Η εκκένωση του Lützerath AP Photo/Michael Probst

ΣΒΗΝΟΝΤΑΣ ΔΑΣΗ ΚΑΙ ΧΩΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΛΙΓΝΙΤΗ – ΤΕΛΙΚΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ;

Η εκκένωση του Lützerath στη Γερμανία αναδεικνύει την υποκρισία του Συστήματος και την ελλειπή προετοιμασία της ΕΕ απέναντι στην ενεργειακή κρίση. Μια συζήτηση για τους "άλλους" δρόμους.

Το χωριό Lützerath (Λούτσερατ) της βόρειας Βεστφαλίας-Ρηνανίας της Γερμανίας, είναι ένα εκ των οικισμών από όπου εκδιώχθηκαν οι κάτοικοι, ερήμωσαν και μετατράπηκαν σε τεράστια εργοτάξια για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της μεταλλευτικής βιομηχανίας, με στόχο, τον λιγνίτη.

Από το 2020, περιβαλλοντικοί ακτιβιστές καταλαμβάνουν τα δέντρα, τα χωράφια και τα σπίτια στην περιοχή, προσπαθώντας να εμποδίσουν την “επένδυση” που προωθείται από την εταιρεία RWE με τις “ευλογίες” ακόμη και των Πρασίνων, μια επένδυση που βρήκε φυσικά τη μεγάλη ευκαιρία για να εκμεταλλευτεί εν πολλοίς τον πόλεμο στην Ουκρανία, και να παγιωθεί.

Οι περισσότεροι από τους αρχικούς κατοίκους του αγροτικού χωριού έχουν εξαφανιστεί εδώ και καιρό αφού έλαβαν αποζημιώσεις, ωστόσο το αντικείμενο του αγώνα των ακτιβιστών δεν έχει να κάνει με τα σπίτια καθεαυτά, αλλά με τις επιπτώσεις για το περιβάλλον από την εξόρυξη και τη χρήση του λιγνίτη. Οι ακτιβιστές οργανώθηκαν, έχτισαν κατασκευές και δεντρόσπιτα, και παρά την καταστολή, συνέχισαν για πολλούς μήνες τη δράση τους.

Η εκκένωση του Lützerath AP Photo/Michael Probst

 

Να σημειωθεί εδώ πως οι 900 κάτοικοι της περιοχής άφησαν τις εστίες τους το 2017 για να γίνει λιγνιτωρυχείο. Το 2013 το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο είχε αποφανθεί ότι η επέκταση του ορυχείου Γκαρτσβάιλερ ήταν προς το δημόσιο συμφέρον. Το 2020, η γερμανική κυβέρνηση αποφάσισε να καταργήσει σταδιακά την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με καύση άνθρακα έως το 2038, το αργότερο. Ωστόσο, ο πόλεμος στην Ουκρανία, οι ελλείψεις φυσικού αερίου και η ενεργειακή κρίση, άλλαξαν άρδην τις προτεραιότητες και η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα ήταν απαραίτητο να βασιστεί ξανά στον άνθρακα. Πρακτική που φυσικά, παρατηρείται και σε άλλες χώρες της ΕΕ.

Στα πλαίσια της συμφωνίας, πέντε χωριά που προβλεπόταν να καταστραφούν θα παραμείνουν ως έχουν, ωστόσο το Lützerath δεν μπήκε στα πλάνα αυτά. Ως “αντάλλαγμα”, η σταδιακή κατάργηση άνθρακα στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, θα προωθηθεί συντομότερα, από το 2038, στο 2030. Συγκεκριμένα, τον Οκτώβριο του 2022 ο υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ (Πράσινοι) και η υπουργός Οικονομίας της Βόρειας Ρηνανίας – Βεστφαλίας Μόνα Νοϊμπάουερ (Πράσινοι) κατέληξαν σε συμβιβασμό με την εταιρία ενέργειας RWE για την επιτάχυνση της απολιγνιτοποίησης της περιοχής από το 2038 στο 2030, με τον ενεργειακό κολοσσό να δέχεται η επέκταση των δραστηριοτήτων του να περιοριστεί στο Lützerath και να διασωθούν πέντε εγκαταλελειμμένα χωριά, τα οποία επρόκειτο να ισοπεδωθούν. Σύμφωνα με το σχέδιο κυβέρνησης και RWE, η επέκταση των εξορύξεων θα συνεισφέρει επιπλέον 280 τόνους λιγνίτη.

