ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΦΑΣΟΥΛΗΣ: “ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ ΠΩΣ ΟΙ ΒΡΥΚΟΛΑΚΕΣ ΘΑ ΞΑΝΑΓΕΝΝΗΘΟΥΝ”
Ο Σταμάτης Φασουλής σε μία αποκαλύπτική συνέντευξη πριν και μετά την αποχώρηση της Νένας Μεντή από τους "Βρυκόλακες" που θα ανέβουν στο Εθνικό.
Είναι ένας από τους πιο έμπειρους σκηνοθέτες του ελληνικού θεάτρου. Μπορεί να αντιμετωπίσει τα πάντα, άλλωστε όπως και ο ίδιος έχει παραδεχτεί το θέατρο τον φοβίζει πάντα, δεν είναι κάτι που το “φορά” άνετα, είναι όμως κάτι που το κάνει και θα το κάνει πάντα. Είναι ίσως αυτός ο γλυκός εθισμός του φόβου που τον κρατά στο θεατρικό σανίδι τόσα χρόνια.
Ο Σταμάτης Φασουλής επιστρέφει μετά από χρόνια στο Εθνικό Θέατρο με τους “Βρυκόλακες” του Ίψεν, ένα έργο με το οποίο έχει συναντηθεί πολλές φορές, το ξέρει απ’ έξω και ανακατωτά, αλλά και ένα έργο που έχει σημαδέψει και καθορίσει την πορεία του.
Η συνέντευξη αυτή θα ήταν διαφορετική αν δεν είχε αποχωρήσει η Νένα Μεντή από την παράσταση για σοβαρούς οικογενειακούς ρόλους. Γιατί επρόκειτο για μία κοινή συνέντευξη δύο φίλων, της Νένας Μεντή και του Σταμάτη Φασουλή, που ξεδίπλωναν μέσα από μία πολύ όμορφη συζήτηση τη ζωή τους μέσα από κοινές αναμνήσεις.
Ωστόσο, μετά την αντικατάσταση της κ. Μεντή από την επίσης εξαιρετική ηθοποιό Ναταλία Τσαλίκη, η επικαιροποίηση της συνέντευξής μας με τον Σταμάτη Φασουλή ήταν απαραίτητη μέσω τηλεφωνημάτων αυτή τη φορά.
Πόσο ευέλικτος λοιπόν μπορεί να είναι ένας σκηνοθέτης όταν χάνει την κεντρική του πρωταγωνίστρια; “Η παράστασή μας θα ξεκινήσει όταν είναι έτοιμη η Ναταλία (Τσαλίκη). Πρέπει να ενσωματωθεί στην ομάδα μας και μάλιστα να αλλάξει πολλές φορές η παράσταση και να πάμε και εμείς προς τη Ναταλία. Στόχος μας να προσπαθήσουμε να μειώσουμε τις αποστάσεις μεταξύ μας” αναφέρει ο Σταμάτης Φασουλής και συνεχίζει “βέβαια δε θα προλάβουμε να γνωριστούμε τώρα. Όπως λέω εγώ, οι 15 πρώτες μέρες της πρόβας είναι μέρες ξεγνοιασιάς που μιλάμε για το έργο, αλλά και για τους εαυτούς μας, για τον τρόπο που ζούμε, που θέλαμε να ζούμε… Αυτά τώρα θα λείψουν. Γιατί παίζω και ρόλο ψυχολόγου. Με αυτόν τον τρόπο δουλεύω και μου αρέσει πολύ”.
Θα ξαναγεννηθεί η παράσταση, δεν υπάρχει αμφιβολία. Ελπίζω με τον καλύτερο τρόπο, γιατί έχω μεγάλη εμπιστοσύνη στη Ναταλία. Αν και έχουμε συνεργαστεί μόνο μία φορά, τη θαυμάζω μακρόθεν χρόνια.
