσιόν της οικογένειας Murdoch που βασιλεύουν στην αυτοκρατορία της News Corp (Fox News, Fox Broadcasting Company και άλλες εκδόσεις) και της οικογένειας Redstone (οι πλειοψηφικοί μέτοχοι της Viacom CBS που περιλαμβάνει πολλά τηλεοπτικά δίκτυα όπως και το κινηματογραφικό στούντιο της Paramount Pictures). Οι Roys έχουν τη Waystar Royco, μία δική τους αυτοκρατορία media που χρειάζεται μία ανανέωση πριν παρωχηθεί παντελώς από την επέλαση των social media.
Στο πρώτο επεισόδιο του “Succession”, ο πάτερ φαμίλια Logan Roy (Brian Cox) που ούτως ή άλλως φαινόταν να έχει μπει στη δύση της δραστηριότητάς του, παραλίγο να πεθάνει από εγκεφαλικό. Το περιστατικό αυτό πυροδότησε τη βασική διαδρομή που δίνει στο show και τον τίτλο του: τη διαδοχή. Ποιο από τα παιδιά του Logan θα κάτσει στον θρόνο; Μήπως θα είναι τελικά η πιστή του βοηθός; Μήπως ο ξάδερφος της οικογένειας ή ο γαμπρός του;
Ο ανταγωνισμός είναι απάνθρωπος όσο και γελοίος, τα γραφεία και τα σαλόνια των Roys πεδίο μάχης, και εμείς ως θεατές παρακολουθούμε ένα θέατρο του παραλόγου που, στο αρχικό του στάδιο, ελάχιστα είχε να κάνει με εμάς. Όπως συμβαίνει με μερικές από τις καλύτερες σειρές στην τηλεόραση – και σίγουρα μερικές από τις χειρότερες! – το “Succession” ασχολείται με απαίσιους ανθρώπους και τους καβγάδες τους. Μπορεί, πολύ απλά και εύλογα, να μη σε αφορά κάτι τέτοιο.
Αυτό πρέπει να ήταν και το πρόβλημα της σειράς στο ξεκίνημά της. Το “Succession” δεν αποθεώνει σε καμία περίπτωση τον πλούτο, αλλά δεν είναι και αγνή του αποκήρυξη. Για να αντλήσεις άλλωστε ευχαρίστηση από αυτό, θα πρέπει αν μη τι άλλο να διασκεδάζεις με τις απόπειρες των Roys να μοιάσουν με ανθρώπινα πλάσματα. Ο κόσμος όμως έχει πάρει φωτιά και οι πλούσιοι που σε τεράστιο βαθμό τού την έβαλαν και συνεχίζουν να της ρίχνουν λάδι μπορούν ανά πάσα ώρα να κλείσουν ένα εισιτήριο για το διάστημα και να τη γλιτώσουν. Εσύ κατά πάσα πιθανότητα όχι, άρα η αποστροφή που είχε δημιουργήσει – και δημιουργεί ακόμη και τώρα – σε αρκετούς η σειρά είναι πραγματικά απολύτως κατανοητή.
Τι είχε αλλάξει όμως μέχρι την τελευταία πράξης της πρώτης σεζόν του “Succession” και είχε γίνει σχεδόν εκστατική η αποδοχή του;
Σε αντίθεση με ένα κινηματογραφικό δίωρο, η επιτυχία μίας σειράς προϋποθέτει την επένδυση του κοινού για δέκα, δεκατρείς, τριανταπέντε, όσο-πάει ώρες, αναλόγως με τη διάρκεια που οι δημιουργοί (και πολύ συχνά τα δίκτυα που απαιτούν μία συνέχεια στις επιτυχίες τους ακόμα και όταν τα κόνσεπτ τους δεν προσφέρονται γι’ αυτή *γκουχ* “Prison Break” *γκουχ*) έχουν ορίσει ή ελπίζουν να ορίσουν. Για να κερδίσουν όμως κάτι τέτοιο, τα τηλεοπτικά προγράμματα πρέπει πρώτα να έχουν επενδύσει από την πλευρά τους στο συναίσθημα.
