THE STAIRCASE: Η ΑΡΧΗ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΟΥ TRUE CRIME
Η μίνι σειρά του HBO Max διασκευάζει το θρυλικό true crime ντοκιμαντέρ– και μαζί, το making of του. Είναι ό,τι πιο συναρπαστικό παίχτηκε στην τηλεόραση τους τελευταίους μήνες.
Υπό μία έννοια, το ντοκιμαντέρ Staircase είναι ένα από τα σημαντικότερα media του 21ου αιώνα. Στον απόηχό του θεμελιώθηκε όλο το εξαιρετικά δημοφιλές υποείδος του true crime ντοκιμαντέρ με τον τρόπο που το γνωρίζουμε σήμερα, αποτελώντας ταυτόχρονα μια ιστορία που διασχίζει τις δεκαετίες με απανωτά «update» επεισόδια, φτάνοντας και ως στη σύγχρονη έκρηξη του είδους.
Γαλλική παραγωγή του 2004, το πρωτότυπο Staircase ακολούθησε την ιστορία του συγγραφέα Μάικλ Πίτερσον ο οποίος βρέθηκε κατηγορούμενος για τον φόνο της γυναίκας του όταν το πτώμα της βρέθηκε στη βάση της σκάλας τους σπιτιού της, καλυμμένο και περιτριγυρισμένο από μια σοκαριστική ποσότητα αίματος. Ο Πίτερσον δε σταμάτησε να υποστηρίζει την αθωότητά του ακόμα κι αφότου καταδικάστηκε.
Η πρώτη σειρά επεισοδίων του ντοκιμαντέρ είχε σαν στόχο να βάλει τον θεατή μέσα στους μηχανισμούς του αμερικάνικου συστήματος δικαιοσύνης αλλά γρήγορα εξελίχθηκε σε κάτι ακόμα μεγαλύτερο, ένα διφορούμενο πορτρέτο ενός το-έκανε-ή-δεν-το-έκανε πιθανού δολοφόνου έχοντας ένα δίχως προηγούμενο επίπεδο πρόσβασης στον ίδιο, στο σπίτι του, στην οικογένειά του.
Εκείνα τα πρώτα επεισόδια ακολούθησαν δύο σίκουελ μίνι σειρές ύστερα από ισάριθμες σημαντικές εξελίξεις στην υπόθεση του Πίτερσον. Σήμερα, το σύνολο των 13 επεισοδίων διατίθεται ως μία ολοκληρωμένη σειρά στο Netflix, κάτι διόλου τυχαίο. Το Netflix είναι εξάλλου η στρίμινγκ πλατφόρμα που περισσότερο από κάθε άλλη media εταιρεία έχει επωφεληθεί (όσο και γιγαντώσει) το true crime φαινόμενο, με ορδές πανομοιότυπων ντοκιμαντέρ που ταϊζουν τις ορέξεις ενός κοινού απευαισθητοποιημένου απέναντι στην (αληθινή) βία την οποία καταναλώνει ως (φίξιοναλ) infotainment. Αληθινά εγκλήματα ως σειρά τηλεοπτικών επεισοδίων, αληθινά εγκλήματα ως ασφυκτική καθημερινή ειδησεογραφία, αληθινά εγκλήματα ως podcasts, αληθινά εγκλήματα ως twitter spaces. Αποκαλύψεις, ανατροπές, cliffhangers, θεωρίες. Αληθινά εγκλήματα ως (πολλαπλών μέσων, φορμάτ, αισθητικής) αφηγήσεις.
ΤΟ ΠΟΛΥΒΡΑΒΕΥΜΕΝΟ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ STAIRCASE
To Staircase υπήρξε επιδραστικό και πολυβραβευμένο– σίγουρα καμία σχέση με τους φτηνούς επιγόνους του. Ο σκηνοθέτης Ζαν-Ξαβιέ ντε Λεστράντ είχε μόλις κερδίσει Όσκαρ, η μοντέρ Σόφι Μπρουνέτ έχει ανάμεσα στα credits της δουλειές σαν το Η Ζωή της Αντέλ που κέρδισε Χρυσό Φοίνικα, και το ίδιο το ντοκιμαντέρ κέρδισε το πολύ σημαντικό βραβείο Peabody το 2005. Η θέση που κατέχει είναι αδιαμφισβήτητη, όμως τόσο η ιστορία που αφηγείται όσο και οι ίδιες οι επιπλοκές της δημιουργίας του, το κάνουν συν τοις άλλοις κι ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον αντικείμενο παρατήρησης.
