ΡΟΜΕΝ ΓΑΒΡΑΣ: “ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΓΥΡΙΣΩ ΜΙΑ ΤΑΙΝΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΡΗ ΒΕΛΟΥΧΙΩΤΗ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΟ”
Η καινούργια του ταινία, "Athena", έκανε πρεμιέρα στο Netflix, ενώ οι ποπ βίντεο εγκαταστάσεις του προβάλλονται στην Αθήνα τον επόμενο μήνα σε παραγωγή της Στέγης Ιδρύματος Ωνάση.
Ο Ρομέν Γαβράς είναι νευρικός.
Η Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου είναι μια πολύ σημαντική μέρα, κυκλωμένη εδώ και καιρό στο ημερολόγιό του. Η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του, Athena, είναι εδώ και λίγες ώρες διαθέσιμη στην πλατφόρμα του Netflix, το βράδυ της ίδιας μέρας θα προβληθεί στη Μεγάλη Σκηνή της Στέγης, ενώ από το απόγευμα της προηγούμενης είναι ανοιχτές στο κοινό και οι τρεις ποπ βίντεο εγκαταστάσεις του πρότζεκτ Gener8ion (σε συμπαραγωγή με το Onassis Culture). Είναι κάπως σαν να συμπυκνώνεται ο δημιουργικός χρόνος της τελευταίας διετίας του σε ένα 24ωρο.
Το κινητό του έχει γενέθλια. Σκάνε μηνύματα, ειδοποιήσεις, το πρώτο feedback -ειδικά όταν μιλάμε για πρεμιέρα σε streaming πλατφόρμα – είναι πάντα χρήσιμο. Κι επιπλέον, η ατζέντα του είναι γεμάτη. Συνεντεύξεις, κυρίως με ξένα μίντια, τελευταία τεχνικά τσεκ για τη βραδινή προβολή (και το πάρτυ που θα ακολουθήσει) και μια δική του υποχρέωση: να πεταχτεί από το Νέο Κόσμο στη Ναό της Αθηνάς στην Ακρόπολη και να ζητήσει την εύνοια της θεάς σε αυτήν την κρίσιμη μέρα. Ίσως γι’ αυτό είναι ντυμένος στα λευκά (φαρδύ παντελόνι, t-shirt, σνίκερς, τζόκεϊ) με το χακί μπουφάν απλά να ενημερώνει ότι στην πόλη λίγο φθινοπώριασε. Αλλά, τι να προσφέρει στη θεά Αθηνά; «Λίγο από το αίμα μου, μια κατσίκα, λίγο κατσικίσιο τυρί;», αστειεύεται. «Δεν φτάνει που της έδωσες το όνομα της νέας σου ταινίας;», αναρωτιόμαστε οι υπόλοιποι.
“Athena” είναι το φανταστικό όνομα ενός πραγματικού συγκροτήματος εργατικών κατοικιών (το Πάρκ ο Λιέβρ, ένα τυπικό δείγμα 60s μπρουταλισμού στα νότια παριζιανικα προάστια), στο οποίο διαδραματίζεται το φιλμ. Γίνεται το θέατρο μιας εξέγερσης των καταπιεσμένων, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, μουσουλμάνων ενοίκων, όταν ένας 13χρονος πέφτει νεκρός στα χέρια αστυνομικών όπως φάινεται σε βίντεο που διαρρέει στα σόσιαλ μίντια. Στο επίκεντρο έρχονται τα τρία αδέρφια του θύματος, αλγερινής καταγωγής: ο Καρίμ που γίνεται ο παθιασμένος αρχηγός των εξεγερμένων («με σκοπό να εξελιχθεί στην πορεία του φιλμ σε κάτι σαν Νταρθ Βέιντερ») // ο μεσαίος Αμπντέλ, παρασημοφορημένος επαγγελματίας στρατιώτης που γυρίζει από το μέτωπο και προσπαθεί να συγκρατήσει την κατάσταση ξέροντας ότι τα πράγματα μπορούν να γίνουν μόνο χειρότερα // ο μεγαλύτερος Μοκτάρ, μικροκακοποιός που αυτό που τον νοιάζει κυρίως είναι να βγάλει σώα από το χάος τα όπλα και τα ναρκωτικά του.
