ΡΕΝΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ: “ΤΑ ΦΤΗΝΑ ΤΣΙΓΑΡΑ ΚΑΠΟΤΕ ΜΕ ΣΥΝΕΤΡΙΨΑΝ. ΤΙ ΕΙΡΩΝΕΙΑ, Ε;”
Η ταινία που κάποτε θάφτηκε από τους κριτικούς, αγνοήθηκε από το κοινό και έγινε, όπως λέει στο Magazine, η αιτία να χάσει τη γη κάτω από τα πόδια του, σήμερα του δίνει τις πιο μεγάλες χαρές και μετατρέπεται σε μιούζικαλ. Η ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις. Έτσι και αλλιώς τα πράγματα θα κυλήσουν όπως θέλουν αυτά.
Είκοσι τρία καλοκαίρια μετά από εκείνο του ’99 («ένα από τα τελευταία που η Αθήνα άδειαζε ολοκληρωτικά»), τότε που πέρασε είκοσι τρεις μέρες και νύχτες γυρίζοντας τα «Φτηνά τσιγάρα», ο Ρένος Χαλαραλαμπίδης, σκηνοθέτης, σεναριογράφος και πρωταγωνιστής της ταινίας αντιμετωπίζει στωικά την ειρωνία της όλης υπόθεσης.
Τότε την έθαψαν οι κριτικοί, την αγνόησαν οι θεατές, για να φτάσει σήμερα να μετατρέπεται σε μιούζικαλ από την Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ, με τον συνθέτη Παναγιώτη Καλαντζόπουλο να προσθέτει 18 νέα τραγούδια και παρλάτες στην αρχική παρτιτούρα και τον Κωνσταντίνο Ρήγο να σκηνοθετεί. «Το γεγονός ότι ανεβαίνει αυτή η παράσταση είναι δείγμα προόδου για το ελληνικό σινεμά. Μία ταινία πρέπει να αποτελεί πηγή έμπνευσης και για άλλες τέχνες. Μακάρι να ξεκινήσει μία νέα παράδοση, να δούμε κι άλλες ελληνικές ταινίες να ανεβαίνουν στο θέατρο» λέει. «Μάλλον τελικά ισχύει αυτό που λένε πάντα οι καλλιτέχνες: Εμπιστεύσου το χρόνο. Κοίτα να δεις πώς ο χρόνος φέρεται τόσο ωραία σε αυτή την ταινία, ε;».
Έτσι και αλλιώς τα πράγματα θα κυλήσουν όπως θέλουν αυτά.
Όταν έπεσε στο τραπέζι η ιδέα να μετατραπούν σε μιούζικαλ τα «Φτηνά τσιγάρα»…
Σίγουρα όχι από μένα.
Έστω, από τους άλλους. Ποια ήταν η πρώτη σου σκέψη;
Στάθηκα στο budget, είναι πολύ μεγαλύτερο από της ταινίας. Η δεύτερη σκέψη ήταν ότι μάλλον ισχύει που λένε πάντα οι καλλιτέχνες: Εμπιστεύσου το χρόνο. Κοίτα να δεις πώς ο χρόνος φέρεται τόσο ωραία σε αυτή την ταινία, ε; Τα «Φτηνά τσιγάρα» είναι η μοναδική ταινία της γενιάς της με θέμα καθαρά τον αντρικό ρομαντισμό. Στα 90s δεν είχαμε νεανικό ρομαντικό κινηματογράφο. Δεν εννοώ ένα απλό love story, ούτε ότι δεν είχε γίνει μια ταινία για τις ανησυχίες της νεολαίας, όπως ήταν πχ οι «Απόντες» του Νίκου Γραμματικού. Εννοώ μία καθαρά ρομαντική ταινία στα τέλη του 20ού αιώνα, λίγο πριν αλλάξει η Αθήνα, λίγο πριν έρθει η Ολυμπιάδα και τα κάνει όλα αλλιώς.
Τι σημαίνει εν προκειμένω μιούζικαλ;
Ίσως μουσικό θέατρο να είναι πιο σωστός όρος. Έχουμε λυρικούς, κανονικούς και ερασιτέχνες τραγουδιστές. Η παράσταση έχει μικρές πρόζες αλλά η συντριπτική πλειοψηφία είναι τραγουδιστή, με ζωντανή ορχήστρα που διευθύνει ο Παναγιώτης Καλαντζόπουλος και με τον Κωνσταντίνο Ρήγο να σκηνοθετεί καταπληκτικά.
Οι διάλογοι είναι ίδιοι;
Έχουν γραφτεί λιμπρέτα, με στίχους εμπνευσμένους από την ταινία.