Χωρίς συναισθηματική σύνδεση, το αληθινό κρυπτονόμισμα της τηλεόρασης, με όποιον τρόπο κι αν έρθει αυτή, το κοινό δεν πρόκειται να μείνει για πολύ καιρό μαζί σου. Και το “Succession” που ζει στις ατελείωτες επιχειρηματικές μηχανορραφίες, τον πόλεμο για την κυριαρχία, και τους τρόπους με τους οποίους αυτός διαβρώνει τους ανθρώπους, μπορεί να γίνει δύσπεπτο θέαμα.
Όσο όμως η πρώτη σεζόν διαφοροποιούσε καθοριστικά τα αδέρφια Roy οδεύοντας προς το φινάλε, τόσο λιγότερο πιθανό γινόταν να βαρεθεί το κοινό με τις διαφορετικές εκδοχές αποστασιοποιημένης από την πραγματικότητα χλιδής.
Ο μεγαλύτερος γιος του Logan, ο Connor (Alan Ruck), ήταν ο loser αδερφός που έχει μία συνοδό πολυτελείας για σύντροφο και ξεμύτιζε πού και πού από το ράντσο του για να οργανώσει κανένα γκαλά. Ο Kendall (Jeremy Strong) ήθελε απεγνωσμένα την αξιοπιστία ενός ανεξάρτητου επιχειρηματία και την αγάπη του πατέρα του, χωρίς να έχει τίποτα από τα δύο. Η Shiv (Sarah Snook) είχε ανεξαρτητοποιηθεί από την οικογένεια δουλεύοντας εκτός των επιχειρήσεών τους, κάνοντας μάλιστα την επανάστασή της ως σύμβουλος Δημοκρατικών πολιτικών που ο πατέρας της ήθελε να χάσουν στις εκλογές. Τόσο δύσκολο της ήταν όμως να τους απορρίψει τελείως που κατέληξε να παντρευτεί τον Tom (Matthew Macfadyen), ένα στέλεχος της Waystar. Ο Roman (Kieran Culkin), ο άτακτος μικρότερος γιος του Logan, το παίζει υπεράνω αλλά θέλει κι αυτός το αρχηγιλίκι και την έγκριση του πατέρα του όσο κι ο Kendall. Απλά δε θέλει να κοπιάσει γι’ αυτά.
Οι ρωγμές στους ίδιους και στις σχέσεις τους διεύρυναν το “Succession” όλο και περισσότερο, δίνοντας την ευκαιρία στο κοινό να βρει κάτι αναγνωρίσιμο στη σειρά. Μέχρι τα μέσα της 2ης σεζόν και τα 9 βραβεία Emmy της – από 18 υποψηφιότητες συνολικά – η ιδέα είχε εξαπλωθεί. Το “Succession” ήταν η καλύτερη νέα σειρά της τηλεόρασης και, αν το είχες παρατήσει στα πρώτα του επεισόδια, είχες αφήσει ένα μικρό φαινόμενο να φύγει από τα χέρια σου.
Γιατί κολλήσαμε όμως με το “Succession”;
Η κριτική του “Succession” στην πλουτοκρατία
Οι Roys ελέγχουν τον κόσμο, αλλά βλέπουν πολύ λίγο από αυτόν. Με εξαίρεση κάποιους άμεσους συνεργάτες τους, αλληλεπιδρoύν μονάχα μεταξύ τους, σε ασφυκτικούς, στείρους, επιθετικά μη σέξι χώρους και πλαίσια (ειδικά για σειρά του HBO), και παρότι βρίσκονται στην κορυφή της εταιρικής αλυσίδας δεν έχουν να επιδείξουν τα προσόντα που θα δικαιολογούσαν την παρουσία τους εκεί. Η οικογένεια έχει πάρει διαζύγιο από την πραγματικότητα και η φούσκα της είχε φανεί από το πρώτο επεισόδιο.