«Σε κάθε φωτιά αυτοί δεν είναι οι τρεις άνθρωποι που συναντά κάνεις; Εκείνος που τη βάζει, εκείνος που προσπαθεί να την σβήσει κι εκείνος που το μόνο που κοιτάζει είναι να προστατεύσει τα συμφέροντα του», λέει ο Γαβράς. Το φιλμ πατάει στον κοινωνικό ρεαλισμό: τις μικρές ή μεγάλες εξεγέρσεις στα γαλλικά προάστια, την αστυνομική βία, την κραυγαλέα ανισότητα και κοινωνική αδικία. Από το Μίσος στις ταραχές του 2005 κι από τα τρομοκρατικά χτυπήματα των 10s στη δεύτερη ζωή της γαλλικής ακροδεξιάς με την κόρη Λεπέν. Όμως, κι αυτή είναι η αξία του -η «δημιουργική πρόοδος», αν θέλετε, του Γαβρά-, όλα αυτά τα μεγάλα ζητήματα είναι το πλαίσιο. Στον πυρήνα του, το φιλμ είναι μια πολεμική ταινία πόλης (με την αστυνομία να ετοιμάζει την έφοδο στο συγκρότημα-οχυρό για να καταπνίξει την εξέγερση, η στιγμή που συμβαίνει υπό τους ήχους του “Assault” είναι δυναμίτης) με έντονο το στοιχείο της αρχαιοελληνικής τραγωδίας στους οικογενειακούς δεσμούς των τριών αδερφών και της μητέρας τους που εναγωνίως προσπαθεί να τους εντοπίσει μέσα στο χάος. Athena είπαμε, άλλωστε.
«Ναι, συμφωνώ, αν προσδιορίζεται από ένα είδος, αυτό είναι της πολεμικής ταινίας. Άλλωστε, φιλμ όπως το Αποκάλυψη Τώρα! ή το Πόλεμος και Ειρήνη, ξαναείδαμε για να εμπνευστούμε. Αλλά, σκόπιμα επίσης, η κοινωνική καταγγελία περνά στο φόντο. Χρειάζεται το δράμα, ο Μύθος – μόνο έτσι μια τέτοια ταινία μπορεί να προσπαθήσει να αντέξει στον χρόνο», υπερθεματίζει ο σκηνοθέτης. Τον ρωτάω αν η ταινία θα μπορούσε να προκαλέσει τέτοιες αντιδράσεις στην πραγματική ζωή. Αν τον νοιάζει, βασικά, κάτι τέτοιο. Μου απαντά αυτό που λέει σε όλους όσοι του κάνουν αυτήν την κλισέ ερώτηση: ότι κανένας δεν ξεκινά τα ναρκωτικά επειδή είδε τον Τόνι Μοντάνα στον Σημαδεμένο ή κανείς δεν ξεκινά τους φόνους επειδή είδε τον Νονό. Αλλά λέει και κάτι άλλο: «Ως κινηματογραφιστές δεν έχουμε καμία υποχρέωση απέναντι στον “κόσμο” ή στην “κοινωνία”. Δεν μπορεί κανένας μας να αλλάξει τις πολιτικές που προκαλούν τις αδικίες που προκαλούν τις εξεγέρσεις. Έχουμε όμως υποχρέωση να δείχνουμε σεβασμό απέναντι στην τέχνη μας, στο ίδιο το σινεμά».
Βέβαια, κάπου εδώ βρίσκεται και το βασικό πεδίο που ασκείται κριτική στον Γαβρά. Ότι ως ταλαντούχος γιος ενός θρύλου πατέρα (του σπουδαίου Κώστα Γαβρά) αρχικά εκμεταλλεύθηκε τις ανοιχτές θύρες που παραβίασε το επώνυμό του για να προωθήσει το στυλ έναντι της ουσίας, να αποθεώσει εκ του ασφαλώς τη βία, να αναπτύξει ένα φετίχ με την εξέγερση την ίδια στιγμή που γυρίζει βίντεο κλιπ με τον Jay-Z κι αναλαμβάνει τις καμπάνιες της Louis Vuitton. Του τα αραδιάζω όλα μαζί, μήπως θυμώσει λίγο αυτός ο πρίγκιπας του πιο ενοχλητικού κουλ απ’ όλα τα διαθέσιμα, του γαλλικού. Καθόλου. «Καταρχάς, να ξέρεις ότι ο πατέρας μου, και οι δύο γονείς μου, είναι πιο στρατευμένοι από μένα. Εγώ είμαι μπουρζουά», γελάει. «Από την άλλη, έχω πει πολλές φορές ότι δε με πειράζει να με κατηγορούν ως υπερβολικά προσκολλημένο στην εικόνα, το στυλ στην πορεία γίνεται ουσία. Τώρα όσον αφορά τις προθέσεις μου. Κοιτά, όταν ανακατεύομαι με τα brands γίνομαι μισθοφόρος. Πουλάω τον εαυτό μου σαν πόρνη για να μπορέσω να χρηματοδοτήσω τις ταινίες μου και να ζει το crew με το οποίο δουλεύω και θέλω να του παρέχω αυτά που πρέπει για να μπορώ να του ζητήσω να πάει στον πόλεμο μαζί μου. Και να σου πω κάτι; Νομίζω ότι όλοι, λίγο ή πολύ, αυτό κάνουμε. Διαμορφώνουμε μια συγκεκριμένη “ηθική” για να πετύχουμε τον απώτερο σκοπό μας, το όποιο όνειρό μας. Έχω δικαίωμα να μιλάω για τα παιδιά στα μπανλιέ; Μεγάλωσα άνετα, αλλά είχα πολλούς φίλους που ζούσαν εκεί. Κι επίσης, έχουμε γράψει την ταινία μαζί με τον Λατζ Λι (σ.σ. σκηνοθέτη του Les Miserables) που μεγάλωσε στα πιο δύσκολα προάστια. Ελπίζω ότι βρήκαμε τον τρόπο για να συναντηθούμε στη μέση και να πούμε την ιστορία μας ισορροπημένα».
Στο Athena βέβαια o Γαβράς χορογραφεί τη βία διαφορετικά σε σχέση με το παρελθόν του π.χ. του βίντεο κλιπ του ‘Stress” που κάποτε δίχασε τη Γαλλία. Οι σφαίρες είναι πολύχρωμα βεγγαλικά, στη μέση του χάους εμφανίζονται μηχανόβιοι που κάνουν σούζες, ακόμα και στις σκηνές που είναι όντως σκληρές υπάρχει μια έντονη παιδικότητα. Έτσι κι αλλιώς, οι εξεγερμένοι είναι κατά βάση παιδιά. Και η σκηνή που θα βγάλουν τα ρούχα τους είναι χαρακτηριστική.
Στην παιδικότητα υπάρχει η γέφυρα με τη μία από τις τρεις ταινίες μικρού μήκους που μπορεί να δει κανείς στην Αθήνα (στην Στέγη και τη Μάντρα της Δ. Αρεοπαγίτου) μέχρι το τέλος Οκτωβρίου. Το Neo Surf εκτυλίσσεται στην Αττική του 2034, είναι ένα ρευστό δωδεκάλεπτο ποίημα που ακολουθεί έφηβους από τα αρχαία λατομεία του Σουνίου, σε γήπεδα, κυνήγι στρουθοκάμηλών και σερφ στον Ισθμό της Κορίνθου. Τα άλλα δύο είναι το εντελώς-τελείως-πρώιμος-Γαβράς Agartha, ένα «προπαγανδιστικό» βίντεο ενός υτοαποκαλούμενου Απελευθερωτικού Στρατού που ανεξαρτητοποιείται από τις πολιτείες Ουαϊόμινγκ και Άινταχο κι αντιτίθεται σε κάθε μορφή εξερεύνησης του Διαστήματος με το σύνθημα “God Hates Space” (γυρισμένο στ’ αλήθεια σε ένα ουκρανικό δάσος, έναν χρόνο πριν τη ρωσική εισβολή, με ένα διαστημόπλοιο που κατασκευάστηκε από παλιά τανκς του Κόκκινου Στρατού). Το τρίτο είναι το Emotions, ένα μεγάλης διάρκειας «κοντινό» στην Σαρλίζ Θερόν ως ρεαλιστικό αντίγραφο ηθοποιού του Χόλιγουντ στην Ινδία που περνάει απ’ όλη την γκάμα των ανθρώπινων συναισθημάτων με την βοήθεια CGI και τεχνητής νοημοσύνης.
Αν βομβαρδιστήκατε από την πληροφορία, μην ανησυχείτε. Κι ο ίδιος ο Γαβράς δεν έχει τη συνταγή για το πώς συνδέονται έφηβοι σέρφερ, ψεκασμένοι αντάρτες και μια πανέμορφη σταρ; «Δεν υπάρχει συνταγή. Το Gener8ion είναι ένα πρότζεκτ μαζί με τον DJ/παραγωγό Surkin που με συμπληρώνει καλλιτεχνικά. Νομίζω, δε, ότι συνδέεται και με το Athena, όχι μόνο αισθητικά. Υπάρχει μια κοινή γλώσσα, ένα ανθρωποκεντρικό στοιχείο που τα ενώνει ακόμα κι αν μιλάμε για διαφορετικά formats, άλλα κανάλια προβολής, ίσως λίγο διαφορετικό κοινό. Πριν δέκα χρόνια είχα δώσει μια δημόσια συνέντευξη στην Στέγη, κρατήσαμε την επαφή, έρχομαι όλο και πιο συχνά στην Ελλάδα άλλωστε και καταλήξαμε σε αυτή την συμπαραγωγή με το Onassis Culture. Τους ευχαριστώ γιατί στήριξαν αυτό που είχαμε στο μυαλό μας, χωρίς να χρειαστεί να κάνουμε εκπτώσεις και καλλιτεχνικές υποχωρήσεις».
Μιας και το ανέφερε, πόσο μακριά είμαστε από την «ελληνική» ταινία του Ρομέν Γαβρά; Από το, τηρουμένων των αναλογιών, δικό του Ζ ή ακόμα ακόμα Ενήλικοι στο Δωμάτιο; «Περνώ όλο και περισσότερο χρόνο εδώ, το θέλω κιόλας, άρα δεν αποκλείω να συμβεί κάτι τέτοιο. Δεν μπορώ να κρύψω ότι θα με ενδιέφερε να γυρίσω μια ταινία για τον Άρη Βελουχιώτη. Πρόσεξε, δε λέω ότι θα το κάνω, αλλά ότι θα με ενδιέφερε. Είναι δύσκολο γιατί προϋποθέτει μεγάλη έρευνα και ιστορική ακρίβεια στα γεγονότα μια περιόδου που έχει ακόμα ανοιχτές πληγές. Είναι μεγάλη παγίδα να ξεκινήσεις να κάνεις μια ταινία, να αναπτύξεις τον μύθο της και μετά οι ιστορικές μαρτυρίες να σε διαψεύσουν. Την πάτησες».
