ΣΤΟΥΣ SOCIAL WASTE ΑΡΕΣΕΙ ΣΤΑ ΚΡΥΦΑ ΚΑΙ Ο ΜΗΤΡΟΠΑΝΟΣ
Οι ιστορίες πίσω απ' τα τραγούδια τους, η συνεργασία με τον Μάνου Τσάο, τα λάιβ στα Ανώγεια και στη Νορβηγία, το ποδόσφαιρο, τα σύνορα και τι τους είπε η οικογένεια του Άρη Βελουχιώτη. Μία συζήτηση με τη χιπ χοπ μπάντα που λατρεύει τη Μεσόγειο και τις μουσικές της.
Στον δρόμο για το πάρκο που φάνταζε ως ενδιαφέρον μέρος για φωτογραφίες -και που τελικά ήταν- άνθρωποι που έπιναν τον καφέ τους κοιτούσαν με περιέργεια την παρέα μπροστά μου αλλά όχι για τους γνωστούς ραπ λόγους. Δεν υπήρχαν τατού ή χρυσά για να τους κάνουν εντύπωση ούτε καν ένα ρούχο κάπως αταίριαστο με την ώρα και τη μέρα.
Όταν ένας μεσήλικας πίσω απ’ το ποτήρι του φώναξε “θα μας παίξετε κι εμάς τίποτα ”, για τους Social Waste ήταν μία ακόμα συνηθισμένη στιγμή. Ήξεραν ήδη ότι το ενδιαφέρον των ανθρώπων το είχαν κερδίσει το λαούτο και η αρχαία λύρα, τα οποία κουβαλούσαν μέσα σε θήκες που δεν νοιάζονταν και πολύ να κρύψουν το περιεχόμενό τους.
“Τι μουσική πιστεύετε ότι παίζουμε”, φώναξε ο Λεωνίδας προς το μέρος τους, μισοαστεία μισοσοβαρά, και καμία απάντηση, από όποιο τραπέζι και αν ήρθε, δεν έπεσε ούτε καν λίγο κοντά στην πραγματικότητα.
Είναι πάντως ένα ερώτημα που τους το θέτουν αρκετά συχνά και που πρώτα οι ίδιοι το έθεσαν στους εαυτούς τους χρόνια πριν, από όταν άρχισαν να προσθέτουν το ένα παραδοσιακό όργανο μετά το άλλο στον ήχο τους. Τώρα πια, 22 χρόνια μετά τη δημιουργία της μπάντας(!), έχουν σαφείς απαντήσεις και το “άστο αυτό, πάμε παρακάτω”, δεν είναι κάτι που θα βγει εύκολα απ’ το στόμα τους.
Επειδή μ’ αρέσουν πολύ οι ιστορίες πίσω από τα τραγούδια, θέλετε να μου πείτε πώς γράφτηκε το “Του Άρη”;
Λεωνίδας: Γράφτηκε όταν ήμουν 20 χρονών στο πανεπιστήμιο και μόλις είχα αρχίσει να διαβάζω για τον Εμφύλιο. Είχα πάθει ένα πολιτισμικό σοκ γιατί ήταν γεγονότα για τα οποία δεν μας είχαν μιλήσει ιδιαίτερα στο σχολείο.
Και θυμάμαι να αναρωτιέμαι “δηλαδή όλα αυτά συνέβησαν σ’ αυτήν εδώ τη χώρα και εμείς δεν ξέρουμε τίποτα;”.
Και έψαξα τότε και βρήκα κάτι παλιούς αντάρτες, μαυροσκούφηδες, όπως τον Ερμή και τον Μπάμπη Ρούπα, τον προσωπικό στενογράφο του Άρη Βελουχιώτη.
Γιατί πήγες και τους βρήκες; Έκανες κάποια έρευνα; Θα έγραφες κάτι;
Λεωνίδας: Όπως σου είπα είχα πάθει τέτοιο σοκ που κάθισα και διάβασα οτιδήποτε υπήρχε γύρω απ’ την Αντίσταση και τον Εμφύλιο. Αργότερα πλησίασα έναν καθηγητή, όπου και του εξήγησα πως ήθελα να κάνω την πτυχιακή μου πάνω σ’ αυτό το θέμα. Εκείνος δέχτηκε, οπότε πήγα και τους βρήκα με αυτήν την αφορμή, η οποία στην πραγματικότητα ήταν απλώς μία δικαιολογία.
Εκείνοι τότε ήταν γεροντάκια, 80-85 χρονών, δυσκολεύονταν να μετακινηθούν. Είχαν κι ένα σύλλογο, τον “Σύλλογο Φίλων Άρη Βελουχιώτη”, και τους ακολούθησα σε μερικές εκδηλώσεις, ακόμα και στη Μεσούντα εκεί που πέθανε ο Άρης. Βέβαια, δεν μπόρεσαν να φτάσουν μέχρι το ακριβές σημείο γιατί ήταν πια πολύ μεγάλοι.
Ήμουν ο μόνος 20χρονος σ’ αυτήν την ιστορία, τους έκανα και συνεντεύξεις, είχαμε και φιλικές σχέσεις. Τώρα πλέον έχουν πεθάνει οι περισσότεροι.
Και στο πλαίσιο αυτού του πάθους κατά κάποιον τρόπο βγήκε και το τραγούδι “Του Άρη” -με μια μικρή άγνοια κινδύνου βέβαια γιατί δεν είχα καταλάβει ακόμα πλήρως πόσο σημαντική και πόσο πολιτικά φορτισμένη είναι αυτή η ιστορική αναφορά.
Αντίθετα, για τον Χρόνη Μίσσιο ήξερα και έτσι ήταν πιο προσεγμένο.
Πώς και ήξερες εκεί;
Λεωνίδας: Γιατί ήμουν πια μεγαλύτερος. Το “Του Χρόνη” το έγραψε ένας άνθρωπος που ήταν 30 χρονών σε αντίθεση με το “Του Άρη” που το έγραψε ένας άνθρωπος 20 χρονών. Επίσης είναι και πιο προσεγμένο, πιο δουλεμένο.
Κάπου είδα ότι σας ευχαρίστησε η γυναίκα του Χρόνη Μίσσιου για αυτό το τραγούδι.
Χρήστος: Δεν είχε ενημερωθεί ότι θα βγει αυτό το κομμάτι, το άκουσε μετά, όταν της το έβαλε ένας οικογενειακός της φίλος που μας ακούει. Εκείνος μας μετέφερε ότι συγκινήθηκε, ότι έβαλε τα κλάματα. Εμείς δεν την έχουμε γνωρίσει ποτέ.
Το ίδιο συνέβη και με την οικογένεια του Άρη Βελουχιώτη και πιο συγκεκριμένα του αδερφού του, του Μπάμπη Κλάρα. Μας ακούνε τα εγγόνια του, έχουν έρθει και σε συναυλίες και υπάρχει κι εκεί μια σχέση κατά κάποιον τρόπο.
