ΣΠΥΡΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ: “ΑΝ ΕΞΑΡΤΙΟΤΑΝ ΑΠΟ ΕΜΕΝΑ ΘΑ ΤΗΝ ΕΙΧΑΤΕ ΠΑΤΗΣΕΙ ΟΛΟΙ”
Μία συζήτηση με τον Σπύρο Παπαδόπουλο και πολλές ιστορίες από τα παλιά...
Στον Σπύρο Παπαδόπουλο αρέσουν πολύ οι ιστορίες και τα παλιά… “Είμαι παρελθοντολάγνος” εξομολογείται. “Αν εξαρτιόταν από εμένα θα την είχατε πατήσει όλοι. Θα ταξιδεύαμε χρόνια πίσω και θα σταματάγαμε εκεί”. Γι΄αυτό και τη συζήτησή μας μονοπώλησαν αυθόρμητα οι ιστορίες και το θέατρο, η μεγάλη του αγάπη μετά τον γιο του. Άλλωστε για όλα όσα αφορούν στα τηλεοπτικά του έχει μιλήσει πολλάκις. Πόσοι όμως γνωρίζουν πως το θέατρο ήρθε στη ζωή του τελείως τυχαία, πως σαν ηθοποιό τον ανακάλυψε ο Σπύρος Ευαγγελάτος και πως επί έχει παίξει στο Εθνικό υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Βολανάκη;
Η φετινή χρονιά γι’ αυτόν είναι διαφορετική. Πιο ήρεμη, δεν έχει τόσο τηλεόραση, έχει ένα νέο θεατρικό έργο, το «Sexy Laundry» της Michele Riml που θα ανέβει στο θέατρο Κάππα στις 9 Δεκεμβρίου με τον ίδιο και την Δάφνη Λαμπρόγιαννη στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Μεγάλωσε στην Παλιά Κοκκινιά και είναι Ολυμπιακός. “Άρρωστος Ολυμπιακός” όπως αναφέρει ο ίδιος μιλώντας για τα παιδικά του χρόνια. “Μου άρεσε το πώς ήταν παλιά οι άνθρωποι και η κοινωνία. Η απλότητα, αυτό που ζούσα εγώ. Βλέπεις τότε δεν είχα ιδέα για τα πολιτικά. Αλλά το ότι ήταν όλα τα σπίτια ανοιχτά και δε χρειαζόταν να χτυπήσεις για να μπεις, ήταν μαγικό. Τα αυτοσχέδια γλέντια που στήνονταν από το τίποτα, με το να φέρνει μόνο ο καθένας το φαγητό του. Αυτά όλα δεν μπορείς να τα ξεχάσεις. Ήταν ρε παιδί μου πολύ… ανθρωπίλα.”
“Στη γειτονιά ακούγαμε λαϊκά και ρεμπέτικα. Εμείς δεν είχαμε ραδιόφωνο ή πικάπ, αλλά και εσύ να μην να μην έβαζες μουσική, άκουγες από τους άλλους. Πρώτο τραγούδι που σιγοψιθύρισα και μου είχε κάνει εντύπωση ήταν το “Φτωχολογιά” με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Στη γειτονιά μας ο πιο πλούσιος δεν είχε να φάει… Ήμασταν όλοι το ίδιο. Φτώχεια, τρώγαμε δύο φορές τον χρόνο κρέας, αλλά χωρίς κλάψες και στενοχώριες. Νομίζαμε πως όλος ο κόσμος ζει έτσι.