Πριν λίγες εβδομάδες, όταν κυκλοφόρησε το τρέιλερ της ταινίας, έγινε για 1-2 24ωρα τρεντ το #CancelAthena στο (ελληνικό) Twitter. Κάποιοι θεώρησαν ότι ο Γαβράς καλεί σε εξέγερση πρόσφυγες και μετανάστες στην ελληνική πρωτεύουσα και μετά ανέλαβε η παράνοια του ίντερνετ να μεγαλοποιήσει ένα ανύπαρκτο θέμα. «Το πήρα κάποια στιγμή χαμπάρι, δεν έχω κάποιο ιδιαίτερο σχόλιο. Έτσι είναι το μέσο, δε μου προκαλεί καμία εντύπωση τίποτα πια. Και στη Γαλλία υπήρξαν αντιδράσεις, πολύ hate, απειλές για δολοφονία – τα έχω συνηθίσει κι από προηγούμενες δουλειές μου». Ότι, ας πούμε στη χώρα που ζει, τη Γαλλία, οι πρόσφατες εκλογές επιβεβαίωσαν ότι η ακροδεξιά εξακολουθεί να έχει τον τρόπο να απευθύνεται πολύ πιο αποτελεσματικά στην εργατική τάξη και τα φτωχότερα στρώματα, δεν του κάνει ούτε κι αυτό εντύπωση; «Όχι, γι’ αυτούς ήταν πάντα πιο απλό: “ο εχθρός έχει διαφορετικό χρώμα και μας παίρνει τις δουλειές”, η κλασική επένδυση στον φόβο. Όμως, έχει και η Αριστερά ευθύνη γιατί δεν έχει ανανεώσει τον λόγο της για να αντιμετωπίσει αυτήν τη ρητορική, έχει μείνει στα εργαλεία του παρελθόντος. Να σου πω το πιο απλό: η Αριστερά δεν έχει χιούμορ πια, είναι πρόβλημα αυτό. Δεν έχω λοιπόν σε τι να ελπίζω, δεν ήμουν και ποτέ αυτός ο άνθρωπος. Ήμουν πάντα επιφυλακτικός με τους ανθρώπους που οχυρώνονται πίσω από μεγάλες ιδέες και διακηρύξεις, συνήθως είναι ανυπόφοροι στην καθημερινότητά τους. Πιστεύω όμως στους φίλους μου, στην 13χρονη κόρη μου, στους συνεργάτες μου και πολύ συχνά αυτά φτάνουν. Τελευταία φορά που πίστεψα στην πολιτική ήταν όταν βγήκε ο Τσίπρας το 2015. Και είδες πώς κατέληξε. Πήγαν να πολεμήσουν τα πολυβόλα με μαχαίρια».
Συζητάμε λίγο για το φινάλε της ταινίας (που το σχολίασαν αρκετά και οι κριτικοί π.χ. στη Βενετία), ας μην πούμε περισσότερα και φύγουν spoilers, κι ο Γαβράς λέει κάτι ενδιαφέρον. «Δε με ενδιαφέρουν πια οι προφανείς συναισθηματικές απαντήσεις, δεν ξέρω αν με ενδιέφεραν και ποτέ. Όμως επειδή μιλήσαμε πριν για το φιλμ ως πολεμική ταινία, μην ξεχνάς ότι συνήθως οι πόλεμοι ξεκινάνε από ένα ψέμα. Από τον Τρωικό Πόλεμο στη δολοφονία του Φραντζ Φέρντιναντ που αποτέλεσε αφορμή για τον Α’ Παγκόσμιο και τον Κόλιν Πάουελ να μας κοροϊδεύει για τα όπλα μαζικής καταστροφής στο Ιράκ».
Μήπως η ταινία στο Netflix είναι το δικό του «χολιγουντιανά κάλεσμα»; Μήπως το δικό του 2034 τον βρει να γυρίζει τις επόμενες ταινίες της Marvel; «Όχι αποκλείεται, δεν μου αρέσουν καν τα ρούχα που φοράνε στις ταινίες της Marvel». Γελάει, πριν βάλει την τελευταία πινελιά. «Πολλοί Ευρωπαίοι σκηνοθέτες κάνουν το άλμα στο Χόλιγουντ, αλλά καταλήγουν να προσπαθούν να γυρίζουν την ίδια ταινία με πριν έχοντας χάσει την ταυτότητα τους. Από την άλλη, εγώ με το Netflix συνεργάστηκα εξαιρετικά κι άλλωστε μόνο εκεί μπορούσα να βρω τα χρήματα που ήθελα για να κάνω την ταινία όπως την είχα φανταστεί π.χ. την εναρκτήρια σκηνή (σ.σ. που όντως είναι καταπληκτική). Το μέλλον μου, λοιπόν, μάλλον είναι να συνεργάζομαι με μεγάλα στούντιο διατηρώντας καλλιτεχνική αυτονομία, αλλά μένοντας στην Ευρώπη που νομίζω έχει πολλές περισσότερες ιστορίες να πει σε σχέση με την Αμερική. Πολιτικά, όπως είπα και πριν, προβλέπω μόνο χειρότερα. Προσωπικά, το όνειρο που ξέρω ότι δε θα γίνει αλλά και δεν μπορώ να αποχωριστώ, είναι να είμαι βοσκός σε ένα ελληνικό νησί, αποκομμένος κι απομονωμένος απ’ όλα».