“Θα ξαναγεννηθεί η παράσταση, δεν υπάρχει αμφιβολία. Ελπίζω με τον καλύτερο τρόπο, γιατί έχω μεγάλη εμπιστοσύνη στη Ναταλία. Αν και έχουμε συνεργαστεί μόνο μία φορά, τη θαυμάζω μακρόθεν χρονια. Μου αρέσει πολύ σαν ηθοποιός. Είχαμε ξανασυνεργαστεί το ‘80 σε μία κωμωδία “Στα Κρύα του Λουτρού” στο θέατρο Σμαρούλα, σε έναν θίασο με την Ελένη Ράντου, τον Γιάννη Βούρο, την Ελένη Γερασιμίδου», τονίζει ο έμπειρος σκηνοθέτης.
“Αυτό είναι πολύ δύσκολο για μένα. Μου έχει ξανατύχει μία φορά στο Τρίτο Στεφάνι που πάλι 25 μέρες πριν την πρεμιέρα μία εκ των βασικών πρωταγωνιστριών, η Πέγκυ Σταθακοπούλου, για οικογενειακούς λόγους αποχώρησε. Και μέσα σε 25 μέρες άλλαξε και ήρθε η Φιλαρέτη Κομνηνού” θυμάται, ενώ παραδέχεται πως “πάντα με φοβίζει το θέατρο και γι αυτό το αγαπάω. Δεν είναι κάτι που το φοράω άνετα, αλλά δεν μπορώ και χωρίς αυτό”.
Βρυκόλακες, μια ιστορία παλιά
Η σχέση του Σταμάτη Φασουλή με τους Βρυκόλακες είναι μακρά: «Οι Βρυκόλακες είναι μια παλιά ιστορία. Σ’ αυτό το θέατρο, το Εθνικό, με το που μπήκα, κάθε βράδυ παιζόταν αυτό το έργο. Θυμάμαι τον Νίνο τον Λύρα που κατέβηκε στη Σχολή – γιατί η δραματική Σχολή είχε τότε έναν διάδρομο που ενωνόταν με το θέατρο να εκεί κάτω (δείχνει)- και μας λέει “αρχίζει! Φύγετε από την τελευταία ώρα και ελάτε να δείτε την Παξινού και τον Μινωτή που κάνουν τη γενική στους Βρυκόλακες”. Και ανεβήκαμε κρυφά πανω στον τρίτο – γιατί ο Μινωτής δεν ήθελε κανέναν στις πρόβες του- και πραγματικά ένιωσα σαν να έμπαινα στα Ελευσίνια Μυστήρια του θεάτρου.
Ήταν μία από τις σπάνιες εμπειρίες που είχαμε. Τι ήταν αυτό… Τι όγκοι ήταν αυτοί. Από τότε ανεβαίναμε και το βλέπαμε κάθε μέρα. Δεν το έπαιξαν πολύ, 20 μέρες. Αλλά οι μαθητές, πολλοί μαθητές, όχι όλοι, ερχόμασταν κάθε μέρα. Φαντάσου ξέρω όλο το έργο απ΄ έξω…
Δεν ήταν μάθημα, ήταν ιεροτελεστία. Ήταν κάτι μαγικό. Δηλαδή δε μάθαμε πράγματα. Νιώσαμε πράγματα παρακολουθώντας τους. Ήταν ένα γεγονός ποιητικό, όχι θεατρικό. Ο τρόπος που κινούνταν ακόμη και οι φωτισμοί είχαν μία υπέρβαση. Δεν είχαν ούτε κάτι το ρεαλιστικό ούτε κάτι το απόμακρο. Ήταν ένας δικός τους σαγηνευτικός κόσμος. Και άγνωστος.
