ΤΑ ΑΝΤΙΚΑΤΑΘΛΙΠΤΙΚΑ ΣΥΝΤΑΓΟΓΡΑΦΟΥΝΤΑΙ ΣΑΝ ΤΙΣ ΚΑΡΑΜΕΛΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΟ
Ξέφυγε η κατάσταση μετά το ξέσπασμα της πανδημίας. Παραμένει, όμως, άγνωστο τι προκαλούν σε βάθος χρόνου. Επίσης, αμφισβητείται το αν κάνουν δουλειά σε όλους.
Το 2004 ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας είχε προβλέψει πως έως το 2030 η κατάθλιψη θα γινόταν η ψυχική νόσος με τα υψηλότερα επίπεδα αναπηρίας, παγκοσμίως.
Τρεις παγκόσμιες κρίσεις αργότερα (οικονομικής, υγειονομικής και ενεργειακής) η χρήση αντικαταθλιπτικών χαπιών κάνει διαρκώς νέα ρεκόρ.
Σε όλη την Ευρώπη σημειώθηκαν σημαντικές αυξήσεις, σε ιατρικές συνταγές για αντικαταθλιπτικά, από το ξέσπασμα της πανδημίας, σύμφωνα με τα στοιχεία της European Monitoring Centre for Drugs and Drug Addiction.
“Κάτι που εν μέρει μπορεί να εξηγηθεί, καθώς πολλοί είχαν την ανάγκη να καταπολεμήσουν το άγχος που βιώνουν απάντηση στην πανδημία COVID-19 και τα συνακόλουθα μέτρα lockdown”.
Σε όλον τον κόσμο μέχρι σήμερα οι επαγγελματίες συνεχίζουν να συνταγογραφούν αντικαταθλιπτικά για μεγάλες χρονικές περιόδους, ενώ είναι γνωστός ο κίνδυνος εθισμού -προειδοποίηση που αγνοούν οι περισσότεροι. Η ανεπαρκής επένδυσης στη ψυχολογική φροντίδα κάνει την κατάσταση ακόμα χειρότερη.
Στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπάρχουν λιγότεροι από 20 ψυχολόγους ανά 100.000 κατοίκους, στα συστήματα υγείας.
Δηλαδή, οι γιατροί γράφουν περισσότερα αντικαταθλιπτικά, “συχνά έχοντας καλές προθέσεις δεδομένου του περιορισμένου χρόνου και των περιορισμένων πόρων”, όπως κατέθεσε ο εκπρόσωπος της Mental Health Europe, Μarcin Rodzinka.
Η πανδημία έθεσε τα συστήματα ψυχικής υγείας ενώπιον μιας πρωτόγνωρης κατάστασης και πολλά άτομα που υποβλήθηκαν σε θεραπεία με ψυχιάτρους ή ψυχολόγους σταμάτησαν τα ραντεβού ή τα συνέχισαν μέσω της τεχνολογίας, κάτι που δεν ‘λειτούργησε’ για όλους.
Μόνο στην Αγγλία, υπήρξαν 235.000 λιγότερες επισκέψεις για ψυχολογική θεραπεία μεταξύ Μαρτίου και Αυγούστου του 2020, σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2019. Την ίδια περίοδο, οι γιατροί συνταγογράφησαν +4.000.000 συνταγές αντικαταθλιπτικών -συγκριτικά με ένα χρόνο νωρίτερα.
Οι χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά χρήσης είναι η Μεγάλη Βρετανία και η Πορτογαλία (100 καθημερινές δόσεις ανά 1.000 κατοίκους), γεγονός που σύμφωνα με όσα είπε στο Civ10 η βιοϊατρική ερευνήτρια Marta Estrela οφείλεται “στον αυξημένο επιπολασμό κοινών ψυχικών διαταραχών, τη συνταγογράφηση αντικαταθλιπτικών έναντι μη φαρμακολογικών θεραπειών, την αυξανόμενη πρόσβαση σε αντικαταθλιπτικά ή/και τη χαμηλή επένδυση στη θεραπευτική καινοτομία”.
Το πρόβλημα με την κατάχρηση βενζοδιαζεπίνες
Όταν έχουμε υπερβολικό άγχος, ο εγκέφαλος μας είναι σε υπερδραστήρια κατάσταση και οι νευροδιαβιβαστές GABA (γ-αμινοβουτυρικό οξύ), που είναι ο κύριος αναστολέας του κεντρικού νευρικού συστήματος πιάνει δουλειά.
Η ουσία που ενισχύει την επίδραση αυτή είναι οι βενζοδιαζεπίνες. Οι χημικές ουσίες που περιέχουν ενισχύουν αυτές που παράγει το σώμα μας και το αποτέλεσμα είναι να ηρεμεί ο εγκέφαλος.
