REVENGE PORN: ΤΙ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΕΝΑ ΘΥΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΚΑΙΩΘΕΙ
Το revenge porn που είναι γνωστό και ως cyber rape είναι όσο σοβαρό ακούγεται και ανήκει στα σεξουαλικά εγκλήματα. Η υπόθεση του Στάθη Παναγιωτόπουλου, το έφερε με σκληρό τρόπο στην επικαιρότητα. Τι συμβαίνει στην Ελλάδα.
Σάλος έχει προκληθεί στην Πάτρα και στην υπόλοιπη Ελλάδα με την διαρροή μαζικού revenge porn, που αποκαλύφθηκε ύστερα από καταγγελίες γυναικών που είδαν να δημοσιεύονται στο διαδίκτυο προσωπικές τους στιγμές.
Η συγκεκριμένη συμπεριφορά είναι το textbook του φαινομένου που λέγεται revenge porn. Είναι γνωστό και ως cyber rape και είναι όσο σοβαρό ‘ακούγεται’. Σε κάποιες χώρες έχει προστεθεί στους νόμους για τα σεξουαλικά εγκλήματα. Στην Ελλάδα δεν περιλήφθηκε στη σειρά των αλλαγών που έγιναν στο νέο Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Πώς μια συμπεριφορά έγινε ανησυχητικό φαινόμενο στο επίπεδο που άλλαξε νόμους
Το sexting (sex και texting), δηλαδή η αποστολή και η λήψη σεξουαλικών μηνυμάτων ή εικόνων μέσω ηλεκτρονικών μέσων αναφέρθηκε ως “η σύγχρονη μορφή σεξουαλικής έκφρασης που αυξάνεται ραγδαία σε δημοτικότητα, κυρίως μεταξύ των νεαρών ενηλίκων”, σε μελέτη που δημοσιεύτηκε το 2017. Ήταν σε έξαρση από το το 2009.
Εν καιρώ πανδημίας, πήρε ανεξέλεγκτες διαστάσεις και αποκαλύφθηκαν συνήθειες και τάσεις που ανησυχούν. Έτσι έγιναν και κάποιες διευκρινίσεις. Όπως ότι όταν ένας σύντροφος πιέζει ή εξαναγκάζει τον άλλον να στείλει μηνύματα με το συγκεκριμένο περιεχόμενο, πρόκειται για εξαναγκαστικό sexting και είναι ένδειξη που πιθανόν να συνδέεται με ευρύτερα μοτίβα βίας στη σχέση.
Διαπιστώθηκε επίσης, ότι μια από τις πιθανότερες εξελίξεις του sexting είναι η δημοσίευση αυτών των προσωπικών εικόνων (συνήθως μετά τη διακοπή της σχέσης), χωρίς την άδεια του παρτενέρ που εμφανίζεται σε αυτές. Η συγκεκριμένη συνθήκη πήρε διαστάσεις φαινομένου που σήμερα λέγεται revenge porn και cyber rape.
Στην Ελλάδα δεν περιλήφθηκε στη σειρά των αλλαγών που έγιναν στο νέο Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Η πλειοψηφία των θυμάτων είναι γυναίκες και οι συνέπειες δυνητικά σοβαρές, καθώς συχνά κατηγορούνται για τις ενέργειες τους και κρίνονται ως ‘σεξουαλικά άτακτες’ -γεγονός που έχει αντίκτυπο σε όλη τους τη ζωή.
Την ίδια ώρα, οι άνδρες εκλαμβάνονται ως σεξουαλικά έμπειροι και δεν βιώνουν κάποια αρνητική συνέπεια -καθώς κάνουν ό,τι ‘προβλέπεται’ από το φύλο τους. Ναι και το revenge porn ανήκει στη λίστα-χαρά της πατριαρχίας και όσων κρίνονται με δυο μέτρα και δυο σταθμά σε ό,τι αφορά τα φύλα: η γυναίκα ‘επιτρέπεται’ να συμμετέχει σε σεξουαλικές σχέσεις μόνο όταν είναι σε δεσμό, ενώ ο άνδρας ‘επιτρέπεται’ να έχει πολλές συντρόφους, χωρίς να υπάρχει θέμα.