Κι εσύ έχεις το ρόλο του αφηγητή.
Είμαι κάτι σαν αφηγητής ή, αν προτιμάς, συντονιστής. Ηλικιακά η γκάμα όσων παίζουν είναι από λίγο κάτω των 30 μέχρι εξηντάρηδες. Υπάρχουν παιδιά που γεννήθηκαν λίγο μετά την ταινία και άλλοι που την είχαν δεν τότε. Το γεγονός ότι ανεβαίνει αυτή η παράσταση, είναι δείγμα προόδου για το ελληνικό σινεμά. Μία ταινία πρέπει να αποτελεί πηγή έμπνευσης και για άλλες ταινίες και για άλλες τέχνες. Μακάρι να ξεκινήσει μία νέα παράδοση, να δούμε κι άλλες ελληνικές ταινίες να ανεβαίνουν στο θέατρο.
Είσαι συμφιλιωμένος με το ότι όχι απλά θα είσαι για πάντα άρρηκτα συνδεδεμένος με αυτή την ταινία, αλλά και με το ότι δύσκολα θα καταφέρεις ποτέ να κάνεις κάτι πιο σημαντικό;
Ήταν τόσο αλλόκοτο το ταξίδι της ταινίας. Όταν βγήκε ήταν εντελώς αδιάφορη για όλους. Όπως ο πρώτος δίσκος του Bruce Springsteen που κυκλοφόρησε σαν σήμερα (σ.σ. Το “Greetings from Asbury Park, N.J.” κυκλοφόρησε στις 5 Ιανουαρίου 1973). Άρχισε να γίνεται γνωστή μετά από μία δεκαετία μέσω YouTube. Μου άφησε χρόνο να κινηθώ σε διάφορα μονοπάτια. Αν είχε κάνει μπαμ όταν βγήκε, ίσως να με σκλάβωνε. Από την άλλη, ίσως να αφιερωνόμουν αποκλειστικά στο σινεμά. Αναγκάστηκα να ανοιχτώ για να επιβιώσω.
Με βαριά καρδιά;
Με συνέτριψε όλο αυτό. Τα «Φτηνά τσιγάρα» που μου δίνουν τώρα όλες αυτές τις πολύ μεγάλες χαρές, είναι η ταινία μου που μου έχει δώσει και τις μεγαλύτερες θλίψεις. Έχασα την πίστη μου. Τι να κάνεις δηλαδή όταν προβάλλεις μια ταινία και πάει άπατη; Ξέρεις πόσα αστέρια έβαλαν οι κριτικοί; Πέντε-έξι έγραψαν ότι είναι μέτρια, κάνα δυο ότι είναι κακή και μερικοί ότι είναι απλώς ενδιαφέρουσα. Είχα κρατήσει όλες τις κακές κριτικές μέχρι πρόσφατα. Τις πέταξα γιατί σκέφτηκα ότι δεν ενδιαφέρουν πια κανέναν. Ξέρεις τι τρομερό λάθος έκαναν οι κριτικοί; Έκριναν εμένα, όχι την ταινία.
Δηλαδή;
Ότι ήμουν νάρκισσος. Η σκηνή που κοιτάζω τον εαυτό μου στον καθρέφτη, θεωρήθηκε μεγάλη ένδειξη ναρκισσισμού. Ρε παιδιά, παίζω ένα ρόλο! Άλλοι είπαν ότι η ταινία δεν έχει αρχή, μέση, τέλος – που όντως δεν έχει, επί τούτου. Άλλοι ότι είναι ατάκτως ερριμμένη. Δεν μπήκαν δηλαδή και πολύ στον κόπο, άντε στην καλύτερη περίπτωση να έγραψαν ότι είναι συμπαθητική. Το ότι έχει επί ενάμιση λεπτό απαγγελία ποιήματος που σε κρατάει ή ότι έχει το μεγαλύτερο σε διάρκεια φιλί στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου ή ότι έχει τρομερούς πειραματισμούς στο μοντάζ, όλα αυτά πέρασαν στο ντούκου. Θα είχε ενδιαφέρον να δούμε όμως τι λέει σήμερα αυτός που τότε έλεγε ότι η ταινία είναι αντιγραφή αμερικανικών ταινιών. Ναι ρε μεγάλε, δεν ανακάλυψα εγώ το σινεμά. Τότε είχε βγει το “Smoke”, όπου σε ένα καφενείο κάθονταν διάφοροι τύποι και έλεγαν μαλακίες. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα «Φτηνά τσιγάρα» είναι αντιγραφή! Έχουν καφενεία στην Αμερική, έχουμε και στην Αθήνα, τι να κάνουμε; Ή έγραφαν ορισμένοι ότι οι πρωταγωνιστές μου περπατάνε στο δρόμο. Που να περπατήσουν δηλαδή; Όλες οι ταινίες του Ρομέρ στο δρόμο δεν είναι; Το να περπατούν δύο νέοι στο δρόμο είναι ένα κλισέ που…άστο, τι να πω, γαμώ το κέρατό μου. Τέλος πάντων, αν έχω κλέψει τριάντα ταινίες για να φτιάξω μία, μάλλον δεν είναι κλοπή. Είναι έμπνευση.