Η δεύτερη φορά που συναντήθηκα με το έργο ήταν, όταν στο τρίτο έτος ο Τερζάκης μάς ανέλυσε τους Βρυκόλακες. Έχω διαβάσει τα πάντα για τους Βρυκόλακες, αυτά που έχει πει όμως ο Τερζάκης δεν τα έχει πει κανένας άλλος. Περιέργως. Οι αρχές του για το έργο, πώς είναι ένα έργο που μάχεται το φως με το σκοτάδι, πως είναι επηρεασμένο από τον Οιδίποδα, πως προτείνει την αμφίδρομη δράση στο μοντέρνο θέατρο που μέχρι τότε δεν υπήρχε -η αμφίδρομη δράση είναι πως όσο περισσότερο μαθαίνουμε για το παρελθόν, τόσο προχωρά η δράση προς το μέλλον. Από αυτά μέχρι τι σημαίνει δραματουργία, τι σημαίνει κωμικό, η αρχή του θεάτρου όσον αφορά στους ρόλους – ο ρολίστας, η ντάμα, ο ενζενί και ο καρατερίστας- δηλαδή το έργο είναι τόσο κωδικοποιημένο και τόσο ελεύθερο συγχρόνως. Δεν το καταλαβαίνεις καν. Αυτό είναι μεγάλη υπόθεση. Να μη φαίνονται οι αρμοί και οι ραφές. Νομίζω πως όλο είναι ένα τέλειο ύφασμα, σαν να είναι ένα φυσικό γεγονός.
Και η τρίτη φορά ήταν όταν έδωσα εξετάσεις στη Σχολή, που έδωσα με την τελευταία του σκηνή του έργου.
Και μετά ήταν η πρώτη μου σκηνοθεσία εκτός ελευθέρου θεάτρου, το 1979 με τον Γιάννη Φέρτη, τη Δέσποινα Μπεμπεδέλη, τον Γιώργο Μοσχίδη κ.ά. Μία παράσταση μέτρια με πολύ καλούς ηθοποιούς».
Οι σύγχρονοι Βρυκόλακες
Ποιοι είναι οι Βρυκόλακες του σήμερα; «Είναι οι μουχλιασμένες, οι παλιές ιδέες, τα στερεότυπα της ζωής που κανένα από αυτά δεν οδηγεί τον άνθρωπο στην ευτυχία. Ο άνθρωπος δεν ήρθε για να ευτυχήσει, λέει ο πάστορας στο έργο.
Προσπαθώ να κάνω ένα έργο για το κοινό, όχι μία καλλιγραφία δική μου.
Είναι ό,τι σκουριασμένο υπάρχει στον άνθρωπο που νομίζουμε πως το έχουμε ξεπεράσει. Τα αρχετυπικά συναισθήματα που ξεπηδούν μπροστά μας και μας καθορίζουν ακόμη και χωρίς τη θέλησή μας. Ενώ το μυαλό σκέφτεται πολύ πιο μπροστά, έρχονται όλες οι παλιές συνθήκες, οι συνήθειες, τα ιδανικά, το καθήκον και σαν Βρυκόλακες κυβερνουν τη ζωή μας καταπιέζοντας αυτό που πραγματικά θέλουμε να κάνουμε. Ο Ίψεν μιλά για τη χαρά τη ζωής και της δημιουργίας…»
Η δύναμη του μυστικού
Το έργο αυτό είναι γεμάτο μυστικά: «Αυτό είναι όλο το θέμα εδώ. Και σήμερα ειδικά το βλέπουμε τόσο έντονα γύρω μας. Φωνάζουμε και γράφουμε στα social media τη γνώμη μας, ενώ στην πραγματική μας ζωή ορμούν οι Βρυκόλακες. Κάνουμε τους προοδευτικούς, διαλαλούμε πως έχουμε ξεπεράσει τα ταμπού και όταν κλείνουν οι πόρτες των σπιτιών μας είμαστε πιο συντηρητικοί από ποτέ. Πάμε λέμε μπροστά και έχουμε περάσει σε έναν πουριτανισμό χωρίς προηγούμενο. Ακόμη και στο θέατρο υπάρχει πλέον κώδικας συμπεριφορας. Δεν μπορείς καν να κοιτάξεις κάπως τον άλλον.
Εγώ δε θα ήθελα να βγω στον κόσμο τώρα. Με φοβίζει όλο αυτό το κλίμα. Φόβος και Βία. Μας τριγυρίζει ένας κυκεώνας πραγμάτων. Βγήκαν οι Βρυκόλακες…
Πιστεύω πως όλο αυτό θα μας πνίξει μέχρι να φύγει, αν φύγει. Εγώ δε θα ήθελα να βγω στον κόσμο τώρα. Με φοβίζει όλο αυτό το κλίμα. Φόβος και Βία. Μας τριγυρίζει ένας κυκεώνας πραγμάτων. Βγήκαν οι Βρυκόλακες… Δες την Ιταλία που βγήκε η Μελόνι. Και μιλά για τη βία των ΛΟΑΤΚΙ, για τον επαναπροσδιορισμό του φύλου, σε λίγο θα απαγορεύσει και τις αμβλώσεις.
