ΠΡΩΤΟΨΑΛΤΗ-ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ: “ΚΑΝΟΥΝ ΕΠΙ ΣΚΗΝΗΣ Ο,ΤΙ ΣΤΡΕΒΛΟ ΚΑΙ ΧΥΔΑΙΟ. ΜΑ, ΑΥΤΟ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΟΡΑΜΑ”
Μιλήσαμε με τον Θανάση Παπαγεωργίου και τη Λήδα Πρωτοψάλτη με αφορμή τα 50 χρόνια του θέατρου Στοά.
Το θέατρο Στοά έχει άλλη θέση στην καρδιά μου. Γιατί είναι το θέατρο της γειτονιάς μου στου Ζωγράφου, αυτό που βρίσκεται στην οδό Μπισκίνη, ένα στενό κάτω από το σπίτι μου. Σαν παιδάκι καθόμουν πολλές φορές και χάζευα να βάφουν τα σκηνικά έξω από το θέατρο, ενώ γυρνώντας από το σχολείο έκανα πως χάζευα τις φωτογραφίες της παράστασης έξω από το θέατρο και ταυτόχρονα προσπαθούσα να κρυφοκοιτάξω μέσα στα καμαρίνια να δω τους ηθοποιούς. Πολλούς τους ήξερα ήδη από την τηλεόραση. Τον Θανάση Παπαγεωργίου από τη “Μαντάμ Σουσού” και αργότερα την Λήδα Πρωτοψάλτη από το “Τρίτο Στεφάνι”.
Θυμάμαι, επίσης, τα έντονα φώτα και τις ατελείωτες ουρές έξω από το θέατρο. Και κυρίες επίσημα ντυμένες, με τακούνια και γούνες να περνούν κάτω από το σπίτι μας. Το άγχος όλων όσων είχαν αυτοκίνητα στη γειτονιά; Να έχουν παρκάρει πολύ πριν αρχίσει η παράσταση. Γιατί μετά δεν υπήρχε θέση ούτε για δείγμα, ειδικά τα Σαββατοκύριακα.
Εκεί είδα στα 10 μου τη “Φαύστα” του Μποστ και η αλήθεια είναι πως δεν κατάλαβα και πολλά, καθώς τα παιδιά δύσκολα καταλαβαίνουν τη μεταφορική χρήση της γλώσσας μέχρι μια ηλικία. Και μετά τον “Ματωμένο Γάμο” και έμεινα έκπληκτη από το τραγικό της ιστορίας αυτής του Λόρκα. Στο Λύκειο πια είδα τη “Μήδεια”. Και μετά την ξαναείδα. Γιατί πια μπορούσα να καταλάβω το μεγαλείο της μποστικής γλώσσας.
Φέτος το θέατρο Στοά γιορτάζει τα 50 του χρόνια με το έργο “Ακούω Ήχον Κώδωνος”, μια συρραφή αποσπασμάτων από ένα μεγάλο μέρος της παραγωγής του Μποστ – θεατρικά, πεζά, ποιήματα, λεζάντες, διαφημίσεις, τραγούδια, επιθεωρησιακά νούμερα. Σαν ο τελευταίος των Μοϊκανών μίας παρέας θεάτρων που δεν άντεξαν στον χρόνο. Θεάτρων που έφεραν επανάσταση στο λιμνάζον θεατρικό τοπίο από το 1965 και μετά.
Η συζήτηση που είχα με τις ψυχές του θεάτρου αυτού, τον Θανάση Παπαγεωργίου και τη Λήδα Πρωτοψάλτη ήταν συγκινητική. Γιατί είχα απέναντί μου δύο ανθρώπους, που με μάτια λαμπερά μου μιλούσαν για μία εποχή του θεάτρου που έχει παρέλθει. Και μέσα από τη συζήτηση αυτή πολλά πράγματα μπήκαν στη θέση τους μέσα μου. Μακάρι όλα όσα είπαμε να μπορούσαν να χωρέσουν σε μία συνέντευξη.
Η συζήτησή μας ξεκίνησε από την ίδια τη σχέση τους. Καθώς οι δύο τους υπήρξαν ζευγάρι και στη ζωή και στη σκηνή. Και μολονότι χώρισαν στην προσωπική τους ζωή, σαν καλλιτέχνες είναι πιασμένοι από το χέρι τόσο σφικτά που σε κάνει να απορείς για το πόσο ισχυρά μπορούν να δεθούν δύο άνθρωποι μέσω του θεάτρου.
Μαζί μέσω… αντικαταστάσεως
Πώς συναντηθήκατε;
Λήδα Πρωτοψάλτη: Το θέατρο μας έφερε κοντά. Εγώ τελείωσα το Τέχνης και ο Θανάσης τη σχολή του Χρήστου Βαχλιώτη. Γνωριστήκαμε στο θέατρο των Διαμαντόπουλου- Αλκαίου στο έργο “Πέντε Στρέμματα Παράδεισος”. Ο Θανάσης είχε έρθει να κάνει μία αντικατάσταση, εγώ έκατσα κάτω να τον δω στην πρόβα και μετά πήγα και του έδωσα συγχαρητήρια. Ήταν πολύ άμεσος, “έπαιζε” πολύ με τον άλλον.