Σαν παιδιά παίζαμε στις αλάνες και στους δρόμους. Σπάνια βλέπαμε αυτοκίνητο. Κι όταν πέρναγε ήταν γεγονός. Θυμάμαι είχε εμφανιστεί στη γειτονιά μία Citroen που ήταν σαν βάτραχος και είχαμε μείνει όλοι άφωνοι, γιατί κάποιος μας είχε πει πως ανεβοκατεβαίνει. Την κοιτούσαμε λες και ήταν διαστημόπλοιο. Τα παιχνίδια μας αυτοσχέδια, σπαθιά και τουφέκια από ξύλα και καλάμια, στο ποδοσφαιράκι βάζαμε αντί για παίχτες πρόκες και σπρώχναμε ένα βόλο ανάμεσά τους. Παίζαμε πολύ με φυσικά υλικά, εμένα μου άρεσε πολύ να παίζω με τη λάσπη, να χτίζω διάφορα. Δεν είχε κανείς μας παιχνίδια. Στη γειτονιά μας ο πιο πλούσιος δεν είχε να φάει… Ήμασταν όλοι το ίδιο. Φτώχεια, τρώγαμε δύο φορές τον χρόνο κρέας, αλλά χωρίς κλάψες και στενοχώριες. Νομίζαμε πως όλος ο κόσμος ζει έτσι.
Ακόμη και το μεροκάματο για τους γονείς μου ήταν δύσκολο. Η μητέρα μου δούλευε σε σπίτια όποτε έβρισκε, ο πατέρας μου ήταν αριστερός και λόγω κοινωνικών φρονημάτων δεν έβρισκε εύκολα δουλειά. Πιο πολύ από το να δουλεύει, τον θυμάμαι να ψάχνει για δουλειά. Μία φορά είχε κάνει το Κοκκινιά- Κυψέλη με τα πόδια και γύρισε κατάκοπος και λέει “τίποτα”. Αυτό το “τίποτα” που έλεγε το θυμάμαι έντονα.”
Άρρωστος Ολυμπιακός…
Στο Καραϊσκάκη πηγαίναμε συνέχεια. Ο πρώτος αγώνας που πήγα νομίζω πως ήταν το Ολυμπιακός- Πανσερραϊκός. Έχω προλάβει Σιδέρη, Πολυχρονίου, Γιούτσο… Αν το ματς ήταν εκτός έδρας μαζευόμασταν τις Κυριακές σε μία αυλή, έφερνε ένας μεγαλύτερος ένα τραντζιστοράκι και εμείς γύρω γύρω ακούγαμε. Αν ο αγώνας ήταν εντός μάς έπαιρναν συνήθως κάποιοι μεγαλύτεροι, ξαδέλφια ή ξαδέλφια φίλων, και πηγαίναμε με τα πόδια στο γήπεδο. Κάναμε μία ώρα ποδαρόδρομο. Μας έδιναν γνωστοί κάτι εισιτήρια που τα λέγανε “φοράκια”, ήταν πολύ φτηνά ή ακόμη και τζάμπα και χωνόμασταν έτσι και βλέπαμε…”
Και το θέατρο πώς μπήκε στη ζωή σας;
Δεν ξέρω, δεν έχω απαντήσει ακόμη πώς μπήκε στη ζωή μου. Είχα πάει κανά δυο φορές με το σχολείο σε κάτι θρησκευτικά έργα που δε μου άρεσαν καθόλου. Συμπτωματικά έγιναν όλα βασικά. Μου άρεσε μία κοπέλα και μία μέρα που είπε να την πάω στη δραματική σχολή με το μηχανάκι. Την πήγα και άκουσα έξω από τη σχολή τα παιδιά να μιλούν για Αριστοφάνη και Σαίξπηρ και λέω “τι λένε τώρα αυτοί; Πού τα ξέρουν αυτά κι εγώ δεν ξέρω τίποτα;” Σημειωτέον διάβαζα πολλή λογοτεχνία νέος. Και λέω “Θέλω και εγώ να έρθω, αλλά για να παρακολουθώ”. Κάπως έτσι έγινε και πήγα στη σχολή του Κατσέλη.
Δεν ήθελα να είμαι με κόσμο. Γενικά σαν παιδί ήμουν μοναχικό, δεν ήθελα να είμαι με πολλούς. Και βρέθηκα στο θέατρο.