Αν δεχτούμε πως ο παρατηρητής πάντα επηρεάζει αυτό που παρατηρεί, τότε ποια είναι θέση του Staircase –καθώς και των αμέτρητων true crime αφηγήσεων– απέναντι στους ήρωές τους, απέναντι στο κοινό τους, κι απέναντι στον ίδιο τον εαυτό τους; Πότε διαλύονται αυτές οι γραμμές (αν υφίστανται καν); Σε ποιο σημείο η καταγραφή γίνεται συνωμοσιολογία, και πότε η αποστασιοποιημένη εξιστόρηση γίνεται ένα με την μυθοπλασία; Μπορεί ποτέ να υπάρξει αληθινή ηθική σε ένα έργο που διατείνεται πως «μεταφέρει μια ακατέργαστη αλήθεια» μέσω υποθέσεων και απεικονίσεων;
Η ένταση ανάμεσα στη σχέση βίας, εικόνας, αλήθειας και μυθοπλασίας πάντα βρισκόταν στο πεδίο ενδιαφέροντος του σκηνοθέτη Αντόνιο Κάμπος, κι αυτό εξηγεί ίσως γιατί πάντα είχε εμμονή με την ιστορία του Μάικλ Πίτερσον. Ο Κάμπος είχε ξεκινήσει την καριέρα του σκηνοθετώντας το καθηλωτικό δράμα Afterschool με το Έζρα Μίλερ. Εκεί, ο θάνατος δύο κοριτσιών στο σχολείο καταγράφεται από την κάμερα που χρησιμοποιείται για ένα σχολικό πρότζεκτ όμως η γωνία λήψης αφήνει πολλά ερωτηματικά, πολλά περιθώρια αμφισβήτησης, πολλές ανατριχιαστικές θεωρίες να γεννηθούν στο νου του θεατή– μια διαφορετική γωνία λήψης τελικά θα προσθέσει νέες πτυχές στο έγκλημα.
Αργότερα θα σκηνοθετούσε πολλές ακόμα ιστορία που άπτονται του ψυχολογικού τρόμου και της εγκληματικής ροπής, από το Simon Killer μέχρι τη σειρά The Sinner. Όμως το μεγαλύτερο ενδιαφέρον βρίσκεται στην ταινία Christine, όπου η Ρεμπέκα Χολ παίζει την τηλεοπτική ρεπόρτερ Κριστίν Τσάμπακ η οποία αυτοκτόνησε σε ζωντανή μετάδοση το 1974. Τι μπορεί να οδηγήσει έναν άνθρωπο σε μια τέτοια απόφαση; Η απόπειρα σύνθεσης ενός τέτοιου ψυχολογικού παζλ μέσα από σοκαρισμένες μαρτυρίες και μισο-ψημένες υποθέσεις διαθέτει το ίδιο DNA με τα true crime ντοκιμαντέρ: Κάθε νέο στοιχείο προσθέτει κάτι κάνοντας τα πάντα πιο σύνθετα, αφήνοντας τελικά το βάρος της απόφασης στον ίδιο τον θεατή.
ΑΠΟ ΘΕΑΤΗΣ ΣΤΗ ΔΙΚΗ, ΑΦΗΓΗΤΗΣ ΤΗΣ
Στα βίντεο της δίκης του Μάικλ Πίτερσον, ο Κάμπος φαίνεται ανάμεσα στους θεατές στο ακροατήριο της αίθουσας. Χρόνια πριν εμπλακεί ενεργά στην ανάπτυξη του δικού του Staircase, ο σκηνοθέτης ήδη έβρισκε κάτι καθηλωτικό σε αυτή την ιστορία. Τελικά ήρθε σε επικοινωνία με τον σκηνοθέτη του ντοκιμαντέρ ζητώντας τα δικαιώματα του ντοκιμαντέρ προκειμένου να διασκευαστεί σε μυθοπλαστική εκδοχή, καθώς και πιθανό επιπλέον υλικό που είχε μείνει εκτός ντοκιμαντέρ και ίσως παρουσίαζε ενδιαφέρον.