Σε πρόσφατη δημοσκόπηση του ZDF, το 59% των ερωτηθέντων εξέφρασε την αντίθεσή του στην “εκκαθάριση” του χωριού, ενώ το 33% ήταν υπέρ.

Για τα παραπάνω το Magazine του NEWS 24/7 μίλησε με τον Kωστή Γριμάνη, Υπεύθυνο για θέματα κλίματος και ενέργειας της Greenpeace Greece.

Γιατί ο αγώνας για το ανθρακωρυχείο στο Luetzerath μας αφορά;

Ο λιγνίτης είναι η πιο επιβλαβής για το κλίμα πηγή ενέργειας και η περιοχή εξόρυξης του στη Ρηνανία είναι η μεγαλύτερη πηγή CO2 στην Ευρώπη. Για να αντιληφθούμε το μέγεθος, κάτω από το Lützerath βρίσκονται 280 εκατομμύρια τόνοι λιγνίτη και η πρόσβαση σε αυτόν σημαίνει απαλλοτρίωση της ιδιοκτησίας ενός ολόκληρου χωριού – κάτι που έχει ήδη γίνει. Υπό αυτή την έννοια ένα τέτοιο φαραωνικό έργο που θα εκτροχιάσει την Γερμανία και ολόκληρη την Ευρώπη από την επίτευξη των κλιματικών τους στόχων μας αφορά όλους ενώ την ίδια στιγμή δίνει το μήνυμα ότι η επέκταση της χρήσης του λιγνίτη στο όνομα αντιμετώπισης της ενεργειακής κρίσης και όχι η ταχεία εφαρμογή πιο καθαρών και φτηνότερων τεχνολογιών (ΑΠΕ, εξοικονόμηση, αποθήκευση, δίκτυα) είναι επιτρεπτή υπό τις παρούσες συνθήκες. Μελέτες σαν αυτή του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών έχουν δείξει ότι ο λιγνίτης κάτω από το Lützerath δεν είναι απαραίτητος για την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας και η καύση του παραβιάζει τη γερμανική νομοθεσία για το κλίμα, καθώς έρχεται σε αντίθεση με τη δέσμευση της γερμανικής κυβέρνησης στη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα, θέτοντας υπό σοβαρή απειλή τον στόχο για τη συγκράτηση αύξησης της παγκόσμιας θερμοκρασίας κάτω από τον 1,5°C. Το αφήγημα που προωθείται είναι αντιφατικό και εξυπηρετεί επί της ουσίας τα συμφέροντα μεγάλων ενεργειακών κολοσσών, όπως της RWE, και όχι το συμφέρον των Ευρωπαίων πολιτών που έχουν ήδη αρχίσει και επωμίζονται τις συνέπειες της κλιματικής και ενεργειακής κρίσης εξαιτίας λανθασμένων πολιτικών επιλογών που μας έχουν φέρει στο σημείο που βρισκόμαστε σήμερα.

Η εκκένωση του Lützerath AP Photo/Michael Probst

 

Η εξόρυξη λιγνίτη και η χρήση του επανήλθε με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ποιες θα ήταν οι εναλλακτικές;

Η εξόρυξη λιγνίτη επανήλθε στο ενεργειακό προσκήνιο κατόπιν του πολέμου στην Ουκρανία ως απάντηση στις περικοπές εισαγωγής ρωσικού αερίου στην Ευρώπη. Η χρήση λιγνίτη, παρόλες τι δεσμεύσεις για τη μείωση εκπομπών ΑτΘ, ειδικότερα για χώρες όπως η Γερμανία και η Ελλάδα με μεγάλη εξάρτηση σε εισαγωγές ορυκτού αερίου επεκτάθηκε προσωρινά με αποτέλεσμα να επιβραδύνεται η μετάβαση σε καθαρότερες και φθηνότερες τεχνολογίες παραγωγής ενέργειας και οι στόχοι της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, παρότι δεν συνάδουν σε φιλοδοξία με τη Συμφωνία του Παρισιού, να υπονομεύονται ακόμα περισσότερο.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία απέδειξε με περίτρανο τρόπο ότι η συνεχιζόμενη εξάρτηση μας από τα ορυκτά καύσιμα και ο αργός ρυθμός μετάβασης περιόρισε πολύ τις διαθέσιμες επιλογές μας για τη διασφάλιση της ενεργειακής επάρκειας στην Ευρώπη. Από τον λιγνίτη πήγαμε στο αέριο και εξαιτίας της εκτόξευσης των τιμών του, καταλήξαμε να επιδοτούμε ακόμα περισσότερο το πετρέλαιο για θέρμανση στις κατοικίες και να καίμε περισσότερο λιγνίτη για να καλύψουμε την ηλεκτροπαραγωγή.