Δεν μου είχε περάσει από το μυαλό ποτέ να γίνω ηθοποιός. Μέχρι τότε ήθελα να κάνω κάτι μόνος μου. Αυτό έλεγα και στον πατέρα μου. Αλλά επειδή ήμουν καλός μαθητής μου έλεγε “να κάνεις ό,τι θές, αλλά ρε παιδί μου, γίνε κανάς δικηγόρος, κανάς γιατρός”. Δε θα γινόμουν ποτέ κάτι τέτοιο. Ήταν ένας μαραγκός φαντάσου κάτω από το σπίτι μου και πήγαινα και τον τον χάζευα ώρες ολόκληρες. Μέσα στα ροκανίδια του, με το τρανζιστοράκι του ανοιχτό, έκανε ήρεμα τη δουλειά του μόνος του. Μου άρεσε αυτό. Δεν ήθελα να είμαι με κόσμο. Γενικά σαν παιδί ήμουν μοναχικό, δεν ήθελα να είμαι με πολλούς. Και βρέθηκα στο θέατρο.
Συμπτώσεις με έκαναν ηθοποιό. Τελείωσα τη σχολή, πήρα πολλά άριστα, αλλά δεν είχα στο μυαλό μου πως εγώ θα ασχοληθώ με αυτό. Άλλωστε δεν ήμουν ποτέ και τύπος να πηγαίνω να παρακαλάω για ρόλους. Τελειώνοντας τη σχολή έπρεπε να δουλέψω. Ένας γνωστός είχε ένα θερμοκήπιο στα Καλύβια και έβγαζε αγγούρια και ντομάτες. Έπιασα εκεί δουλειά και έμενα κιόλας. Αλλά μία φορά τη βδομάδα πήγαινα να δω τη μάνα μου. Και καθώς κατέβαινα την παραλιακή μια μέρα με τη μηχανή, καταπράσινος από τη χλωροφύλλη και παμβρώμικος, βλέπω μία συμμαθήτριά μου από τη σχολή να περιμένει ταξί.
Πήγαινε στο Θέατρο Κάππα -όπου είμαι τα τελευταία επτά χρόνια- να δώσει οντισιόν στον Σπύρο Ευαγγελάτο. Και την πηγαίνω εγώ. Εκεί βρήκα και άλλους συμφοιτητές μου και μου λένε “έλα και εσύ να δώσεις”. Τους απαντώ “Μαλάκες είστε; Δε θυμάμαι τίποτα, δεν έχω ετοιμάσει τίποτα”. Και έρχεται μία ωραία κυρία και μου λέει “αφού επιμένουν οι φίλοι σας, γιατί δεν κάθεστε;”. Και της λέω “Εσύ ποια είσαι;” Και άρχισαν οι άλλοι να με τσιμπάνε, γιατί ήταν η Λήδα Τασοπούλου. Και μπαίνω μέσα και συναντώ τον υπέροχο αυτόν άνθρωπο, τον Σπύρο Ευαγγελάτο, που θα αγαπώ για πάντα. Και μου λέει “Τι έχετε να μας πείτε;”. Λέω “τίποτα”. “Πώς και έτσι;” με ρωτά. “Έτυχε και μπήκα, δεν κατάλαβα πώς” απαντώ. “Καλά” μου λέει, “μια και μπήκατε, κάντε κάτι”. Και έκανα έναν αυτοσχεδιασμό. Βασικά έκανα ό,τι μαλακία μου κατέβηκε. Και φεύγω και το ξέχασα όλο αυτό. Και μετά από 15 μέρες χτυπά το τηλέφωνο του θερμοκηπίου, γιατί αυτό είχα δώσει ως τηλέφωνο επικοινωνίας και το σηκώνω και ήταν ο βοηθός του Σπύρου. “Από σήμερα ανήκετε στη δύναμη του Αμφιθεάτρου” μου λέει…
Πρέπει να μου πήρε μια δεκαετία για να καταλάβω και να πιστέψω πως μπορεί εγώ να είμαι ηθοποιός. Πάντα ήμουν με το ένα πόδι στο θέατρο.