Ζούμε στον μεσαίωνα… Και το λέει η ηρωίδα. “Ανοίγω την εφημερίδα να διαβάσω και πετάγονται μέσα από τις γραμμές Βρυκόλακες”. Πόσο τραγικά επίκαιρο…
Γιατί προκάλεσε τόσο πολύ το έργο αυτό όταν βγήκε;
Γιατί έχει μία πρωταγωνίστρια που έπρεπε να σκοτώσει το παιδί της το οποίο την κυνηγάει για να του δώσει τη μορφίνη επειδή έχει σύφιλη. Ε, δεν ήταν από τα ωραιότερα πράγματα που μπορούσε κάποιος να δει τότε. Και κάνει πολύ μεγάλη κριτική στον προτεσταντισμό. Σε αυτήν την φρικτή υποκρισία και την ψευτιά. Ο Ίψεν είναι μαχαίρι σε αυτά. Μεγάλη ενόχληση.
Η μετατόπιση της κάθαρσης
Πού είναι η κάθαρση στο έργο αυτό; «Κάθαρση δεν μπορεί να έχει με την έννοια της αρχαίας τραγωδίας. Αν και στη Μήδεια ποια ειναι η κάθαρση; Στο μοντέρνο θέατρο εν τω γίγνεσθαι η κάθαρση ανήκει στον θεατή. Έχει μεταφερθεί δηλαδή από τη σκηνή στο κοινό. Το θέατρο έζησε πολλές επαναστάσεις, τελευταία έγινε από τον Μπέκετ και μετά από τον Πίντερ. Ποιος είναι ο Γκοντό, ποιοι είναι αυτοί που σκοτώνουν στο Πάρτι γενεθλίων; Το κοινό απαντά. Αυτή τη θεωρώ από τις μεγαλύτερες επαναστάσεις στο θέατρο. Αυτό προσπαθώ να κάνω και εγώ, ένα έργο για το κοινό, όχι μία καλλιγραφία δική μου.
Μπορούμε τελικά να αντιμετωπίσουμε τους Βρικόλακες; “Το συλλογικό ήταν για μένα ένα όραμα εφηβικό που κράτησε μέχρι τα 30 μου. Καθυστέρησε δηλαδή πολύ. Τώρα πιστεύω στον άνθρωπο και στην πρωτοβουλία του και σε αυτό που έχει μέσα του”.
Δε μαθαίνουμε να ακούμε. Τι λέει ο άλλος, τι λέει το έργο. Και αυτό είναι πολύ σπουδαίο, ίσως πιο σπουδαίο από όταν μιλάς. Και για τον θεατή σπουδαίο. Αν μπορεί σε ένα ντουέτο να βλέπει τον ηθοποιό που μιλάει και τον άλλο πως ακούει, τότε αυτό έχει σημασία.