Μάλιστα, η μία κόρη του Μπάμπη είχε έρθει στη Νάξο όταν είχαμε εμφανιστεί και μας είχε πει και κάτι πολύ όμορφο ότι “αυτό που γράψατε είναι ο, τι πιο κοντινό στην πραγματικότητα μπορεί να γραφτεί για τον Άρη στο πλαίσιο ενός τραγουδιού”.
Έχετε ένα τραγούδι στον τελευταίο σας δίσκο, το “Ένα καράβι για τη Θάσο”, που οριακά το λες χιπ χοπ. Θα υπάρξει και συνέχεια σε αυτό, θα δούμε μια μέρα και κανένα δίσκο με τέτοια τραγούδια “κανονικά”;
Γιάννης: Δεν άκουσες τις φωνές; Θες και συνέχεια; (σ.σ. γελάμε)
Λεωνίδας: Η αλήθεια είναι ότι δεν είναι “κανονικό”. “Κανονικά” τραγουδάει ο Αλέξανδρος Κτιστάκης. Το υπόλοιπο που το κάνω εγώ, επειδή δεν ξέρω ούτε μουσική και ούτε τον τόνο πιάνω, αν το ακούσει κάποιος που γνωρίζει μουσική τεχνικά, ίσως να πει ότι δεν το ‘χω ερμηνεύσει σωστά.
Είναι πάντως μια προσπάθεια που κάναμε πάνω σε ένα τραγούδι το οποίο γράφτηκε για έναν φίλο απ’ τη Θάσο που μας άκουγε, μεγάλης ηλικίας, με τον οποίο είχαμε μια επικοινωνία και δυστυχώς πέθανε από καρκίνο λίγο πριν βγει ο δίσκος.
Λέει κάπου για “το μεγάλο σου το γλέντι”… Αυτός ο άνθρωπος είχε δώσει εντολή στους φίλους του να μαζευτούν να κάνουν ένα γλέντι όταν πεθάνει. Και με κάλεσαν και εμένα να πάω αλλά επειδή δεν μπορούσα, κάθισα και του έγραψα ένα τραγούδι.
Λες μέσα και για τους καπνεργάτες στην Δράμα και στην Καβάλα, οι οποίοι ήταν τότε πρωτοπόροι στο εργατικό κίνημα.
Λεωνίδας: Και στη Θάσο. Αν διαβάσεις την τριλογία του Γιάννη Ατζακά, ενός πολύ καλού λογοτέχνη, εκεί αναφέρεται η τοπική ιστορία του νησιού. Γράφει για τον πατέρα του που ήταν στο αντάρτικο, που ήταν όλοι καπνεργάτες και πολιτικοποιημένοι στο νησί, πώς πήγαιναν στην Καβάλα απέναντι να δουλέψουν.
Ήταν μια εποχή που οι σοσιαλιστικές ιδέες -και οι αναρχικές ιδέες ακόμα- ταξίδευαν σε όλο τον κόσμο. Είναι η εποχή που ιδρύονται οι πρώτοι συνεταιρισμοί στην Eλλάδα… Το 1906 έχουμε και τον Μαρίνο Αντύπα, έναν ουτοπικό σοσιαλιστή -τον Εμιλιάνο Ζαπάτα της Ελλάδας- ο οποίος οργώνει τη Θεσσαλία και ξεσηκώνει τους αγρότες ενάντια στους τσιφλικάδες.
Στο “Λένε” δεν κάνετε diss, έτσι; Φαντάζομαι ακούτε αυτήν τη λέξη και βγάζετε φλύκταινες.
Χρήστος: Όχι, δεν είναι τέτοιο κομμάτι.
Λεωνίδας: Είναι ένα ξεκαθάρισμα της δικής μας θέσης.
Γιώργης: Το diss είναι όταν κράζεις κάποιον συγκεκριμένα ή ένα μουσικό ρεύμα.
Χρήστος: Εμείς λέμε για όλα. Μιλάμε και για το χιπ χοπ, μιλάμε και πολιτικά. Δεν είναι στοχευμένο.
Λεωνίδας: Εμείς απλώς ξεκαθαρίζουμε τη θέση μας και λέμε τι δεν είμαστε.
Αυτό αν γίνεται να μου το αναπτύξεις σε εκατό λέξεις…
Λεωνίδας: Ωραία. Θέλεις με εισαγωγή, πρόλογο, κυρίως θέμα; (σ.σ. γελάμε)
Υπάρχει μια εικόνα για το χιπ χοπ -που είναι και πραγματικότητα για μια μερίδα του ή της τραπ αν θέλεις- ότι έχει σεξιστικό στίχο ή ότι είναι απολύτως συμβατό με το νεοφιλελεύθερο πρότυπο, με το καπιταλιστικό όνειρο, που σου πουλάει ότι αν δουλέψεις αρκετά θα βγάλεις λεφτά, τα οποία και μετά θα μπορείς να τα επιδεικνύεις μαζί με αμάξια, ναρκωτικά, καδένες κτλ.
Εμείς δεν το κάνουμε αυτό, εμείς κάνουμε χιπ χοπ για άλλο λόγο. Έχουμε ένα πολιτικό υπόβαθρο, δεν μας ενδιαφέρει καν η συγκεκριμένη μουσική και θέλουμε να διαχωρίσουμε τη θέση μας.
Απ’ την άλλη όμως αναφέρεις και ότι συχνά σας έχουν κριτικάρει και για τα skills σας.
Λεωνίδας: Αυτό είναι λίγο ένα παιχνίδι, ένα αστείο, γιατί συχνά στο χιπ χοπ το πόσο καλός είσαι μετριέται με τα skills -με το πόσες συλλαβές μπορείς να πεις και πόσο γρήγορα. Στην πραγματικότητα όμως αυτό που έχει σημασία είναι το τι λες, όχι το πόσο γρήγορα το λες, ούτε το πώς το λες ούτε με ποια εφέ το λες. Θέλουμε να τονίσουμε ότι σημασία έχει η ουσία του πράγματος.
“Δεν πιστευουμε οτι το ποδοσφαιρο ειναι το οπιο των φτωχων”
Άσχετο, αλλά έχετε δει ποδοσφαιριστές που φοράνε μπλουζάκια σας; Τον Μπαντή για παράδειγμα…
Λεωνίδας: Έχουμε και φίλους απ’ το ποδόσφαιρο.
Χρήστος: Και ο Μασούρας και ο Τασουλής είχαν φορέσει όταν έπαιζαν στον Πανιώνιο. Ο Τασουλής όταν πήρε μεταγραφή στη Λανς στη Γαλλία εμφανίστηκε στα γραφεία της ομάδας για να υπογράψει το συμβόλαιό του φορώντας μπλούζα μας.
Λεωνίδας: O Αλμπάνης…
Χρήστος: Η ιστορία είναι ότι αυτά τα παιδιά πρώτα μας άκουγαν και μετά γνωριστήκαμε. Δεν ήταν φίλοι μας που τους είπαμε να μας ακούσουν. Και έχουν καταρρίψει και τον μύθο του ποδοσφαιριστή που είναι απολιτίκ και τον νοιάζουν μόνο τα λεφτά.