Έλλειψη αυτοπεποίθησης;
Μα έλεγα από πού και ως πού; Τι δουλειά έχω στο θέατρο; Δούλευα βέβαια πολύ μόνος στο σπίτι μου. Φαίνεται πως κάποια πράγματα γινόντουσαν ερήμην μου. Χαμπάρι όμως δεν έπαιρνα. Θυμάμαι παίζαμε στο Ηρώδειο με τον Ευαγγελάτο τον Ερωτόκριτο και εγώ την άλλη μέρα έφευγα για φαντάρος. Έκανα έναν μικρό ρόλο, τον Πολύδωρο, τον φίλο του Ερωτόκριτου. Και μετά την παράσταση τρέχουν και μου λένε “θέλει να σε δει ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας”. Ήθελε μετά τους πρωταγωνιστές να δει εμένα. Εγώ δεν καταλάβαινα, ρώταγα “γιατί ρε παιδιά να με δει;”. Μου λένε “καλα ρε μαλάκα, δεν καταλαβαίνεις πως κάθε φορά που ανοίγεις το στόμα σου πέφτει το θέατρο;”. Γελούσαν γιατί ο ρόλος μου είχε και κάτι κωμικά στοιχεία. Εγώ δεν είχα καταλάβει τίποτα.
Με τον Ευαγγελάτο έκανα “Ερωτόκριτο”, “Λυσιστράτη”, “Ιφιγένεια εν Ληξουρίω” και “Ψυχοστασία”. Με την “Ψυχοστασία” πήγαμε και Επίδαυρο. Ήταν μία σύνθεση που είχε κάνει από σπαράγματα από χαμένες τραγωδίες του Αισχύλου.
Το θέατρο άρχισε να μου αρέσει σιγά σιγά. Στην αρχή δεν ένιωθα καλά πάνω στη σκηνή, ένιωθα πως θα με καταπιεί. Άσχετα με το τι έλεγαν οι άλλοι. Δεν το απολάμβανα. Δεν ήξερα τι μου γίνεται. Όταν άρχισα να νιώθω καλά, τότε κατάλαβα πως μάλλον κάνω για ηθοποιός. Και μέχρι σήμερα το απολαμβάνω. Όσο περνάνε τα χρόνια, τόσο πιο ωραίο είναι. Είναι σαν μια μακροχρόνια σχέση το σανίδι, πλέον το ξέρεις, σε ξέρει και τα βρίσκετε.
Τι θα λέγατε πως είναι το θέατρο;
Τα πάντα. Εννοώ τα πάντα. Πρώτο στη λίστα στη ζωή μου αν εξαιρέσω τον γιο μου. Δεν μπορώ να φανταστώ αλλιώς τον εαυτό μου. Θα την έβρισκα την άκρη αν έκανα κάτι άλλο. Αλλά δε θα πετύχαινα. Νιώθω πως ήρθε και με βρήκε μόνο του το θέατρο γιατί κατάλαβε ποιος είμαι. Έτσι το ερμηνεύω. Δεν μπορούσα να φανταστώ πόσο καλά μπορεί κάποιος να είναι πάνω στη σκηνή. Πως είναι να ζει γι’ αυτό το πράγμα που μπορεί να τύχει σ΄έναν ηθοποιό 5-6 φορές στη ζωή του. Να νιώθεις δηλαδή, κυριολεκτικά όμως, πως δεν πατάς κάτω, πως έχεις σηκωθεί κάποια εκατοστά από τη γη. Σαν να καταργείς για λίγο τη βαρύτητα. Μπορεί να παίζεις έναν ρόλο πέντε χρόνια και αυτό να σου τύχει μία φορά. Αλλά σου τυχαίνει. Είναι τρομερό ταξίδι το θέατρο.
Θα την έβρισκα την άκρη αν έκανα κάτι άλλο. Αλλά δε θα πετύχαινα. Νιώθω πως ήρθε και με βρήκε μόνο του το θέατρο γιατί κατάλαβε ποιος είμαι…
Το κοινό που αλλάζει κάθε βράδυ στο θέατρο είναι σαν να βγαίνεις ραντεβού με άλλη κοπέλα. Εσύ λες τα ίδια, η κοπέλα όμως είναι άλλη. Αλλιώς θα τα ακούσει, αλλιώς θα σου απαντήσει, άρα και εσύ αλλιώς θα της τα πεις. Η διαδικασία αυτή με κρατά πάντα νέο και φρέσκο. Προσπαθώ να μην συνθηκολογώ με τα χρόνια. Το κάνουν πολλοί. Αλλά τότε είναι σαν να σκοτώνεις τον ίδιο τον εαυτό σου.