Και εγώ βρέθηκα εκεί για μία αντικατάσταση, γιατί με είχε καλέσει ο Διαμαντόπουλος -που ήταν ο δάσκαλός μου στο Θέατρο Τέχνης- και έκανα αρχικά μία αντικατάσταση στα “Δέντρα Πεθαίνουν Όρθια” του Αλεσάντρο Κασόνα, σε ένα μικρό ρολάκι στην πρώτη πράξη. Και εν συνεχεία στο ίδιο έργο αντικατέστησα την πρωταγωνίστρια, την Ξένια (Καλογεροπούλου), γιατί το έργο αυτό έκανε μια επιτυχία ανέλπιστη. Όποτε δεν πήγαινε καλά ένα έργο που ανέβαζε έκανε μία επανάληψη στα Δέντρα και ερχότανε στα ίσα του. Ήταν απίστευτη η ανταπόκριση του κόσμου. Και ακολούθως το καλοκαίρι ανέβηκαν τα “Πέντε Στρέμματα Παράδεισος” που έκανε ο Θανάσης αντικατάσταση. Σιγά σιγά ήρθαμε κοντα, τα φτιάξαμε που λένε. Παντρευτήκαμε το 1965, το 1966 κάναμε τον γιο μας.
ΘΠ: Και επειδή τα Δέντρα παιζόντουσαν χρόνια, έκανα και εγώ μία αντικατάσταση εκεί.
Βρεθήκατε κοντά λοιπόν μέσω αντικαταστάσεως
(Και οι δύο γελώντας): Ακριβως
Θανάσης Παπαγεωργίου: Το 1968 κάναμε τα “Βήματα” στην Κοκκινιά στην Ένωση Ποντίων. Μας έφαγαν, όμως, η δικτατορία και τα οικονομικά. Ο Τάκης ο Καλφόπουλος, ο συνάδελφος που κάναμε μαζί τον θίασο, θυμήθηκε πως υπάρχει αυτό το θεατράκι εκεί. Και είπαμε να πάμε εκεί, επειδή ήταν αριστερή η Κοκκινια. Αλλά ο μπάτσος ήταν στην πόρτα και κρατούσε τα ονόματα που έμπαιναν μέσα οι θεατές. Φύγαμε, άλλωστε δεν κόβαμε και πολλά εισιτήρια.
Έτσι, διαλύθηκαν τα “Βήματα” και με τη Λήδα χωρίσαμε, μετά ξανασμίξαμε, μετά ξαναχωρίσαμε. Το 1971 άνοιξα τη Στοά με την ηθοποιό Ελένη Καρπέτα, το 1973 έμεινα μόνος μου και από το 1974 ήμασταν εδώ με τη Λήδα.
Καταφέρνατε να βιοποριστείτε από την αρχή από το θέατρο;
ΘΠ: Η Λήδα είχε μια οικογένεια που τη συντηρούσε. Εγώ όχι, δούλευα σε τυπογραφείο και έκανα μεροκάματα. Και όταν παντρευτήκαμε άνεργος ήμουν. Πάντα θέατρο ήθελα να κάνω. Τότε επέπλεε η φαρσοκωμωδία, το μπουλβάρ, τα ξένα έργα. Φαντάσου ήταν 25 θίασοι και παίζανε 28 έργα. Και μόνο ξένα έργα ε; Εμείς θέλαμε να αλλάξουμε τα πράγματα.
ΛΠ: Και η επιθεώρηση άνθιζε. Με γερούς ηθοποιούς: Σταυρίδης, Λειβαδίτης, Ρένα Ντορ, Παπαγιαννόπουλος, Γκιωνάκης, Βασιλειάδου.
Θέλαμε να φέρουμε στο προσκήνιο τους Έλληνες συγγραφείς. Δεν ήταν εύκολο. Γι’ αυτό και όταν είδαμε την ανάγκη του θεατή για το ελληνικό έργο αγκυροβολήσαμε εκεί. Και δεν το μετανιώσαμε, όπως δεν το μετάνιωσε και το ελληνικό θέατρο.
Εσείς πώς σκοπεύατε να αλλάξετε το υπάρχον θεατρικό τοπίο;
ΘΠ: Καταρχάς και καταρχήν θέλαμε να φέρουμε στο προσκήνιο τους Έλληνες συγγραφείς. Δεν ήταν εύκολο. Γι’ αυτό και όταν είδαμε την ανάγκη του θεατή για το ελληνικό έργο αγκυροβολήσαμε εκεί. Και δεν το μετανιώσαμε, όπως δεν το μετάνιωσε και το ελληνικό θέατρο.
Το πρώτο ελληνικό έργο που ανεβάσατε ποιο ήταν;
ΘΠ: Την “Αυλή των Θαυμάτων” του Καμπανέλλη στα Βήματα. Μετά ανεβάσαμε για πρώτη φορά Μάριο Χάκα, καταφέραμε και πήγαμε στη Φλορίντα με την “Ενοχή” του και την “Αντιγόνη” του Ανούιγ. Εκεί μας έκλεισε ο Ρίζος γιατί είχε να κάνει καλοκαιρινές παραστάσεις, ήταν βλέπεις Απρίλιος και ήθελε να στήσει σκηνικά και να ξεκινήσει πρόβες.
Στη Στοά αργότερα ξεκινήσαμε με “Τρωαδίτισσες” και Μακιαβέλι, ένα ρεπερτόριο αμηχανίας μάλλον γιατί ούτε η περιοχή προσφερόταν για τέτοια πράγματα ούτε εμείς ήμασταν έτοιμοι για τέτοια έργα. Μέχρι που καταρτίσαμε ένα πρόγραμμα νεοελλήνων συγγραφέων, ανάμεσά τους και ο Μάριος Ποντίκας, με τον οποίο και κολλήσαμε γιατί ανεβάσαμε εννιά του έργα εδώ. Μετά ανεβάσαμε Γιάννη Ανδρίτσο, Πέτρο Μάρκαρη και βέβαια Γιώργο Διαλεγμένο με το “Χάσαμε τη θεία Στόπ”, που ήταν και η μεγάλη μας επιτυχία.
