ΣΠΥΡΟΣ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ: “ΟΙ “ΑΓΡΙΕΣ ΜΕΛΙΣΣΕΣ” ΑΛΛΑΞΑΝ ΤΟ ΤΟΠΙΟ, ΑΛΛΑ ΤΑ ΡΙΑΛΙΤΙ ΑΚΟΜΑ ΒΑΣΑΝΙΖΟΥΝ ΤΟΝ ΘΕΑΤΗ”
Ο Σπύρος Μιχαλόπουλος, σκηνοθέτης της νέας δραματικής σειράς της ΕΡΤ "Όρκος", μιλά στο The Magazine για τη ζωή του, την επιτυχία των "Άγριων Μελισσών", τη σύγχρονη τηλεόραση και το MeToo.
Ο Σπύρος Μιχαλόπουλος είναι ένας σπουδαίος σκηνοθέτης με όραμα, που δεν σταματά ποτέ να αναζητά την γνώση και να έχει ως βασικό πυρήνα, τόσο στις δουλειές του όσο και στη ζωή του γενικότερα, τον ίδιο τον άνθρωπο. Ο ίδιος έχει ασχοληθεί με το σινεμά, το θέατρο και την τηλεόραση, σκηνοθετώντας μεταξύ άλλων τις “Άγριες Μέλισσες” που σημείωσαν τεράστια επιτυχία, ενώ φέτος σκηνοθετεί τον “Όρκο”, μια νέα δραματική, αστυνομική, ιατρική σειρά της ΕΡΤ, η οποία έχει “κερδίσει” το κοινό.
Από μικρός αγαπούσε το σινεμά, που έβλεπε τις Κυριακές στους κινηματογράφους της Πρέβεζας όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, ενώ αργότερα, όταν μετακόμισε με την οικογένειά του στην Αθήνα, συνέχισε να “κυνηγά” την μεγάλη οθόνη. Μετά το σχολείο βρέθηκε στην Πολωνία για σπουδές στο Πολυτεχνείο, ωστόσο, ο δρόμος τον οδήγησε στη Σχολή κινηματόγραφου του Λοτζ, όπου σπούδασε σκηνοθεσία και, μεταξύ άλλων, γνώρισε τον αριστουργηματικό Πολωνό σκηνοθέτη Κριστόφ Κισλόφκσι.
Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, βρέθηκε να δουλεύει δίπλα σε μεγάλους σκηνοθέτες όπως ο Αγγελόπουλος, Σταμπουλόπουλος, Πανουσόπουλος, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του ’90 μπήκε στον σκληρό χώρο της διαφήμισης σαν σκηνοθέτης. Έπειτα από περίπου 10 χρόνια, αποφάσισε να μεταβεί με την ίδια ιδιότητα στη μυθοπλασία και υπέγραψε πολλές τηλεοπτικές επιτυχίες όπως τις “Βέρα στο δεξί”, “Έρωτας”, “Πολυκατοικία”, “Επιστροφή” και τα προαναφερθέντα.
Παράλληλα, ο Σπύρος Μιχαλόπουλος έχει σκηνοθετήσει έξι κυπριακές σειρές, καθώς έζησε για ένα χρονικό διάστημα στην Κύπρο, ενώ έχει δημιουργήσει και μια μεγάλου μήκους ταινία με τίτλο “Λούνα Μπαρ”. Επίσης, έχει σκηνοθετήσει πέντε θεατρικές παραστάσεις μεταξύ των οποίων το “Τζόρνταν” και το “Τάνγκο Μπαρ” του Περικλή Κοροβέση. Τέλος, είναι μέλος του Ινστιτούτου Θεάτρου και μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών, ενώ φροντίζει διαρκώς να εμπλουτίζει τις σπουδές και τις γνώσεις του.
Ο Σπύρος Μιχαλόπουλος μιλά στο The Magazine για όσα δημιούργησε όλα αυτά τα χρόνια και τα όνειρα που θέλει να υλοποιήσει στο μέλλον, για τις αναμνήσεις, τις επιρροές και τις εικόνες που τον έκαναν να είναι αυτός που είναι σήμερα, για τη μυθοπλασία, τις επιτυχίες του και τη σύγχρονη τηλεόραση, αλλά και για το MeToo, με αφορμή τη λογοκρισία που δεχθήκατε από το Facebook, όταν υπερασπιστήκατε την Άννα-Μαρία Παπαχαραλάμπους στην υπόθεση του Πέτρου Φιλιππίδη.