Θεωρούνται εντελώς απολιτίκ, αυτό είναι αλήθεια.
Χρήστος: Παρόλα αυτά δεν είναι όλοι έτσι. Φαντάσου ότι αυτοί που αναφέραμε είναι πλέον το ΔΣ του συνδικαλιστικού οργάνου των ποδοσφαιριστών. Μάλιστα, ο Μπαντής είναι και πρόεδρος.
Λεωνίδας: Είναι και μια γενιά ποδοσφαιριστών που δεν εμφανίστηκαν σε ένα πολιτικό κενό. O Μπαντής για παράδειγμα είναι απ’ τη Χαλκιδική όπου υπάρχει το θέμα στις Σκουριές -το “Ποτοσί” το τραγούδι μας για αυτό μιλάει. Εμφανίστηκαν σε μια εποχή που στην Ελλάδα υπήρχε έντονη πολιτικοποίηση.
Οπότε εσείς δεν το σνομπάρετε το ποδόσφαιρο.
Χρήστος: Το αντίθετο.
Γιάννης: Το αγαπάμε.
Βλέπετε;
Χρήστος: Και βλέπουμε και πάμε.
Λεωνίδας: Δεν έχουμε την άποψη ότι το ποδόσφαιρο είναι το όπιο των φτωχών που τραβάει την προσοχή τους από άλλα πιο πολιτικοποιημένα ζητήματα. Αυτήν δηλαδή την ορθόδοξη άποψη που έχουν τα ιερατεία τα πολιτικά αλλά ούτε έχουμε και τη ρομαντικοποιημένη ότι είναι το μπαλέτο της εργατικής τάξης. Θεωρούμε όμως ότι είναι μια κοινωνική διαδικασία, και όπως όλες οι κοινωνικές διαδικασίες έτσι έχει και αυτή μέσα της και ευκαιρίες πολιτικοποίησης, και συγκρούσεις, και εξουσίες και τα πάντα.
Το μπλουζάκι σας πώς καταφέρατε να είναι κάτι σαν δήλωση για όποιον το φοράει;
Λεωνίδας: Εδώ νομίζω ότι λειτουργεί ο συμβολισμός, ότι αν ακούς αυτήν τη μπάντα που έχει αυτήν την πολιτική ταυτότητα κατά πάσα πιθανότητα θα συμφωνείς και με αυτήν την ταυτότητα. Πώς το καταφέραμε; Έγινε από μόνο του. Φταίει η θεματολογία μας που δεν άλλαξε ποτέ και που έχει μια σχετικά ξεκάθαρη πολιτική θέση.
Και μετά πήρατε κι εσείς αυτή την ιδιαίτερη σημασία που απέκτησε και τη βάλατε και στους στίχους σας, πχ εκεί που λέτε για το μπλουζάκι ότι το κρατάνε σαν μπαϊράκι.
Λεωνίδας: Έχουμε μια αλληλεπίδραση με τον κόσμο μας που δεν εξαντλείται μόνο στο “μπράβο, ωραία μουσική” κλπ. Παίζουμε και με τους συμβολισμούς -και στα τραγούδια ειδικότερα αλλά και με πιο πρακτικούς τρόπους όπως είναι το μπλουζάκι.
Το logo σας ποιος το έχει φτιάξει;
Χρήστος: Ο αδερφός του Λεωνίδα, ο Γιάννης. Όλα τα γραφιστικά, από τη γένεση της μπάντας μέχρι σήμερα, τα φτιάχνει εκείνος. Και τα εξώφυλλα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι έχει δημιουργήσει τα περισσότερα χωρίς καν να ακούσει την τελική ηχογράφηση. Παίρνει πρώτα το Word με τους στίχους και από εκεί εμπνέεται.
Στου αιωνα την παραγκα
Πες ότι τώρα γνωρίζεις μια κοπέλα και σου λέει “ρε Λεωνίδα, εντάξει, ωραία όλα αυτά, αλλά δεν είναι μόνο η πολιτική στη ζωή. Υπάρχουν και άλλα πράγματα”…
Λεωνίδας: Γιατί δεν σου ‘χω μέσα Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες; Δεν σου ‘χω Μποτιτσέλι; Τι θες δηλαδή; Δεν σου ‘χω Μαραντόνα;
“Υπάρχει και το χιούμορ, μην τα παίρνεις όλα τόσο βαριά ας πούμε…”
Λεωνίδας: Το “Τι άλλο να κάνω” το έχεις ακούσει; Αυτό είναι ένα έτσι χιουμοριστικό ερωτικό τραγουδάκι που το κάναμε ακριβώς για αυτόν τον λόγο, για να σπάσουμε αυτήν τη σοβαρότητα.
Η σοβαρότητα όμως έχει να κάνει και με την ιδιοσυγκρασία των ατόμων που αποτελούν την μπάντα και που γράφουν τα τραγούδια.
Χρήστος: Να στο πω και λίγο αλλιώς. Αν δεις τη στιχουργική στην Ελλάδα στο σύνολό της, όχι μόνο στο χιπ χοπ, αλλά και στα υπόλοιπα είδη, ούτε το 10% δεν μιλάει κοινωνικοπολιτικά.
Οπότε σ’ αυτό το μικρό ποσοστό είμαστε, δεν είναι ότι έχει κουραστεί ο κόσμος από αυτά και τα ίδια γράφουμε κι εμείς.
Ο κόσμος ακούει τα ανάλαφρα και τα ακίνδυνα, εμείς όμως έχουμε επιλέξει αυτόν τον στίχο γιατί αυτήν την προσωπικότητα έχουμε. Τις ανησυχίες μας ραπάρουμε. Αν μας ένοιαζε να βγάλουμε…
Γιώργης: …λεφτά ή πώς θα οδηγήσουμε τη Ferrari, και ήταν αυτό το άγχος μας, θα τραγουδούσαμε για αυτό.
Θα μπορούσες όμως να γράψεις κι ένα ερωτικό τραγούδι που να ‘ναι πιο βαθύ.
Γιώργης: Το “Μάτια μεγάλα” είναι πολύ βαθύ ερωτικό.
Λεωνίδας: Και αν έχεις και ντέρτια μπορείς να ακούσεις και Μητροπάνο που είναι φοβερός.
Κάπου διάβασα ότι έχεις κόλλημα με τo “Στου αιώνα την παράγκα”.
Λεωνίδας: Το ξέρω απ’ έξω, μπορεί να το ακούσω κι εφτά ώρες συνεχόμενα. Είχα πάει ταξίδι μαζί με έναν φίλο στη Λατινική Αμερική και έλεγε “πού να το πω και να με πιστέψουν ότι πήγα ταξίδι με τον Λεωνίδα απ’ τους Social Waste και άκουγε όλη μέρα Μητροπάνο”.
Είναι καταπληκτικός δίσκος.