ΛΠ: Μεγάλη επιτυχία ήταν και ο “Λάκκος και η Φάβα” του Ποντίκα. Τους γράψανε ύμνους. Εγώ τότε έπαιζα με την Ξένια Καλογεροπούλου στο παιδικό της έργο, τον Πινόκιο στο θέατρο Αθηνών που έκανε χαμό κανονικό. Κι ο Πινόκιο ήμουν εγώ. Σε μία πρόβα ήμασταν με τον Σταμάτη τον Φασουλή και την Υβόννη Μαλτέζου και διαβάζει ο Σταμάτης μία τρομερή κριτική για τον “Λάκκο και τη Φάβα”. Εγώ έκλαιγα από τη χαρά μου, γιατί επιτέλους έμπαινε το Στοά στον θεατρικό χάρτη.
Έτσι αρχίσαμε. Εγώ από μακριά. Γιατί εγώ δεν ήμουν στο Στοά τότε, ήμουν με τον Μάνο Κατράκη στον Βασιλιά Ληρ, όπου μου έδωσε και έπαιξα τον τρελό. Γιατί οι 3 κόρες του Ληρ ήταν δοσμένες σαν ρόλοι και ο Κατράκης ήθελε οπωσδήποτε να παίζω και εγώ και του ήρθε η ιδέα να κάνει τον Τρελό γυναίκα. Αυτό ήταν επανάσταση. Δεν είχε γίνει ποτέ και πουθενά.
Ελληνικό έργο και Στοά…
ΘΠ: ‘Ηταν μεγάλο το ρίσκο να ανεβάζεις Έλληνες συγγραφείς. Γιατί δεν τους ήξερε το κοινό. Φαντάσου τον Ποντίκα, τον διαβάζαμε Πόντικα τότε.
ΛΠ: Γιατί ο Διαλεγμένος; Τι έγινε με το “Χάσαμε τη Θεία. Στοπ”; Εγώ δεν ήταν να παίξω στη θεία. Θα συνεργαζόμουν με τον Βασίλη τον Διαμαντόπουλο που του είχαν υποσχεθεί να του δώσουν το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά να παίξει. Και μου είχε πει πως θα είμαστε μαζί εκεί. Και είχε βάλει τον Μάριο Ποντίκα να του γράφει επιθεώρηση τότε. Και την τελευταία στιγμή δεν του δινουν το θέατρο, το δίνουν στον Κατράκη…
‘Ηταν μεγάλο το ρίσκο να ανεβάζεις Έλληνες συγγραφείς. Γιατί δεν τους ήξερε το κοινό. Φαντάσου τον Ποντίκα, τον διαβάζαμε Πόντικα τότε.
ΘΠ: Εγώ στο μεταξύ είχα ξεκινήσει με άλλη ηθοποιό το “Χάσαμε τη θεία Στοπ”, αλλά δεν πήγαιναν καθόλου καλά οι πρόβες με την πρωταγωνίστρια.
ΛΠ: Και μια μέρα ήρθε ο Γιώργος Διαλεγμένος σπίτι και μου λέει “καλα ο Θανάσης θα σκίσει με το έργο, αλλά αυτή θα μας κάψει”. Εννοούσε την κοπέλα που έπαιζε. Έρχεται κι ο Θανάσης κατόπιν στο σπίτι- ζούσαμε μαζί ακόμη τότε- και μου λέει “Τον παίζεις τον ρόλο;” Του λέω “είσαι τρελός;”. Σε μια εβδομάδα είχε πρεμιέρα, ήταν έτοιμο το έργο. Και πώς να κάνω εγώ την πρωταγωνίστρια; Ούτε εκμάθηση του κειμένου δεν προλάβαινα να κάνω. “Θα έρθεις αύριο το πρωί με το κείμενο στα χέρια, θα παίζουμε και θα σου λέω εγώ την κίνηση”. Και έτσι έγινε. Και έπαιξα το Σάββατο και έκανα αυτοσκηνοθεσία. Έβρισκα κάτι και μια φωνή μέσα μου μου έλεγε “καλό είναι αυτό κράτα το”. Δεν είχαμε καιρό ούτε να συζητήσουμε με τον Θανάση. Του Διαλεγμένου του γράψανε ύμνους. Τον χαρακτήρισαν ως ο Ελληνας Τσέχωφ. Εν έτει 1975.
Εδώ σχηματίζονταν ουρές τότε;
ΛΠ: Ουρές; Τεράστιες. Καθυστερούσε πόση ώρα να αρχίσει η παράσταση! Κατεβάζαμε το τηλέφωνο. Δεν είχαμε θέσεις ούτε για δείγμα…
ΘΠ: Αυτό έγινε με πολλά έργα κατόπιν, τις “Εσωτερικές Ειδήσεις”, τον Μποστ, το “Άννα Είπα”, την “Εκάβη”… Ήταν σπουδαίο που ένα περιφερειακό θέατρο κατόρθωσε να προσελκύσει τόσο κόσμο. Γιατί στην αρχή από το 1971 μέχρι το 1975 το κοινό μας ήταν φοιτητές που θεατριζόντουσαν ομαδικά. Είχαν τους συλλόγους τους. Παίζαμε κι ένα στρατευμένο έργο του Πέτερ Βάϊς «Ασμα για το σκιάχτρο της Λουσιτάνιας», που ήταν ότι έπρεπε για τη δικτατορία και γινόταν χαμός. Και η ασφάλεια απ’ έξω γύρω γύρω.
Μετά ήρθε η “Θεία”. Οι φοιτητές σταμάτησαν να πηγαίνουν θέατρο, πολιτικοποιηθηκαν και σταμάτησαν τελείως να πηγαίνουν θέατρο οργανωμένοι. Σε μας ήρθε ένα κοινό που ποτέ δε θα ερχόταν. Γνωστοί δεν ήμασταν, τηλεόραση δεν κάναμε.
