ΣΩΤΗΡΗΣ ΓΚΟΡΙΤΣΑΣ ΣΤΟ NEWS 24/7: ΔΕΝ ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΩ ΤΗ ΓΕΝΙΑ ΜΟΥ. ΑΠΛΩΣ ΔΕΝ ΜΟΥ ΠΡΟΚΑΛΕΙ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ
Με αφορμή τη νέα του ταινία "Εκεί που ζούμε", μιλήσαμε για την έλλειψη καλών σεναρίων, τους μικροπαραβάτες-ήρωές του και τα κοινά που έχουν τα νοσοκομεία με τα δικαστήρια.
Το “Εκεί που ζούμε”, το βιβλίο του Χρίστου Κυθρεώτη, μου το είχε προτείνει ο μοναδικός φίλος που έχω ακόμα απ’ τον στρατό και ο οποίος σήμερα κυκλοφορεί ως δικηγόρος. Στον όχι και τόσο συμπαθή επαγγελματικό χώρο του, το βιβλίο αυτό κατάφερε πολύ γρήγορα να εξελιχθεί σε σημείο αναφοράς, ιδιαίτερα για τους δικηγόρους των 35-40 ετών, που είδαν στον πρόσωπο του δικηγόρου ήρωα -τι άλλο θα ήταν- κάτι απ’ τον εαυτό τους.
Όταν, λοιπόν, είδα ότι η νέα ταινία του Σωτήρη Γκορίτσα είναι βασισμένη στο έργο του Κυθρεώτη, πέρα απ’ τη χαρά που μου έδωσε η εξασφάλιση της αυτόματα προνομιούχου θέσης να λέω αριστερά δεξιά “έχω διαβάσει το βιβλίο! Έχω διαβάσει το βιβλίο”, χάρηκα γιατί όντως, μέσα απ’ τις σελίδες του, είχες αυτήν την αίσθηση της συνεχούς κίνησης που σε προϊδεάζει για τις κινηματογραφικές προοπτικές της ιστορίας. Και ο Γκορίτσας ξέρει από τέτοιο σινεμά.
Στη συζήτηση που ακολούθησε μαζί του, πέρα απ’ την ταινία, το βιβλίο και τους ήρωές της, κάναμε και μερικές μικρές στάσεις στο “Βαλκανιζατέρ” και στο “Μπραζιλέρο”, αλλά και στη γενιά του, που κυρίως πια την “συμπονεί”.
Το “Βαλκανιζατέρ”, το “Απ’ το χιόνι” και το “Απ’ τα Κόκαλα βγαλμένα” είναι βασισμένα σε βιβλία. Το ίδιο συμβαίνει τώρα και με το “Εκεί που ζούμε”. Τι σας τραβάει τόσο στο να μεταφέρετε ένα βιβλίο στη μεγάλη οθόνη;
Το ότι αναγνωρίζω στους λογοτεχνικούς συγγραφείς πολύ μεγαλύτερη ικανότητα στην μυθοπλασία από τη δική μου. Είναι άλλωστε κοινός τόπος εδώ και πολλά χρόνια ότι ο αδύναμος κρίκος της κινηματογραφίας μας είναι το σενάριο. Απόδειξη ότι ο σεναριογράφος είναι ανύπαρκτο επάγγελμα. Όταν λοιπόν αναγκαζόμαστε να αυτοσχεδιάσουμε, δεν είναι καλύτερα ο αυτοσχεδιασμός να βασίζεται και σε κάτι λίγο πιο στέρεο από την όποια έμπνευση κάποιου που η δουλειά του είναι να κατασκευάζει εικόνες, όχι να γράφει σενάρια;
Φοβάστε μήπως σας κατηγορήσουν για έλλειψη φαντασίας;
Ποιοι να με κατηγορήσουν; Συνάδελφοι που έχουν καταστρέψει την ίδια τους την προσπάθεια στο όνομα τού “τα κάνω όλα, γράφω, σκηνοθετώ”; Όπως τόσες και τόσες άλλες ιδέες στη χώρα μας, έτσι έχει παρεξηγηθεί και η ιδέα του “δημιουργού”. Το σενάριο είναι ένας οδηγός για το γύρισμα. Το δε γύρισμα, θες δεν θες, είναι μια τεράστια αλάνα για τη φαντασία.
Στο “Μπραζιλέρο” και στο “Βαλκανιζατέρ”, αν και στηλιτεύετε αυτούς τους μικροπαραβάτες, αυτούς τους φτωχοδιάβολους που ψάχνουν την καλή χωρίς όμως να θέλουν να βλάψουν πραγματικά κάποιον, τους δείχνετε και μια μεγάλη συμπάθεια. Είναι οι ήρωές σας. Πώς προέκυψε αυτή η “αγάπη” γι’ αυτούς τους τύπους;
Από αγάπη για τη χώρα και τους ανθρώπους της. Και ως τώρα δεν έχω γνωρίσει ούτε έναν που, είτε συνειδητά είτε από ανάγκη, δεν έχει κάποτε παραβεί κανόνες ή νόμους, εμού συμπεριλαμβανομένου.
Ευτυχώς δεν είμαι δικαστής ή ιερέας, οπότε έχω το προνόμιο να μην δικάζω αλλά να προσπαθώ να φωτίσω αυτό που οδηγεί τις πράξεις των ηρώων. Αυτό το σινεμά με ενδιαφέρει. Καθόλου εκείνο της στράτευσης, της καταγγελίας ή ακόμα χειρότερα της καθοδήγησης. Δόξα τω Θεώ έχουμε για αυτό κόμματα, δημοσιογράφους, την εκκλησία και άλλους άμεμπτους και καθόλου παραβάτες.
Και στο “Εκεί που ζούμε” -στο βιβλίο τουλάχιστον- ο πατέρας του ήρωα θυμίζει άνθρωπο βγαλμένο από το “Βαλκανιζατέρ”, άνθρωπο που έχει μείνει σε αυτήν την Ελλάδα. Τον έχετε σκιαγραφήσει έτσι και στην ταινία;
Τον υποδύεται μάλιστα ο ίδιος ηθοποιός με το “Βαλκανιζατέρ”, ο Στέλιος Μάινας. Πέρασαν όμως είκοσι πέντε χρόνια από τότε. Ένας μικρός απολογισμός πάντα ωφελεί. Ή έστω κάτι σαν “συγγνώμη” της γενιάς του και γενιάς μου στη νεότερη για όσα της κληρονομήσαμε.
To 1995 είχε κυκλοφορήσει ο δίσκος των Ρασούλη/Βαγιόπουλου, “Βαλκανιζατέρ”. Να φανταστώ ότι από εκεί εμπνευστήκατε τον τίτλο;
Πράγματι, αρχικά η ταινία είχε άλλους υποψήφιους τίτλους, πχ. “Ο συνδυασμός Έδεσσα-Ζυρίχη” όπως ήταν το βιβλίο του Σάκη Τότλη ή “Ρίνγκο, ωραίος και καλό παιδί” που ήταν μια φράση μέσα από το βιβλίο του. Όταν όμως ξαφνικά είδα σε ένα δισκάδικο το εξώφυλλο του δίσκου του Ρασούλη “Βαλκανιζατέρ” μου φάνηκε η τέλεια αφίσα για την ταινία. Τον πήρα τηλέφωνο, του ζήτησα την άδεια να του “κλέψω” τη λέξη, δεν είχε καμία αντίρρηση, “ευχαρίστως” μου είπε και κάπως έτσι έγιναν τα πράγματα. Θα νιώθω πάντα ευγνωμοσύνη.
Είναι λίγο κλισέ αυτή η ερώτηση αλλά ίσως να είναι και κάτι που θα το σκεφτούν πολλοί: κάποιος που έχει διαβάσει το βιβλίο, γιατί να δει και την ταινία;
Δεν είναι καθόλου υποχρεωτικό να τη δει! Η ταινία όμως έχει “βασιστεί” στο βιβλίο του Χρίστου Κυθρεώτη, δεν είναι η “μεταφορά” του βιβλίου του σε ταινία. Ασχολείται και με άλλα θέματα από εκείνα του βιβλίου που απασχολούν εμένα περισσότερο από τον κατά πολύ νεότερό μου Χρίστο.
Το βιβλίο του μου έδωσε το πλαίσιο στο οποίο ένιωσα ελεύθερος να κινηθώ, πάντα με τη σύμφωνη γνώμη και βοήθεια του ίδιου του συγγραφέα με τον οποίο συνεργαστήκαμε στο σενάριο.
Ήδη από το 2010, από τις συνεντεύξεις που δίνατε για το “Απ’ τα κόκαλα βγαλμένα”, λέγατε πόσο σας κέντριζε κινηματογραφικά ο χώρος των δικαστηρίων. Γιατί;
Αν σκεφτείτε ότι ένας άνθρωπος μπορεί να ξυπνήσει το πρωί στο κρεβάτι του και το βράδυ να κοιμηθεί με άλλους τρεις στο κελί του Κορυδαλλού, θα με καταλάβετε. Στα νοσοκομεία παίζεται η υγεία μας, στα δικαστήρια η ελευθερία μας. Ξέρετε εσείς άλλους χώρους πιο σημαντικούς για τη ζωή μας;
Τι κοινό πιστεύετε υπάρχει ανάμεσα σε αυτούς τους δύο χώρους; Το πρώτο που μου έρχεται στο μυαλό είναι ο πόνος αλλά και η ανακούφιση που μπορεί να προσφέρουν.
Είναι αυτό ακριβώς που είπατε. Και τα νοσοκομεία και τα δικαστήρια είναι οι δυο κατ’ εξοχήν χώροι που έχουν εξ ορισμού “δραματουργικά” ενδιαφέρον. Απορώ που ο κινηματογράφος μας δεν έχει ενδιαφερθεί.
Ενδιαφέρονται βέβαια πολλά σήριαλ, ειδικά ξένα, όμως η τηλεόραση έχει άλλες προδιαγραφές και κυρίως άλλες επιδιώξεις.
Το βιβλίο έχει κάτι από road movie, ένα μεγάλο του κομμάτι εξελίσσεται σε μια επαρχιακή οδό. Τι σας τραβάει τόσο σε αυτού του είδους τις ιστορίες;
Έχω απομακρυνθεί καιρό από την ψυχανάλυση και δυσκολεύομαι να σας απαντήσω. Ίσως οι στροφές, οι κίνδυνοι, οι ανατροπές, η κουβέντα, η φευγαλέα εικόνα του τοπίου, ή παρατήρηση της κόμμωσης της κυρίας που σε προσπερνά; Μπορεί τίποτα από όλα αυτά και να είναι η τελική άφιξη στον προορισμό, που μετά όσα μεσολάβησαν στο ταξίδι αναρωτιέσαι αν αυτό ήταν που φαντάστηκες όταν ξεκίναγες. Δεν σας θυμίζει κάτι σχετικό με την πορεία της ίδιας της ζωής μας;
Στις προηγούμενες ταινίες καταπιάνεστε με τα προβλήματα των συνομηλίκων σας, με τους ήρωες σας είστε σχεδόν ίσα. Εδώ αλλάζει, έχουμε κάποιον κοντά στα 35. Γιατί; Τελειώσατε με τη γενιά σας; Δεν έχετε να τους πείτε κάτι άλλο; Απηυδήσατε μαζί τους; Ή μήπως αυτοί “τελείωσαν” γενικά, βολεύτηκαν, “ό, τι κάνανε κάνανε” και δεν σας προκαλούν πια ενδιαφέρον;
Δεν μου προξενεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον η γενιά μου, ίσως επειδή την ξέρω καλά. Ούτε βέβαια την καταδικάζω. Την καταλαβαίνω αλλά κυρίως τη συμπονώ. Προσπάθησα η ταινία αυτή να είναι αυτός ακριβώς ο διάλογος μεταξύ αυτών που είπατε και της νεότερης γενιάς που έρχεται πια στα πράγματα. Δηλαδή μεταξύ ημών και των παιδιών μας. Δύσκολος , έως ανύπαρκτος, διάλογος.
Γιατί αυτό το μεγάλο διάστημα απουσίας; Γιατί “άργησε” τόσα χρόνια το επόμενο κινηματογραφικό σας βήμα;
Γιατί στα χρόνια της κρίσης και της συνεπακόλουθης περιπέτειας που έζησε η χώρα προσπάθησα να κάνω δύο ταινίες που και οι δύο απέτυχαν να πραγματοποιηθούν ακριβώς εξαιτίας αυτής της “περιπέτειας”, για να το πω ευγενικά. Την οποία ελπίζω ότι δεν θα ξαναπεράσουμε.
Με το χέρι στην καρδιά. Αν δεν ζητούσατε απ’ τον Πορτοκάλογλου να γράψει το soundtrack, θα παρεξηγούταν;
Οι πραγματικοί φίλοι δεν παρεξηγιούνται. Αλλά και να παρεξηγηθούν έχουν τον τρόπο να επανορθώνουν. Εκτός από την αξία του σαν μουσικός, με τον Νίκο είμαστε ίδια γενιά, πιστεύουμε τα ίδια πράγματα, μας αρέσουν οι ίδιες ταινίες, βιβλία κλπ. Στο φαγητό μόνο έχουμε κάποιες διαφωνίες. Καταλαβαίνετε λοιπόν πόσο πιο εύκολη και δημιουργική κάνουν όλα αυτά τη συνεργασία.
Στην πορεία του χρόνου δεν έχουμε μετανιώσει στιγμή. Του δίνω και μου δίνει πράγματα που βοηθούν και τους δυο μας. Από το αρχικό κιόλας σενάριο που πάντα είναι ο πρώτος που θα το διαβάσει.
Και κάτι τελευταίο (και λίγο άσχετο). Ο Λένος Χρηστίδης είναι σχεδόν ένας μύθος, μιλάει σπάνια. Είχατε συνεργαστεί για το σενάριο του “Μπραζιλέρο”. Πώς γνωριστήκατε; Πώς ήταν να δουλεύετε μαζί του;
Δεν είναι μόνο μύθος, είναι και ΑΕΚ! Ενώ εγώ όχι. Είναι της Original μάλιστα, της σκεπαστής, βγάζει και συνθήματά της. Διασκέδασα πολύ τη συνεργασία μας. Θεωρώ το χιούμορ του Λένου ό,τι πιο εκρηκτικό έχω συναντήσει. Και το χιούμορ είναι για εμένα ό,τι πιο σοβαρό, τόσο για ανθρώπους όσο και για έργα τέχνης. Ειδικά το αυτοσαρκαστικό χιούμορ.
Είχα ευχαριστηθεί απεριόριστα τα βιβλία του –κάποια μάλιστα είχα αρχίσει να τα δουλεύω σαν σενάρια- τον πήρα τηλέφωνο, βρεθήκαμε στο σπίτι του δίπλα στο Βοξ στα Εξάρχεια και έτσι ξεκίνησαν όλα. Έγραφα, έγραφε, διόρθωνα, διόρθωνε. Από ένα σημείο και ύστερα συνέχισα μόνος μου και εκείνος έφυγε για Ταϊλάνδη. Είχαμε νιώσει ότι από ένα σημείο και πέρα δεν συμπίπταμε άλλο στον δρόμο που ήθελα να πάρει η ταινία. Ίσως να είχα λάθος. Κράτησα πάντως πολλά από τη δουλειά του. Και πέρασε αυτός καλά στην Ταϊλάνδη και εγώ λίγο χειρότερα κάνοντας ταινία στην Ελλάδα.