Γεννηθήκατε και μεγαλώσατε στην Πρέβεζα, ενώ αργότερα μετακομίσατε με την οικογένειά σας στην Αθήνα. Ποιες αναμνήσεις κρατάτε από την εκάστοτε πόλη και πώς σας επηρέασε η καθεμία;
Γεννήθηκα στην Πρέβεζα το 1959. Σε μια υπέροχη μικρή πόλη στην είσοδο του Αμβρακικού. Η ζωή στην Πρέβεζα ήταν γεμάτη από παιχνίδι, ανεμελιά και πάνω απ’ όλα ηρεμία. Πέρασα 12 υπέροχα χρόνια για τα οποία ακόμη έχω ωραίες αναμνήσεις και φίλους που βλέπω τα καλοκαίρια. Στην Αθήνα ήρθαμε οικογενειακώς το 1971. Εν μέσω δικτατορίας. Η πόλη μου φάνηκε ξένη και δύσκολη. Κίνηση, πολυκοσμία και πολιτικές αναταραχές. Παρόλα αυτά αγαπάω την Αθήνα και τη θεωρώ πόλη μου. Ζω εδώ 50 χρόνια σχεδόν. Τώρα πια η Αθήνα είναι μια αφιλόξενη μεγαλούπολη, μια μεγάλη χοάνη που καταπίνει τους κατοίκους της.
Πώς ήταν το να ζει κανείς στην Πολωνία στα τέλη της δεκαετίας του ’70, όπου βρεθήκατε για σπουδές; Τι σας γοήτευσε στην τέχνη της σκηνοθεσίας;
Η Πολωνία είναι μια χώρα που τότε ζούσε σε ένα σοσιαλιστικό καθεστώς. Με πολλά προβλήματα, αλλά και πολλές παροχές. Η ζωή είχε έναν ρυθμό αυστηρό αλλά με ελλείψεις σε πολλά είδη. Άρα μια διαφορετική καθημερινότητα. Γρήγορα όμως συνηθίζεις. Ίσως γιατί ξέρεις ότι αυτό θα τελειώσει κάποτε και θα γυρίσεις σπίτι σου. Είναι γεγονός όμως ότι το επίπεδο της εκπαίδευσης ήταν πολύ υψηλό κι αυτό βοήθησε πολλούς από εμάς να κάνουμε ουσιαστικές σπουδές. Στη σκηνοθεσία με γοήτευσε αυτό που εξακολουθεί να με γοητεύει ακόμη και τώρα. Η δημιουργία ενός δικού μου κόσμου.
Στην Πολωνία υπήρξατε μαθητής του Κριστόφ Κισλόφσκι, ο οποίος έδωσε σεμινάρια στη σχολή σας. Τι θυμάστε από εκείνον και πώς σας ενέπνευσε στη μετέπειτα πορεία σας;
Είχα την τύχη να τον παρακολουθήσω και να μαθητεύσω δίπλα του. Θυμάμαι από αυτόν πολλές συζητήσεις, αγωνίες και ανησυχίες αλλά κυρίως συζητήσεις γύρω από την ψυχολογία και το σινεμά. Θυμάμαι έναν άνθρωπο που διάβαζε πολύ και κάπνιζε περισσότερο. Με επηρέασε πολύ σε θέματα χειρισμού σεναρίων, έκφρασης με βάση τα μέσα που διαθέτω, αλλά κυρίως μου μετέδωσε την αγάπη για τους ηθοποιούς, πράγμα που κάνω ακόμη.