ΛΠ: Ξέρεις, όμως, τι έκανε από μόνος του ο Διαλεγμένος; Πήρε ένα μπουγέλο και έβαψε σε όλη την Αττική με ένα πινέλο το “Χάσαμε τη Θεία Στοπ”. Και ο κόσμος δεν καταλάβαινε τι εννοεί το σύνθημα αυτό, νόμιζε πως η Θεία είναι η Σία ή η Φρειδερίκη. Δεν τους πήγαινε το μυαλό πως ήταν θέατρο. Όταν κατάλαβαν πως είναι θέατρο τα χάσανε.
Μιλάμε για μάρκετινγκ διορατικό ο Διαλεγμένος, έτσι;
ΘΠ: Προσπάθησαν πάρα πολύ να βρουν έναν τρόπο να ανταγωνιστούν αυτή τη διαφήμιση. Που στην πραγματικότητα ήταν μία τρέλα του Διαλεγμένου. Το έκανε ολομόναχος με ένα βανάκι. Πήγαινε τη νύχτα και έγραφε στους τοίχους αυτό. Ακόμη και μέσα στο Μοναστηράκι, στο Γιουσουρούμ είχε γράψει. Πήγαν το πρωί οι άνθρωποι να ανοίξουν τα παλαιοπωλεία και έμειναν. Εμείς εκείνη την εποχή, επειδή είχαμε κάποια λίγα χρήματα, κάναμε μία αφίσα την οποία και κολλήσαμε στην πλατεία Κάνιγγος, σε μία στέγαστρο σε μία στάση λεωφορείου.
Μία μόνο;
Ναι μόνο μία. Την έχω ακόμη πάνω. Είναι μεγάλη αφίσα. Αλλά δεν έκανε τίποτα. Όλη τη δουλειά την είχε κάνει ο Διαλεγμένος.
Ο Μποστ και η “παραγελλία” της Μήδειας
“Ο Μποστ ήρθε κοντά μας από τα βήματα στην Κοκκινιά. Σαν θεατής. Ερχόταν είτε με τον Πάρη τον Τακόπουλο είτε με τον Μίκη Θεοδωράκη. Κάποτε παίξαμε στην Κοκκινιά μόνο για τον Μποστ και τον Τακόπουλο. Και μας έλεγαν” παιδιά, μην παίξετε”. Παίξαμε, ήταν πολύ ωραια η παράσταση και τη χαρήκαμε.
Κάπως έτσι μπήκε στη ζωή μας ο Μποστ. Μέχρι το 1987, που με φώναξε ο Λειβαδάς να κάνουμε μία παράσταση για τα 40 χρόνια Μποστ, κυρίως για το ζωγραφικό του έργο. Μέχρι τότε είχε παιχτεί μόνο η “Φαύστα” το 1963 και κάτι σκετσάκια που είχε γράψει στις “Επιθεωρήσεις”. Κάναμε μία παράσταση αποτυχημένη εισπρακτικά με ορχήστρα ζωντανή και μεγάλο θίασο.
Αμέσως μετά κάναμε τη Φαύστα τον χειμώνα του 1987 και το 1993 την ξανακάναμε στα Γιάννενα με έναν πολιτιστικό σύλλογο που είχαν εκεί” μου λέει ο Θανάσης Παπαγεωργίου..
Και συνεχίζει η Λήδα Πρωτοψάλτη “την ίδια χρονιά στο σπίτι του Μέντη (Μποστ) μας είπε “να γράψω ένα νέο έργο να παίξετε κάτι. Δώστε μου ιδέα! Να σας γράψω σκετσάκια;” Λέει ο Θανάσης “έχουν δοκιμαστεί τα σκετσάκια, να γράψεις μία τραγωδία”. Απαντά αυτός “Τραγωδία; Ποια τραγωδία”. Λέει ο Θανάσης “Ξέρω γω; Τη Μηδεία;” Λεει ο Μέντης “τη Μηδεια; Αυτή που σκότωσε τα παιδιά της”. Και πήγε αμέσως και ξαναδιάβασε το έργο. Του άρεσε πολύ η ιδέα. Και έγραψε το εκρηκτικό κείμενο της Μήδειας.
Κάναμε τη Μήδεια και έγινε η επιτυχία. Πήγαμε περιοδεία με χιλιάδες κόσμο, ξαναπήγαμε και δεύτερη χρονιά. Έγραψε μετά τον “Ρωμαίο και Ιουλιέτα” πάλι για μας. Αυτό το έργο παίχτηκε καλοκαίρι Ηρώδειο και το φέραμε μετά και μέσα τον χειμώνα.
Αυτός ήταν ο Μποστ για εμάς και από κει πέρα συμπορευτήκαμε πολλές φορές. Μετά τη Μήδεια έγινε και επίσημα θεατρικός συγγραφέας”.
Τι το ιδιαίτερο έχει η γλώσσα του;
ΘΠ: Αυτή η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Μποστ δεν είναι μία γλώσσα του τύπου “α να την κάνω αστεία για να γελάσει ο κόσμος”. Το παιχνίδι του με τις λέξεις δεν είναι τυχαίο. Κάτι θέλει να κάνει. Οποιαδήποτε φράση του να πιάσεις, θα δεις πως για κάποιο λόγο τη γράφει.
ΛΠ: Η σάτιρά του ήταν στη γλώσσα επάνω. Και ήθελε να ακούγεται το κείμενο. Απεχθανόταν να κάνουν οι ηθοποιοί καραγκοζιλίκια για να γελάσει ο κόσμος. Ήθελε να ακούσει ο κόσμος το κείμενο και να γελάσει. Και πίστεψέ με, χρειαζόσουν τουλάχιστον ένα δευτερόλεπτο και έπρεπε να συμμετέχεις με όλες τις αισθήσεις σου για να καταλάβεις τι είπε.