Στον πιλότο του “Succession”, ο Roman είχε βάλει στοίχημα με ένα παιδί της εργατικής τάξης κατά τη διάρκεια ενός παιχνιδιού baseball. Εάν ο μικρός έκανε home run, ο Roman θα έδινε στην οικογένειά του 1 εκατομμύριο δολάρια. Δεν τα κατάφερε φυσικά, αλλά οι λακέδες του βενιαμίν Roy έτρεξαν να πληρώσουν την οικογένεια όπως και να ‘χει γιατί δεν ήθελαν να διαρρεύσει το περιστατικό στα media.
Ένα άλλο παράδειγμα των προνομίων τους στα μισά της 2ς σεζόν ωστόσο, ήταν πολύ αντιπροσωπευτικό της ισορροπίας που κρατάει τέλεια το “Succession”. Μετά από μία βραδιά ουσιαστικού δεσίματος με ένα πρόσωπο που αντιμετωπίζει πρόβλημα με τον εθισμό, ο Kendall ξυπνάει για να βρει τα σεντόνια του σύχριστα από ακαθαρσίες. Τις δικές του ακαθαρσίες. Κατεβαίνοντας λίγο αργότερα για πρωινό, βλέπει μία από τις καμαριέρες να κουβαλάει ένα μεγάλο καλάθι γεμάτο με όσα για πλυντήριο. Κοιτιούνται για μια στιγμή και εκείνος ξέρει ότι εκείνη ξέρει. Και οι δύο ξέρουν. Ο Kendall ντρέπεται και εδώ είναι το καλύτερο τρικ του “Succession”.
Το show φροντίζει να μην παρουσιάσει ποτέ τον πλούτο σα φυλακή, την ίδια στιγμή που ποτέ δεν παραβλέπει το γεγονός ότι εμείς, οι θεατές, ζούμε σε μία κοινωνικοοικονομική φυλακή που έχουν χτίσει άνθρωποι όπως ο Kendall. Μπορεί όμως να σε κάνει να συμπάσχεις μαζί τους χωρίς να περνάς αποφασιστικά στην πλευρά της συμπάθειας. Ό,τι κι αν κάνει ο Kendall και η οικογένειά του, από τον εαυτό τους δε μπορούν να ξεφύγουν. Ούτε και εμείς.
Η εμμονή μας με τη μιζέρια των πλουσίων
Παρότι μαθαίνουμε από μικροί πως «τα λεφτά δε φέρνουν την ευτυχία», η ασφάλεια και τα προβλήματα που λύνουν κάνουν το κλισέ ειρωνικό. Την απόλυτη ευτυχία μπορεί να μην τη φέρνουν, αλλά σίγουρα φέρνουν μια κάποια ηρεμία όταν δεν ψάχνεις στον καναπέ σου για ψιλά στο τέλος του μήνα. Ας ένιωθαν οι πλούσιοι τον κρύο σου ιδρώτα σου όταν φτάνουν οι λογαριασμοί και ας σου έλεγαν μετά ότι μερικά εκατομμύρια δε θα σε έκαναν έστω και λίγο πιο ευτυχισμένο.
Η ιδέα επίσης ότι τα λεφτά διαφθείρουν ή το σύστημα του νεποτισμού που συνήθως απεικονίζεται σε τέτοιες σειρές ενισχύουν το hate-watching, την ίδια στιγμή που θα θέλαμε να έχουμε τις ίδιες δυνατότητες με αυτούς που λατρεύουμε να μισούμε. Σύμφωνα με τον Brad Klontz, τον ιδρυτή του Financial Psychology Institute, φαίνεται πως όσο πιο πολύ μας μοιάζουν οι χαρακτήρες στην κουλτούρα, το φύλο, το χρώμα ή το background, τόσο περισσότερη ζήλια νιώθουμε.
Όταν το “Succession” τους επιτίθεται – και το κάνει τρομερά συχνά – την εξουδετερώνει και την αντικαθιστά με δικαίωση.
Μία κατάμαυρη κωμωδία
Ο δημιουργός της σειράς, Jesse Armstrong, ήταν γνωστός κυρίως για την κωμωδία του πριν κάνει στροφή για το δράμα. Και το “Succession” άλλωστε, είναι περισσότερο κωμωδία από δράμα στο πνεύμα. Απλά είναι κατάμαυρη.
Ο Armstrong που τρέχει τη σειρά με την εταιρεία παραγωγής του Adam McKay και του Will Ferrell, σταθεροί συνεργάτες μέχρι πρόσφατα με τεράστιο background στην κωμωδία, έχει στο βιογραφικό του το κωμικό “Peep Show” και το “The Thick of It” του Armando Iannucci. Και το “Succession” έχει ευκρινώς έναν Iannucci-κό χαρακτήρα. Όχι μόνο σε σχέση με τον διάλογο και τις οπερατικές του βωμολοχίες ή τη “μπάντα ηλιθίων” που ακολουθεί, ακόμα και με τον τρόπο που η κάμερα παραμένει για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου παραπάνω στο πρόσωπο των χαρακτήρων που μόλις πάτησαν μία ακόμη μπανανόφλουδα. Η αισθητική είναι σχεδόν mockumentary, αν τα mockumentaries γυρίζονταν για πολλά εκατομμύρια δολάρια και με φιλμ από το HBO.
Η σειρά είναι τόσο επιδέξια με το κριντζ χιούμορ όσο και με το παιχνίδι των λέξεων, επιτρέποντας στους χαρακτήρες να φαίνονται έξυπνοι χωρίς να κάνουν διαγωνισμούς ατάκας.
Το διαγενεακό τραύμα
Μία πρόταση του Alex Epstein, γνωστού συγγραφέα και σεναριογράφου, είναι πως κάθε σειρά θα μπορούσε να διυλιστεί σε μία λέξη. Για το “Succession”, οι επιλαχούσες λέξεις θα ήταν ίσως η “διαφθορά” που φέρνει ο πλούτος, ή η “κακοποίηση”. Τείνω στη δεύτερη για τον απόλυτο προσδιορισμό της σειράς.
Ο Logan είναι ένα πέρα για πέρα άθλιο υποκείμενο που περιφρονεί τα παιδιά του, αλλά αρνείται να τα ξεκόψει και τελείως γιατί είναι προεκτάσεις του εγώ του. Το μόνο για το οποίο είναι ικανός είναι να προσπαθεί με τη βία (κυριολεκτικά ενίοτε) να τα μετατρέψει σε μία πιο βολική γι’ αυτόν βερσιόν τους, που πρακτικά σημαίνει μία βερσιόν υποταγμένη σε αυτόν.
Τα παιδιά του λοιπόν που είναι η επόμενη άρχουσα τάξη, όχι μόνο δεν καταλαβαίνουν τι σημαίνει να έχεις τέτοια ισχύ στα χέρια σου, αλλά αγνοούν και το πόσο αυτή τους η άγνοια βλάπτει τους πάντες γύρω τους. Πώς θα αναγνωρίσουν ότι πλήττουν όταν το μόνο που ξέρουν είναι οι πληγές;
Η ζωή στο σήμερα και στην αφύπνιση που έρχεται όλο και πιο σφοδρή με τον καιρό, ισοδυναμεί για πολλούς από εμάς με τη συνειδητοποίηση πως η σήψη αυτή πάει πολύ βαθιά για να μπορέσουμε να φανταστούμε τον πραγματικό μας κόσμο χωρίς αυτή. Το “Succession” απαθανατίζει αυτό το συναίσθημα ματαιότητας καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη σειρά στην τηλεόραση αυτή τη στιγμή.