Αλήθεια θα ήμασταν σε αυτήν την κατάσταση τώρα αν είχαμε προχωρήσει σε πιο γενναία μέτρα εξοικονόμησης ενέργειας στα κτίρια, αν η διείσδυση των ΑΠΕ ήταν ταχύτερη και κοινωνικά και περιβαλλοντικά αποδοτικότερη και αν είχαμε στραφεί νωρίτερα σε έργα επέκτασης του ηλεκτροδοτικού δικτύου με ταυτόχρονα έργα αποθήκευσης;

Το να απαντά κανείς στο ποιες είναι οι εναλλακτικές τώρα όταν είμαστε ήδη “μέχρι τη μέση στο νερό” δεν έχει πολύ νόημα. Σημασία έχει πως θα μάθουμε από τα λάθη μας ώστε να αντιμετωπίσουμε παρόμοιες μελλοντικές κρίσεις αποτελεσματικότερα. Δεν φαίνεται όμως ότι πόλεμος και η ενεργειακή κρίση μας έχουν διδάξει πολλά. Την ίδια στιγμή που οι στόχοι μας για ενεργειακή αποδοτικότητα και μείωση κατανάλωσης αερίου θα έπρεπε να είναι αρκετά φιλόδοξοι μέχρι το 2030 εμείς συνεχίζουμε απτόητοι με εξορύξεις αερίου και επέκτασης των υποδομών του κάτι που όπως γίνεται ήδη με το λιγνίτη θα το πληρώσουμε πολύ ακριβότερα αργότερα σε εκπομπές, υψηλές τιμές, αδυναμία να ψύξουμε και θερμάνουμε επαρκώς τα σπίτια μας και με πιο έντονα καιρικά φαινόμενα.

Υπάρχει φόβος πως η χρήση λιγνίτη θα παγιωθεί εκ νέου; Αν ναι, ποιες θα είναι οι άμεσες επιπτώσεις;

Οι λιγνιτικές μονάδες θα έπρεπε να προβούν σε πανάκριβες αναβαθμίσεις προκειμένου να επεκταθεί η χρήση τους. Τέτοιου είδους επενδύσεις δεν είναι οικονομικά βιώσιμες και είναι εξαιρετικά χρονοβόρες αν λάβουμε υπόψη μας τις δεσμεύσεις αρκετών ευρωπαϊκών κρατών για απολιγνιτοποίηση μέχρι το 2030, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας (το 2028). ‘Όπως επισημαίνουν αρκετές μελέτες, το κόστος ηλεκτροπαραγωγής από λιγνίτη θα παραμείνει υψηλό, και στην Ελλάδα, εξαιτίας κυρίως της διατήρησης των τιμών δικαιωμάτων εκπομπών σε υψηλά επίπεδα. Από την άλλη, ο λιγνίτης δεν μπορεί να συναγωνιστεί τις διαρκώς τεχνολογικά αναπτυσσόμενες και οικονομικότερες ΑΠΕ με αποτέλεσμα νέες επενδύσεις λιγνίτη να καταστούν αδρανή κεφάλαια με επιπτώσεις στους λογαριασμούς των καταναλωτών. Μια “μονιμότερη” επιστροφή στο λιγνίτη θα πυροβολούσε στα πόδια την προσπάθεια μετάβασης που γίνεται σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο για κλιματική ουδετερότητα μέχρι το 2050 με επιπτώσεις όχι μόνο σε επίπεδο εκπομπών ΑτΘ, ατμοσφαιρικής ρύπανσης και σοβαρών επιπτώσεων στην υγεία (ιδίως του πληθυσμού στις λιγνιτικές περιοχές) αλλά και από την άποψη μετασχηματισμού της οικονομίας. Εμμονή στην επέκταση της χρήσης λιγνίτη θα σήμαινε ότι στόχοι όπως η επιτάχυνση επαγγελματικής κατάρτισης σε νέες τεχνολογίες ΑΠΕ, η επέκταση και ο εκσυγχρονισμός των ηλεκτρικών δικτύων ώστε να φιλοξενήσουν περισσότερες ΑΠΕ, μεγαλύτερη αποθήκευση καθαρής ενέργειας και η επιτάχυνση φιλόδοξων μέτρων εξοικονόμησης στον κτιριακό τομέα, τις μεταφορές και τη βιομηχανία καθυστερούν ή/και δεν εκπληρώνονται επαρκώς.