Αυτή η αλληλεπίδραση που είπατε πριν ότι έχετε με τον κόσμο που σας ακούει, σταματάει μόνο στη μουσική; Ή μπορεί να ζητήσουν βοήθεια και για κάτι άλλο;
Χρήστος: Πολλά μηνύματα που έρχονται στο Facebook αλλά και μετά από συναυλίες που μας βρίσκουν έχουν να κάνουν με βιβλία, μας ρωτάνε τι να διαβάσουν. Μπορεί όμως να ανοίξει και πιο πολιτική κουβέντα με βάση κάποιον στίχο μας.
Επίσης, τα τελευταία χρόνια κινείται και γύρω απ’ το μουσικό κομμάτι επειδή ο Γιώργης έχει χρησιμοποιήσει και κάποια όργανα -τα οποία τα φτιάχνει και ο ίδιος κιόλας- που δεν έχουν ξαναμπεί παγκοσμίως σε χιπ χοπ τραγούδια.
Λεωνίδας: “Πώς καταφέρνετε και παντρεύετε αυτές τις μουσικές;” ή “πώς μπορώ να μάθω κι εγώ να παίζω αρχαία λύρα;”. Μας ρωτάνε κι αυτά.
χιπ χοπ με μεσογειακα οργανα
Λίγο πριν έρθετε όλοι είπαμε με τον Γιώργη τους όρους με τους οποίους μπήκε στο συγκρότημα.
Γιώργης: Όταν μου το ζήτησαν τους είπα ότι έχω δύο όρους: πρώτον, πως όταν θα παίζουμε σε φεστιβάλ δεν θα είμαστε στη χιπ χοπ ημέρα και δεύτερον ότι τη μουσική θα την αναλάβω εγώ. Ήθελα να μην πάμε με την κλασική περπατημένη του χιπ χοπ -samples δηλαδή και συμπληρώνουμε με ένα φυσικό όργανο. Ήθελα να γίνει όλη η μουσική με φυσικά όργανα.
Και αυτός που έκανε τα samples τελικά τι απέγινε;
Γιώργης: Άνεργος. Στον ΟΑΕΔ.
Λεωνίδας: Ο Χρήστος τα έκανε.
Χρήστος: Προσαρμοστήκαμε σ’ αυτό και πλέον μ’ αρέσει και αρκετά. Βέβαια, για να είμαι ειλικρινής, μου λείπει λίγο ο κάπως πιο χιπ χοπ ήχος ο ηλεκτρονικός, ωστόσο μ’ αρέσει και αυτή η δημιουργική διαδικασία όπου πάμε σε ένα στούντιο, βρίσκει ο Γιώργης ένα ριφάκι και στη συνέχεια χτίζουμε πάνω του.
Προς το παρόν έχω διατηρήσει τα beats στη δισκογραφία μας -τουλάχιστον μέχρι να μου τα κόψουν κι αυτά.
Λεωνίδας: Σταδιακά έγινε όλο. Στην αρχή βάλαμε κάποια όργανα και κρατήσαμε το beat και το μπάσο, πιθανώς και κάποια samples, μετά βάλαμε και άλλα όργανα όπως πχ την αρχαία λύρα ή μία λάφτα που έβαλε ο Γιώργης στις “Θάλασσες”.
Τα μισά όργανα που κατά καιρούς αναφέρετε ξέρεις ότι δεν τα ξέρουμε έτσι…
Λεωνίδας: Ούτε εμείς τα ξέραμε (σ.σ. γέλια).
Γιώργης: Λέγεται και πολίτικο λαούτο η λάφτα.
Λεωνίδας: Οπότε είχαμε πειραματιστεί με αυτό αλλά στο λάιβ βγαίναμε με προηχογραφημένο ήχο. Σε ένα μόνο τραγούδι βγαίναμε με τη λάφτα. Μετά σιγά σιγά αρχίσαμε να βάζουμε λίγο παραπάνω όργανα, λίγο γκάιντα κτλ, και κάποια στιγμή είπαμε “ωραία, να το πάμε φουλ μπάντα;”.
Ντρεπόμασταν κιόλας να πατάμε το play και να τα ραπάρουμε από πάνω. Και έτσι το συμφωνήσαμε. Ο δικός μου όρος εδώ ήταν ότι ο ήχος θα έχει έναν μεσογειακό χαρακτήρα, ότι ναι μεν τα όργανα θα είναι λάιβ αλλά θα είναι αυτής εδώ της περιοχής. Οπότε κάπως έτσι φτιάξαμε και το concept του “Χιπ χοπ της Μεσογείου” που έγινε και δίσκος.
Άλλα συγκροτήματα που να κάνουν κάτι παρόμοιο με τον ήχο τους;
Λεωνίδας: Στο εξωτερικό συμβαίνει. Για παράδειγμα υπάρχουν οι Los Nin απ’ τις Άνδεις, που παίζουν με όργανα των Άνδεων, στη Σικελία ραπ συγκροτήματα ή στη Σαρδηνία που ραπάρουν στα σάρντο και παίζουν τα δικά τους όργανα, καθώς επίσης υπάρχει αντίστοιχα και το αραβικό χιπ χοπ.
Και στην Ελλάδα συναντάμε αυτό το φαινόμενο, αλλά όχι στο ραπ, όπως για παράδειγμα οι Villagers of Ioannina City που παίζουν stoner, και έχουν και ηπειρώτικα στοιχεία.
Η διαφορά μας, ίσως, με μπάντες που “διασκευάζουν” τα παραδοσιακά τραγούδια, είναι ότι εμείς δεν πατάμε πάνω στις υπάρχουσες παραδοσιακές μελωδίες, αλλά ότι φτιάχνουμε καινούργιο τραγούδι, με σύγχρονο στίχο, καινούρια μελωδία δική του, στηριζόμενοι στα παραδοσιακά όργανα αυτού εδώ του τόπου δηλαδή.
Γιώργης: Η πρωτοτυπία έγκειται στο ότι δεν κάνουμε remix σε παραδοσιακά τραγούδια ούτε τα παίζουμε με μια άλλη αισθητική, πιο μοντέρνα. Εμείς γράφουμε σύγχρονη μουσική, απλώς είναι βασισμένη πάνω σε παραδοσιακά όργανα όπως είναι τα λαούτα.
Στον τελευταίο δίσκο δηλαδή δεν έχει καθόλου samples, τίποτα;
Γιώργης: Ούτε στο “Χιπ χοπ της Μεσογείου” είχε.
Και όταν παίζετε λαηβ δεν έχετε προηχογραφημένα μέρη; Ούτε στα παλιότερα που τα γράψατε διαφορετικά;
Χρήστος: Τα μεταφέραμε κι αυτά στις ανάγκες της σημερινής μας μπάντας. Μόνο στη “Γιορτή της Ουτοπίας” είχαμε μία δυσκολία.
Λεωνίδας: Ναι, εκεί είχαμε ένα θέμα για το πως θα τη μεταφέρουμε με μεσογειακά όργανα. Για παράδειγμα το τραγούδι έχει τρομπέτα. Έπρεπε να κάτσει ο Γιώργος να μάθει.