Η επιλογή των έργων πώς γίνεται;
Δεν έχω κάποιο ιδιαίτερο τρόπο. Δε με νοιάζει να μου εγγυηθούν πως θα κάνει εμπορική επιτυχία, αρκεί να βλέπω εγώ κάτι που οι άλλοι μπορεί να μη βλέπουν. Όταν ανέβασα ας πούμε το “Φιόρο του Λεβάντε”, μπορεί να μην είχε κάτι το ίδιο το έργο, αλλά εγώ ήθελα να ανεβάσω έναν Έλληνα συγγραφέα και ειδικά τον Ξενόπουλο. Τον έχω μελετήσει πολύ, θεωρώ πολύ σημαντική τη συμβολή του στα ελληνικά γράμματα, αλλά και πολύ παραγκωνισμένο. Έκανα λοιπόν δύο Ξενόπουλους. Τα τελευταία χρόνια κάνει τις μεταφράσεις των έργων μου η Νικολέτα Κοτσαηλίδου, οπότε αυτή μου προτείνει και τα έργα.
Το Sexy Laundry;
Είναι ένα έργο-αφορμή για δύο καλούς ηθοποιούς να κάνουν πολύ ωραία πράγματα. Για να καταλάβεις τι λέω, από την αρχή στο μυαλό μου “καρφώθηκε” η Δάφνη (Λαμπρόγιαννη). Δεν είχαμε παίξει ποτέ μαζί, την ήξερα όμως και τη θαύμαζα τρομερά. Την έχω δει σε πράγματα τελείως άχαρα, που τα έκανε διαμάντια. Φαντάσου πως αν δε δεχόταν, δε θα το ανέβαζα. Το έργο το έκανα γι΄ αυτήν. Και τώρα που κάνουμε πρόβες τη χαζεύω φαντάσου.
Είναι ένα έργο σχέσεων. Είναι ένα ζευγάρι 25-30 χρόνια παντρεμένοι και όλα πια έχουν αμβλυνθεί. Ωστόσο, η γυναίκα δεν συνθηκολογεί με αυτό, όπως όλες οι γυναίκες άλλωστε που είναι πολύ δυναμικές. Και επειδή θεωρεί πως ο γάμος τους έχει πολλά προβλήματα κλείνει ένα καλό ξενοδοχείο για να περάσουν ένα Σαββατοκύριακο και να “γνωριστούν” καλύτερα. Και εκεί βγαίνουν πολλά και άπλυτα και πλυμένα και κυριολεκτικά πλυμένα.
Το έργο απευθύνεται σε ανθρώπους όλων των ηλικιών που έχουν νιώσει σε μια σχέση να τους επιτίθεται η πλήξη πισώπλατα. Και αυτό είναι κάτι που δεν το παίρνεις εύκολα χαμπάρι, ειδικά οι άντρες. Και η συγγραφέας τα λέει καλά και αγγίζει υπέροχα και τον ανδρικό ψυχισμό. Και βγάζει απίστευτο γέλιο. Νομίζω πως αν το ανακαλύψουν οι γυναίκες θα τους αρέσει τόσο που σπάνια θα είχαμε άντρα θεατή. Δε θα προλάβαιναν να βρουν θέση. Εκτός από γέλιο όμως έχει και πολλή συγκίνηση. Ειδικά στο τέλος.
Πιστεύετε στις μακροχρόνιες σχέσεις;
Εγώ προσωπικά όχι. Εάν βρεις ένα σπάνιο πλάσμα, μπορεί να τραβήξει μία σχέση, αλλά τουλάχιστον από την ανδρική πλευρά πρέπει να μπορεί η γυναίκα να κατανοήσει πως μετά από 8-10 χρόνια δεν μπορείς να είσαι το ίδιο θερμός. Αν δεν μπορεί να το κατανοήσει – και δικαίωμά της να μην μπορεί – τότε υπάρχει πρόβλημα.