Ήταν δηλαδή συγκεκριμένες οι πηγές από τις οποίες άντλησες έμπνευση;
Εγώ ήθελα -και δυστυχώς το κατάλαβα πολύ μετά- να ανακαλύψω ένα νέο είδος κινηματογράφου. -ή μάλλον όχι να το ανακαλύψω, γιατί προφανώς υπήρξε ο Φελίνι και τώρα το κάνει πολύ καλά ο Σορεντίνο- που να μη βασίζεται στην πλοκή αλλά στις στιγμές. Να υπάρχει ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο μπαίνει ένα σύνολο γεγονότων που έχουν από μόνα τους μεγάλο ενδιαφέρον. Το “La grande bellezza” δηλαδή τι είναι; Δεν έχει καμία τρομερή πλοκή, ούτε οι χαρακτήρες εξελίσσονται. Αυτό έκανα με τα «Φτηνά τσιγάρα». Και μου έβαλαν την ταινία στον κώλο.
Το θέτεις σαν να ήταν προκατειλημμένοι εναντίον σου, όμως λίγα χρόνια νωρίτερα οι κριτικές για το No Budget Story ήταν ιδιαίτερα κολακευτικές.
Εξ ου και αυτό που έγινε με τα «Φτηνά τσιγάρα» με συνέτριψε. Έπεσα κάτω. Με ένα αστέρι μέσο όρο στις κριτικές, με καθόλου εισιτήρια…
Όταν λες καθόλου;
Έντεκα χιλιάδες έκανε, την ώρα που κάτι άλλες ταινίες που καλύτερα να μην τις σχολιάσω, έκαναν διακόσιες και τριακόσιες χιλιάδες. Ούτε παιζόταν στην τηλεόραση. Ίσα ίσα βγήκε σε VHS και DVD μετά από δέκα χρόνια κι αφού σχεδόν είχα φτάσει να παρακαλάω τις εταιρίες.
Μήπως είχες υπερβολικά μεγάλες προσδοκίες;
Όχι, κάνεις λάθος, έχω πάντα αμφιβολίες για τις ταινίες μου. Το συμπέρασμα για μια ταινία βγαίνει μέσα από την αλληλεπίδραση με το κοινό.
Όταν είδες ότι αυτό δεν συνέβη, αμφέβαλλες για το αν είχες κάνει όντως μια καλή ταινία;
Αμφέβαλλα συνολικά.
Σκεφτόσουν ότι η ταινία είναι κακή ή άτυχη;
Ότι ήταν ένα προσωπικό μου καπρίτσιο, μία προσωπική μου τρέλα και ότι απέτυχα στους στόχους μου. Τι άλλο να σκεφτώ; Γι’ αυτό μετά στράφηκα – με την «Καρδιά του κτήνους», μια αστυνομική, ρομαντική κωμωδία με αρχή-μέση-τέλος – σε πιο ακαδημαϊκό τρόπο αφήγησης. Πώς να ξανακάνω κάτι σαν τα «Φτηνά τσιγάρα»; Ήταν όλεθρος. Ποιος θα με χρηματοδοτούσε;
Είχες βρει εύκολα χρήματα για την ταινία;
Ναι, γιατί είχε προηγηθεί το “No Budget Story”. Μετά ήταν δύσκολο, χρεώθηκα μία μεγάλη αποτυχία. Τώρα όμως είναι κάπως σαν να έρχεται η ταινία και να με ανταμείβει μετά από τόσα χρόνια, και μάλιστα πολύ καλά.
Πότε αντιλήφθηκες ότι είχε αρχίσει να αλληλεπιδρά έστω και κατόπιν εορτής το κοινό με την ταινία;Θυμάμαι ότι έρχονταν κάποιοι στο δρόμο, έχοντας δει την ταινία προφανώς από video club, και μου μιλούσαν. Το όλο πράγμα εκτινάχτηκε με το YouTube.