Διάβασα ότι ο άνθρωπος που παίζει τρομπέτα είναι ο Νίκος Μπάρδης απ’ τα Διάφανα Κρίνα. Πώς προέκυψε;
Γιώργης: Το τρομερό με τον Μπάρδη, εκτός του ότι άκουγα Διάφανα Κρίνα, είναι ότι είχα τη γυναίκα του φιλόλογο στο λύκειο. Έτσι, όταν έπαιζα σε μια μπάντα και έτυχε να ‘ναι και εκείνος ως μουσικός με την τρομπέτα, είδα ξαφνικά την καθηγήτρια μου από κάτω να με ρωτάει “τι κάνεις εσύ εδώ;” και να της απαντάω “εγώ; Εσείς τι κάνετε εδώ;”. Και πλέον με τον Μπάρδη κάνουμε και παρέα, μένουμε κοντά.
Την αρχαία λύρα πώς την έφτιαξες;
Δεν υπάρχει κάποια σχολή και δεν κάθεται και εύκολα κάποιος να σου δείξει γιατί με αυτό βγάζει το μεροκάματο του.
Εγώ έχω τρέλα με τα όργανα, έχω δώσει πάρα πολλά λεφτά στην αγορά τους. Έτσι μια μέρα πάω σε έναν τύπο που κατασκεύαζε αρχαία όργανα στα Εξάρχεια, και όταν άκουσε ότι ενδιαφέρομαι για μία αρχαία λύρα, μου είπε ότι κοστίζει 3.500 ευρώ.
Προφανώς δεν τα είχα και έτσι με έπιασε ένα πείσμα και είπα “εδώ την έφτιαχναν πριν δύο και τρεις χιλιάδες χρόνια, δεν θα μπορούμε τώρα;”.
Δεν υπάρχουν όμως κάπου οδηγίες συγκεκριμένες. Έχει μια περιγραφή έτσι κάπως συμβολική σε ένα ομηρικό κείμενο, για το πως την κατασκεύασε ο Ερμής προκειμένου να την κάνει δώρο στον Απόλλωνα. Λέει ότι είχε ένα καβούκι χελώνας για ηχείο, ότι είχε δέρμα μπροστά, εντέρινες χορδές. Γενικά δεν έχει ιδιαίτερες τεχνικές προδιαγραφές.
Οπότε παρατήρησα και τις αναπαραστάσεις που υπάρχουν πάνω στα αγγεία, τα οποία δίνουν πολλές πληροφορίες καθώς στην αρχαία Αθήνα μάθαιναν όλοι στο σχολείο να παίζουν λύρα. Οπότε όταν τη ζωγράφιζε κάποιος, ήξερε τι έκανε γιατί έπαιζε και ο ίδιος.
Λεωνίδας: Και αυτά τα όργανα είναι και μια πρόκληση και για τους ηχολήπτες. Ειδικά τα πρώτα χρόνια, τότε που δεν μας ήξεραν, όποτε πηγαίναμε σε κάποιο φεστιβάλ, έλεγαν “τι παίζουν αυτοί; Χιπ χοπ; Άρα εντάξει, θα βάλουμε δύο μικρόφωνα, θα πατήσουν κι ένα play και μια χαρά”. Και εμφανιζόμασταν τώρα εμείς με το λαούτο του Γιάννη, με αρχαίες λύρες, με ποντιακές κτλ. και οι άνθρωποι πελάγωναν, καθώς είναι και δύσκολα όργανα να τα συνδέσεις.
Είστε λίγο ο εφιάλτης τους;
Λεωνίδας: Ναι, είμαστε.
Χρήστος: Και πρόκληση όμως. Μερικοί το βλέπουν και ως ενδιαφέρον.
“Δεν υπαρχουν συνορα. Δεν υπηρξαν ποτε”
Στα “Σύνορα” είναι ξεκάθαρο τι λέτε. Θυμάστε όμως πότε συνειδητοποιήσατε πρώτη φορά ότι όλα αυτά που μας μαθαίνουν μεγαλώνοντας, ότι υπάρχουν σύνορα, έθνη, ότι έτσι είναι το κανονικό, ότι μπορεί και να μην ισχύουν τελικά;
Λεωνίδας: Δεν έχω μια στιγμή που να μου έκανε κλικ, απλώς θεωρώ ότι χρειάζεται να διαβάσεις για να καταλάβεις και να διαμορφώσεις μια δική σου οπτική για τα πράγματα. Ωστόσο, υπάρχουν και άνθρωποι που δεν διάβασαν. Τους αρκούσε απλώς να το συλλογιστούν μόνοι τους.
Για παράδειγμα, μου έκανε εντύπωση μια μαντινάδα που έτυχε να δω γραμμένη σε ένα πανό στο φεστιβάλ Χαϊμαλίνα στα Ανώγεια όπου είχαμε παίξει κάποτε. Την είχε γράψει ο Γιαλάφτης, ο οποίος ένας βοσκός είναι ο άνθρωπος. Έλεγε, λοιπόν:
Δικαίωμα έχει ο καθαείς όπου ποθεί να ζήσει,
κι αν έχει σύνορα η γη δεν τα ‘βαλε η φύση.
Γιώργης. Διαβάζοντας κυρίως. Και ως φοιτητής είχα επαφή με κάποια παιδιά που ήταν πιο πολιτικοποιημένα, -γιατί εγώ πιο πιτσιρικάς ήμουν της λογικής “πάμε, τα σπάμε όλα”- και μέσα απ’ τις συζητήσεις μας άρχισα να το συνειδητοποιώ. Βέβαια, δεν είναι και πολύ δύσκολο. Λίγο ανοιχτόμυαλος να είσαι, αρκεί.
Γιάννης: Και μένα δεν υπήρχε μια ξεκάθαρη στιγμή, μια είδηση που ήρθε και ξύπνησε το μυαλό μου. Απλώς στις γειτονιές που μεγαλώσαμε συμβιώναμε με μετανάστες ή στο χωριό υπήρχαν εργάτες γης από άλλες χώρες, και έτσι άρχισα να καταλαβαίνω ότι δεν έχω και πολλές διαφορές με αυτούς τους ανθρώπους. Μπορεί να έχεις κάποιες πολιτισμικές αλλά τα θέματα που σας απασχολούν είναι κοινά -σε αντίθεση με όσα επιτάσσει μια εθνικιστική εκπαίδευση ή προπαγάνδα της τηλεόρασης.
Σύνορα δεν υπάρχουν, δεν υπήρξαν ποτέ. Είναι οικονομικά συμφέροντα.
Χρήστος: Σπούδασα στην Πάτρα στο Μαθηματικό. Εκεί δραστηριοποιείται ένα αρκετά δυνατό φοιτητικό κίνημα και έτσι από τα πρώτα έτη του πανεπιστημίου άρχισα να το συνειδητοποιώ.
