ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΝΙΚΑ: ΟΤΑΝ Ο ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΣ ΕΣΦΑΞΕ 30.000 ΕΞΕΓΕΡΜΕΝΟΥΣ
Η ιστορία πίσω από την πιο αιματοβαμμένη εξέγερση εναντίον Βυζαντινού Αυτοκράτορα στην ιστορία.
Πέντε χρόνια μετά την άνοδό του στο θρόνο, ο Ιουστινιανός Α’ (επίσης γνωστός ως Ιουστινιανός ο Μέγας) θα χρειαστεί να πάρει για λίγο το βλέμμα του απ’ το εξωτερικό και να το στρέψει προς στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας και προς τις διαμάχες που θα ξεσπάσουν με σκοπό την εκθρόνισή του. Μέχρι τότε οι κύριοι εχθροί που τον απασχολούσαν ήταν οι Πέρσες και οι Ίβηρες. Σύντομα όμως ο κίνδυνος θα ερχόταν απ’ τους ίδιους τους υπηκόους του.
Μέσα σε μόλις μία εβδομάδα, ο Ιππόδρομος, η αρένα που χρησιμοποιούταν για να ψυχαγωγείται η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, εξελίχθηκε στο πιο αιματοβαμμένο σκηνικό στην ιστορία του βυζαντινού καθεστώτος, όταν οι αδίστακτοι στρατηγοί του Ιουστινιανού κατέσφαξαν χιλιάδες εξεγερμένους.
Αλλά πώς ξεκίνησε η Στάση του Νίκα; Ποιες ήταν οι αιτίες της εξέγερσης;
Οι νέοι φορολογικοί νόμοι του Ιουστινιανού
Οι άνθρωποι δυσανασχετούσαν με το νέο φορολογικό σύστημα υπό τον πραιτοριανό έπαρχο του Ιουστινιανού, Ιωάννη τον Καππαδόκη και τον έπαρχο και μεγάλο νομοδιδάσκαλο, Τριβωνιανό. Για πολλούς, αυτοί οι δύο ήταν που κυνηγούσαν ανελέητα τους οφειλέτες και επέβαλαν τους τόσο υψηλούς φόρους.
Όταν ο κόσμος ζήτησε από τον Ιουστινιανό να τους απολύσει, εκείνος δεν είδε κανένα λόγο να αντικαταστήσει το δίδυμο που θα έκανε τα πάντα για να επιτύχει τους οικονομικούς του στόχους.
Σαρωτικές νομικές μεταρρυθμίσεις
Ο μισητός Τριβωνιανός ήταν ο ίδιος άνθρωπος που μεταρρύθμισε τους ρωμαϊκούς νόμους συντάσσοντας τον περίφημο “Ιουστινιάνειο Κώδικα”. Πολλοί από τους αριστοκράτες είδαν αυτές τις νομοθετικές μεταρρυθμίσεις ως προσβολή του Θεοδοσιανού Κώδικα που τιμούταν ως κάτι το θεϊκό και ο οποίος χρειάστηκε σχεδόν μια δεκαετία για να ολοκληρωθεί.
Μέτρα λιτότητας
Σε μια προσπάθεια να μειώσει τις δημόσιες δαπάνες, ο Ιουστινιανός μείωσε τα ποσά που διοχετεύονταν στις δημόσιες υπηρεσίες, στις οποίες δέσποζε η τάξη των ευγενών. Ταυτόχρονα, μείωσε και την αυτονομία πολλών δημοτικών συμβουλίων, μετατρέποντας τους ευγενείς σε ανθρώπους χωρίς πραγματική εξουσία, και πολλές φορές, διώχνοντάς τους τελείως από τις δουλειές τους.
Οι εκτοπισμένοι ευγενείς στη συνέχεια θα ευθυγραμμιστούν με τους συγκλητικούς (ή γερουσιαστές) που είχαν κι αυτοί με τη σειρά τους δυσαρεστηθεί από τις υψηλές εισφορές. Οι δύο πλευρές έτρεφαν κοινό μίσος κατά της βασιλείας του Ιουστινιανού και περίμεναν την τέλεια στιγμή για να χτυπήσουν.
Νοσταλγία για τη βασιλεία του αυτοκράτορα Αναστασίου
Ένα τμήμα του λαού στην Κωνσταντινούπολη θεωρούσε τον Ιουστινιανό και τη σύζυγό του, αυτοκράτειρα Θεοδώρα, ακατάλληλους ηγεμόνες της αυτοκρατορίας. Θυμόνταν με μεγάλη νοσταλγία τον προηγούμενο αυτοκράτορα Αναστάσιο, και θεωρούσαν τον Ιουστινιανό και τη Θεοδώρα ανθρώπους κατώτερης καταγωγής σε σύγκριση με τον γιο του Αναστασίου, τον συγκλητικό Υπάτιο.