Πού πιστεύεις ότι έγκειται η διαχρονικότητά της;
Δεν μπορώ να απαντήσω εγώ σε αυτό το ερώτημα.
Αποκλείεται να μην το έχεις σκεφτεί.
Ξέρω κι εγώ; Στην τόλμη της. Ναι, ήταν τολμηρή. Υπάρχουν τολμηρές ταινίες ως προς τη σεξουαλικότητα και τη βία. Υπάρχουν μερικές, πολύ λιγότερες, που είναι τολμηρές σε ρομαντισμό και ποιητικότητα. Η ταινία παίρνει μεγάλους κινδύνους να γελοιοποιηθεί. Το να απαγγείλεις ένα ποίημα του Εμπειρίκου σε μια ταινία είναι προκλητικό, η πλήξη καραδοκεί για να σε «καθαρίσει».
Έχει φτάσει ο κόσμος να βαράει τατουάζ από την ταινία. Ένας χτύπησε το προφίλ μου. Άλλος μια σακούλα με τα ψάρια. Μια κοπέλα κάτω από το στήθος χτύπησε το «η ζωή ξέρει κι εγώ την εμπιστεύομαι». Τι ειρωνία, ε;
Όταν παγιώθηκε τελικά η πολυπόθητη αλληλεπίδραση ταινίας-κοινού, στάθηκες ποτέ μπροστά στον καθρέφτη για να δώσεις τα εύσημα στον εαυτό σου;
Όχι, γιατί το ένιωσα με άσχημο τρόπο. Είναι σαν να βρίσκεις το λαχνό ενός λαχείου στην τσέπη σου, να συνειδητοποιείς ότι πριν από δέκα χρόνια κέρδισες ένα εκατομμύριο αλλά τώρα δεν μπορείς να το εξαργυρώσεις. Αν είχε συμβεί τότε όλο αυτό θα είχα ανοίξει τα φτερά μου σε ένα δικό μου κινηματογράφο. Τι να το κάνω κατόπιν εορτής; Καταλαβαίνεις πώς το λέω. Είναι κάπως σαν την ιστορία του Sugarman. Έχει φτάσει ο κόσμος να βαράει τατουάζ από την ταινία. Ένας χτύπησε το προφίλ μου. Άλλος μια σακούλα με τα ψάρια. Μια κοπέλα κάτω από το στήθος χτύπησε το «η ζωή ξέρει κι εγώ την εμπιστεύομαι». Τι ειρωνία, ε;
Άρα η γεύση που μένει απ’ όλο αυτό είναι περισσότερο γλυκιά ή πικρή;
Η απάντηση είναι προφανής: γλυκόπικρη. Είναι σαν να σου κάνει ερωτική εξομολόγηση στα 80 μία κοπέλα που ερωτεύτηκες όταν ήσουν έφηβος. Καλό κι ευπρόσδεκτο, αλλά δεν είναι το ίδιο. Η ζωή όμως είναι γεμάτη εκπλήξεις. Έρχεται η κρίση, μετά η πανδημία, ανακατεύεται η τράπουλα στο σινεμά, και τα «Τσιγάρα» μου χαρίζουν ένα δώρο: προσωπική μυθολογία. Η δική μου γενιά δεν έζησε δράματα. Δεν είχαμε χούντες να μας κυνηγάνε. Γλεντάγαμε γενικά, δεν μας ένοιαζε καν να αποκτήσουμε ένα προσωπικό μύθο. Τα «Φτηνά τσιγάρα» τον έχτισαν για μένα. Έτσι νομίζω.
Όπως είπαμε, θα είσαι για πάντα…
Ο Ρένος Χαραλαμπίδης των «Φτηνών τσιγάρων». Αν το καλοσκεφτείς όμως οι περισσότεροι με μια-δυο ταινίες τους συνδέονται. Άντε το πολύ τρεις-τέσσερις οι μεγαλύτεροι του πλανήτη, σαν τον Σκορσέζε. Δεν λες πάλι καλά που έχω και μία τέτοια; Απλά την έκανα στα 29 μου, ήμουν πολύ μικρός και, όπως είπα, με συνέτριψε. Αν είχε πάει καλά, η Ελλάδα από τις αρχές του 2000 θα είχε ένα σκηνοθέτη που θα παρουσίαζε ένα κινηματογραφικό είδος που ο Σορεντίνο το καθιέρωσε είκοσι χρόνια μετά. Τόσο απλά.
Είναι μεγάλη κουβέντα αυτή.