Η επιβεβαίωση όμως όλων αυτών ήρθε με τα ταξίδια. Εκεί καταλαβαίνεις και επί του πρακτέου πόσο τεχνητό είναι αυτό και ότι δεν είναι της φύσης.
Φιορδ, Γερμανια και ζαπατιστας
Ένα ταξίδι στη Νορβηγία που είδα ότι έχετε κάνει;
Χρήστος: Μας είχαν καλέσει σε ένα φιορδ, σε ένα νησάκι πολύ μικρό, όπου γίνεται κάθε χρόνο ένα μουσικό φεστιβάλ μαζί με συζητήσεις. Μας είχαν καλέσει λόγω των στίχων μας -θα μου πεις, βέβαια, τι καταλάβαιναν…
Γιάννης: Ήταν οι χρονιές που είχε εμφανιστεί η κρίση στην Ελλάδα αλλά πέρα απ’ αυτό είχαν εστιάσει αρκετά και στην άνοδο της ακροδεξιάς στη χώρα μας. Οπότε και αυτό έπαιξε σημαντικό ρόλο για να μας καλέσουν…
Χρήστος: Ναι, γιατί μίλησε κι ο Λεωνίδας. Τους φάνηκε βέβαια και ενδιαφέρον αυτό που κάνουμε μουσικά και ας μην το είχαμε φτάσει ακόμα στο σημερινό επίπεδο. Ένα όργανο είχαμε μόνο.
Φαντάστηκα ότι θα ήταν Έλληνες αυτοί που σας κάλεσαν.
Λεωνίδας: Όχι. Υπήρχε μόνο ένας τυχαίος από τα Σκόπια που ζούσε όμως μόνιμα στην Καλαμάτα και για τρεις μήνες τον χρόνο ανέβαινε στη Νορβηγία, προκειμένου να δουλέψει στο καράβι ενός ψαρά, του κάπτεν Χέλγκε. Είδε την αφίσα και ήρθε. Μετά ήθελαν να μας γυρίσουν με το καράβι τους αλλά τη χάσαμε αυτήν την ευκαιρία.
Ήταν ενδιαφέρουσα εμπειρία. Ήταν και τρελόνησο γενικά, μία εναλλακτική παλιοχίπικη κοινότητα, που πλέον έχει ενσωματωθεί, αλλά κάνει αυτά τα φεστιβάλ για να θυμάται τα παλιά της τα χρόνια.
Κάτι άλλο αντίστοιχο που να έχετε κάνει;
Χρήστος: Ένα τουρ έχουμε κάνει στη Γερμανία όπου όμως δεν παίξαμε σε μαγαζιά αλλά σε κοινωνικά κέντρα. Είναι κάποιοι χώροι που μοιάζουν με τις εδώ καταλήψεις αλλά δεν είναι ακριβώς κατειλημμένοι. Εκεί λειτουργούν και ως πολιτιστικοί χώροι από ανθρώπους αριστερής και αναρχικής ιδεολογίας. Οπότε σε μια συνεννόηση μαζί τους, οργανώθηκε ένα τουρ και επισκεφτήκαμε πέντε πόλεις της Γερμανίας, παίζοντας κάθε μέρα και αλλού.
Λεωνίδας: Και από την Τσιάπας στο Μεξικό έχουμε μια ωραία ιστορία. Ένας φίλος που πήγε πέρσι σε ένα Καρακόλ ζαπατίστικο, κάποια στιγμή ενώ άκουγαν μουσικές του είπαν “κάτσε να ακούσεις και κάτι απ’ τη χώρα σου”, του έβαλαν Social Waste και του έλεγαν “Λεωνίδας, Λεωνίδας!”.
Έχω περάσει καιρό εκεί, και έχουμε κάνει και μικρές συναυλίες.
Έχεις σχέσεις εκεί; Έχεις γράψει και βιβλίο για τους ζαπατίστας.
Λεωνίδας: Έχω και προσωπικές σχέσεις. Κοίτα, είναι ένα κίνημα που προέκυψε ως απάντηση στο “Τέλος της ιστορίας” του Φουκουγιάμα, το ‘90, μετά την πτώση του τείχους. Μια απάντηση στο “τι κάνουμε τώρα, αυτό είναι όλο από εδώ και πέρα; Καπιταλισμός, νεοφιλελεύθερη αγορά και φιλελεύθερη δημοκρατία;”.
Οπότε αυτοί έδωσαν μία εναλλακτική. Δεν έχω ρομαντική στάση απέναντι στο κίνημα, και του ασκώ και κριτική, αλλά τα πάμε καλά. Με ξέρουν και τους ξέρω.
Πόσοι Έλληνες πιστεύεις έχουν καταλάβει ακριβώς τι είναι αυτό το κίνημα;
Λεωνίδας: Απειροελάχιστοι, ακόμα και από αυτούς που συμμετέχουν στο κίνημα αλληλεγγύης. Ο καθένας φτιάχνει το φαντασιακό του αυτό που θέλει ο ίδιος να είναι οι ζαπατίστας και όχι αυτό που είναι στην πραγματικότητα.
Και γι’ αυτό πολλοί πάνε και μετά αναρωτιούνται “μα αυτό είναι;”. Και ο Γιάννης έχει πάει στις κοινότητες.
“λες ο,τι εγινε με το ρεμπετικο να γινει και με μας;”
Είναι πολύ ενδιαφέρον το βιντεοκλίπ που κάνατε για τα “Μέγαρα”. Φοβάστε ότι μπορεί μια μέρα και η δική σας μουσική να θεωρηθεί ακίνδυνη απ’ τη μεγαλοαστική τάξη, όπως τα ρεμπέτικα και να την υιοθετήσουν; Να μπορούν δηλαδή να διασκεδάζουν με τα τραγούδια σας όπως αντίστοιχα έκαναν το ‘70 πχ με τα ρεμπέτικα;
Λεωνίδας: Δεν φοβόμαστε, ένα σχόλιο για τα μουσικά ρεύματα και τις μουσικές κουλτούρες κάναμε, πως μπορούν να αναπαραχθούν αργότερα σε άλλους χώρους απ’ αυτούς τους οποίους δημιουργήθηκαν και να υιοθετηθούν και από άλλες κοινωνικές τάξεις. Για το ρεμπέτικο μιλάει, αλλά με αφορμή αυτό, παίζει και λίγο με τη σημερινή μουσική…
Γιώργης: Και με το χιπ χοπ έχει γίνει αυτό. Έχει βγει έξω απ’ την τάξη του, έχει υιοθετηθεί και παρερμηνευτεί.
Λεωνίδας: Δεν ήταν όμως φόβος, ήταν ένα σχόλιο γι’ αυτήν την κατάσταση και ένα ερώτημα: λες να γίνει και με μας;
Βέβαια την ανησυχία που εκφράζουμε στα “Μέγαρα” την άκουσα αργότερα και σε ένα παλιό τραγούδι που ερμήνευσε η Σωτηρία Μπέλλου και έχει μέσα τον φοβερό στίχο “το μπουζούκι που ‘χαμε εμείς ψυχαγωγία, πήγε και την άραξε στην αριστοκρατία”.