Το ερώτημα που τίθεται λοιπόν δεν είναι αν θα παγιωθεί εκ νέου ο λιγνίτης αλλά πόσο η επέκταση της χρήσης του θα καθυστερήσει την πολυπόθητη πράσινη μετάβαση. Με βάση το Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (IEA) η κατανάλωση λιγνίτη στην ΕΕ αυξήθηκε κατά 10% το πρώτο εξάμηνο του 2022, κυρίως λόγω ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας, και θα συνεχίσει να αυξάνεται καθώς προχωρά ο χειμώνας. Υπό την απειλή της έλλειψης ορυκτού αερίου και άλλων προβλημάτων που εξασφαλίζουν επάρκεια στο σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας, ορισμένες μονάδες λιγνίτη που είχαν κλείσει ή είχαν παραμείνει σε εφεδρεία επανήλθαν στην αγορά. Στις περισσότερες χώρες, αυτό αφορούσε περιορισμένη ποσότητα ηλεκτροπαραγωγής με λιγνίτη. Μόνο στη Γερμανία, με 10 γιγαβάτ (GW), η στροφή στο λιγνίτη είναι σημαντικής κλίμακας. Ωστόσο, σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΙΕΑ, οι διπλασιασμένες προσπάθειες για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης και την επέκταση των ΑΠΕ θα οδηγήσουν την παραγωγή και τη ζήτηση λιγνίτη στην ΕΕ σε πτωτική τροχιά ήδη από το 2024.

Η εκκένωση του Lützerath AP Photo/Michael Probst

Τελικά ο μεγάλος “κερδισμένος” είναι πάλι ο κολοσσός της RWE. Υπάρχει εδώ μια διαφαινόμενη υποκρισία εκ μέρους της Γερμανικής κυβέρνησης; Δεδομένου ότι και οι Πράσινοι υπέγραψαν τη συμφωνία.

Η κυβέρνηση του κρατιδίου της NRW (North Rhine-Westphalia) προβάλλει δύο θεμελιωδώς ψευδείς ισχυρισμούς:

(1) Ασφάλεια εφοδιασμού: Ο λιγνίτης του Lützerath δεν μπορεί να συμβάλει καθόλου στην ασφάλεια του εφοδιασμού βραχυπρόθεσμα, διότι δεν θα είναι διαθέσιμος για τουλάχιστον 3 χρόνια. Στην παρούσα κατάσταση έλλειψης ορυκτού αερίου, ο λιγνίτης στο Lützerath δεν έχει καμία χρησιμότητα.

(2) Όγκος εξόρυξης λιγνίτη: Η ζήτηση λιγνίτη της RWE μέχρι το 2030 είναι το πολύ 170 εκατομμύρια τόνοι και όχι 280 εκατομμύρια τόνοι, όπως ισχυρίζονται οι Πράσινοι στο NRW. Μόνο η διακοπή της παραγωγής μπρικέτας στο Frechen από τις αρχές του τρέχοντος έτους οδηγεί σε σημαντική μείωση της ζήτησης. Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει καμία ενεργειακή-οικονομική αναγκαιότητα για επεξεργασία λιγνίτη.

Μόλις 100 εταιρείες ευθύνονται για περισσότερο από το 70% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου

Τα αμφισβητήσιμα στοιχεία που χρησιμοποίησε η υπουργός Οικονομίας και Κλίματος Mona Neubaur υιοθετήθηκαν απλώς από την εταιρία RWE. Η κρατική κυβέρνηση βασίζεται σε μια ευνοϊκή γνωμοδότηση εμπειρογνωμόνων. Η πιθανή εκκένωση του Lützerath βασίζεται έτσι σε εσφαλμένες παραδοχές και παραπλανητικούς ισχυρισμούς.