Έτσι είναι όπως στα λέω. Έπρεπε να επενδυθούν κάποια λεφτά για να κάνω μερικές ταινίες σαν τα «Φτηνά τσιγάρα». Δεν επενδύθηκαν. Γεια σας. Και, επιμένω, φταίει η κριτική. Με ισοπέδωσε.
Οι κριτικοί που τότε σε ισοπέδωσαν, όπως λες, τι λένε σήμερα για την ταινία;
Ακόμη και τώρα δεν τη δέχονται. Τη χαρακτηρίζουν καλτ. Δεν είναι καλτ, τους λέω, είναι κλασικό. Καλτ είναι ο Ζερβός και ο «Δράκουλας των Εξαρχείων». Αυτοί επιμέΦνουν ότι τη βλέπουν μόνο ψαγμένοι πιτσιρικάδες. Ίσως όμως να μην έθαψαν την ταινία γιατί με αντιπαθούσαν. Ίσως απλά να ήταν ελλιπέστατοι. Πες μου έναν κριτικό κινηματογράφου που να έχει γράψει ένα θεωρητικό βιβλίο για το σινεμά. Πώς γίνεσαι κριτικός; Έτσι απλά επειδή σου αρέσει το σινεμά; Είναι άλλο να λες τη γνώμη σου και άλλο να γράφεις κριτική.
Η πικρία σου δεν κρύβεται.
Είναι απέραντη. Γιατί χάθηκε ως προς την ίδια τη ζωή μου μια ευκαιρία. Μου λέγανε μετά γιατί πήγα στην τηλεόραση. Πού να πάω; Τι να κάνω; Να δουλέψω σε μπαρ μέχρι να κάνω την επόμενη ταινία που θα μου τη βάλουν κι εκείνη στον κώλο; Στην τελική, καλά έκανα που πήγα στην τηλεόραση. Είμαι διασκεδαστής. Μου αρέσει να διασκεδάζω τους ανθρώπους, να τους κάνω χαρούμενους. Ευτυχώς νομίζω ότι τώρα πια οι νέοι ηθοποιοί δεν βλέπουν την τηλεόραση σαν σκουπίδι. Άλλωστε όλα μπορούν να είναι σκουπίδια. Αποκλείεται να ανεβάσεις Άμλετ και να είναι σκουπίδι;
Μπορείς να δεις τα «Φτηνά τσιγάρα» έξω από το μύθο τους;
Καταρχήν δεν μπορώ να τη δω άλλο την ταινία. Φτάνει.
Αναγνωρίζεις τις παθογένειές της;
Μια φορά μπερδεύτηκα. Μετά από μία προβολή, άνοιξα κουβέντα με το κοινό. Είπα ότι κατά τη γνώμη μου η σκηνή που καθαρίζω τη γυάλα με τα χρυσόψαρα είναι μια μεγάλη τρύπα της ταινίας, ένα κενό που θα έκοβα αν την ξανάκανα. Πετάγεται μια κοπέλα και λέει: «Τι είναι αυτά που λέτε, κύριε Χαραλαμπίδη. Στο σημείο αυτό η ταινία θέλει μια ανάσα». Γι’ αυτό οι ταινίες είναι όπως τα κτίρια: Όταν χτιστούν, χτίστηκαν.
Έχεις αναρωτηθεί ποτέ αν το «θάψιμο» που έφαγε η ταινία έχει να κάνει και με συγκεκριμένες επιλογές του καστ;
Βέβαια, τότε ο Τσάκωνας, ακόμη και ο Παναγιωτίδης, καλλιτεχνικά ήταν αμφιλεγόμενες προσωπικότητες. Ήμουν κι εγώ προκλητικός. Αλλά έτσι πρέπει να είναι ένας νέος καλλιτέχνης. Δεν ήμουν προσβλητικός. Ήμουν προκλητικός με τις επιλογές μου: των ηθοποιών, της αφήγησης, της Αθήνας που έδειξα. Στο τέλος των 90s κανείς δεν θεωρούσε την Αθήνα όμορφη πόλη. Σήμερα τη θεωρούμε και είναι. Τότε στο Σύνταγμα χωρίς το μετρό μόνο κάτι ξεχασμένοι τουρίστες ήταν και στο Zonar’s πήγαιναν λίγοι ηλικιωμένοι. Δεν υπήρχε λόγος να περπατήσεις στην περιοχή. Πάω εγώ και δείχνω μια Αθήνα βαθιά ρομαντική. Ήταν τότε και τα τελευταία καλοκαίρια που η πόλη άδειαζε ολοκληρωτικά.