Θα δούμε μία πιστή αναπαράσταση της εποχής; Θα δούμε κάτι σύγχρονο. Δεν ακολουθούμε ούτε την εποχή, η εποχή είναι ο χρόνος της σκηνής του θεάτρου του Εθνικού την ώρα που το βλέπεις. Δεν έχει καμία άλλη αφετηρία. Είναι θνησιγενής η παράσταση και γενιέται κάθε φορά μπροστά στα μάτια σου. Είναι ένας κόσμος του τώρα, εδώ. Ούτε στην Νορβηγία, ούτε στην Ελβετία ούτε στην Αθήνα. Στη σκηνή του Εθνικού. Μπορούμε να πούμε ένα ποίημα; Αν μπορούμε θα το πούμε…
Περί ελληνικού θεάτρου ο λόγος
Ας πάμε λίγο στα του ελληνικού θέατρου… Πώς το βλέπετε; “Είναι απαξιωμένο και το λέω αυτό, ενώ δεν είμαι καθόλου αντίθετος στην εξέλιξη. Απλώς δεν ξέρω αν αυτό που θα αντικαταστήσει το παλιό αξίζει. Ότι πρέπει να αντικατασταθεί το παλιό είμαι σίγουρος, δεν πάει μπροστά το θέατρο βαλτώνοντας. Δε γίνεται δηλαδή να παίζουν οι ηθοποιοί, όπως έπαιζαν πριν από 20 χρόνια. Γίνονται διάφορα πράγματα που είναι της μόδας και νομίζουμε πως ανακαινίζουμε το θεάτρο. Δεν είναι έτσι. Πριν 20 χρόνια σε όλες τις παραστάσεις έβγαιναν όλοι οι ηθοποιοί με ένα μικρόφωνο στο χέρι. Αυτό ήταν μοντέρνο. Εγώ είμαι υπέρ του σύγχρονου και αυτό έχει μεγάλη διαφορά. Και τα μικρόφωνα όπως ήλθαν, έφυγαν. Το σύγχρονο προτείνει, η μόδα ακολουθεί, αυτή είναι η διαφορά. Τη μόδα την ακολουθείς, το σύγχρονο το προτείνεις”.
Οι σιωπές…
“Στο θέατρο οι σιωπές έχουν τη δική τους αξία. Δεν το καταλαβαίνουμε ωστόσο, γιατί ειδικά στο ελληνικό θέατρο πρέπει να μιλήσει ο ηθοποιός για να καταλάβουμε τι σκέφτεται. Από τη σχολή ακόμη μαθαίνουμε να παίζουμε όταν μιλάμε. Δε μαθαίνουμε να ακούμε. Τι λέει ο άλλος, τι λέει το έργο. Και αυτό είναι πολύ σπουδαίο, ίσως πιο σπουδαίο από όταν μιλάς. Και για τον θεατή σπουδαίο. Αν μπορεί σε ένα ντουέτο να βλέπει τον ηθοποιό που μιλάει και τον άλλο πως ακούει, τότε αυτό έχει σημασία.
Φταίμε και οι σκηνοθέτες πολλές φορές που, για να μη χαλάσουμε τον ρυθμό της παράστασης κάνουμε πράγματα που δεν αφήνουμε να ανασάνει ούτε ο ηθοποιός ούτε η δράση…”
Το να βρεις την αντιστοιχία αυτού του ποιητικού γεγονότος με κάτι ρεαλιστικό είναι μεγάλη υπόθεση γιατί έτσι ο άλλος βλέπει με ποιητικό τρόπο και τη ζωη του. Αρχιζει και μοιράζεται με ποίηση τη ζωή του την ίδια.
Και οι αλήθειες…
“Πρέπει να εκφράζει ο ηθοποιός τη δική του αλήθεια στη σκηνή. Αυτό είναι το πιο σπουδαίο να μην κοροϊδέψεις τον ίδιο σου τον εαυτό. Και στην υποκριτική και στη σκηνοθεσία. Έτσι μόνο ακουμπά κάτω στο κοινό και συγκινεί. Και έρχεται και ο άλλος και σου λέει, “μα τι είπατε εκεί”. Και μετά σου αφηγείται μία δική του ιστορία.
Τι αντίκρισμα δηλαδή έχει όχι μόνο στο μυαλό, όχι μόνο στην καρδιά, αλλά και στη ζωή ενός ανθρώπου. Υπάρχουν παραστάσεις που απευθύνονται στο μυαλό και άλλες στις ευαίσθητες πτυχές μας, μας κάνουν να κλαίμε. Το να βρεις την αντιστοιχία αυτού του ποιητικού γεγονότος με κάτι ρεαλιστικό είναι μεγάλη υπόθεση γιατί έτσι ο άλλος βλέπει με ποιητικό τρόπο και τη ζωη του. Αρχιζει και μοιράζεται με ποίηση τη ζωή του την ίδια. Τα άλλα όλα είναι διασκέδαση… την οποία εκτιμώ, αλλά είναι κάτι άλλο. Και αυτό είναι η Τέχνη, κάπου να ακουμπήσει…”