Η κλιματική κρίση έχει τις ρίζες της στην άδικη κατανομή της εξουσίας, η οποία βρίσκεται στα χέρια του πλουσιότερου 1% που θέτει τα κέρδη του ως ύψιστη προτεραιότητα. Μόλις 100 εταιρείες ευθύνονται για περισσότερο από το 70% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Αυτή η βιομηχανία είναι το πρόβλημα και δυστυχώς όχι μέρος της λύσης. Θα παλέψει μέχρι τέλους για να εκμεταλλευτεί και το τελευταίο κυβικό λιγνίτη, αερίου και πετρελαίου. Και οι κυβερνήσεις, όπως και στην περίπτωση του Lützerath, είναι πολύ συχνά συνένοχες σε αυτό. Ωστόσο, τα γεγονότα που διαδραματίζονται αυτή τη στιγμή στο Lützerath είναι μια τεράστια στιγμή για το κλιματικό κίνημα στη Γερμανία και πέρα από αυτήν. Υπό αυτή την έννοια δεν θα λέγαμε ότι πρόκειται για μια νίκη της RWE.

Υπάρχουν γραμμές σύνδεσης ή σύγκρισης του Luetzerath με τη δική μας χώρα;

Η προφανής σύνδεση για εμάς και το Luetzerath είναι οι επιπτώσεις εξόρυξης και χρήσης λιγνίτη. Τόσο για τη Γερμανία όσο και την Ελλάδα ακόμη και η προσωρινή επέκταση της χρήσης του θα έχει επιπτώσεις στον εναπομείναντα διαθέσιμο προϋπολογισμό άνθρακα συμβατό με τον 1,5 βαθμό κελσίου σε παγκόσμιο επίπεδο. Η καταστροφή που επιχειρείται αυτή τη στιγμή στο Luetzerath έχει παρατηρηθεί σε πολλές περιοχές στην Ελλάδα. Πολλά χωριά και στη χώρα μας εγκαταλείφθηκαν εξαιτίας της επέκτασης των λιγνιτωρυχείων με το πιο πρόσφατο παράδειγμα να αποτελεί το χωριό της Μαυροπηγής νοτιοανατολικά της Πτολεμαϊδας. Το Σεπτέμβρη του 2011 έγινε αναγκαστική απαλλοτρίωση του οικισμού για την επέκταση της εξόρυξης λιγνίτη από τη ΔΕΗ. Η μετεγκατάσταση του οικισμού, που πλέον είναι ακατοίκητος δεν ολοκληρώθηκε. Επίσης οι αποζημιώσεις που έπαιρναν οι κάτοικοι των χωριών για την απαλλοτρίωση των οικισμών ήταν “της πείνας” και πολλοί από αυτούς δεν μπόρεσαν να αγοράσουν ποτέ άλλη ιδιοκτησία με αποτέλεσμα το διασκορπισμό τους σε γειτονικές περιοχές.

Το έργο αυτό, όπως και η εξόρυξη πετρελαίου και αερίου και οι νέες υποδομές στον υπόλοιπο κόσμο, συνδέεται με την καταστροφή της ζωής των ανθρώπων, του κλίματος και του πλανήτη. Αυτό τελικά έχει τις χειρότερες επιπτώσεις στους ανθρώπους των χωρών που έχουν συμβάλει λιγότερο στην κλιματική κρίση. Υπό αυτή την έννοια η καύση λιγνίτη σε Γερμανία και Ελλάδα δεν επηρεάζει μόνο εμάς εδώ στην Ευρώπη αλλά ταχύτερα και δυσανάλογα κοινότητες που πλήττονται ήδη πιο σφοδρά από ό,τι εμείς. Δυστυχώς, αυτό δεν λαμβάνεται υπόψη από κυβερνήσεις και εταιρείες που προωθούν τέτοια καταστροφικά έργα.

Το κίνημα για την προστασία του κλίματος ενισχύεται; Ποιες είναι οι σκέψεις σας; Θα είναι ένα κίνημα που θα βρει διεθνή δυναμική και δικτύωση ώστε να επισπεύσει όσα πρέπει να γίνουν κόντρα στην κλιματική κρίση;

Απλοί άνθρωποι, κινήματα και περιβαλλοντικές οργανώσεις συνεχίζουν να αμφισβητούν τη δύναμη εταιρειών ορυκτών καυσίμων και ενεργειακών κολοσσών που συνεχίζουν ανενόχλητα το ίδιο ζημιογόνο modus operandi. Το Lützerath έχει γίνει πηγή έμπνευσης για πολλούς ανθρώπους που συνεχίζουν να αγωνίζονται με θάρρος κατά των εγκλημάτων που διαπράττει η βιομηχανία ορυκτών καυσίμων, για έναν δίκαιο κόσμο και για κλιματική δικαιοσύνη.