Όταν η ταινία συνετρίβη στις αίθουσες δεν υπήρχε ούτε καν στο πίσω μέρος του μυαλό σου ο ευσεβής πόθος να ανακαλυφθεί αργότερα;
Μα με τι στοιχεία να πιστέψω ότι όντως δημιουργούσα κάτι διαχρονικό;
Με το στοιχείο της πίστης στον εαυτό σου.
Ας υποθέσουμε ότι το είχα. Δεν είμαι όμως παράφρων. Τότε μίλησε η νεκροψία. Βλέπω όμως ότι έχουν ταξίδι μπροστά τους και οι άλλες ταινίες μου. Τα τελευταία χρόνια ανακαλύπτονται ξανά τα «Κουστούμια», ετοιμάζω ένα δεύτερο cut. Για να πω την αλήθεια, είμαι σε καλή στιγμή της ζωής μου.
Με ποια έννοια;
Ρεφάρω. Γυρίζει η ρόδα.
Όταν αναστήθηκαν τα «Φτηνά τσιγάρα», σκέφτηκες ποτέ να γυρίσεις σίκουελ;
Να γυρίσω κάτι στο ίδιο στιλ, ναι. Σίκουελ όχι, δεν έχει νόημα. Το τέλος της ταινίας πρέπει να μείνει για πάντα ένα ερωτηματικό.
Ο δικός σου ήρωας είναι ωραίος τύπος ή απλά ένας μποέμ αργόσχολος;
Είναι ωραίο άτομο γιατί δεν κάνει κακό σε κανέναν, δεν ζει εις βάρος κάποιου. Είναι λίγο αφελής, απρόσεκτος, επιπόλαιος, ταυτόχρονα όμως και χαρισματικός, ένας ωραίος μοναχικός νέος της δεκαετίας του ’90. Άεργος αλλά ζώντας με το τίποτα, με φτηνά τσιγάρα, σε ένα σπίτι στην Ευριπίδου, πάνω από τα μπαχάρια. Τότε σε έπαιρνε να ζεις έτσι. Ψιλοδούλευες τα καλοκαίρια στα νησιά, μάζευες λεφτά για το χειμώνα. Υπήρχε γενικά χρήμα στην κοινωνία. Όλο αυτό δηλαδή δεν θα μπορούσε να συμβεί το 2012.
Είχες τέτοιους τύπους στον κύκλο σου;
Όλοι έτσι ήμασταν.
Άρα το σενάριο δεν είναι 100% μυθοπλασία.
Είναι 100% παρατηρητικότητα. Εμείς τότε συχνάζαμε στο Φίλιον, όπου μαζεύονταν οι πιο παλιές γενιές, ο Παναγιωτίδης και όλοι αυτοί, και ακούγαμε τι έλεγαν στα διπλανά τραπέζια. Επίσης τότε ολοκληρωνόταν η σεξουαλική επανάσταση των 90s. Οι τριαντάρηδες της εποχής που είχαν γνωριστεί σε μια έξαρση σεξουαλικής ελευθερίας στις αρχές της δεκαετίας, στα τέλη άρχισαν να έχουν τα πρώτα ψυχολογικά προβλήματα, έλεγαν ρε ’σύ, δεν πάει πολύ μακριά αυτό, το να περνάς συνέχεια καλά, λες και είσαι στους προσκόπους. Πώς θα γίνει αυτό; Όχι, θα περάσεις και δύσκολα.
Τελικά ό,τι κι αν δημιουργείς ως καλλιτέχνης, ποτέ δεν ξέρεις τι θα γίνει. Η ζωή μου αυτό δείχνει.
Συνολικά πόσες ώρες τράβηξες;
Ένα προς τρία, πήγα προετοιμασμένος, λίγα πράγματα πέταξα. Προετοιμάζω με ακρίβεια τα γυρίσματα, για να εγκαταλείψω το σχέδιο μου πάνω στο γύρισμα. Στον πόλεμο και στο σινεμά, Θεοδόση, η προετοιμασία είναι το παν. Μόνο με τα περιστέρια στο τρόλεϊ δυσκολεύτηκα, το έχω ξαναπεί, γιατί δεν πετούσαν, ήταν κλουβιού, οπότε τα αρπάζαμε και τα πετούσαμε στον αέρα. Γενικά ήταν βατή ταινία. Ένα καφέ, ένα σπίτι και δρόμοι τη νύχτα. Σαν παραγωγή ήταν εύκολη, κόστισε όσο δύο τηλεοπτικά επεισόδια. Η καλλιτεχνική της αξία είναι που της έδωσε νόημα. Θυμίζω ότι στην αρχή κοιτιέται κάποιος στον καθρέφτη για ένα λεπτό. Τι κόστος να έχει αυτό; Ή κάποιος χορεύει μόνος στο σπίτι. Ή με τον Ιατρόπουλο καθόμαστε σε κάτι καναπέδες. Ή στην καντίνα του Λυκαβηττού. Κανείς δεν πήγαινε τότε. «Τι θέλετε εδώ;» μας λένε, ταινία κάνουμε, λέμε, «α, εντάξει, τραβήξτε». Ή το Zonar’s, όπου συγκινήθηκαν οι άνθρωποι, είμαι ο τελευταίος που το κινηματογράφησε πριν κλείσει. Αν είχα έναν κλασικό παραγωγό και όχι πρωτοπόρο όπως ήταν στη Bad Movies, θα μου έλεγε: «Ποιο Zonar’s, ρε παιδάκι μου; Δεν βγάζει νόημα».