Όλα όσα διάβασες έως εδώ είναι συμπεράσματα ερευνών που αναφέρθηκαν στην τελευταία μελέτη για το revenge porn, η οποία δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 2020.
Διερεύνησε τις αντιλήψεις που προκύπτουν για τα θύματα του φαινομένου που προσδιορίζεται ως συγκεκριμένη μορφή ψηφιακής κακοποίησης που συνήθως λειτουργεί ως αντίποινο ή μέσο εκβιασμού νυν ή πρώην σύντροφο και διασταυρώνεται με τη σεξουαλική κακοποίηση -καθώς περιλαμβάνει τη ψηφιακή διανομή γυμνών ή σεξουαλικών φωτογραφιών ή/και βίντεο ενός ατόμου, χωρίς τη συγκατάθεση του.
Τα ευρήματα ήταν σύμφωνα με τη βιβλιογραφία που σχετίζεται με το βιασμό -και θέλει τις γυναίκες να προκαλούν, με τον τρόπο που ντύνονται. Υπέδειξαν ότι προσωπική φωτογραφία ή βίντεο που δημοσιεύεται από πρώην σύντροφο, καταλήγει να γίνεται κοινωνικό στίγμα για το θύμα, μολονότι δεν έχει δώσει τη συγκατάθεση του να δει οποιοσδήποτε άλλος τις εικόνες, πέραν του προβλεπόμενου παραλήπτη.
Τι μπορεί να κάνει το θύμα στην Ελλάδα
Όπως όλες οι μορφές κακοποίησης και το revenge porn είναι εξαιρετικά τραυματική. Παγκοσμίως η νομοθεσία άργησε να ανταποκριθεί. Τη σήμερον ημέρα, υπάρχουν τρόποι να διεκδικήσει και να βρει το δίκιο του το θύμα. Ακόμα και στην Ελλάδα. Ο διπλωματούχος ηλεκτρολόγος μηχανικός, Certified Data Protection Officer, Θεόδωρος Μπλίκας εξηγεί στο Magazine τα πάντα.
“Πρώτον, το revenge porn είναι στην πραγματικότητα, σεξουαλικό έγκλημα. Όταν κάποιος δημοσιεύει φωτογραφίες ή βίντεο από ιδιωτικές στιγμές κάνει σεξουαλικό έγκλημα. Αυτό είναι το βασικό και το πιο σημαίνον για το θύμα. Ταυτόχρονα ανακύπτει και το θέμα της παραβίασης της ιδιωτικότητας.
Πρόκειται για παραβίαση της ιδιωτικότητας, η οποία προστατεύεται από διεθνείς συμβάσεις (για παράδειγμα, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) και από το Σύνταγμα. Πρόκειται για κατοχυρωμένο δικαίωμα. Άρα, το revenge porn είναι παραβίαση θεμελιώδους ανθρώπινου δικαιώματος -όχι ένα απλό παράπτωμα.
Τρίτον, σχετίζεται με το Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων και κυρίως με το δικαίωμα στη λήθη, που προβλέπει ο κανονισμός. Πρόκειται για το δικαίωμα που έχουν τα φυσικά πρόσωπα, να ζητούν να διαγράφονται προσωπικά δεδομένα που τους αφορούν, στο βαθμό που τους αφορούν -ζητώντας να κατέβουν, να σβηστούν και να διαγραφούν”.
Ο καθ’ ύλην αρμόδιος μας προειδοποίησε πως κάπου εδώ το θέμα γίνεται tricky, νομικά.
Η συναίνεση για τη λήψη και η συναίνεση για τη δημοσίευση είναι δυο διαφορετικά πράγματα
“Ο GDPR και όλη η νομοθεσία που ‘κρέμεται’ από αυτόν, αναφέρεται στις υποχρεώσεις των Υπευθύνων Επεξεργασίας, οπότε πρέπει να ορίσουμε ποιος είναι ο Υπεύθυνος Επεξεργασίας. Ποιος, δηλαδή, ευθύνεται για την ανάρτηση, πχ κάποιου περιεχομένου Σύμφωνα με τον Κανονισμό, προσωπικά δεδομένα που λαμβάνουν χώρα (συμβαίνουν, πραγματοποιούνται, καταγράφονται) μέσα σε σπίτια (στην οικιακή ζωή) δεν εμπίπτουν καταρχήν στο πεδίο εφαρμογής του.