Αυτό που τελικά έκανε, είναι πολύ πιο σοκαριστικό και ενδιαφέρον από μια απλή διασκευή του ντοκιμαντέρ του ντε Λαστράντ. Το κατά Αντόνιο Κάμπος Staircase είναι ταυτόχρονα η ιστορία του Μάικλ Πίτερσον μέσω του ορίτζιναλ Staircase, όσο και μια μυθοπλαστική εκδοχή του making of εκείνου του ντοκιμαντέρ. Από τη μία, το αντικείμενο. Από την άλλη, ο παρατηρητής ως αντικείμενο. Κι η αλήθεια ως αφήγηση.
[Spoiler alert: Στο κείμενο συζητιούνται κάποια σημεία της αληθινής ιστορίας του Μάικλ Πίτερσον]
Στην σειρά του HBO Max, που ολοκληρώθηκε πριν λίγες μέρες (διατίθεται ολόκληρη στην Ελλάδα στο Vodafone TV), ο Κόλιν Φερθ παίζει τον Μάικλ Πίτερσον με κορδωμένη αμερικανιά, στην ομιλία, στη συμπεριφορά, στην όλη του στάση. Απέναντί του, ως Καθλίν η Τόνι Κολέτ βρίσκει απρόσμενα πολύ υλικό προκειμένου να χτίσει έναν τραγικό χαρακτήρα που βρίσκεται διαρκώς σε μια κατάσταση ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο: Η ιστορία ξετυλίγεται σε πολλαπλές χρονικές περιόδους ταυτόχρονα (οι μέρες που οδηγούν στον θάνατο της Καθλίν, οι μήνες που ακολουθούν, η πρώτη δίκη του Μάικλ, η δεύτερη δίκη) χτίζοντας προς ένα κοινό κρεσέντο όπου πλέον ο θεατής έχει αποδεχθεί την παράλληλη συνύπαρξη όλων των στιγμών και όλων των ψυχολογικών καταστάσεων.
Στα μοντάζ των τελευταίων επεισοδίων, πολύ συχνά θα βρούμε στιγμές από κάποια χρονική περίοδο να συνυπάρχουν με στιγμές από κάποια άλλη, καθώς όλοι οι χρόνοι διαχέονται πια μεταξύ τους. Σε μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις, ο Πίτερσον ακούγεται να λέει πως «περιμένω πως η Καθλίν θα περάσει το κατώφλι της πόρτας ανά πάσα στιγμή» και στη σειρά αυτό γίνεται πραγματικότητα. Με έναν τρόπο σχεδόν επιθετικό απέναντι στο αδηφάγο βλέμμα του θεατή αλλά της ίδιας του της περιέργειας ως αφηγητή, ο Κάμπος σκοτώνει την Καθλίν ξανά και ξανά (αργόσυρτα και αποτρόπαια, πάντα σύμφωνα με τις θεωρίες της κάθε πλευράς) αλλά και την κρατά μονίμως ζωντανή (μέχρι και την τελευταία στιγμή συνθέτει το προσωπικό της arc και την σκιαγράφησή της).
ΟΙ ΠΙΤΕΡΣΟΝ ΚΑΙ Η ΩΜΗ ΒΙΑ
Οι Πίτερσον απολαμβάνουν μια δυναμική που καταγράφεται με τρόπο άφοβο, εντυπωσιακό όσο και ηθικά γκροτέσκο: Η αλήθεια δεν είναι παρά μια υπόθεση, που παρουσιάζεται ως μυθοπλαστική παραλλαγή των «γεγονότων». Το τι μοιράζονται οι δυο τους, και πώς, και πότε, είναι προϊόν φαντασίας. Οι εκδοχές του θανάτου παρουσιάζονται όλες με ευθύτατο, ωμό τρόπο, κάπου ανάμεσα στον ρεαλισμό και το camp. Η σχέση τους είναι άλλοτε ορμητικά ερωτική, άλλοτε εκμεταλλευτική, άλλοτε υποστηρικτική– στο τέλος η σειρά υποστηρίζει πως είναι όλα αυτά μαζί και τίποτα εξ αυτών, μέσα από μια σεκάνς που πλέκει το περφόρμανς με την ανάμνηση.