Ο καθένας μπορεί να έχει μία γνώμη για την ταινία, όλοι όμως οφείλουν να συμφωνήσουν ότι η πορεία της αποτελεί case study ετεροχρονισμένης επιτυχίας.
Ναι, τελικά ό,τι κι αν δημιουργείς ως καλλιτέχνης, ποτέ δεν ξέρεις τι θα γίνει. Η ζωή μου αυτό δείχνει.
Η συντριβή της ταινίας στα σινεμά δεν σε άγχωσε μήπως αντί για κινηματογραφιστής με όραμα, όπως είπες, θα έμενες για πάντα γνωστός ως ο «Καλημέρης»;
Να σου πω κάτι, Θεοδόση; Ας μείνω ως Καλημέρης. Είδα το σίριαλ σε επανάληψη και είναι ολόφρεσκο, δεξιοτεχνικό και διασκεδαστικό.
Σοβαρά; Να μείνεις ως Καλημέρης;
Ξεκίνησα αμφισβητώντας τα πάντα και καλά έκανα. Όμως όταν άρχισα να μπαίνω στη δουλειά, τότε που έπαιξα και στον Περάκη (Προστάτης Οικογενείας, 1997), κατάλαβα ότι το να αμφισβητείς μόνο, είναι κάτι εύκολο και μη παραγωγικό. Θέλει κανείς να συμβιβαστεί και να μην κάνει πραγματικά αυτό που πιστεύει; Όχι βέβαια. Έρχεται όμως η πραγματικότητα και μπαζώνει τις προσδοκίες σου. Και λες: Ή θα μείνω μπαζωμένος και θα σκάσω, ή θα ανοίξω ρωγμές, θα σπάσω τα μπάζα και θα ξαναβγώ στην επιφάνεια. Ήρθε τότε η πραγματικότητα, με μπάζωσε και σκεφτόμουν πώς θα επιβιώσω. Δεν είχα καμία οικονομική άνεση από το σπίτι. Γι’ αυτό καλώς έκανα τον Καλημέρη και μου έδωσε μια ωραία ζωή η οποία με οδήγησε στις επόμενες ταινίες μου.
Αυτά τα λες τώρα που είσαι στη μέση ηλικία. Τι σκεφτόσουν τότε;
Το έκανα με σφιγμένη καρδιά. Όταν όμως κατάλαβα ότι ο μόνος τρόπος να επιβιώσω ως ηθοποιός και να κάνω τις ταινίες μου εξοικονομώντας πέντε δραχμές ήταν η εμπορική τηλεόραση, αποφάσισα να πάω και να κάνω το θαύμα, δηλαδή να παίξω καλά. Είπα μέσα μου, σαν ιδεολόγημα αν θες, Ρένο κάνε την επανάσταση, κάνε τα σκουπίδια να ανθίσουν. Και στο «Βότκα πορτοκάλι» που πήγα μετά, αυτό σκεφτόμουν. Τι άλλο να έκανα; Να προσπαθούσα να βρω ρολάκια στο θέατρο -δεν με έπαιρναν κιόλας, δεν πολυταιριάζαμε- και να φυτοζωούσα; Δεν λες πάλι καλά που έπαιξα μια δεκαετία στην τηλεόραση και μπόρεσα να βρω άξονες επικοινωνίας με το κοινό και εμμέσως να προωθήσω τον κινηματογράφο μου; Στο φινάλε, ο παίκτης παίζει. Δεν είμαι σνομπ, δεν περιφρονώ τους ανθρώπους που δεν είναι καλλιεργημένοι. Θυμίζω ότι ταυτόχρονα με τον Καλημέρη υπήρχαν και κάποιες «ποιοτικές» σειρές. Όπως η «Αίθουσα του θρόνου», η οποία έμεινε για πάντα στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Είδα στο YouTube κάνα δυο επεισόδια και φαίνεται σαν να γυρίστηκε το ’80, τόσο παλιακό. Ενώ σειρές που τότε θεωρήθηκαν «σκουπίδια», διασκεδάζουν ακόμη τον κόσμο. Πήγα κι έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα.