Αυτό σημαίνει ότι ο GDPR δεν θα εφαρμοζόταν, σε περίπτωση που κάποιος είχε ‘τραβήξει’ στιγμή με τον/την σύντροφο του και την έδειχνε σε κάποιο φίλο. Η προφορική διάδοση δεν εμπίμπτει στις αρμοδιότητες του κανονισμού. Επομένως, αν κάποιος έχει φωτογραφίες και βίντεο με προσωπικές στιγμές και τις δείχνει σε άλλους, το θύμα μπορεί να κινηθεί δικαστικά για άλλους λόγους -όπως ο εκβιασμός ή η προσβολή-, όχι όμως, για το θέμα της επεξεργασίας δεδομένων. Τονίζουμε το «καταρχήν» καθώς υπό προυποθέσεις η εφαρμογή του ΓΚΠΔ δύναται να επεκταθεί και σε περιπτώσεις που εκ πρώτης όψεως δεν είναι ξεκάθαρες”.
Πότε αποκτά εφαρμογή ο GDPR; “Όταν το υλικό φεύγει από τη σφαίρα του ιδιωτικού και γίνεται δημόσιο. Όταν μπαίνει σε κοινή θέα: όταν αναρτάται σε μια ιστοσελίδα. Η ιστοσελίδα αυτή καθίσταται υπεύθυνος επεξεργασίας.
Με βάση τον κανονισμό προστασίας προσωπικών δεδομένων, όταν κάποιος που έχει δημόσια παρουσία (εφημερίδα, ραδιόφωνο, τηλεοπτικό κανάλι, ιστοσελίδα) αναπαράγει στο βαθμό που μπορεί να αναπαράξει (πχ για το ράδιο είναι ηχογραφημένη συνομιλία) ένα ιδιωτικό αντικείμενο το μέσο (είτε πρόκειται για φυσικό, είτε για νομικό πρόσωπο), καθίσταται υπεύθυνο επεξεργασίας. Και ως τέτοιο έχει όλες τις υποχρεώσεις που προβλέπει ο κανονισμός. Δηλαδή, το υλικό πρέπει να έχει εξασφαλιστεί νόμιμα, η αναπαραγωγή και η επεξεργασία να γίνεται επίσης νόμιμα, βάσει του άρθρου 5 του GDPR, να έχουν τηρηθεί οι αρχές του άρθρου 5, κοκ.
“Στη λίστα είναι η συναίνεση των δυο πλευρών, όχι ως προς τη λήψη του βίντεο ή της φωτογραφίας, αλλά ως τη δημοσίευση. Αν δεν υπάρχει η συγκεκριμένη συναίνεση (εφόσον σε τέτοιες περιπτώσεις δε θα μπορούσε να υπάρχει άλλη νόμιμη βάση επεξεργασίας), το προϊόν δημοσιοποίησης είναι παράνομο. Αυτή είναι η πραγματικότητα των περιπτώσεων του revenge porn ή της δυσφήμισης”.
Το γεγονός ότι μια ιστοσελίδα αγνοεί τόσο βαθιά το GDPR -που δεν παίρνει καν τηλέφωνο το θύμα για να του πει τι έχει συμβεί και να το ρωτήσει τι θα ήθελε να γίνει- υπονοεί σημαντικότερες ελλείψεις, σε σχέση με τον κανονισμό. Σημαίνει ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεδομένων δεν έχει κάνει και άλλα πράγματα, για να συμμορφωθεί με το GDPR (να έχει υπεύθυνο προστασίας δεδομένων, τεχνικά μέτρα ελέγχου της νομιμότητας του υλικού που επεξεργάζεται, ώστε να λειτουργεί με νόμιμο τρόπο, αρχείο δραστηριοτήτων, κλπ).
Όταν έχουμε να κάνουμε με περίπτωση που προκαλείται θόρυβος στα media, η αρχή προστασίας δεδομένων μπορεί να κάνει αυτεπάγγελτη παρέμβαση. Κανονικά, μετά τα όσα συνέβησαν χθες περιμένω ότι εντός των προσεχών ημερών η αρχή θα κινήσει τις διαδικασίες και θα ζητήσει τον έλεγχο του νομικού προσώπου (εταιρία, ιστοσελίδα, εφημερίδα κλπ) που έχει αναρτήσει το υλικό”.
Ποιες είναι οι ποινές
“Ποικίλουν. Όταν μιλάμε για ιδιωτικές εταιρίες, οι ποινές φτάνουν έως τα 20 εκατομμύρια ευρώ ή το 4% του τζίρου της εταιρίας ή του ομίλου -αν πρόκειται για κάποιον που έχει διεθνή δραστηριότητα. Όσο πιο σημαντική είναι η παραβίαση (υπάρχουν κριτήρια) τόσο μεγαλύτερο είναι το πρόστιμο.
Τα 20 εκατομμύρια ευρώ -που είναι το μάξιμουμ πρόστιμο-, είναι ανά παράβαση και ανά φυσικό πρόσωπο.
Δηλαδή, αν η υπόθεση αφορά πέντε φυσικά πρόσωπα, το συνολικό ποσό θεωρητικά θα μπορούσε να είναι 5 επί 20.000.000 ευρώ και για αυτό βλέπετε πρόστιμα 200 εκατομμυρίων στο εξωτερικό. Επίσης, αύξηση υπάρχει σε περίπτωση υποτροπής -ή αν συντρέχουν άλλοι επιβαρυντικοί λόγοι”.
Εδώ προκύπτει ένα άλλο θέμα: “Η ιστοσελίδα δημοσίευσε το παράνομο περιεχόμενο, με στόχο το κέρδος, χωρίς να ζητήσει τη συναίνεση του υποκειμένου (φυσικού προσώπου). Ενδεχομένως δεν έλαβε και άλλα μέτρα που προβλέπονται από τον κανονισμό, ώστε να διασφαλίσει τη νομιμότητα ή την ασφάλεια των πληροφοριών. Συντρέχουν δηλαδή, όλοι οι λόγοι του κανονισμού για την επιβολή του μέγιστου προστίμου”. Όπως υπάρχει και το ενδεχόμενο διαταγής απαγόρευσης περαιτέρω επεξεργασίας (να κατέβει το υλικό και να μη ξαναχρησιμοποιηθεί).
Ο ασφαλέστερος τρόπος για τη δικαίωση του θύματος
“Τα πρόστιμα που επιβάλει η αρχή προστασίας προσωπικών δεδομένων, είναι διοικητικά. Πηγαίνουν στο δημόσιο ταμείο και όχι στο φυσικό πρόσωπο. Η αρχή δεν μπορεί να επιβάλει ποινή φυλάκισης στο θύτη. Αυτό είναι κάτι που μπορεί να διεκδικήσει το φυσικό πρόσωπο, μέσω αγωγών σε αστικά δικαστήρια. Εκεί μπορεί να αξιώσει και αποζημίωση για τη βλάβη που έχει υποστεί. Να κυνηγήσει το θύτη, με βάση τη νομοθεσία για τα σεξουαλικά εγκλήματα.
Ο ασφαλέστερος δρόμος για να κινηθεί ενάντια σε αυτόν που τράβηξε και διέθεσε το παράνομο υλικό είναι μέσω του αγώνα έναντι αυτού που το ανήρτησε. Αν γίνει έλεγχος από την αρχή προστασίας προσωπικών δεδομένων ή τον εισαγγελέα, ώστε να μπορέσει να καταλήξει στο πώς βρήκε η ιστοσελίδα (ή όποιο άλλο μέσο) το υλικό, το μέσο είναι υποχρεωμένο να εξηγήσει τα πάντα και έτσι προκύπτει και αυτός που έδωσε το βίντεο ή τη φωτογραφία. Αυτόματα το όνομα της διαρροής είναι αποδεδειγμένο και έτσι μπορεί να κινηθεί εναντίον του το υποκείμενο”.