H συγκεκριμένη ουσία βοηθά με τη μείωση του άγχους, την ανακούφιση από σπασμούς, τη χαλάρωση των μυών και τον ύπνο.
Η Ισπανία είναι η χώρα του πλανήτη με τη μεγαλύτερη νόμιμη χρήση βενζοδιαζεπίνων.
Οι βενζοδιαζεπίνες είναι το πιο εθιστικό αγχολυτικό.
Για αυτό και προτείνεται η χρήση τους για διάστημα έως 3 εβδομάδων. Παρ’ όλα αυτά, πολλοί τις παίρνουν για χρόνια. Είναι χαρακτηριστικό πως έχουν τη μεγαλύτερη κατανάλωση στην Ευρώπη.
Μετά τη διακοπή χρήσης που κράτησε τουλάχιστον 6 μήνες, το 15 με 35% των ανθρώπων έχουν χαρακτηριστικό στερητικό σύνδρομο. Αν διακοπεί απότομα η χρήση -και δη μεγαλύτερων δόσεων- δεν αποκλείεται να προκληθεί σοβαρή ασθένεια -με παράνοια, σύγχυση και επιληπτικές κρίσεις.
Αν η διακοπή γίνει φυσιολογικά, για λίγες ημέρες ο χρήστης βιώνει το ‘σύνδρομο ανάδρασης‘. Νιώθει νευρικός, δεν κοιμάται καλά, βλέπει εφιάλτες ενώ μπορεί να πάθει κρίση πανικού.
Παραμένει άγνωστο πώς λειτουργούν τα αντικαταθλιπτικά, σε βάθος χρόνου
Θα έλεγες πως από την στιγμή που αντικαταθλιπτικά χορηγούνται από το 1959 (παρεμπιπτόντως, προέκυψαν κατά τύχη από χημικούς που αναζητούσαν θεραπεία για τη φυματίωση), θα υπήρχε μια εικόνα για όσα αφήνουν μέσα μας με την πάροδο του χρόνου και πώς μπορούν να επηρεάσουν γενικά την ποιότητα ζωής.
Δεν υπάρχει.
Γιατί; Όπως εξήγησε στους New York Times η ερευνήτρια ψυχολόγος του University College London (με ειδικότητα τα αίτια, τη θεραπεία και την πρόληψη της κατάθλιψης και του άγχους), Gemma Lewis “οι περισσότερες κλινικές δοκιμές φαρμάκων έχουν παρακολουθήσει άτομα που λαμβάνουν αντικαταθλιπτικά μόνο για οκτώ έως 12 εβδομάδες. Επομένως δεν είναι σαφές τι συμβαίνει όταν οι ασθενείς τα παίρνουν για διάστημα μεγαλύτερο από αυτό.
Χρειαζόμαστε οπωσδήποτε μεγαλύτερη παρακολούθηση των ατόμων που χρησιμοποιούν ή δεν χρησιμοποιούν αντικαταθλιπτικά, για να δούμε ποια είναι τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα”.
Πριν προχωρήσω, να σου πω ότι 22.000.000 ενήλικες Αμερικανοί (το 8.4% της χώρας) βίωσε επεισόδιο κλινικής κατάθλιψης, μέσα στο 2020.
Μελέτη που δημοσιεύτηκε στις 20/4 του 2022 στο PLOS, θέλησε να καλύψει αυτό το κενό. Η έρευνα κράτησε μια διετία και είχε στο επίκεντρο το αν αλλάζει η ποιότητα ζωής. Η σύγκριση έγινε μεταξύ ενός γκρουπ ανθρώπων διαγνωσμένων με κατάθλιψη που πήραν αντικαταθλιπτικά (διαφόρων ειδών) και αυτού ατόμων διαγνωσμένων με κατάθλιψη που δεν πήραν τίποτα.
Οι επιστήμονες αξιολόγησαν την ψυχική και τη σωματική ποιότητα ζωής, μέσω ερωτηματολογίου που αφορούσε τη σωματική υγεία, τα επίπεδα ενέργειας, τη διάθεση, τον πόνο και την ικανότητα να εκτελούν καθημερινές δραστηριότητες -μεταξύ πολλών άλλων.
Η εργασία δεν βρήκε σημαντικές διαφορές στις αλλαγές στην ποιότητα ζωής που αναφέρθηκαν από τις δύο ομάδες. Γεγονός που υποδηλώνει ότι τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα μπορεί να μην βελτιώσουν τη μακροπρόθεσμη ποιότητα ζωής.