Ο Μέντης δε διάβαζε εφημερίδα, διάβαζε εγκυκλοπαίδεια. Δεν υπήρχε θέμα που να μην το ξέρει.
ΘΠ: Μία χρονιά κάναμε ένα έργο εδώ, μπορεί να ήταν και το “Ακούω Ήχον Κώδωνος” και έλεγα του γιου του – δε ζούσε ο Μέντης τότε- πως θέλω να κάνω ένα Υποβολείο, τα παλιά εκείνα υποβολεία που είχαν ένα κουβούκλιο σαν ράμπα και ήταν μέσα ο υποβολέας. Μου λέει ο γιος του “θα στο γράψω εγώ”. Και μου γράφει “Ιπποβολέφς”. Είχε κολλήσει από τον μπαμπά του…
ΛΠ: Έχει έναν πίνακα που γράφει: Έφιππος Ιππεύς επί αλόγου. Το ίδιο πράγμα λέει, δεν μπορείς να μη γελάσεις δηλαδή. Ξέρεις, ο Μέντης δε διάβαζε εφημερίδα, διάβαζε εγκυκλοπαίδεια. Δεν υπήρχε θέμα που να μην το ξέρει. Ήταν πολύ μορφωμένος. Ο μόνος άνθρωπος που έλεγε αυτό που σκεφτόταν. Τόσο έντιμος ήταν. Δεν τον ενδιέφερε αν θα σε πληγώσει, έλεγε την αλήθεια. Σε μία πρόβα θυμάμαι που παρακολουθούσε. ήταν κάπως περίεργος. Και μου λέει ο Θανάσης, για πήγαινε και ρώτα τον. Πάω κοντα του λέω “Τι κάνεις Μεντάκη, τι βλέπεις; “ Μου λέει “Τιποτα που να μου αρεσει Ούτε εσύ μου αρέσεις”. Ένας ηθοποιός έφυγε φαντασου. Δεν μπορούσε να κάνει κομπλιμέντα..”
ΘΠ: Ήταν από τους πιο μορφωμένους ανθρώπους, κατείχε την ελληνική γλώσσα όσο κανένας. Αν υπήρχε πραγματικός πολιτισμός στο ελληνικό κράτος θα έπρεπε να υπάρχει έδρα του Μποστ, αυτής της ειδικής του γλώσσας. Εγώ το λέω στον θίασο συχνά. Δε μιλάτε ελληνικά. Μιλάτε μποστικά.
Το κοινό πώς τον υποδέχτηκε; Θυμάστε;
ΘΠ: Ήταν πολύ γνωστός ήδη από τις λεζάντες του στην Αυγή και τη Δημοκρατική αλλαγή στο αριστερό κοινό. Υπήρχε το σκίτσο και γύρω γύρω η λεζάντα. Και διάβαζαν την εφημερίδα που τότε ήταν τεράστια και τους έβλεπες στο καφενείο να τη στριφογυρίζουν. Η αριστερά τον ήξερε λοιπόν. Τη “Φαύστα” την είχαν δει κάποιοι, πάντα αριστεροί. Την είχαν στο περιθώριο βέβαια. Όταν όμως ξαναανέβηκε κινητοποίησε όλη την αριστερή κουλτούρα της εποχής εκείνης. Και μετά, αφού ήταν καλή η παράσταση, ήλθε και ο υπόλοιπος κόσμος.
Η καλλιτεχνική συνύπαρξη
Έχετε αφήσει ένα στίγμα οι δύο σας σαν καλλιτεχνικό ζευγάρι. Πόση δουλειά αυτό ήθελε από τους δύο σας από τη στιγμή που στην προσωπική σας ζωή χωρίσατε;
ΛΠ: Βλέπουμε το θέατρο από την ίδια σκοπιά, θέλουμε τα ίδια πράγματα. Και ο Θανάσης και εγώ. Δεν πήραν τα μυαλά μας αέρα. Εμείς θέλαμε να υπηρετήσουμε την τέχνη μας όσο πιο σωστά γίνεται. Και όχι μόνο σωστα, αλλά και αυστηρά. Δεν κάναμε πλάκα.
Για να σου περιγράψω πώς δουλεύει ο Θανάσης. Ανεβάζαμε τον “Ματωμένο Γάμο”. Και έρχεται η κεντρική σκηνή του έργου που μπαίνει η μάνα. Έχουν σκοτωθεί τα παιδιά και έχει τον θρήνο της. Και κάνω μία πρόβα. Κλαίγανε οι συνάδελφοι που με είδαν. Λέει ο Θανάσης, “καλά άσε, οι ηθοποιοί κλαίνε εύκολα. Αυτό θα μπορούσε να το είχε κάνει η Ασπασία Παπαθανασίου. Τώρα κάνε μας κάτι που δεν το έχουμε ξαναδεί”.
Δεν κοιμάμαι νύχτες ολόκληρες. Σκεφτόμουν τι μπορώ να κάνω. Βασανίζομαι και ξαφνικά μου έρχεται η ιδέα πως η γυναίκα αυτή δεν είναι καλά πια. Τους έχει χάσει όλους και τελευταίο τον γιο της, που τον έστειλε αυτή στον θάνατο. Δεν είναι καλά, μιλά ποιητικά επίσης. Έχει σηκωθεί πιο πάνω πια.