Υπάρχουν όμως και εξαιρέσεις. Αν βρεις έναν άνθρωπο που νιώθεις πως σε πάει και τον πας μπροστά, τότε μπορούν να παρακαμφθούν τα προβλήματα. Ξέρω ανθρώπους που είναι 50 χρόνια μαζί. Κάποιοι είναι μαζί γιατί φοβούνται και έχουν υπογράψει μία συνθήκη. Ξέρω όμως και κάποιους που έχουν συνδεθεί τόσο πνευματικά που πραγματικά ο ένας τραβά τον άλλο και έχουν με τα χρόνια γίνει τρομεροί φίλοι και είναι δημιουργικοί και χαρούμενοι. Και τους βλέπεις και λες “εδώ αξίζει τον κόπο”.
Θυμάμαι τον Μίνω Βολανάκη που μια κοπέλα στη σχολή ήθελε να παντρευτεί και της έλεγε “Η δύναμη της αγάπης δεν κάνει τίποτα στον γάμο, η δύναμη της συγγνώμης είναι αυτή που τον κρατά”.
Δεν μπορείς, δηλαδή, να πεις πως περνάω καλά με τη γυναίκα μου και κάνω και άλλα με άλλες γυναίκες… Δεν είναι μια χαρά. Γιατί υπάρχει ενοχή. Και αν δεν έχεις ενοχή, είσαι τομάρι.
Πιστεύετε και στη μονογαμία;
Στο έργο μας δεν τίθεται θέμα απιστίας. Αλλά το γεγονός πως η γυναίκα του ζητάει διαζύγιο παρά το ότι της είναι πιστός, δείχνει κάτι. Έχω έναν φίλο που είναι ψυχίατρος και στο βιλβίο του που είναι αποτέλεσμα έρευνας πολλών χρόνων αναφέρει πως η απιστία δεν είναι η πρώτη αιτία χωρισμού. Άρα θέλω να πω πως η απιστία μπορεί να προκαλέσει ρωγμές σε μία σχέση, αλλά δε λύνει κάτι. Δεν μπορείς, δηλαδή, να πεις πως περνάω καλά με τη γυναίκα μου και κάνω και άλλα με άλλες γυναίκες… Δεν είναι μια χαρά. Γιατί υπάρχει ενοχή. Και αν δεν έχεις ενοχή, είσαι τομάρι. Τα λέω αυτά γιατί τα έχω κάνει. Η ενοχή σε τρώει. Θα ήθελες πάρα πολύ να λειτουργεί με τη γυναίκα σου έτσι, όπως λειτουργείς με ένα καινούργιο σώμα. Δε συμβαίνει όμως. Εκεί λοιπόν είναι κάτι που πρέπει, αν αξίζει τον κόπο, να το παρακάμψεις για να παραμείνεις στη σχέση σου. Αλλιώς δεν είναι κακό να χωρίζουμε. Εγώ είμαι πολύ υπέρ του χωρισμού. Δηλαδή περισσότερο είμαι υπέρ του χωρισμού παρά υπέρ του γάμου.
Κρατάτε στη ζωή σας τις περασμένες σας σχέσεις;
Εγώ ναι. Όχι μόνο τις κρατώ, τις έχω κορώνα στο κεφάλι μου. Αυτό είναι το στοίχημα των σχέσεων άλλωστε. Το κακό είναι πως όσο κι αν κάνουμε τους προοδευτικούς και τους ανοιχτόμυαλους, είναι τόσο δυνατές οι νόρμες που έχουμε μεγαλώσει, που ο χωρισμός θεωρείται μία μεγάλη ήττα. Ενώ δεν είναι, είναι κάτι πολύ πιο λογικό από τον γάμο.