Γιώργης: Βέβαια, πολλοί ρεμπέτες το απολαμβάναν αυτό τότε γιατί το θεωρούσαν κάτι σαν αναγνώριση, ότι “να, ένας διάσημος ακούει εμένα, τον Μάρκο, που ποιος είμαι εγώ τώρα…”. Ήταν λίγο αγνοί άνθρωποι, δεν το καταλάβαιναν ότι αυτό ίσως κάποιοι να το εκμεταλλευτούν.
στο στουντιο με τον μανου τσαο
Ο Μάνου Τσάο πώς και συμμετείχε σε τραγούδι σας;
Χρήστος: Η πρώην κοπέλα του Μάνου Τσάο που είναι Ελληνίδα μας είχε προσεγγίσει καθώς είχε μια ιδέα για να συνεργαστούμε. Εμείς για να προχωρήσουμε σε μια συνεργασία πρέπει πρώτα να γνωριστούμε, να τα πάμε καλά σε φιλικό επίπεδο, ώστε να μας βγει πιο αυθόρμητα.
Και επειδή αυτός ο άνθρωπος ερχόταν συχνά στην Ελλάδα λόγω αυτής της κοπέλας, είχαμε βρεθεί μερικές φορές. Και μια φορά είχε έρθει και στο σπίτι του Γιώργη προκειμένου να ακούσουμε “Το χιπ χοπ της Μεσογείου” πριν ακόμα βγει -αλλά να το ακούσουμε απλώς, όχι να γράψουμε κάτι.
Σε κάθε τραγούδι του λέγαμε την ιστορία, γιατί προφανώς δεν καταλάβαινε ελληνικά αλλά μόλις άκουσε το “Θα ‘ταν δεν θα ‘ταν 15”, κάτι πρέπει να του έκανε εντύπωση γιατί ρώτησε εκείνος την ιστορία. Του εξηγήσαμε και λέει “αν δεν έχετε πρόβλημα θέλω κι εγώ να συμμετάσχω, να πω κάτι σε αυτό το κομμάτι” -τώρα φαντάσου να στο λέει αυτό ο Μάνου Τσάο.
Η παράνοια είναι ότι αυτό το κομμάτι ήταν το πιο έτοιμο απ’ όλα οπότε αναγκαστήκαμε να ανοίξουμε χώρο για να μπει το δικό του μέρος. Έτσι, λοιπόν, τραγούδησε και έπαιξε και αυτήν την κιθαρίτσα που συνηθίζει.
Λεωνίδας: Και όλο αυτό έγινε επί τόπου. Και μάλιστα θυμάμαι ότι εκείνη τη μέρα είχα ραντεβού με ένα φιλικό ζευγάρι για καφέ και όλο τους έλεγα “παιδιά, θα αργήσω, συγγνώμη”. Και όταν τους βρήκα μετά από δυο ώρες και με ρώτησαν πού ήμουν, τους είπα “τώρα αν σας πω ότι έγραφα ένα τραγούδι για τον Μάνου Τσάο, θα με πιστέψετε;”. (σ.σ. γέλια)
Χρήστος: Ωραίος τύπος. Πάρα πολύ απλός, ταπεινός, συνεννοήσιμος… Ήταν πολύ ωραία εμπειρία. Και έχουμε κρατήσει ακόμα επαφές. Όποτε έρχεται στην Ελλάδα, βρισκόμαστε.
Θυμάμαι αυτή τη συναυλία για την Ηριάννα που ήσασταν εσείς και είχε βγει και νομίζω είχε πει δύο τραγούδια; Τρία; Μόνο με την κιθάρα του.
Γιάννης: Εκείνη την περίοδο ήταν εδώ και είχε συμμετάσχει ενεργά και σε άλλα δρώμενα, για παράδειγμα στη ΒΙΟΜΕ, είχε παίξει τότε που είχαν πάει στο υπουργείο.
Λεωνίδας: Εκείνη την περίοδο του ζητούσαν όλα τα κινήματα και όλες οι συνελεύσεις στην Ελλάδα να παίξει γι’ αυτούς.
Θυμάμαι μία περίοδο που έμενα στη Χαλκιδική και είχε έρθει στη Θεσσαλονίκη για να παίξει και μου ‘στειλε ένα mail για να βρεθούμε. Όντως πάω τον βρίσκω, και λίγο αργότερα του λέω “πάω καμιά βόλτα στο λιμάνι. Θα έρθεις”; Και μου απαντάει “μέχρι να φτάσουμε, θα μου την πέσουν δέκα να παίξω για αυτούς. Οπότε κάτσε εδώ”.
Ίσως γι’ αυτό να έχουμε και καλή σχέση μαζί του, γιατί δεν τον πολυπρήζουμε.
Γιώργης: Σκέψου ότι δεν του ζητήσαμε τίποτα. Ούτε φωτογραφία.
Χρήστος: Κι αν έχουμε, δεν την έχουμε δημοσιεύσει.
Λεωνίδας: Και αυτό εκτίμησε.
Γιάννης: Αντί, λοιπόν, να γίνει αυτό το τραγούδι που σχεδιάζαμε, έγινε ένα άλλο από σπόντα.
Γενικά ποια διαδικασία ακολουθείτε για να γράψετε ένα τραγούδι;
Γιώργης: Στις πιο πολλές μπάντες υπάρχει συνήθως μια μουσική και στη συνέχεια μπαίνουν κάποιοι στίχοι πάνω της. Εμείς λειτουργούμε διαφορετικά και αυτό είναι αν θες το παράδοξο της μπάντας. Πρώτα έχουν γραφτεί οι στίχοι και μετά προσαρμόζεται η μουσική πάνω τους. Μουσική που συχνά προέρχεται από έναν φάλτσο σκοπό που έχει φτιάξει στο μυαλό του ο Λεωνίδας.
Λεωνίδας: Ναι, εμείς το πάμε ανάποδα, φτιάχνουμε έναν σκελετό που αποτελείται μόνο από στίχους και προσθέτουμε πάνω του και τη μελωδία που δημιουργήθηκε στο κεφάλι μου όσο έγραφα τον στίχο.
Βέβαια, επειδή εγώ δεν ξέρω μουσική, αναγκάζομαι να μουρμουρίσω στον Γιώργο κάτι ακατάληπτες λέξεις και εκείνος τώρα καλείται να μεταφράσει μία φάλτσα γλώσσα μουσικής που έχω εγώ στο κεφάλι μου σε κανονικές νότες.
Εντούτοις, με κάποιον τρόπο, την έχει μάθει τη γλώσσα μου. Για παράδειγμα του λέω είναι “ταραριρέρο και όχι τααααραριρέρο” και με καταλαβαίνει.
Χρήστος: Πώς είναι ένα παιδάκι που λέει κάτι και δεν το καταλαβαίνει κανείς αλλά ο γονιός του εξηγεί ότι είπε “τραπέζι”; Κάπως έτσι και μ’ αυτούς τους δύο (σ.σ. γελάμε δυνατά).