Έρχομαι στην πρόβα και -για να δεις πώς επηρεάζει μία κουβέντα του σκηνοθέτη τον ηθοποιό- έχουμε φτάσει σε αυτή της σκηνή. Στέκομαι πίσω από την κουίντα και φαντάζομαι αυτή τη γριά να τρέχει στο δάσος, να της παίρνουν τα μαλλιά τα κλαδιά… Και ξαφνικά λέω στον εαυτό μου πως αν πεις σωστά τα δύο “Πάψε” – δύο πάψε λέει γιατί κλαίει η φίλης της η γειτόνισσα- καθάρισες. Και μπαίνω. Και αρχίζω να αλωνίζω τη σκηνή. Ξαφνικά δεν έχω καμία όρεξη να μιλήσω, μέσα μου γίνεται μία τεράστια παύση. Και σιγά σιγά αρχίζουν να μου έρχονται στο νου τα λόγια… Και αρχίζει να ρέει το κείμενο και κάνω καινούρια πράγματα. Έβαζε τις γυναίκες από δω και από κει να μπαίνουν ο Θανάσης και ξαφνικά άκουσα το θρόισμα των φουστανιών τους και γύριζα έντρομη σε κάθε μία που έμπαινε. Αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Από κει και πέρα δεν ήμουν εγώ. Ήταν μία άλλη δύναμη που με οδηγούσε. Δεν ήμουν εγώ. Αλλά είχα μπει στον ρόλο.
Η κουβέντα λοιπόν του Θανάση “κάνε μας κάτι που δεν το χουμε ξαναδει” τι ήταν; Να μπω στον ρόλο. Μπήκα στην κατάσταση. Αλλά μπήκα ολόκληρη. Ψυχή και σώμα. Το σώμα έκανε διάφορα πράγματα που δεν τα ήλεγχα εγώ. Τα ήλεγχε μία ανώτερη δύναμη.
Αυτή είναι η συνεργασία. Να πει κάτι ο σκηνοθέτης που κάποιος άλλος μπορεί να μην του δώσει σημασία. Αλλά εγώ το εισέπραξα αλλιώς γιατί είχα στους ώμους μου αυτόν τον ρόλο.
Πώς και ποτέ δεν κάνατε κάτι πιο εμπορικό;
ΘΠ: Για να κάνεις εμπορικό, πρέπει να είσαι μία φίρμα. Θέλει ονόματα.
Δεν είχατε γίνει ονόματα; Από τη Μαντάμ Σουσού, από το Τρίτο Στεφάνι;
ΘΠ. Στη Μαντάμ Σουσού με έβλεπαν στον δρόμο και μου έλεγαν “Γιατί δεν παίζετε και στο θέατρο;” Και εγώ είχα ήδη 20 χρόνια θέατρο. Καθόλου δεν εξαργυρώσαμε την τηλεόραση.
ΛΠ: Εγώ έκανα πολλή τηλεόραση. Κάναμε τον “Άνθρωπο δίχως πρόσωπο” με σκηνοθέτη τον. Μήτσο Λυγίζο. Κάποια στιγμή μπήκε μέσα στο στούντιο ο Στέφανος Ληναίος έξαλλος. “Τι γίνεται Στέφανε” του λέω; “Μα κατάλαβες” μου λέει. “Είμαι 20 χρόνια θιασάρχης και βγαίνω και μου λένε Καλημέρα Γιατρέ μου;” Με μία μόνο σειρά “Καλημέρα γιατρέ μου; Ο Άγγελος Αντωνόπουλος δεν έγινε Βαρτάνης στον “Άγνωστο Πόλεμο”; Έχασε το επίθετό του ο άνθρωπος;
Στα μικρά θέατρα γινόταν η σπουδαία δουλειά. Ήταν μία εποχή που το θέατρο έκανε αναζήτηση σοβαρή. Όχι μόνο από εμάς. Ο Λευτέρης Βογιατζής είναι δικό μας γέννημα. Ήρθε μετά στα πράγματα. Αυτά που λέω εγώ τα ξεκίνησαν από το 1967-68 ο Κουν, ο Μιχαηλίδης, η Ριάλδη, εμείς και ο Λευτέρης μετά, στα τέλη του ‘70 αρχές ‘80.
Θα αλλάζατε κάτι από την πορεία σας;
ΘΠ: Όχι γιατί δεν ήταν μία πορεία που την είχαμε προγραμματίσει από την αρχή. Πέρα από τον στόχο μας που ήταν το αγνό και καθαρό θέατρο, δεν είχαμε μία πορεία συγκεκριμένη. Κάναμε αυτό που πιστεύαμε. Η πορεία μας χαράχτηκε στον δρόμο…
Δε σκέφτηκα ποτέ να πάω στο κέντρο. Ίσως το ήθελα, γιατί είναι πολύ βάρβαρο να είσαι στην περιφέρεια και γιατί είναι δύσκολη η πρόσβαση. Αλλα το θέατρο του κέντρου θέλει και άλλα πράγματα. Θέλει και φωτεινές επιγραφές και μία διαφήμιση, θέλει να το αντιμετωπίσεις εμπορικά. Εμείς δεν το θέλαμε αυτό. Εμείς καθόμασταν εδώ μέσα από το πρωί μέχρι το βράδυ. Και όσα θέατρα εκείνης της εποχής υπηρξαν, ο Μιχαηλίδης, ο Αντύπας, έτσι ήταν παρέα, ομάδα.
Όταν ανεβάσαμε τις “Εσωτερικές ειδήσεις” με σταματά μια κυρία και μου λέει “Κυρία Πρωτοψάλτη είδα την παράσταση. Τα γκρεμίζετε όλα” μου λέει. “Τι βάζετε στη θέση τους;” Απαντώ: Εμείς; Εσείς τι βάζετε στη θέση τους.
ΛΠ: Ο Λευτέρης Βογιατζής…
ΘΠ: Από το 1965 μέχρι το 1990 ήταν η επανάσταση του ελληνικού θεάτρου. Ό,τι καλό έγινε στο ελληνικό θέατρο, έγινε τότε. Με εξαιρετικές ομάδες και παραστάσεις. Στα μικρά θέατρα γινόταν η σπουδαία δουλειά. Ήταν μία εποχή που το θέατρο έκανε αναζήτηση σοβαρή. Όχι μόνο από εμάς. Ο Λευτέρης Βογιατζής που τον επικαλείται η Λήδα, είναι δικό μας γέννημα. Ήρθε μετά στα πράγματα. Αυτά που λέω εγώ τα ξεκίνησαν από το 1967-68 ο Κουν, ο Μιχαηλίδης, η Ριάλδη, εμείς και ο Λευτέρης μετά, στα τέλη του ‘70 αρχές ‘80.