Αντιπαλότητα μεταξύ των Πράσινων και των Βένετων
Ο Ιππόδρομος της Κωνσταντινούπολης δεν ήταν μόνο το μέρος που φιλοξενούσε αρματοδρομίες και μια σειρά από δρώμενα, αλλά ήταν επίσης ο βασικός χώρος μέσα στον οποίο ο λαός εξέφραζε τα παράπονά του προς τον αυτοκράτορα.
Το πιο δημοφιλές άθλημα της εποχής ήταν οι αρματοδρομίες και οι “Βένετοί” και οι “Πράσινοι” αποτελούσαν αντίστοιχα τις πιο δημοφιλείς οργανώσεις φιλάθλων του Ιπποδρόμου με την καταγωγή τους να αντλείται από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Υπήρχαν και οι “Ρούσσοι” και ο “Λευκοί”, οι οποίοι όμως δεν είχαν την ίδια δημοτικότητα.
Αυτές οι ομάδες όμως ήταν κάτι παραπάνω από απλοί σύνδεσμοι φιλάθλων. Πέρα από τα παιχνίδια, μπορούσαν να επηρεάσουν τις κοινωνικοπολιτικές αποφάσεις και να πυροδοτούν λαϊκές αντιδράσεις, καθώς είχαν μεγάλη και σημαντική δύναμη, κυρίως λόγω του σημαντικού αριθμού τους.
Ο ίδιος ο Ιουστινιανός κατά τη διάρκεια της βασιλείας του προηγούμενου αυτοκράτορα ήταν οπαδός των Βένετων (Μπλε), πιθανότατα για να κερδίσει την υποστήριξή τους για τον θρόνο. Εντούτοις, κατά τη δική του βασιλεία αποφάσισε να παραμείνει ουδέτερος χωρίς να υποστηρίζει κανέναν -κάτι αρκετά σπάνιο για Βυζαντινό Αυτοκράτορα. Κατά συνέπεια η στάση του αυτή αποτελούσε κίνδυνο και για τις δύο ομάδες.
Η αφορμή για τη Στάση
Στα τέλη του 531, ένας Βένετος και ένας Πράσινος συλλαμβάνονται με την κατηγορία της δολοφονίας και καταδικάζονται σε θάνατο δια απαγχονισμού. Στις 11 Ιανουαρίου 532 (ή 13 Ιανουαρίου κατά άλλους) όταν και ήταν προγραμματισμένο να ξεκινήσουν οι αρματοδρομίες, μέλη και των Βένετων και των Πρασίνων θα παρακαλέσουν δυνατά τον αυτοκράτορα να δείξει έλεος στους δύο άνδρες. Εκείνος θα μετατρέψει τη θανατική ποινή σε φυλάκιση, αγνοώντας επιδεικτικά τις εκκλήσεις τους για πλήρη απαλλαγή.
Οι Πράσινοι και Βένετοι όμως δεν ικανοποιούνται και ήδη εξαγριωμένοι για τους λόγους που αναφέραμε προηγουμένως, θα αρχίσουν και οι δύο ομάδες να φωνάζουν ενωμένοι “Νίκα!”. Αυτό το σύνθημα, που τόσο συχνά ακουγόταν στον Ιππόδρομο για την υποστήριξη του ενός ή του άλλου αναβάτη άρματος, στρεφόταν τώρα εναντίον του ίδιου του Ιουστινιανού.
Η πολη στις φλογες
Σύντομα η όλη ατμόσφαιρα θα αρχίσει να μυρίζει μπαρούτι και οι φρουροί του αυτοκράτορα θα τον οδηγήσουν γρήγορα πίσω στο παλάτι του. Σκηνές βίας θα ξεσπάσουν και ένας εξαγριωμένος όχλος θα βγει στους δρόμους. Πρώτος στόχος τους θα είναι το Πραιτόριο, που ήταν ουσιαστικά η έδρα του αστυνομικού τμήματος της Κωνσταντινούπολης και οι δημοτικές φυλακές. Οι εξεγερμένοι θα απελευθερώσουν τους κρατούμενους και θα βάλουν φωτιά στο κτίριο. Σε λίγο, ένα σημαντικό τμήμα της πόλης θα είναι τυλιγμένο στις φλόγες, συμπεριλαμβανομένης της Αγίας Σοφίας και πολλών άλλων σπουδαίων κτιρίων.
Στη συνέχεια ο Ιουστινιανός θα προσπαθήσει να ικανοποιήσει κάποιες απ’ τις απαιτήσεις των ταραχοποιών διώχνοντας τον Ευδαίμονα, τον Ιωάννη τον Καππαδόκη και τον Τριβωνιανό, αλλά αυτή η κίνηση θα αποδειχθεί πολύ λίγη και θα έρθει και πολύ αργά. Τίποτα δεν μπορεί πλέον να σταματήσει το εξαγριωμένο πλήθος.
Νιώθοντας την αδυναμία και την απογοήτευση να εισχωρεί στο μυαλό του Ιουστινιανού, οι δυσαρεστημένοι γερουσιαστές και νομοθέτες της Κωνσταντινούπολης θα σκεφτούν ότι τώρα είναι η ώρα τους για να χτυπήσουν και αυτοί, δίνοντας ένα τέλος στη βασιλεία του Ιουστινιανού.