Δεν προβληματίστηκες μήπως αυτές οι δουλειές εκτός από το ότι σου έδωσαν να φας και σε κράτησαν στο παιχνίδι, σου στοίχισαν σε άλλο επίπεδο;
Εννοείς στο προφίλ μου; Ναι, μου στοίχισαν τότε, αλλά τώρα πια είναι σαν να μου ανταμείβουν ένα χρέος. Είναι παράξενο όλο αυτό, αισιόδοξο. Έχει κάτι. Δεν έχει; Για να επιστρέψω στα «Φτηνά τσιγάρα», ίσως να έχουν κι άλλο ταξίδι μπροστά τους. Πρόσφατα μιλούσα με ένα βουλγάρικο πανεπιστήμιο όπου διδάσκουν ελληνικά, μεταξύ άλλων και την ταινία. Απίστευτο! Τώρα που προσπαθούμε όλοι να κάνουμε ένα γενικότερο restart στη ζωή μας, θέλω να «τερματίσω» την παράσταση στη Λυρική. Κάποτε είχα ένα γνωστό που έκανε body building, πήγαινε σε αγώνες και έβγαινε πάντα τελευταίος. «Το κάνω Ρένο» λέει «για την ηδονή των 5’ πριν ανέβω στη σκηνή, κοιτάζω την κοιλιά και το στέρνο μου και σκέφτομαι ότι δεν γινόταν τίποτα καλύτερο από αυτό. Αυτό έχει σημασία. Κι ας βγω τελευταίος».
Είσαι αγχωμένος για την υποδοχή του μιούζικαλ από κοινό και κριτικούς;
Φυσικά. Είμαι σαν κάτι σκυλιά τρομαγμένα από το πολύ ξύλο που έχουν φάει. Έχει μείνει μέσα μου ο φόβος. Αλλά η αμφιβολία και ο φόβος είναι σύμβουλοί μου, δεν τους αφήνω να πάρουν το πάνω χέρι.
Αυτός ο φόβος είναι που σε αποτρέπει από το να κάνεις νέα ταινία δώδεκα χρόνια μετά τα «Τέσσερα μαύρα κοστούμια»;
Πέρασα μια δεκαετία που αγωνιούσα για το πώς θα επιβιώσω, όχι το πώς θα κάνω ταινία. Έγραψα όμως πολύ. Το πιο δύσκολο δεν είναι να γυρίσεις μια ταινία, αλλά να τη γράψεις. Ή ακόμη πιο πριν να τη συλλάβεις. Το γύρισμα είναι το τέλος του ταξιδιού. Είναι το λιμάνι που βλέπεις αφού έχεις διανύσει τον ωκεανό. Εκτός αυτού, όπως τόσοι καλλιτέχνες, πέρασα κι εγώ την προσωπική μου Οδύσσεια. Χάθηκα, ναυάγησα, σώθηκα, ενεπλάκην και στα πολιτικά, έφαγα πολύ ξύλο, έδωσα…
Άξιζε τον κόπο;
Ζημιώθηκα, ε; Όμως θα το ξανάκανα. Κι ας μην είδα κανέναν να φωνάζει -όπως έκαναν τώρα με την περίπτωση της Σταμάτη- όταν σε ένα θέατρο που έπαιζα τότε μπήκαν τριάντα κουκουλοφόροι, σταμάτησαν την παράσταση και έλεγαν ότι θα μας κάψουν ζωντανούς. Έτρεμε ο παραγωγός, κατέβασε την παράσταση και καλά έκανε. Αν μη τι άλλο, μετά από όσα έγιναν, τώρα πια ξέρουν όλοι ότι δεν μπορώ να κοροϊδέψω κανένα. Έρχεται, ξέρεις, μια μαγική στιγμή που ο καλλιτέχνης πρέπει να συγκρουστεί με το κοινό του. Όπως συγκρούεσαι με τη μάνα σου ή τον έρωτα της ζωής σου. Εν πάση περιπτώσει βρίσκω πολύ συντηρητικό στον 21ο αιώνα να θεωρείται συντηρητικός όποιος δεν δηλώνει αριστερός. Θα μου πεις εδώ την έπεσαν στον Nick Cave γι’ αυτά που έγραψε για την αντιφά, σε μένα δεν θα την έπεφταν;