Ωστόσο τι γίνεται με τις τόσες γυναικοκτονίες;
Δεν μπορώ να το εξηγήσω. Έχουν πάρει φόρα οι μαντραχαλαίοι και καθαρίζουν κόσμο. Και ξέρουν πως θα οδηγηθούν στη φυλακή. Άναυδος έχω μείνει. Παίζει πάντα ρόλο το που μεγαλώνει ένα παιδί. Όταν ήμουν εγώ μικρός το να χτυπάει κάποιος τη γυναίκα του ήταν σχεδόν στα όρια του φυσικού. Το λέγανε ως φυσικό και οι ίδιες οι γυναίκες… Τα δικά μας τα παιδιά δεν έχουν ζήσει τέτοια πράγματα. Ούτε μπορώ να τα αποδώσω όλα αυτά στην καραντίνα. Και οι αιτιολογίες είναι τρομερές. “τη σκότωσα επειδή είχε γκόμενο”. Και; Πραγματικά δεν ξέρω. Το ξύλο μπορείς να το αποδώσεις στα νεύρα, στην καραντίνα ίσως… Αλλά τον φόνο;
Στην καραντίνα τι μας συνέβη; Το ό,τι ήρθαμε σε επαφή με τη θνητότητά μας, με την οποία εσείς έχετε έρθει και πιο πριν σε επαφή λόγω των θεμάτων υγείας που αντιμετωπίσατε, ήταν θετικό;
Η καραντίνα δεν πιστεύω πως μας έβλαψε στον πυρήνα μας. Είχε θετικό πρόσημο σε πολλά σημεία όσον αφορά στην ενδοσκόπηση, στις σχέσεις μας… Ποιοτικά βοήθησε πολύ να δούμε πράγματα. Δε μιλώ για τα πρακτικά ζητήματα, τη φτώχεια, τα επιδόματα έτσι; Σαν συνθήκη όμως όμως όσον αφορά τη συνεκτικότητα του κοινωνικού ιστού, δεν έκανε κακό. Όλο αυτό με το εμβόλιο πυροδότησε καταστάσεις που δεν τις περιμέναμε. Και βγήκαν πράγματα που σε κάνουν να απορείς με τις απόψεις που ακούς. Και βέβαια ο καθένας έχει δικαίωμα να φοβάται, να μην θέλει το εμβόλιο. Αλλά άλλο αυτό και άλλο οι ακραίες αντιδράσεις τύπου “μας βάζουν 5G”. “Ποιος είσαι ρε άνθρωπε που θα ασχοληθούν μαζί σου να σου βάλουν 5G; Πιστεύεις πως αν ήθελαν, δε θα μάθαιναν τα πάντα για σένα;” Ζούμε, όμως, στην εποχή των κινημάτων. Έχουν γίνει όλοι κινηματίες.
Όλο αυτό με το εμβόλιο πυροδότησε καταστάσεις που δεν τις περιμέναμε. Και βγήκαν πράγματα που σε κάνουν να απορείς με τις απόψεις που ακούς.
Μου θυμίζει ένα ανέκδοτο που στις πέντε το πρωί δύο αγουροξυπνημένοι στο λεωφορείο και πηγαίνουν στη δουλειά τους. Και τσακώνονται. Και του λέει ο ένας “μη μου μιλάς εμένα έτσι, ξέρεις ποιος είμαι εγώ; Και του απαντά ο άλλος: Ποιος να είσαι ρε φουκαρά πέντε το πρωί στο λεωφορείο;”
Έχουμε αυτό το περίεργο “εγώ” εδώ, ένα γενικό “εγώ” και ένα “αντί” γενικό… Μερικές φορές σκέφτομαι πως αν τους κάνεις μία ντρίπλα και τους πεις “Μάγκες, απαγορεύεται να εμβολιαστείτε”, τότε θα τρέξουν όλοι! Εγώ στο θέατρο πριν τα νέα μέτρα, θα μοίραζα το κοινό. Κάποιες μέρες θα έμπαινε και το μεικτό κοινό, κάποιες μόνο το εμβολιασμένο. Γιατί υπάρχουν άνθρωποι που φοβούνται ή που δεν μπορούν. Δεν είναι όλοι οι ανεμβολίαστοι παράλογοι…
Την κοινωνία πώς τη βλέπετε; Ανοιχτή στη διαφορετικότητα;