Και οι δύο ομάδες ανέφεραν μικρές αυξήσεις στις ψυχικές πτυχές της ποιότητας ζωής με την πάροδο του χρόνου, όπως και ελαφρές πτώσεις στη σωματική ποιότητα ζωής.
Προφανώς και δεν μπορούμε να μιλήσουμε για συμπέρασμα, αφού πρόκειται για μόλις μια έρευνα που έγινε με πολύ συγκεκριμένους όρους. Επίσης, μολονότι το δείγμα ήταν περισσότεροι από 17.000.000 Αμερικανοί, συγκρίθηκαν γκρουπ ανθρώπων που μπορεί να είχαν διαφορετικά επίπεδα κατάθλιψης. Στις κρίσεις τα αντικαταθλιπτικά είναι ο μόνος δρόμος, αλλά δεν υπήρχε σχετικός διευκρινιστικός διαχωρισμός.
Αμελητέα τα οφέλη στην ήπια κατάθλιψη
Κλινικές δοκιμές υποδεικνύουν ότι αν και τα αντικαταθλιπτικά βελτιώνουν τα συμπτώματα της κατάθλιψης τους πρώτους μήνες, τα οφέλη τους μετριάζονται και γίνονται λιγότερο έντονα στα άτομα με ήπια κατάθλιψη, σε σύγκριση με εκείνα με σοβαρή κατάθλιψη.
Κάτι που δεν το λες και ευχάριστη είδηση για το 73% των Αμερικανών στους οποίους συνταγογραφήθηκαν αντικαταθλιπτικά, χωρίς να έχουν καν διαγνωστεί με κατάθλιψη.
Δικαίως λοιπόν, οι επαγγελματίες διχάζονται σχετικά με το εάν αυτά τα μικρά οφέλη κάνουν αισθητή διαφορά στη διάθεση ή τη συνολική λειτουργία των ανθρώπων.
Υπάρχουν κάποιοι που υποστηρίζουν ότι τα οφέλη από τη χρήση αντικαταθλιπτικών θα ήταν τα ίδια αν έπαιρναν placebo.
Ο ερευνητής ψυχίατρος στο University College London, Mark Horowitz δήλωσε χαρακτηριστικά πως “έχουν οριακά αποτελέσματα -βραχυπρόθεσμα-, σε σύγκριση με το placebo.
Πολλοί άνθρωποι δεν αισθάνονται καλύτερα παίρνοντας τα φάρμακα. Μεγάλο μέρος της βελτίωσής τους θα μπορούσε να προέλθει από το φαινόμενο εικονικού φαρμάκου, και όχι από το ίδιο το φάρμακο”.
Η άλλη πλευρά υποστηρίζει πως τα οφέλη είναι σημαντικά αρκετά, για να κάνουν θετική διαφορά στις ζωές των ανθρώπων. Τουλάχιστον για λίγους μήνες.
Σε ό,τι αφορά το δεδομένο ότι 15.5 εκατομμύρια Αμερικανοί παίρνουν αντικαταθλιπτικά για τουλάχιστον πέντε χρόνια, κράτησε πως δεν είναι ξεκάθαρο πόσο χρήσιμη είναι η χρήση για περισσότερους από λίγους μήνες.
Η επικρατούσα θεωρία είναι πως όσο αυξάνεται η χρήση, μειώνονται τα οφέλη “εν μέρει γιατί οι ασθενείς μπορούν να αναπτύξουν φαρμακευτική αντοχή”.
Τα φάρμακα παραμένουν η πιο εύκολη και πιο φθηνή λύση
Οι επιστήμονες που μίλησαν στους New York Times συμφώνησαν πως τα φάρμακα παραμένουν η πιο εύκολη και η πιο φθηνή λύση. Η εναλλακτική είναι τα εβδομαδιαία ραντεβού με θεραπευτές, διαδικασία που μίνιμουμ κρατά για 10 εβδομάδες, είναι κοστοβόρα και δεν καλύπτεται από όλους τους ασφαλιστικούς οργανισμούς.
Η θεραπεία με φάρμακα χρειάζεται 4 με έξι εβδομάδες για να φανεί ξεκάθαρη βελτίωση. Βέβαια, τα στοιχεία δείχνουν ότι μέσα στο χρόνο που ακολουθεί, υπάρχουν από 20 έως 40 τοις εκατό πιθανότητες για υποτροπή (είτε συνεχίζουν τη χρήση, είτε όχι).
Τα εκατομμύρια των ανθρώπων που έχουν κατάθλιψη, μάλλον αξίζουν κάτι καλύτερο από μια πρόχειρη και εύκολη λύση.