Αν η σειρά χτίζει προς μια παραδοχή της απατηλής και αναπόφευκτα κατασκευασμένης εκδοχής της κάθε αλήθειας, έχει ενδιαφέρον να δούμε και το πώς ξεκινά. Σε μία χρονική περίοδο, ο Μάικλ βουτά στην πισίνα για να σώσει την Καθλίν από πνιγμό κι όταν εκείνη ξυπνά, είναι με την είδηση της πτώσης των Δίδυμων Πύργων στα μάτια και τα αυτιά της. Στο πιο πρόσφατο timeline, ο Μάικλ ετοιμάζεται για τη νέα του δίκη και κάπου στο background ακούγεται ο Τραμπ. Από τις πρώτες στιγμές, ο Κάμπος συνδέει την ιστορία των Πίτερσον (και την ιστορία του Staircase, δηλαδή την Ιστορία του true crime) με το σύγχρονο αμερικάνικο σκοτάδι.
Το πορτρέτο που δημιουργεί συμπληρώνεται με ποικίλους τρόπους. Από τη μία, η οικογένεια του Μάικλ και της Κατλίν, με παιδιά γεννημένα και μεγαλωμένα το καθένα σε ένα περιβάλλον διαφορετικής βίας (συναισθηματικής, οικογενειακής, κοινωνικής) με δικά τους μυστικά και πράγματα να τους κρατάνε πίσω. Η προσπάθειά τους να απεμπλακούν από ένα σύμπλεγμα παθογένειας (το οποίο πολύ σταδιακά αποκαλύπτεται σε όλη του την γκροτέσκα λεπτομέρεια) είναι ένα σημαντικό κομμάτι του θεωρήματος της σειράς, πάνω στο πώς η βία δεν είναι ποτέ μεμονωμένη ούτε έχει πάντα εμφανείς, αναγνωρίσιμες μορφές.
Το κάστινγκ εδώ βοηθάει πολύ– ηθοποιοί σαν τον Ντέιν Ντεχάαν ή την Σόφι Τέρνερ ή την Οντέσα Γιανγκ κάνουν εξαιρετική δουλειά στο χτίσιμο πολυδιάστατων χαρακτήρων που μοιάζουν περιφερειακοί ως προς το κεντρικό τοξικό δράμα, όμως σιωπηλά χαράζουν καθένα τη δική τους διαδρομή.
ΤΟ STAIRCASE ΩΣ MAKING OF ΤΟΥ STAIRCASE
Το έτερο σημαντικό αφηγηματικό στοιχείο είναι φυσικά οι ίδιοι οι δημιουργοί του ντοκιμαντέρ. Ο Κάμπος αποφάσισε να τους κάνει όλους κεντρικούς χαρακτήρες της ιστορίας που έχει να πει γιατί, αλήθεια τώρα, πώς θα μπορούσαν να μην είναι; Ποια είναι η ιστορία του Μάικλ Πίτερσον χωρίς την ιστορία του ντοκιμαντέρ που την ανέδειξε, χωρίς την ιστορία ενός είδους που θα κυριαρχούσε στη mainstream διασκέδαση του 21ου αιώνα;
Ήδη από το 3ο-4ο επεισόδιο μεγάλο μέρος της δράσης περνάει μέσα από τις κάμερες του γαλλικού συνεργείου. Κεντρικά κομμάτια της δραματουργίας και της ανάπτυξης όλων των χαρακτήρων παρουσιάζονται ως κομμάτια του ντοκιμαντέρ ενώ αυτό γυρίζεται, ενώ η ιστορία της δίκης πλασάρεται ως μια διαπραγμάτευση ανάμεσα στις δημιουργικές φωνές πίσω από το ορίτζιναλ Staircase, με την «αλήθεια» να χτίζεται καρέ το καρέ, μπροστά σε πλάνα αρχείου, στο δωμάτιο του μοντάζ. Θα μπορούσε να είναι αλλιώς;
Το 5ο επεισόδιο έγινε αντικείμενο μεγάλης διαμάχης, με τον ντε Λαστράντ να βγαίνει δημόσια και να καταγγέλει τον Κάμπος πως τον εξαπάτησε, παρουσιάζοντας μια παραποιημένη εκδοχή των γεγονότων και πως ποτέ δεν υπήρξε αμφιβολία για την αντικειμενικότητα της αφήγησής τους. Η μοντέρ του Staircase Σόφι Μπρουνέτ γίνεται σταδιακά κεντρικό πρόσωπο του νέου Staircase λόγω της σχέσης της με τον Πίτερσον(!) η οποία ξεκίνησε κάποια στιγμή μετά(;) την ολοκλήρωση του αρχικού κύκλου επεισοδίων.