Ο Κισλόφσκι μου μετέδωσε την αγάπη για τους ηθοποιούς, πράγμα που κάνω ακόμη
Στα πρώτα σας χρόνια μετά την επιστροφή σας στην Ελλάδα, δουλέψατε σαν βοηθός δίπλα σε μεγάλους σκηνοθέτες όπως ο Αγγελόπουλος, Σταμπουλόπουλος, Πανουσόπουλος. Πώς ήταν η “μαθητεία” κοντά τους;
Ξεκίνησα να δουλεύω το 1984 σαν βοηθός σκηνοθέτη σε ντοκιμαντέρ και εκπομπές στην ΕΡΤ, σαν εξωτερικός συνεργάτης. Κατόπιν δούλεψα με τον Γ.Σταμπουλόπουλο δεύτερος βοηθός σκηνοθέτη σε μια πολύ δύσκολη ταινία, και ακολούθησε ο Θ. Αγγελόπουλος. Οι δυο σκηνοθέτες αυτοί μου έμαθαν την τεχνική της σκηνοθεσίας, που δεν διδάσκεσαι σε καμιά σχολή κινηματογράφου. Την λεγόμενη πρακτική σκηνοθεσία. Να διαχειρίζεσαι από τα μικρά και επουσιώδη, έως τα μεγάλα και ουσιώδη μη χάνοντας τον στόχο σου. Ο Αγγελόπουλος είχε μοναδικό τρόπο να κάνει τη φαντασία του εικόνα, κι ο Σταμπουλόπουλος ήταν πάντα άψογα προετοιμασμένος στο γύρισμα. Αντίθετα ο Πανουσόπουλος είναι χαοτικός αλλά πολύ καλός τεχνίτης. Μέσα από το χάος του διακρίνεις μια πολύ ευαίσθητη προσωποκεντρική ματιά ενός αυθεντικού καλλιτέχνη.
Πώς ήταν η εμπειρία σας στον χώρο της διαφήμισης, όπου εργαστήκατε για πάνω από 10 χρόνια; Φαντάζομαι ότι έχει πολλές διαφορές με την μυθοπλασία και την τηλεόραση, όπου δραστηριοποιηθήκατε στη συνέχεια. Ήταν δύσκολη η μετάβαση;
Η διαφήμιση είναι ένα σημαντικό κομμάτι της δουλειάς μας αλλά και ένα σημαντικό εμπορικό εργαλείο. Δίνει τη δυνατότητα σε έναν σκηνοθέτη να πει γρήγορα ένα μήνυμα με στόχο την πώληση. Δίνει επίσης τη δυνατότητα να κατακτήσει υψηλές τεχνικές σε λίγο χρόνο. Αυτόματα λοιπόν την κάνει χρήσιμη σαν στάδιο, απ’ όπου μπορεί να περάσει σε άλλες μορφές πιο ουσιαστικές που είναι η μυθοπλασία. Κάθε σκηνοθέτης θα πρέπει να περάσει από το στάδιο της διαφήμισης γνωρίζοντας ότι του προσθέτει πείρα. Η μετάβαση στη μυθοπλασία είναι φυσικό επακόλουθο, όχι μόνο η τηλεόραση αλλά και το σινεμά. Υπάρχουν πολλοί συνάδελφοι που κάνουν συχνά τις μεταβάσεις αυτές και αυτό είναι πολύ αξιόλογο. Εγώ αποφάσισα να σταματήσω την διαφήμιση όταν ασχολήθηκα με τη μυθοπλασία γιατί οι ανάγκες μου ήταν να ασχοληθώ με τον ηθοποιό μου περισσότερο από ένα σποτ και σε ροή. Η μετάβαση δεν ήταν δύσκολη γιατί μιλάμε για δυο διαφορετικές καταστάσεις της ίδιας δουλειάς.
Μια από τις τηλεοπτικές σας δουλειές ήταν οι «Άγριες Μέλισσες», οι οποίες σημείωσαν τεράστια επιτυχία. Ποια στοιχεία συνετέλεσαν, κατά τη γνώμη σας, στο να την αγαπήσει το κοινό;
Οι “Άγριες Μέλισσες” ήρθαν για να αλλάξουν το τηλεοπτικό τοπίο και το κατάφεραν. Η δουλειά του δίδυμου Τσαμπάνη- Καλκόβαλη, έδειξε ότι υπάρχει χώρος για σοβαρές δουλειές με αξιώσεις. Ο Λ. Χαρίτος προσπάθησε, μαζί με τον Σ. Πατρώνη και μένα, να δημιουργήσει μια σειρά που όμοια της δεν είχαμε. Το στοίχημα το καταφέραμε. Με τη βοήθεια του καναλιού και της εταιρείας παραγωγής, βγήκε ένα αποτέλεσμα που κανείς δεν είχε προβλέψει. Αγαπήθηκε από το κοινό γιατί ήμασταν αληθινοί κι αυτό μέτρησε.