Εγώ νομίζω πως από τη μία έχουν ανοίξει πολύ τα μυαλά και υπάρχει πολύ μεγαλύτερη αποδοχή από ότι στο παρελθόν, από την άλλη ωστόσο, ο καθένας έχει ένα πληκτρολόγιο μπροστά του και νιώθει δυνατός να λέει ότι του κατεβάζει η γκλάβα του. Αυτό δημιουργεί κλίμα ακόμη και για πράγματα που οδηγούν σε κάτι καλύτερο, όπως αυτό της αποδοχής, δεν ξέρεις τι σκοπιμότητες υπάρχουν. Το κάνουν γιατί έτσι συμπλέουν με το ρεύμα της εποχής και παίρνουν περισσότερα like ή γιατί όντως το πιστεύουν; Από την άλλη φιμώνονται άνθρωποι, λένε τη γνώμη τους και ορμά πάνω του όλο το κύμα της χυδαιότητας. Για παράδειγμα αν πω κάτι για τον Πέτρο Φιλιππίδη θα πέσουν να με φάνε, όπως έγινε με τη Σμαράγδα Καρύδη. Και λέω εγώ όντας πολύ εγωιστής άνθρωπος “θα κάτσω εγώ να πω τη γνώμη μου;. Για ποιο λόγο; Για να σου δώσω την ευκαιρία να με κρίνεις; Θα κάνω εγώ αυτό που θέλω, χωρίς να δίνω λόγο σε κανέναν. Και θα στενοχωριέμαι για οποιον θέλω”. Αυτή λοιπόν τη λογοκρισία -για την οποία τόσο αίμα έχει χυθεί- την βάλαμε στη ζωή μας εμείς οι ίδιοι. Άρα θεωρώ πως δεν πάμε καλά.
Φιμώνονται άνθρωποι, λένε τη γνώμη τους και ορμά πάνω του όλο το κύμα της χυδαιότητας. Για παράδειγμα αν πω κάτι για τον Πέτρο Φιλιππίδη θα πέσουν να με φάνε, όπως έγινε με τη Σμαράγδα Καρύδη. Και λέω εγώ όντας πολύ εγωιστής άνθρωπος “θα κάτσω εγώ να πω τη γνώμη μου;.
Στην Επίδαυρο θα σας δούμε ποτέ; Ούτε στις κρατικές σκηνές σας έχω δει.
Επειδή θαύμαζα πάρα πολύ τον Βολανάκη, είχαμε κάνει μαζί τρεις παραστάσεις και μου είπε κάποια στιγμή να κάνουμε κάτι στο Εθνικό μαζί. “Αν δεν παίξεις εσύ τον ρόλο, μπορεί να μην κάνω το έργο” μου είπε και πήγα. Δε με έχουν ξανακαλέσει έκτοτε. Αν και πια είναι πρακτικοί οι λόγοι, γιατί έχω τόσα χρόνια το δικό μου θέατρο. Αν ήταν κάποιος ρόλος ή κάποιος σκηνοθέτης που να τρελαινόμουν βέβαια, μπορεί και να πήγαινα.
Τώρα για την Επίδαυρο έχω πολλές προτάσεις, αλλά υπάρχει μία βάρκα, μία Νάξος, ένα Αιγαίο και ένας γιος που δεν αλλάζω με τίποτα. Με το που ανεβαίνω στη βάρκα στα τέλη Μαϊου, κλείνω το κινητό και πια δεν έχω ηλικία. Δε με νοιάζει τίποτα. Αν δεν είμαι στη Νάξο, κοιμάμαι και στη βάρκα, ψωμί, τυρί, καρπούζι, μπάνιο και καφέ. Τίποτα άλλο.
Λάβε υπόψη σου πως μέχρι και που είχα την εκπομπή (το “Στην Υγειά μας”), από τα τέλη Αυγούστου το πρώτο μου ρεπό το έκανα τη Μεγάλη Δευτέρα. Οπότε πάντα περιμένω το καλοκαίρι πώς και πώς. Και επειδή δεν ξέρω αν μετά από 10 χρόνια θα μπορώ να οδηγώ τη βάρκα μου με εξάρι δε θέλω να χάνω τεύχη από τη ζωή μου. Δεν το διαπραγματεύομαι αυτό. Αλλά και πάλι αν γίνει μία πρόταση που μου αρέσει πολύ και μπορώ κάτι να συνδυάσω και τη θάλασσα, τότε μπορεί και να πω ναι.