Η ίδια λέει πως ποτέ δεν ήθελε να γίνει χαρακτήρας στο σόου αλλά βρέθηκε προ ειλημμένων αποφάσεων. (Δεν θα είχε γίνει ποτέ, αν ο ίδιος ο αληθινός Πίτερσον δεν της ζητούσε να μιλήσει ανοιχτά για τη σχέση τους πριν μερικά χρόνια, πιστεύοντας πως αυτό θα τον βοηθούσε στην επαναληπτική δίκη.) Κι όχι μόνο γίνεται χαρακτήρας στη σειρά, αλλά τόσο κεντρικός και βαρύνουσας σημασίας, που για να την ερμηνεύσει επιστρατεύεται μια ηθοποιός του βεληνεκούς της Ζιλιέτ Μπινός. Μέσα σε όλα, ο αληθινός Πίτερσον γράφει έξαλλος στο Variety καταγγέλοντας όχι τόσο τον Κάμπος, όσο τον ντε Λαστράντ, ο οποίος «εκπόρνευσε» την ιστορία του για τα χρήματα.
Επιχειρώντας κανείς να ξετυλίξει το νήμα ηθικής και ευθύνης που δημιουργείται γύρω από αυτή την ιστορία και όλα της τα επίπεδα, θα βρεθεί σε νομοτελειακά αδιέξοδο. Εκεί νιώθει κανείς πως καταλήγει κι η ίδια η σειρά, παρουσιάζοντας μια πολυεπίπεδη περίπτυξη αντικειμένου και παρατηρητή, σε σημείο που πλέον ξεφεύγει κι από τον ίδιο της τον έλεγχο. (Και σίγουρα υπάρχει κάτι το τραγικά ειρωνικό στο να μετανιώνουν ταυτόχρονα για την πρόσβαση που έδωσαν ελεύθερα σε κινηματογραφικά συνεργεία, τόσο ο Μάικλ Πίτερσον στον ντε Λεστράντ, όσο κι ο ντε Λεστράντ στον Κάμπος.)
ΑΛΗΘΕΙΑ; ΠΟΙΑ ΑΛΗΘΕΙΑ;
Μέσα από όλα αυτά, η σειρά μοιάζει να παραδέχεται με πολύ έντονο κι εμφατικό τρόπο την αδυναμία της να παρουσιάσει την οποιαδήποτε εκδοχή ως «αληθινή αλήθεια». Καθώς προχωράμε από την στιβαρή δικηγορική δουλειά στο ξεκίνημα, φτάνοντας σε θεωρίες με κουκουβάγιες στην πορεία (μια διαδρομή που πιθανώς αντικατοπτρίζει κι αυτήν του ίδιου του genre), όλες οι εκδοχές κι οι ισχυρισμοί δραματοποιούνται με το ίδιο βάρος και την ίδια αφοσίωση. Ένα τελευταίο ανατριχιαστικό πλάνο είναι εκεί για να υπογραμμίσει την απόσταση που όλες τις προηγούμενες ώρες διατηρούσαμε από τον Πίτερσον-ως-τηλεοπτικό-χαρακτήρα.