Στις “Άγριες Μέλισσες” δημιουργήσαμε μια σειρά που όμοια της δεν είχαμε
Παρά τα ριάλιτι που “καλά κρατούν”, παρατηρείτε την αύξηση των σειρών μυθοπλασίας στην ελληνική τηλεόραση μετά τις “Μέλισσες”; Θεωρείτε ότι η επιτυχία τους ώθησε τα κανάλια στο να επενδύσουν περισσότερο στις σειρές;
Σίγουρα οι “Μέλισσες” έπαιξαν τον ρόλο τους. Δεν μπορώ όμως να μην παρατηρήσω ότι τα ριάλιτι ακόμη βασανίζουν τον θεατή. Θα γίνουν πολλές σειρές και φέτος, είναι γεγονός, αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι θα πετύχουν τον στόχο τους. Φοβάμαι ότι θα έρθουμε αντιμέτωποι με μια φούσκα ξανά όπως παλιότερα. Και ξέρετε η φούσκα θα σκάσει. Άρα θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι για το μετά την φούσκα. Η αγορά δεν σηκώνει 40 παραγωγές στην τηλεόραση. Ο θεατής δεν θα ξέρει τι να δει την επόμενη χρονιά. Τα κανάλια επενδύουν μεν, αλλά είναι αμφίβολο το αποτέλεσμα της επένδυσης. Χάνουμε το μέτρο ορισμένες φορές.
Φέτος σκηνοθετείτε την σειρά “Όρκος” στην ΕΡΤ, η οποία ξεχώρισε μέσα από τον τηλεοπτικό χάρτη και διαθέτει μία πρωτοτυπία που «άγγιξε» τους τηλεθεατές. Τι σας έκανε να πείτε το “ναι” για να την αναλάβετε;
Καταρχάς το σενάριο της Τίνας Καμπίτση. Μετά η εταιρεία παραγωγής, Arcadia Media και τέλος η πρόκληση απέναντι σε ένα πολύ δύσκολο project. Επιζητώ πάντα την πρόκληση στη δουλειά μου. Ο κόσμος αγάπησε τον “Όρκο”, γιατί είδε μια δουλειά που δεν τον προσβάλλει, με αισθητική και άποψη.
Ο κόσμος αγάπησε τον “Όρκο”, γιατί είδε μια δουλειά που δεν τον προσβάλλει
Ο “Όρκος” “συνομιλεί” με την σύγχρονη εποχή και εντοπίζει κανείς κοινωνικές παραμέτρους, με τις οποίες μπορεί εύκολα να ταυτιστεί. Πιστεύετε ότι το κοινό έχει ανάγκη από περισσότερες τέτοιες σειρές;
Το κοινό έχει ανάγκη από σειρές που δεν θα τον κουράσουν, που θα μιλήσουν σε απλή γλώσσα και θα αναδείξει πραγματικά ζητήματα της καθημερινότητας του. Το κοινωνικό προφίλ της σειράς μίλησε για τους “καταραμένους” της νύχτας. Τους άστεγους και τις ευπαθείς κοινωνικές ομάδες. Το έκανε με σεβασμό σε προσωπικότητες, σε ανθρώπους, χωρίς φανφάρες και “ηθικά διδάγματα”. Αυτά, αγκαλιάστηκαν από το κοινό και έφεραν ένα σοβαρό ποσοστό τηλεθέασης.
Παρατηρούμε πως σήμερα στα social media και ειδικά στο Twitter, ανοίγει ένας διάλογος μεταξύ των χρηστών-τηλεθεατών, οι οποίοι σχολιάζουν τις εκάστοτε εξελίξεις των σειρών. Πώς σας φαίνεται αυτή η συνθήκη; Αυτή η άμεση εμπλοκή του κοινού;
Είναι πολύ ωραίο όλο αυτό και δείχνει την εμπλοκή του θεατή στη σειρά. Περνάει από τη φάση του παθητικού θεατή, στον θεατή συμμέτοχο. Και είναι πολύ ωραίο να έχεις κριτικές σε real time, με την προβολή. Είναι σαν να είμαστε μια παρέα που βλέπουμε, συζητάμε, αναλύουμε και προτείνουμε.