Το πιο ασυνήθιστο μέρος που έχεις γράψει έναν στίχο;
Λεωνίδας: Πολλοί άνθρωποι νομίζουν ότι ο στίχος προκύπτει μέσα από μία τεχνική διαδικασία, κάτι σαν να λες δηλαδή ότι “έχω δύο ώρες μπροστά μου, πρέπει να κάτσω να γράψω”. Δεν είναι έτσι. Ο στίχος δεν ξέρω πως γράφεται, δεν μπορώ να το εξηγήσω ορθολογικά.
Συνήθως είναι μια ιδέα που τη δουλεύεις πάρα πολύ καιρό όπως μου συνέβη για παράδειγμα με το “Του κόσμου τα λιμάνια”.
Ή σκέψου ότι το “Για να νικήσουν” μου είχε πάρει έξι χρόνια. Το έγραφα, το άφηνα, όταν μου ερχόταν κάποιος στίχος, τον σημείωνα, κλπ. Δεν γράφουμε από υποχρέωση, δεν λέμε ότι “μέχρι αύριο πρέπει να το έχω τελειώσει”.
Γιώργης: Μέσα στο μετρό έχω γράψει κάποιους στίχους, αν θυμάμαι καλά ήταν για τον “Γέροντα χειμώνα”. Ένιωσα κάπως εγκλωβισμένος μέσα στο βαγόνι, έτσι όπως ταξίδευε ο συρμός και έβγαλα το κινητό και έγραψα. Τύχη είναι, δεν έχει τεχνική .
Λεωνίδας: Βέβαια, η τεχνική υπάρχει. Αν για παράδειγμα μου πεις τώρα “κάτσε γράψε ένα τραγούδι για αυτό το θέμα”, θα στο γράψω. Θα κάνω ομοιοκαταληξίες, δεν είναι δύσκολο να τις κάνεις αλλά δεν θα βγει καλό το τραγούδι. Το καλό τραγούδι δεν είναι μία ορθολογική διαδικασία.
Υπάρχει λάιβ που να σας το έχουν διακόψει;
Χρήστος: Για ποιον λόγο;
Δεν ξέρω… Η αστυνομία ή να έφυγαν αντικείμενα προς τη σκηνή…
Χρήστος: Όχι, έχουμε καλή σχέση με τον κόσμο και σ’ αυτό.
Γιάννης: Με κακή πρόθεση δεν μας έχει διακόψει ποτέ κανείς.
Λεωνίδας: Ούτε μπίρες δεν ρίχνουν σε μας, κάτι που σε κάποια άλλα λάιβ θεωρείται “φοβερό”. Αυτή είναι μια άλλη κουλτούρα που εμείς δεν την έχουμε.
Σκέψου ότι στο Piraeus 117 Academy ξέραμε ότι υπήρχαν πάνω από είκοσι καπνογόνα μέσα αλλά επειδή ήταν ασφυκτικά γεμάτο και είχαμε και φίλες μας εγκύους, και ανθρώπους σε αμαξίδια, είπαμε στον κόσμο ότι “παιδιά, ξέρουμε ότι έχετε καπνογόνα και ότι το κάνετε για να μας τιμήσετε, αλλά σας παρακαλούμε να μην ανάψετε κανένα”. Και δεν άναψε. Έχουμε καλή επικοινωνία με τον κόσμο μας.
Το πιο αστείο σχόλιο που έχετε ακούσει από κοντά;
Γιάννης: “Τα συχαρίκια μας”.
Γιώργης: (σ.σ. γελάει) Αυτό σκέφτηκα κι εγώ.
Παίζαμε σε ένα πανκ φεστιβάλ στη Βρύση Τυρνάβου, δεν είχε πολύ κόσμο και πάρα πολλοί άνθρωποι που ήταν από κάτω δεν μας ήξεραν. Και στις πρώτες σειρές βρισκόταν ένας μεθυσμένος, μεγάλος σε ηλικία.
Γιάννης: Αλλά από τους ωραίους μεθυσμένους, ξέρεις τώρα, μορφή.
Γιώργης: Και λίγο πριν παίξουμε το “Χιπ χοπ της Μεσογείου” αρχίζει ο Λεωνίδας και εξηγεί τι έχουμε κάνει σε αυτό το τραγούδι, ότι έχουμε βάλει μεσογειακά όργανα, ότι είναι ένα πείραμα κλπ… Είχε μόλις βγει κι ο δίσκος οπότε ο κόσμος δεν τα γνώριζε αυτά κι έτσι τα εξηγεί πολύ ωραία, αναφέρει το όλο concept, φτιάχνει το κλίμα, και την ώρα που τελειώνει πετάγεται ο άλλος από κάτω και φωνάζει “τα συχαρίκια μας”. Ήταν σαν να μας ακύρωνε, σαν να έλεγε “άντε φύγετε, εμείς θέλουμε να ακούσουμε μόνο πανκ”.
Αργότερα αντιληφθήκαμε ότι ήξερε όλα τα τραγούδια μας απ’ έξω αλλά μέχρι που έγινε αυτό το σκηνικό, εμείς νομίζαμε ότι ήταν απλά ένας μεθυσμένος που έκανε τη φασαρία του.
Λεωνίδας: Θυμάμαι και ένα άλλο ωραίο στη Χαλκιδική που ήταν από κάτω κάτι φίλοι γύρω στα 70, και εκεί που ραπάρουμε, ακούμε τον έναν να λέει “πού τα θυμάτ’ ο πουστς όλ’ αυτά ρα;”
Να πούμε και για τη συναυλία στις 10 Ιουνίου στην Τεχνόπολη;
Λεωνίδας: Στην πραγματικότητα είναι μια συναυλία στοιχειωμένη. Έχουμε προσπαθήσει δύο φορές να παίξουμε στην Τεχνόπολη τα τελευταία χρόνια αλλά λόγω της πανδημίας πάντα κάτι συνέβαινε και το ακυρώναμε. Τώρα πιστεύω ότι θα πάνε όλα καλά.
Είναι και λίγο στοίχημα για μας αυτό το λάιβ γιατί οι τελευταίες συναυλίες που πραγματοποιήθηκαν στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη ήταν όλες sold out. Μάλιστα στο Piraeus 117 Academy που γιορτάσαμε τα 20 χρόνια μας, όλα τα εισιτήρια είχαν εξαντληθεί δέκα ημέρες πριν. Είχε 2.500 κόσμο μέσα.
Η Τεχνόπολη, βέβαια, χωράει παραπάνω, δύσκολο να γίνει sold out αλλά επειδή τους έχει φοβηθεί το μάτι μας δεν το αποκλείουμε κιόλας. Είναι και ένα στοίχημα και για τη μπάντα προκειμένου να μετρήσει τη δυναμική της. Θέλουμε να τη δούμε γεμάτη.
Οι Social Waste εμφανίζονται στην Τεχνόπολη την Παρασκευή 10 Ιουνίου.