(Κι αν ο Κάμπος αποφεύγει να διαλέξει κάποια βερσιόν της αλήθειας, έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον το πώς παρουσιάζει αφηγηματικά την εξέλιξη που τελικά θέτει τον Πίτερσον ελεύθερο: Ως σταυροφορία αλήθειας μιας πράκτορα που είναι βέβαιη πως «ένας αθώος άνθρωπος βρίσκεται στην φυλακή». Το ότι αυτός δεν είναι ο Πίτερσον, παρουσιάζεται ως ανατροπή τύπου «οι δύο χαρακτήρες όλη αυτή την ώρα δεν βρίσκονταν στο ίδιο κτίριο!». Είναι σαν η σειρά να μας λέει, «προφανώς και δεν εννοούσαμε αυτόν, είσαι καλά;;»)
Ας γυρίσουμε λίγα χρόνια πίσω, στο Christine που είχαμε αναφέρει παραπάνω ως ταινία-κλειδί των εμμονών του Κάμπος. Την ίδια χρονιά –σε μια από αυτές τις φοβερές χολιγουντιανές συμπτώσεις– κυκλοφορεί άλλη μία ταινία με θέμα την Κριστίν Τσάμπακ. Είναι το σπουδαίο Kate Plays Christine του εξαιρετικού ντοκιμαντερίστα Ρόμπερτ Γκριν, ένα ιδιόμορφο δημιούργημα όπου μια ηθοποιός (η Κέιτ Λιν Σέιλ) υποδύεται τον εαυτό της καθώς ερευνά την αλήθεια για την Κριστίν Τσάμπακ, με στόχο να την υποδυθεί. Μέσα από αυτό το μετα-αφηγηματικό τέχνασμα, ο Γκριν κι η Σέιλ έρχονται ευθέως αντιμέτωποι με την ευθύνη και την (μη-)ηθική της αναζήτησής τους: Πώς είναι δυνατόν να μπορούν δύο άνθρωποι να ισχυριστούν πως ξέρουν την απόλυτη αλήθεια για μια τόσο περίπλοκη και σοκαριστική ιστορία;
Φτάνοντας στη σκηνή της αναπαράστασης της αυτοκτονίας, η ηθοποιός αποκαλεί σαδιστές τους δημιουργούς (και ίσως κι εμάς ως θεατές;). «Δεν είχα ιδέα πως η Κέιτ θα γινόταν έξαλλη με την διαδικασία», μου έλεγε ο Ρόμπερτ Γκριν όταν μιλούσαμε πριν λίγα χρόνια για την ταινία. «Υπάρχει κόσμος που πιστεύει πως το φιλμ είναι εμφανώς γραμμένο για να φτάσει σε αυτό το μεγάλο σημείο στο τέλος, αλλά όχι, είναι αληθινό. Δεν είχα ιδέα τι θα έλεγε η Κέιτ. Και λόγω του χαρακτήρα της ταινίας θα ήταν ανειλικρινές να μην το βάλω μέσα». Του σχολιάζω πως είναι ανατριχιαστική η ένταση που υπάρχει, όχι μόνο ανάμεσα στην αλήθεια και τη μυθοπλασία, αλλά κι ανάμεσα στις διαφορετικές εκδοχές της αλήθειας που έχουν στο μυαλό τους τα ίδια τα άτομα που δημιουργούν την ταινία (ακριβώς δηλαδή αυτό που οπτικοποιεί ο Κάμπος στο β’ μισό του Staircase του).
«Έτσι συνέβαινε πάντα», μου λέει. «Το αντικείμενο έχει τη δική του εκδοχή των γεγονότων, ο δημιουργός έχει τη δική του εκδοχή και το φιλμ που θα βγει είναι κάποιος χορός ανάμεσα στις δύο εκδοχές με την τελική απόφαση να πηγαίνει στον δημιουργό». Και καταλήγει πως, «τα μόνα φιλμ που αξίζουν είναι αυτά που δίνουν φωνή σε αυτή την ένταση».
Δεν μπορούμε να ξέρουμε αν ο Αντόνιο Κάμπος είχε και το Kate Plays Christine στο νου του φτιάχνοντας το Staircase, έτσι κι αλλιώς αυτού του τύπου οι θεματικές πάντα τον απασχολούσαν. Αλλά αυτή τη φορά παντρεύει αντικείμενο και παρατηρητή, όπως παντρεύει χαρακτήρα και δημιουργό, όπως παντρεύει γεγονός και μυθοπλασία– με μια συναρπαστική ιστορία που παίρνει το «true» του «true crime» και το υπογραμμίζει, το κάνει bold, το διαγράφει, το χαράζει, το κάνει highlight με φωσφοριζέ μαρκαδόρο, το μουτζουρώνει. Τα κάνει όλα αυτά μαζί. Το σοκαριστικό, ηθικά αμφισβητήσιμο, θυελλώδες, γεμάτο περιέργεια Staircase του 2022 είναι ακριβώς αυτό: Η ένταση ανάμεσα στα διαφορετικά επίπεδα της αλήθειας.