ΛΠ: Μα ακριβώς, ο Κουν δεν έβγαλε τον Κεχαΐδη; Τον Καμπανέλλη; Αυτός τους έβγαλε μέσα εκεί στην υπόγα που έτριζε ο τόπος με αυτά που ανέβαζε. Και έκανε ρεπερτόριο με πείσμα αυτός. Και ελληνικό έργο. Αυτός μας έμαθε θέατρο. Και ενέπνεε και τους άλλους…
ΘΠ: Ανοίχτηκε ένας δρόμος με τον Κουν και περπατήσαμε όλοι πάνω του. Και σε όλο αυτό αξίζει να παρατηρήσουμε πως δε συμμετέχει πουθενά σε αυτό το Εθνικό Θέατρο. Τον χαβά τους αυτοί. Δεν είχαν καμία πρόταση. Ο Σολωμός έκανε κάτι με μία Λυσιστράτη, ο Μινωτής έκανε κάποιες προτάσεις με την Παξινού. Και αυτά. Πιο πολλά έχει κάνει το θέατρο Τέχνης και η ομάδα του θεάτρου που κουβεντιάζουμε εμείς τώρα.
Υπήρχαν, ωστόσο, και οι επιχορηγήσεις τότε έτσι; Που έδιναν τη δυνατότητα να στήσεις ένα πρόγραμμα;
ΘΠ: Όταν ανέλαβε ο Θάνος Μικρούτσικος Υπουργός Πολιτισμού, καθιέρωσε πρώτη φορά τριετείς επιχορηγήσεις. Απαίτησε από εμάς, όμως, το πρόγραμμα τριών ετών και τους σημαντικούς συνεργάτες μας. Έκανες έτσι το ρεπερτόριό σου. Και τα λεφτά ήταν καλά. Έτσι κάνεις θέατρο. Από εκεί και πέρα έσβησε το θέατρο.
Τώρα επικρατεί το τι τρέλα θα κάνουμε να εντυπωσιάσουμε. Διαβάζω σε άρθρα πως η Κιτσοπούλου είναι λέει ένα δείγμα θεάτρου που δεν μπορείς να προσπεράσεις. Είναι σημαντικό. Τι σημαντικό είναι; Αν είναι η Κιτσοπούλου σημαντική, το θέατρο Τέχνης τι ήταν για την Ελλάδα; Η ελληνική επανάσταση;
Μόνο γι΄ αυτό δεν υπάρχουν τέτοια θέατρα σήμερα;
ΘΠ: Και γιατί δεν υπάρχουν ψωνισμένοι καλλιτέχνες με την καλή έννοια. Οραματιστές. Τώρα επικρατεί το τι τρέλα θα κάνουμε να εντυπωσιάσουμε. Διαβάζω σε άρθρα πως η Κιτσοπούλου είναι λέει ένα δείγμα θεάτρου που δεν μπορείς να προσπεράσεις. Είναι σημαντικό. Τι σημαντικό είναι; Αν είναι η Κιτσοπούλου σημαντική, το θέατρο Τέχνης τι ήταν για την Ελλάδα; Η ελληνική επανάσταση;
Κάνουν επί σκηνής ό,τι στρεβλό, παράξενο, χυδαίο. “Να ρίξουμε και μερικά γαμωσταυρίδια σκηνή” να κάνουμε ντόρο. Μα αυτό το θέατρο δεν έχει όραμα.
Το θέατρο είναι πολιτική πράξη. Τι θέλει ο λαός; Τι προβλήματα πρέπει να καυτηριάσω, να προβάλλω; Αυτό είναι θέατρο και αυτό κάναμε. Τα έργα που ανεβάσαμε, τα ανεβάσαμε γιατί είχαν λόγο ύπαρξης. Δεν πρόσφεραν απλώς ρόλο στη Λήδα ή σε μένα…
ΛΠ: Όταν ανεβάσαμε το “Χάσαμε τη Θεία Στοπ”, έπαιζα πρώτη φορά μια γυναίκα λαϊκή. Και έτρεμα. Και έβαλα ένα ρομπάκι δικό μου. Στα περισσότερα έργα δηλαδή με ρούχα μου έπαιζα έκτοτε και με τα μαλλιά ανακατεμένα. Θέλω να πω πως δοκιμαστήκαμε στο δικό μας θέατρο και στη δική μας γλώσσα. Και αυτό ήταν μεγάλη υπόθεση.
Η μητέρα μου μου έλεγε “πήγανε έξω”. Σπούδαζε και η αδελφή μου, η Έλσα Καστέλλα που ήταν τραγουδίστρια της όπερας στο εξωτερικό.. “Πήγαινε κι εσύ “ μου έλεγε. Όχι έλεγα, δε θέλω να μιλήσω ξένη γλώσσα. Δεν μπορώ. Θέλω να μιλάω ελληνικά. Πώς να εκφραστω αλλιώς; “Στην Ελλάδα ζούμε” που λέει και η Μήδεια. Η γλώσσα έχει μεγάλη σημασία στη δουλειά μας και στην Τέχνη γενικά.
Δοκιμαστήκαμε στο δικό μας θέατρο και στη δική μας γλώσσα. Και αυτό ήταν μεγάλη υπόθεση.
Είπατε πως το θέατρο είναι πολιτική πράξη. Μπορεί να ξεκινήσει η επανάσταση από εκεί;
ΘΠ: Όχι, όταν λέμε πολιτική πράξη εννοώ να έχει σε εγρήγορση το κοινό, να του θέτει ερωτήματα για να πάει σπίτι του να σκεφτεί. Το θέατρο δε θα κάνει ποτέ επανάσταση, δε θα πάρει ποτέ τα όπλα.
ΛΠ: Όταν ανεβάσαμε τις “Εσωτερικές ειδήσεις” με σταματά μια κυρία και μου λέει “Κυρία Πρωτοψάλτη είδα την παράσταση. Τα γκρεμίζετε όλα” μου λέει. “Τι βάζετε στη θέση τους;” Απαντώ: “Εμείς; Εσείς τι βάζετε στη θέση τους. Εμείς βάζουμε το ερώτημα σαν καλλιτέχνες”.
ΘΠ: Αυτό δεν υπάρχει σήμερα. Δεν υπάρχει πολιτική σκέψη. Δεν έχουν πολιτική άποψη οι σύγχρονοι ηθοποιοί. Και η δουλειά του ηθοποιού είναι να μην είναι ανιστόρητος. Το σήμερα εξαρτάται από το παρελθόν του, όχι από το τώρα του. Όσες φορές έχω φύγει από τη Στοά και έχω συνεργαστεί με νεώτερους ανθρώπους βλεπω πως είναι ανιστόρητοι. Αμα δεν ξέρεις καλά τι έγινε και τι παιχνίδια στήθηκαν στη δικτατορία, δεν μπορείς να βγάλεις κάτι πάνω στη σκηνή.
Σαν θέατρο Στοά δεν έχετε κατέβει ποτέ στην Επίδαυρο. Και φέτος κατεβαίνει το Εθνικό με τη Μήδεια του Μποστ…
ΘΠ: Το είχε προτείνει κάποτε ο ίδιος ο Μποστ να πάμε τη “Μήδεια” στην Επίδαυρο και του είπαν πως η Επίδαυρος είναι μονο για Αρχαίο Δράμα. Η Μήδεια παίχτηκε σε αρχαίο Θέατρο μία φορά γιατί κάποτε η Ελένη Βαροπούλου είχε ανεβάσει στο Άργος “Μήδειες”. Ήμασταν εμείς, κάτι Γερμανοί, ο Δημήτρης ο Παπαϊωάννου και κάποιοι άλλοι.
Εκτός από Μποστ όμως, γιατί δεν κατεβήκατε στην Επίδαυρο με κάποια τραγωδία ή κωμωδία;
ΘΠ: Δε θα ήθελα να ανοίξω το θέμα αυτό. Ας το αφήσουμε αυτό καλύτερα.
Το παράπονο ενός ιστορικού θεάτρου 50 ετών, ποιο είναι σήμερα;;
ΘΠ: Πως δεν υπάρχει στον πολιτιστικό μας αγώνα πουθενά η Πολιτεία. Μας είχαν πει κάποτε πως αν ήσασταν στο εξωτερικό, θα σας είχαν κάνει ημικρατικό θέατρο. θα είχατε μία μόνιμη επιχορήγηση. Και αυτό ισχύει για όλους, όχι μόνο για εμάς. Διαβάζεις τον προγραμματισμό ενός κόμματος και μέσα δεν υπάρχει η λέξη πολιτισμός μέσα.
Ακούω Ήχον Κώδωνος λοιπόν…
“Αυτό έργο το έχω ξανακάνει το 2001, οπότε και γιορτάζαμε τα 40 χρόνια στο θέατρο Στοά. Τώρα γιορτάζουμε τα 50. Είναι μία μποστιάδα. Μια συρραφή από κείμενα του Μποστ. Κείμενα θεατρικά, πεζά, ποιητικά, λεζάντες και διαφημίσεις. Ένα υλικό που το πάλευα και το διάβαζα δύο χρόνια. Ήταν τόσο πολύ που βγήκε μία παράσταση τρεισήμισι ωρών που την κόψαμε βέβαια. Είχε πολύ μεγάλη επιτυχία.
Ουσιαστικά είναι μία παρέλαση όλων των ηρώων του Μποστ επί σκηνής. Τα πάντρεψα όλα και βγήκε ένα καινούριο έργο. Μποστ είναι στην ουσία, με μία παράβαση αριστοφανική στο τέλος και που αφορά τα 50 χρόνια της Στοάς και την έγραψα εγώ. Είναι ένα κείμενο με αρχή μέση, τέλος και με πολλές αυθαιρεσίες. Αλλά την αυθαιρεσία μας τη δίδαξε ο ίδιος ο Μποστ” αναφέρει ο Θανάσης Παπαγεωργίου.
50 χρόνια Στοά λοιπόν. Μετα;
ΘΠ: Ξέρεις εσύ τι θα κάνεις μετά; Εδώ μιλάμε με συναδέλφους και δεν ξέρουμε πως θα είμαστε τον Σεπτέμβριο. Έχουμε ανακαλύψει βλέπεις και το γεγονός της επιδημίας. Και εμείς δεν ανοίξαμε συνειδητά πέρσι, αρνήθηκα να κάνω τον χωροφύλακα στην πόρτα και να διώχνω τους ανεμβολιαστους και όλες αυτές τις αηδίες. Όπως αρνήθηκα να κάνω τις μαγνητοσκοπημένες παραστάσεις..
ΛΠ: Εγώ έχω μία πρόταση από έναν αγαπημένο φίλο και σκηνοθέτη,τον Θανάση τον Σαράντο, να παίξω τον βασιλιά Ληρ. Και του είπα, αν μου πεις γιατί να ενσαρκώσω εγώ τον Ληρ και με πείσεις, θα το κάνω. Δεν ξέρω αν θα καταφέρει να με πεισει.