Με τη δική τους προτροπή ο αριθμός των ταραχοποιών θα αρχίσει να διογκώνεται. Οι εξεγερμένοι θα καταλάβουν την κατοικία του Πρόβου, ενός από τους ανιψιούς του Αναστασίου, προκειμένου να τον ανακηρύξουν αυτοκράτορα, αλλά όταν δεν θα τον βρουν εκεί, θα εξαγριωθούν ακόμη περισσότερο και θα πυρπολήσουν το σπίτι του.
Εν τω μεταξύ ο Ιουστινιανός είχε στο παλάτι του τους δύο άλλους ανιψιούς του Αναστασίου, τον Υπάτιο και τον Πομπήιο. Μόλις εκείνοι θα φύγουν, οι ένοπλοι ταραξίες θα οδηγήσουν τον Υπάτιο στον Ιππόδρομο προκειμένου να τον ανακηρύξουν αυτοκράτορα.
Ο Ιουστινιανός φοβόταν για τη ζωή του και ως εκ τούτου σχεδίαζε να δραπετεύσει από την πόλη. Η αυτοκράτειρα Θεοδώρα όμως θα τον πείσει να μείνει, λέγοντας ότι “όποιος γεννιέται στο φως της ημέρας πρέπει αργά ή γρήγορα να πεθάνει… Πώς θα μπορούσε ένας αυτοκράτορας να επιτρέψει στον εαυτό του να είναι φυγάς;”.
Πώς κατέστειλε τη Στάση
Εμπνευσμένος από τα “συγκινητικά” λόγια της γυναίκας του, ο φοβισμένος Αυτοκράτορας θα συνέλθει. Στις 18 Ιανουαρίου, θα καταλήξει μαζί με τους στρατηγούς του σε ένα επιτελικό σχέδιο, σύμφωνα με το οποίο θα χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο για να συντρίψουν την εξέγερση.
Ο Ιουστινιανός θα αναθέσει σε όσους περισσότερους διοικητές γινόταν να μπουν στον Ιππόδρομο χωρίς να επιδεικνύουν εμφανή απειλή για τον νέο αυτοκράτορα ούτε για τους χιλιάδες εξεγερμένους.
Στη συνέχεια, ο αυτοκράτορας και οι σύμβουλοί του ανέθεσαν σε έναν άοπλο ευνούχο με το όνομα Ναρσής να διεισδύσει στο στρατόπεδο των Βένετων. Αυτός ο πανούργος στρατιωτικός θα δωροδοκίσει πολιτικούς προκειμένου να διαβεβαιωθούν οι Βένετοι ότι ο αυτοκράτορας ήταν μεγάλος φαν της ομάδας τους. Την ίδια στιγμή θα καταφέρει να πείσει και μερικούς από τους ταραχοποιούς ότι ο Υπάτιος ήταν ένας φανατικός υποστηρικτής των Πρασίνων. Στη συνέχεια, ο Ναρσής θα προχωρήσει στη διανομή ακόμα περισσότερων χρυσών νομισμάτων στους Βένετους, κάτι που τελικά θα ηρεμήσει πολλούς από αυτούς και οι οποίοι με τη σειρά τους θα εγκαταλείψουν τον Ιππόδρομο.
Μόλις ολοκληρώθηκε η δωροδοκία, είχε έρθει πια η ώρα για τους έμπιστους στρατηγούς Μούνδο και Βελισσάριο να παίξουν τον δικό τους ρόλο.
Έχοντας ειδοποιηθεί για την αναχώρηση των υποστηρικτών του Ιουστινιανού από τον Ιππόδρομο, οι στρατηγοί θα οδηγήσουν τις δυνάμεις τους μυστικά και θα τις βάλουν μέσα στην αρένα από την λιγότερο αναμενόμενη είσοδο. Η σφαγή που θα ακολουθήσει δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια. Ο στρατηγός Βελισάριος και οι άνδρες του θα δολοφονήσουν όλους τους ταραχοποιούς -μιλάμε δηλαδή για περισσότερα από 30.000 άτομα.
Και η αιματοχυσία δεν σταμάτησε εκεί. Ο Ιουστινιανός διέταξε τους στρατιώτες του να σκοτώσουν και όλους τους νομοθέτες και δημόσιους υπαλλήλους που υποστήριζαν τους εξεγερμένους. Οι λίγοι τυχεροί που κατάφεραν να ξεφύγουν, είδαν τις περιουσίες τους να κατάσχονται από τον αυτοκράτορα. Την επομένη, διέταξε να εκτελεσθούν ο Υπάτιος και ο αδελφός του, ενώ η περιουσία τους δημεύθηκε.
Η επιτυχημένη καταστολή θεμελίωσε την εξουσία του Ιουστινιανού και περιόρισε για πάντα τη δύναμη αυτών των οπαδικών οργανώσεων.