Μιλώντας για τα social media, δεν μπορώ να μην σας ρωτήσω για την λογοκρισία που δεχθήκατε από το Facebook, όταν υπερασπιστήκατε την Άννα-Μαρία Παπαχαραλάμπους στην υπόθεση Φιλιππίδη. Σας ξάφνιασε; Ποιες ήταν οι σκέψεις σας;
Με την εμφάνιση του κινήματος MeToo ταυτόχρονα τραβήχτηκε ένα χαλί, όπου επί πολλά χρόνια κρύβαμε τις παθογένειες και τις αρρώστιες της δουλειάς μας. Όχι ότι αυτά δεν γίνονται και σε άλλες δουλειές, αλλά στον “λαμπερό” κόσμο του θεάματος ο θόρυβος είναι πολλαπλάσιος. Τραβώντας λοιπόν το χαλί βγήκαν στη φόρα και πολλές “προσωπικότητες” που η συμπεριφορά τους ήταν ανήθικη, τουλάχιστον από αυτά που γνωρίζουμε. Οι δίκες θα δείξουν την αλήθεια. Εξοργίστηκα όμως από το γεγονός ότι για να πετύχουν τον στόχο τους, άρχισαν να πετάνε τη λάσπη στον ανεμιστήρα, και να σπιλώνουν ανθρώπους. Επομένως είναι φυσικό να χρησιμοποιούν ό,τι έχουν στη φαρέτρα τους μπας και σωθούν. Δεν ξαφνιάστηκα, ήταν αναμενόμενο. Δεν σταμάτησα πάντως να υποστηρίζω την άποψη μου κι ούτε σκοπεύω να σταματήσω.
Με το MeToo τραβήχτηκε ένα χαλί, όπου επί πολλά χρόνια κρύβαμε τις παθογένειες της δουλειάς μας
Διαβάζοντας κανείς το βιογραφικό σας, βλέπει ότι έχετε πραγματοποιήσει σπουδές και παρακολουθήσει σεμινάρια που “αγγίζουν” πολλές και διαφορετικές πτυχές της τέχνης και του πολιτισμού. Ποια ανάγκη σας οδηγεί σε αυτή τη διαρκή αναζήτηση της γνώσης;
Η Γνώση είναι ο μόνος λόγος, ύπαρξης, για μένα. Είναι ένα πολύ όμορφο ταξίδι στους αιώνες και στην Τέχνη. Δεν θα μπορούσα να σκεφτώ τον εαυτό μου χωρίς να είμαι ένας διαρκής μαθητής. Με γεμίζει και μου δίνει όρεξη να συνεχίσω. Στα πλαίσια αυτά έκανα σεμινάρια στο ΕΚΠΑ, αλλά επειδή δεν μου έφτανε, συνεχίζω στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, στο τμήμα της ιστορίας του ελληνικού πολιτισμού. Τέλειωσα το πρώτο έτος και συνεχίζω.
Ποιες είναι οι αγαπημένες σας ταινίες; Μπορείτε να μας απαριθμήσετε αυτές που σας άγγιξαν και περισσότερο; Και γιατί;
Αγαπημένες μου ταινίες είναι αυτές που μιλούν για την ανθρώπινη φύση και τον εσωτερικό λαβύρινθο των ηρώων. Οι ταινίες του Ταρκόφσκι, του Κισλόφσκι του Μπέργκμαν. Θεωρώ αριστουργήματα την “Θυσία” και την “Νοσταλγία” του Ταρκόφσκι, καθώς και τον “Δεκάλογο” του Κισλόφσκι.
Τέλος, εκτός από την τηλεόραση και τον κινηματογράφο, έχετε μεγάλη αγάπη στο θέατρο. Τι θα θέλατε να κάνετε σε αυτό το κομμάτι που δεν σας δόθηκε η ευκαιρία μέχρι τώρα;
Παντρεμένος είμαι με το σινεμά, η ερωμένη μου όμως είναι το θέατρο. Είναι μια σχέση που πάντα θα με οδηγεί σε απόκρυφα μονοπάτια. Έχω σκηνοθετήσει 6 παραστάσεις. Είναι λίγες. Θέλω όμως να μπω στο μαγικό κόσμο του αρχαίου θεάτρου που είναι ο πραγματικός πυρήνας του θεάτρου. Θα παραμένω πιστός δούλος του κειμένου και των εννοιών.