Δεν είναι τυχαίο πως 35.000 απλοί άνθρωποι από την Ευρώπη ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα των ακτιβιστών και συμμετείχαν στις δράσεις στο Lützerath για να υπερασπιστούν το χωριό. Κατά ειρωνικό τρόπο, αυτοί οι ειρηνικοί, μη βίαιοι υπερασπιστές της ζωής αντιμετωπίστηκαν σαν εγκληματίες και απομακρύνθηκαν βίαια από την περιοχή. Ωστόσο, κοινότητες όπως το Lützerath που αντιστέκονται στις φρικαλεότητες της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων υπάρχουν σε κάθε γωνιά του πλανήτη: εκείνους που αγωνίζονται απέναντι στον αγωγό αργού πετρελαίου στην Ανατολική Αφρική, εκείνους που αντιστέκονται στο fracking στη Vaca Muerta της Αργεντινής, τους Adivasis στην Ινδία που αγωνίζονται για να σώσουν τις τελευταίες εκτάσεις αρχαίων δασών ή τους αυτόχθονες στη Βόρεια Αμερική που αντιστέκονται στους αγωγούς πετρελαίου.

Την ίδια στιγμή ο αριθμός των δικαστικών υποθέσεων για το κλίμα που έχουν στρατηγική φιλοδοξία (δηλαδή να επιφέρουν μια ευρύτερη κοινωνική αλλαγή) συνεχίζει να αυξάνεται. Σε παγκόσμιο επίπεδο, ο σωρευτικός αριθμός των υποθέσεων που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή έχει υπερδιπλασιαστεί από το 2015, με αποτέλεσμα ο συνολικός αριθμός των υποθέσεων να ξεπερνά τις 2.000. Περίπου το ένα τέταρτο από αυτές κατατέθηκαν μεταξύ 2020 και 2022. Στην πρόσφατη επίσκεψη τους στην Ελλάδα, οι Klima Seniorinnen από την Ελβετία, των οποίων η προσφυγή εναντιον της ελβετικής κυβερνησης για ανεπαρκή μέτρα για την κλιματική αλλαγή αναμένεται να εκδικαστεί στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων την άνοιξη του 2023 τόνισαν ότι: “η προσφυγή μας έχει αυξήσει την ευαισθητοποίηση για το συγκεκριμένο θέμα διεθνώς και πολίτες σε άλλες χώρες προχωρούν σε προσφυγές με στόχο στην κλιματική δράση, διότι εν τέλει πρόκειται για μια υπόθεση που ξεφεύγει από την αμιγώς περιβαλλοντική δράση και ακουμπά τα ανθρώπινα δικαιώματα”.

Περί Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας

Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (αιολική ενέργεια, ηλιακή ενέργεια, υδροηλεκτρική ενέργεια, ενέργεια από τους ωκεανούς, γεωθερμική ενέργεια, βιομάζα και βιοκαύσιμα) αποτελούν εναλλακτικές λύσεις αντί των ορυκτών καυσίμων και συμβάλλουν στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, στη διαφοροποίηση του ενεργειακού εφοδιασμού και στη μείωση της εξάρτησης από αναξιόπιστες και ασταθείς αγορές ορυκτών καυσίμων, ειδικότερα πετρελαίου και φυσικού αερίου.

Η νομοθεσία της ΕΕ για την προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έχει εξελιχθεί σημαντικά κατά τα τελευταία 15 έτη. Το 2009, οι ηγέτες της ΕΕ όρισαν ως στόχο έως το 2020 ένα μερίδιο 20% της κατανάλωσης ενέργειας της ΕΕ να προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές. Το 2018, συμφωνήθηκε ο στόχος έως το 2030 ένα μερίδιο 32% της κατανάλωσης ενέργειας της ΕΕ να προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές. Τον Ιούλιο του 2021, ενόψει των νέων φιλοδοξιών της ΕΕ για το κλίμα, προτάθηκε στους συν-νομοθέτες η αναθεώρηση του στόχου του 40 % έως το 2030. Μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και την ενεργειακή κρίση που ακολούθησε, η ΕΕ συμφώνησε να μειώσει γοργά την εξάρτησή της από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα πριν από το 2030, επιταχύνοντας τη μετάβαση σε καθαρές μορφές ενέργειας.

Το επικαιροποιημένο πλαίσιο πολιτικής για την ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές για το 2030 και για την μετά το 2030, περίοδο, βρίσκεται υπό συζήτηση.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα