ΤΗΝ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΟΜΑΔΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΕΦΤΙΑΞΕ ΕΝΑΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ
Στο βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο όλα επιτρέπονται και όλα γίνονται. Γι αυτό και την καλύτερη Εθνική Ομάδα όλων των εποχών, τη Βραζιλία του 70, δημιούργησε ο Ζοάο Σαλντάνια, ένας δημοσιογράφος. Ένας δηλωμένος κομμουνιστής εν μέσω στρατιωτικής δικτατορίας!
Λένε ότι κάθε Παγκόσμιο Κύπελλο ξεκινάει όταν εμφανίζεται για πρώτη φορά η Βραζιλία. Όπως σήμερα (Πέμπτη) το βράδυ στο Κατάρ, όπου η Σελεσάο αντιμετωπίζει την Σερβία. Ωρα για τους φίλους της σε ολόκληρο τον πλανήτη να σταθούν, σχεδόν με ιερό φανατισμό, στο πλευρό των παικτών με τις κίτρινες φανέλες και τα μπλε σορτσάκια.
Το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο είναι πλημμυρισμένο από μύθους, πραγματικές ιστορίες και θρύλους που μέσα στη διαδρομή του χρόνου έχουν πάρει μεταφυσικές διαστάσεις. Μια απ’ αυτές μου θύμισε τις προάλλες, ο καλός φίλος και συνάδελφος Γιάννης Γεωργάκης, κάπου στην Καισαριανή. Γράφοντας το (υπό έκδοση, πλέον) βιβλίο του για τις μεγάλες μορφές της προπονητικής και την επιρροή τους στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο, έπεσε -δε γινόταν κι αλλιώς- πάνω στον Ζοάο Σαλντάνια. Τον κόουτς που δημιούργησε την κορυφαία ομάδα όλων των εποχών, δηλαδή την Εθνική Βραζιλίας του 1970!
Ναι, έχουν αλλάξει σχεδόν τα πάντα στο ποδόσφαιρο, η σελεσάο του 70, ωστόσο, η ομάδα των πέντε δεκαριών, παραμένει ό,τι καλύτερο είδαμε ποτέ. Και σήμερα που “αρχίζει το Μουντιάλ” αξίζει να τη μνημονεύσουμε για μια ακόμη φορά, μαζί και τον δημιουργό της.
Τον άνθρωπο που το 1969 αποφάσισε ότι το futebol έπρεπε να γυρίσει σελίδα, απολαμβάνοντας μεν το jogo bonito, αλλά με μια επιστημονική προετοιμασία η οποία δεν είχε προηγούμενο.
Μπορεί να μην βρέθηκε τελικά στον πάγκο της Βραζιλίας στο Μεξικό, τη δόξα όλη να την καρπώθηκε ο Μάριο Ζάγκαλο, ο Σαλντάνια όμως πέρασε στην ιστορία. Και πως να μην περάσει; Ακόμη και για την Βραζιλία, στο ποδόσφαιρο της οποίας όλα επιτρέπονται και τίποτε δεν είναι παράλογο, αποτελεί -αν μη τι άλλο- μια ιδιάζουσα περίπτωση.
Ένας δημοσιογράφος, μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Βραζιλίας, αναλαμβάνει εν μέσω στρατιωτικής δικτατορίας την Εθνική Ομάδα της χώρας, ένα χρόνο πριν από το Παγκόσμιο Κύπελλο στο Μεξικό. Την οδηγεί αήττητη στην τελική φάση, αλλά ενάμιση μήνα πριν ξεκινήσει η διοργάνωση, απολύεται! Όλες οι αντιφάσεις αλλά και η γοητεία της βραζιλιάνικης κοινωνίας σε σχέση με το ποδόσφαιρο, τη δεύτερη – για πολλούς πρώτη- θρησκεία της χώρας.
Και δεν ήταν μόνο αυτό. Ο Σαλντάνια, μετά την απομάκρυνσή του από τον πάγκο της σελεσάο, γιατί δεν ήθελε να πάρει στην Εθνική τους παίκτες που απαιτούσε ο δικτάτορας στρατηγός Μέντιτσι, έγινε ένας από τους κορυφαίους σχολιαστές της τηλεόρασης.
Με αυτή την ιδιότητα πήγε σε τέσσερα Παγκόσμια Κύπελλα μέχρι που το 1990, αφού μετέδωσε τον ημιτελικό Ιταλίας-Αργεντινής, διακομίστηκε σε νοσοκομείο της Ρώμης, όπου πέθανε λίγες μέρες μετά. Ήταν 73 ετών. Η κληρονομιά του έμεινε βαριά, ακόμη κι αν οι διάφοροι Μπολσονάροι, θέλησαν κατά καιρούς να τον μειώσουν, η προσφορά του δεν διαγράφεται.
Στη Βραζιλία έχουν τυπωθεί δεκάδες βιβλία για τον Σαλντάνια και την σελεσάο του 70. Πενήντα δύο χρόνια μετά, η ιστορία πολλές φορές μπλέκει με τον μύθο, τις φήμες δηλαδή που διαδόθηκαν μετά την αποχώρηση του από την Εθνική Ομάδα. Η κόντρα του με τον Πελέ, η ένοπλη επίθεση (!) που έκανε στον προπονητή της Ατλέτικο Μινέιρο, οι πιέσεις του στρατηγού και της ομοσπονδίας, βρίσκονται μεταξύ αλήθειας και πραγματικότητας, συνθέτουν, ωστόσο, μια λίαν συναρπαστική ιστορία.
Ο Σαλντάνια γεννήθηκε το 1917 στο Αλεγκρέτε, λίγους μήνες πριν από την οκτωβριανή επανάσταση στη Ρωσία. Η καταγωγή τον ακολουθούσε για πάντα. Σύμφωνα με τον γιο του, που ζει στο Ρίο και εργάζεται ως χορογράφος, “σκεφτόταν πάντα σαν επαρχιώτης”. Κάτι τέτοιο δεν είναι απαραίτητα μειονέκτημα, ο Σαλντάνια ήταν πάντοτε ευθύς, έλεγε τη γνώμη του και διεκδικούσε πάντα το δίκιο του. Όχι μόνο το δικό του, αλλά και των άλλων.
Ο γκαούτσο, ο ακτιβιστής, ο προπονητής
Ένας γκαούτσο, που αγάπησε το ποδόσφαιρο, όταν στα νιάτα του άρχισε να παίζει στην Μπονταφόγκο. Του άρεσε και το μπάσκετ, αλλά όπως όλοι οι Βραζιλιάνοι που σέβονται τον εαυτό τους έμεινε πιστός στο ποδόσφαιρο. Όταν ο Ντόρι Κόρσντερ μετακόμισε από την Ουγγαρία στο Ριο Ντε Τζανέιρο, στο μυαλό του Σαλντάνια συνέβη κάτι πρωτόγνωρο.
Ο Κόρσντνερ θεωρείται ο προπονητής που πήγε το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο ένα βήμα μπροστά. Κάτι σαν τον Μπέλα Γκούντμαν, για την Ευρώπη. Ο Σαλντάνια άρχισε να παρακολουθεί τις προπονήσεις, να ρωτάει και να μαθαίνει πράγματα γύρω από την τακτική, διερύνοντας τις γνώσεις του πάνω στο σπορ. Σαν ποδοσφαιριστής δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο, είχε όμως έξοχη κριτική σκέψη και άρχισε να ξεχωρίσει ως δημοσιογράφος-σχολιαστής.
Ήδη είχε ξεχωρίσει και για την κοινωνική του δράση. Το 1943 έγινε μέλος του ΚΚΒ, μαζί με τον αδερφό του Αριστίντες (Αριστείδης δηλαδή, οι Βραζιλιάνοι συνηθίζουν να δίνουν ελληνικά ονόματα στα παιδιά τους, Σώκρατες, Λεονίντας κλπ). Συμμετείχε ενεργά στον αγώνα των αγροτών εναντίον των τσιφλικάδων του Ποροκάτου της επαρχίας Παρανά, ενώ το 1953 είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην “απεργία των 300.000 του Σάο Πάουλο”.
Η σχέση της αριστεράς με το ποδόσφαιρο δεν βρισκόταν πάντα στην ίδια πλευρά του νομίσματος. Ίσως γιατί λόγω της λαϊκής του απήχησης διάφορα καθεστώτα το χρησιμοποιούσαν προς όφελος τους.
Αυτή η μαζικότητα, ωστόσο, ήταν για τον κομμουνιστή Σαλντάνια το σημείο αναφοράς και προσέγγισης του αθλήματος με μαρξιστική λογική: “Το ποδόσφαιρο δεν είναι το όπιο του λαού, αλλά η ευκαιρία για την εργατική τάξη να ανακτήσει την αυτοεκτίμηση της” σχολίαζε αργότερα, απαντώντας στην περίφημη ρήση του Αρίγκο Σάκι, ο οποίος με τη σειρά του είχε παραφράσει την αντίστοιχη του Μαρξ για τη θρησκεία.
Πρωτάθλημα με την Μποταφόνγκο
Με αυτή τη φιλοσοφία συνέχιζε να ασχολείται με την μπάλα και την Μποταφόνγκο. Για ένα διάστημα έγινε διοικητικός παράγοντας και το 1957 δέχθηκε πρόταση να αναλάβει την τεχνική ηγεσία του ιστορικού κλαμπ. Η “Φόγκο” ή “Μοναχικό Αστέρι” όπως είναι τα παρατσούκλια της είχε να κατακτήσει εννιά χρόνια τον τίτο του πρωταθλήματος “Καριόκα”, της σπουδαιότερης τότε διοργάνωσης, που αφορούσε τις ομάδες του Ρίο. Τις καλύτερες, δηλαδή, της χώρας.
Από το 1948 όταν η Μποταφόγκο είχε πάρει το τελευταίο της πρωτάθλημα, οι τίτλοι είχαν μοιραστεί σε Βάσκο Ντα Γκάμα – Φλαμένγκο (από 4) ενώ μια φορά βρέθηκε στην κορυφή η Φλουμινένσε. Παρά την παρουσία του “μάγου” Γκαρίντσα και του θρυλικού Νίλτον Σάντος, η Μποταφόνγκο έμενε από τη δεύτερη θέση και πίσω.
Ο Σαλντάνια κίνησε γη και ουρανό για να αποκτήσει τον καλύτερο παίκτη της Φλουμινένσε, Βαλντίρ Περέιρα, ή απλά Ντιντί, ενός εκ των κορυφαίων ποδοσφαιριστών όλων των εποχών. Ο βιρτουόζος χαφ, πρώτος σπεσιαλίστας στα χτυπήματα φάουλ, έπαιξε σε τρία Μουντιάλ και σε αυτό του 1958 αναδείχθηκε κορυφαίος παίκτης της διοργάνωσης!
Η παρουσία του αναμόρφωσε αμέσως την Μποταφόνγκο και κυρίως απελευθέρωσε τον Γκαρίντσα.
Κάπως έτσι χτίστηκε μια πολύ μεγάλη ομάδα (με την προσθήκη ένα χρόνο μετά και των Ζάγκαλο, Αμαρίλντο) που αποτέλεσε βασικό σημείο αναφοράς της σελεσάο. Ο Σαλντάνια έπαιζε 4-3-3 και 4-4-2, του άρεσε πολύ το επιθετικό ποδόσφαιρο και η Μποταφόγκο στον τελικό του πρωταθλήματος έκανε σμπαράλια την Φλουμινένσε, κερδίζοντας 6-2.
Το πρωτάθλημα του 1957 ήταν ένας θρίαμβος του κόουτς Σαλντάνια, με την Μποταφόνγκο να παίζει απολαυστικά.
Στον φιλικό αγώνα με την Ριβερ Πλέιτ στις 20 Φεβρουαρίου του 1958, το Εστάδιο Ουνιβερσιτάριο του Μεξικού είναι κατάμεστο. Ο απαράμιλλος Γκαρίντσα έχει τρομερά κέφια και τρελαίνει στην ντρίπλα τον άτυχο Φεντερίκο Βάιρο. Οι Μεξικάνοι … εκστασιάζονται και ξεσπούν σε παρατεταμένα όλε-όλε, όπως στις ταυρομαχίες! Είναι η πρώτη φορά που αυτή η ιαχή ακούγεται στα γήπεδα και ο Σαλντάνια χαμογελάει στον πάγκο.
Από την Μποταφόνγκο θα αποχωρήσει το 1959 και θα προτιμήσει να κριτικάρει το ποδόσφαιρο ως δημοσιογράφος. Γίνεται σχολιαστής. Δεν μασάει τα λόγια του, κάνει κριτική σε όλους, είναι δημοφιλής και η γνώμη του έχει ιδιαίτερη αξία. Το 1968 μιλάει για το σύγχρονο ποδόσφαιρο, βλέποντας πολύ μπροστά από την εποχή του: “Για να θεωρηθεί ένας καλός ποδοσφαιριστής στις μέρες μας, θα πρέπει να αγωνίζεται σε πολλές θέσεις…”
Για τον Σαλντάνια το ωραίο ποδόσφαιρο δεν έχει συγκεκριμένες θέσεις και πολλοί καλοί παίκτες, ακόμη κι αν μοιάζουν μεταξύ τους, χωράνε στην ίδια ενδεκάδα, αφού μπορούν να εξυπηρετήσουν πρώτα τον ρυθμό κι ύστερα την φαντασία. Ένα δεκάρι μπορούμε να το βαφτίσουμε σέντερ-φορ, ή εξτρέμ, οι μπακ μπορούν να βάλουν γκολ, ερχόμενοι σαν τρέιλερ από εκεί που δεν τους περιμένει κανείς. Όπως ο Κάρλος Αλμπέρτο στο θρυλικό του γκολ επί της Ιταλίας…
Αργότερα στο άρθρο του, “η νίκη της τέχνης” , αφιερωμένο στην κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 70 από την Βραζιλία θα γράψει στην Ο΄Γκλόμπο: “Πρώτα απ’ όλα η σπουδαία επιτυχία της Βραζιλίας είναι μια νίκη του ποδοσφαίρου. Αυτού που παίζει η Βραζιλία, χωρίς να αντιγράφει κανένα, μετατρέποντας το ατομικό ταλέντο κάθε παίκτη της στη μεγαλύτερη δύναμη της ομάδας και επιβάλλοντας τα δεδομένα της στον κόσμο του ποδοσφαίρου, χωρίς να χρειάζεται να ακολουθήσει τα σχέδια άλλων. Με τη δική της φιλοσοφία και προσωπικότητα, την οποία δεν πρόκειται ποτέ να αποχωριστεί…
Η ιδέα του Χαβελάνζε
Εν τω μεταξύ η Εθνική Βραζιλίας παγκόσμια πρωταθλήτρια το 1958 και το 1962 είχε απογοητεύσει τέσσερα χρόνια αργότερα στην Αγγλία, μένοντας τρίτη στον όμιλό της, χάνοντας τον Πελέ από το σκληρό παιχνίδι των Πορτογάλων και γυρίζοντας σχεδόν ντροπιασμένη στο Ρίο. Ο Βισέντε Φέολα που είχε οδηγήσει τη σελεσάο στην κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου το 1958, αποχωρούσε εν μέσω σφοδρής κριτικής.
Ούτε οι διάδοχοί του (Κάρλος Φρονέρ και Αϊμορέ Μορέιρα) άντεξαν πολύ. Ο Ζοάο Χαβελάνζε, πρόεδρος τότε της βραζιλιάνικης ομοσπονδίας ποδοσφαίρου, είχε μια ριζοσπαστική ιδέα. Καθώς πλησίαζε το Μουντιάλ του 1970, με τους πάντες να γκρινιάζουν, έπρεπε να διαλέξει ένα προπονητή το όνομα και το κύρος του οποίου θα έβαζε ένα τέλος στην εσωστρέφεια που χαρακτηρίζει τους Βραζιλιάνους, ειδικά μετά από μια μεγάλη αποτυχία
Ο Χαβελάνζε σκέφτηκε τον Σαλντάνια, που έγραφε πύρινα άρθρα, αλλά διέθετε και μια συγκεκριμένη άποψη για το ποδόσφαιρο. Είχε βέβαια να κάτσει σε πάγκο δέκα ολόκληρα χρόνια, ήταν περισσότερο σχολιαστής παρά προπονητής. Ένας (έστω κορυφαίος) δημοσιογράφος στον πάγκο της Σελεσάο; Φανταστείτε τον Γιάννη Διακογιάννη, προπονητή της Εθνικής Ελλάδος! Εντάξει όσο διαφορετική κι αν ήταν η εποχή, δεν … συνηθιζόταν, πουθενά στον κόσμο. Ακόμη και στην Βραζιλία.
Και καλά δημοσιογράφος, πάει κι έρχεται. Εδώ μιλάμε για ένα δηλωμένο κομμουνιστή πουθ εν μέσω στρατιωτικής δικτατορίας (που είχε επιβληθεί από το 1964), αναλαμβάνει την Εθνική Ομάδα της χώρας. Τρέλα; Όχι ακριβώς
Ο Χαβελάνζε, που δεν πέρασε στην ιστορία για τις δημοκρατικές του απόψεις, είχε τους λόγους του να φτάσει σε μια τόσο ακραία επιλογή. Βάζοντας τον Σαλντάνια επικεφαλής του προπονητικού επιτελείου της σελεσάο, πρώτα απ’ όλα έπαιρνε με το μέρος του το σύνολο του Τύπου. Οι δημοσιογράφοι θα δυσκολεύονταν να κριτικάρουν ένα δικό τους άνθρωπο. Και εκτός των άλλων, φαίνεται ότι ο “ατρόμητος Ζοάο” όπως ήταν το παρατσούκλι του νέου κόουτς είχε ωραίες ιδέες.
“Αυτά είναι τα έντεκα λιοντάρια μου”
Στην πρώτη του συνέντευξη έβγαλε ένα χαρτάκι από την τσέπη του και είπε στους ρεπόρτερ: “Εδώ είναι γραμμένοι οι έντεκα βασικοί παίκτες της ομάδας. Έχω και τους αναπληρωματικούς τους. Αυτά θα είναι τα δικά μου λιοντάρια, που όχι μόνο θα παλεύουν αλλά θα μας φέρουν τις μεγάλες νίκες” είπε με περισσή αυτοπεποίθηση.
Ο Σαλντάνια ήθελε να σταματήσει η βραζιλιάνικη συνήθεια να γεμίζει η Σελεσάο από καλούς, μέτριους και … άσχετους διεθνείς. Ο καθένας νόμιζε ότι μπορεί να παίξει στην Εθνική Ομάδα, ειδικά αν είχε “μέσον”, ένα παράγοντα ή κάποιον άλλο αξιωματούχο.
Οι δημοσιογράφοι τον κοίταξαν περίεργα. Μπορεί και να μην τον πίστεψαν. Πήραν όμως το χαρτάκι και αντέγραψαν. Βασικοί: Φέλιξ, Κάρλος Αλμπέρτο, Ντζάλμα Ντίας, Μπρίτο, Ρίλντο, Πιάτσα, Ζέρσον, Ζαϊρζίνιο, Ντιρσέου Λόπες, Πελέ, Τοστάο. Ρεζέρβες: Κλανούντιο, Ζε Μαρία, Σκάλα, Ζοέλ, Εβεράλντο, Κλοντοάλντο, Πάουλ Σέζαρ, Πάουλο Μπόρχες, Τονίνιο, Ριβελίνο, Εντου
Ο Τοστάο δίπλα στον Πελέ
Από την πρώτη στιγμή έκανε πράξη αυτό που υποσχέθηκε. Οι 22 ποδοσφαιριστές που είχε διαλέξει, έγινε η μαγιά της μεγάλης Βραζιλίας. Η συνύπαρξη πολλών μέσων που μπορούσαν όμως να παίξουν και στην επίθεση υλοποιούσε και τη βασική του φιλοσοφία ότι “όλοι οι καλοί χωράνε”.
Υπήρχε όχι ένας, αλλά πέντε και έξι παίκτες που θα μπορούσαν να φορέσουν το “10” στην πλάτη. Προφανώς, παρόντος του Πελέ, κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να έχει αυτό το νούμερο στη φανέλα του. Τοστάο, Ζαϊρζίνιο, Ζέρσον (και μετά ο Ριβελίνο, που καθιέρωσε στην ενδεκάδα ο Μάριο Ζάγκαλο) έπρεπε να βρουν τον δικό τους ρόλο πάνω στο χορτάρι.
Τυπικό ήταν, ωστόσο. Οι θέσεις εναλλάσσονταν μέσα στο γήπεδο. Η βασική του κίνηση ήταν να φέρει τον Τοστάο δίπλα στον Πελέ και να κάνει τη Βραζιλία ακόμη πιο ελκυστική. Ο δαιμόνιος επιθετικός μέσος της Κρουζέιρο θυμάται “ένα αξιολάτευτο άνθρωπο, πολύ συναισθηματικό, ουμανιστή. Ένα ονειροπόλο, το άκρως αντίθετο με την συνηθισμένη εικόνα που είχαμε τότε για τους προπονητές. Σίγουρα η ομοσπονδία και η κυβέρνηση ήθελαν με την επιλογή αυτή να έχουν την κοινή γνώμη με το μέρος τους.
Μια σχεδόν σχιζοφρενής ιδέα, αφού ο Σαλντάνια θα ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που με τις δεδομένες συνθήκες θα έπαιρνε τη δουλειά. ‘Ένας κομμουνιστής προπονητής, στη διάρκεια μιας στρατιωτικής δικτατορίας; Και ο Σαλντάνια δεν έκρυψε ποτέ τις απόψεις του…”
Όμως ο Χαβελάνζε είχε κάνει διάνα και ο Τοστάο εξηγεί: “Ο Τύπος, εκείνα τα χρόνια, έγραφε ότι το βραζιλιάνικο στυλ είχε ξοφλήσει, ότι κυριαρχούσε πλέον το γρήγορο και βασισμένο στα αθλητικά προσόντα των παικτών ποδόσφαιρο. Η επιλογή του Σαλντάνια έφερε ένα δημοφιλή ποδοσφαιράνθρωπο στην κορυφή, κάτι που θα έβαζε ένα φρένο στην συνεχόμενη κριτική τόσο στην Εθνική όσο και στην ομοσπονδία. Σκέφτηκαν σωστά, γιατί ήταν μια πολύ αναγνωρίσιμη φιγούρα, που μπορούσε να δημιουργήσει μια ευχάριστη ατμόσφαιρα στην Εθνική, με τον Τύπο να ακολουθεί…”
Αήττητος στα προκριματικά
Η πληγωμένη Βραζιλία του 1966, έπρεπε να παίξει προκριματικά για το Μουντιάλ του 70. Ο Σαλντάνια φοβόταν ότι ο Πελέ, φοβούμενος ένα νέο τραυματισμό δεν θα ακολουθούσε την Εθνική. Οι πιέσεις της ομοσπονδίας έπιασαν τόπο και το “μαύρο διαμάντι” πήρε κανονικά μέρος στους αγώνες, προδιαθέτοντας τον κόσμο για το τι θα έβλεπε στο Μεξικό. Ενδιάμεσα θα γινόταν … μια από τις αιτίες να απομακρυνθεί ο Σαλντάνια από τον πάγκο.
Η Βραζιλία έδειξε εξ αρχής ότι είχε γυρίσει σελίδα νικώντας σε φιλικά την Ιταλία 2-1, το Περού 3-2 και την παγκόσμια πρωταθλήτρια Αγγλία με 2-1.
Στον προκριματικό όμιλο όπου συμμετείχαν ακόμα Κολομβία, Βενεζουέλα και Παραγουάη, έκανε περίπατο:
- Έξι νίκες με 23-2 γκολ.
- Δυο εξάρες εντός έδρας (6-2 την Κολομβία, 6-0 τη Βενεζουέλα)
- Στο εκτός έδρας 5-0 επί της Βενεζουέλας, όλα τα γκολ μπήκαν στο δεύτερο ημίχρονο. Το πρώτο 45λεπτο είχε τελειώσει 0-0 και ο Σαλντάνια αρνήθηκε να ανοίξει τα αποδυτήρια, ακόμη και για λίγο νερό. “Έτσι όπως παίζετε δεν δικαιούστε τίποτε” τους είπε για να τους υποχρεώσει να σαρώσουν τον αντίπαλό τους.
- Το τελευταίο ματς (1-0 την Παραγουάη) έγινε ρεκόρ εισιτηρίων στο Μαρακανά, αφού το ματς παρακολούθησαν ... 183.341 θεατές!
Το βιντεάκι με τα ασπρόμαυρα στιγμιότυπα μας δίνει μια ιδέα
Η επιστημονική προετοιμασία για το Μεξικό
Η Βραζιλία έπαιζε πλέον ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο, η Σελεσάο διασκέδαζε πάλι τον κόσμο, ο Σαλντάνια ήταν στα πάνω του. Ξέροντας ότι το Μουντιάλ θα γίνει στο υψόμετρο του Μεξικού συμφώνησε ότι η προετοιμασία της ομάδας έπρεπε να έχει επίκεντρο την αντοχή των παικτών στις συγκεκριμένες συνθήκες. Οι συνεργάτες του φρόντισαν γι αυτό.
Ο ίδιος δεν είχε ιδέα από την εκγύμναση των παικτών, συμφώνησε όμως σε ένα σχέδιο, που έκανε τη Βραζιλία να αντέχει σε όλα τα παιχνίδια. Όπως έλεγε αργότερα ο Ριβελίνο, σε συζητήσεις που είχε με τον μετέπειτα κόουτς Μάριο Ζαγκάλο, η κυριαρχία των Βραζιλιάνων ήρθε χάρη στα καταπληκτικά δεύτερα ημίχρονα της.
Ο Κλαούντιο Κουτίνιο υπεύθυνος για την φυσική κατάσταση των παικτών γιος στρατιωτικής οικογένειας και υπέρμαχος της δικτατορίας του 1964, είχε σχέσεις με τον διάσημο γιατρό (και πρώην αξιωματικό της αεροπορίας) Κένεθ Κούπερ που έδωσε το όνομα του στο γνωστο τεστ αντοχής-βελτίωσης της καρδιοαναπνευστικής λειτουργίας. Ο αστικός μύθος λέει ότι ο Κουτίνιο ήταν δικτυωμένος μέχρι τις έρευνες της NASA για τις αντοχές του ανθρώπινου σώματος σε καταστάσεις στρες.
“Για να αντέξουμε στο Μεξικό, πρέπει να κάνουμε τρεις μήνες προετοιμασία” είπε ο Κουτίνιο στον Σαλντάνια (με τον οποίο εν τω μεταξύ, χώριζε ιδεολογικό χάος) και του σύστησε τον γυμναστή Λαμαρτιν Περέιρα Ντα Κόστα, που ανέλαβε ολόκληρο το πρόγραμμα της εκγύμνασης, που έγινε για τα δεδομένα της εποχής, σε προηγμένο επιστημονικό επίπεδο…
Η Αργεντινή, το πιστόλι, ο πρόεδρος και ο “τυφλός Πελέ”
Ταυτόχρονα άρχιζαν και τα φιλικά, εν όψει του Μουντιάλ. Το πρώτο ματς κόντρα στην Αργεντινή μοιάζει με ηλεκτροσόκ. Η αλμπισελέστε νικάει με 2-1 και αρχίζει η γκρίνια. Η πρώτη ήττα με κόουτς τον Σαλντάνια αντιμετωπίζεται με καχυποψία, ενδεχομένως υπερβολική και ύποπτη, αφού η δημοφιλία του προπονητή ανέβαινε στα ύψη και γενικά το καθεστώς δεν έβλεπε με καλό μάτι ένας αριστερός να αποθεώνεται, έστω και στον κόσμο του ποδοσφαίρου.
Ο Ντοριβάλ Κνιπελ ή απλά Γιουστρίχ, προπονητής της Ατλέτικο Μινέιρο και κόουτς της σελεσάο σε ένα παιχνίδι του 1968, εμφανίστηκε στον Τύπο με επιθετικές δηλώσεις. Ο Σαλντάνια … πήρε ανάποδες και έκανε την πρώτη λάθος κίνηση του. Εισέβαλε στο γήπεδο της Μινέιρο και απείλησε τον Γιουστρίχ με το όπλο του. Χαμός!
Την ίδια ώρα ο στρατηγός Μέντιτσι πίεζε να συμπεριληφθεί στην αποστολή για το Μουντιάλ ο “αγαπημένος” του παίκτης, Ντάριο Νταντά Μαραβίγια. Η απάντηση του Σαλντάνια … ενδεικτική της σκέψης του, αλλά και του παράτολμου χαρακτήρα του: “Ο πρόεδρος μπορεί να διαλέξει τους υπουργούς του. Εγώ θα κάνω το ίδιο για τους ποδοσφαιριστές μου. Δεν θα μπλέξουμε τις δουλειές μας…”
Η Βραζιλία νικάει στο δεύτερο φιλικό την Αργεντινή, αλλά στο ημίχρονο ξεσπάει διαφωνία με τον Πελέ. Στην ερώτηση “τι θα κάνουμε”, ο Σαλντάνια απαντάει “ό,τι θέλετε”. Αρχίζει και υποψιάζεται τον “μάγο”, υπερβάλλει όσο ποτέ, υποστηρίζοντας ότι ο μεγάλος άσος … δεν βλέπει καλά και εναντίον της Κίνας τον έχει εκτός ενδεκάδας! Ο προπονητής τραβάει το σχοινί και δίνει την αφορμή στους εχθρούς του να περάσουν στην αντεπίθεση: “Εντάξει, καλά ήταν ως εδώ. Τώρα, διώξτε τον” είναι η εντολή και ο Χαβελάνζε ξέρει ότι δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, ειδικά όταν τον Σαλντάνια δεν τον θέλουν, πλέον, οι πιο πάνω απ’ αυτόν.
Τον … διαβάλλουν ο γιατρός της ομάδας, ο Κουτίνιο και άλλοι πρόθυμοι να απαλλαγούν από την παρουσία του. Ο Πελέ, χρόνια αργότερα θα δηλώσει λίαν απαξιωτικά: “Ήθελε να είναι το αφεντικό αλλά αν με ρωτήσετε αν ήξερε κάτι από ποδόσφαιρο, θα απαντήσω όχι…”
Στις 17 Μαρτίου 1970, δηλαδή 78 ημέρες πριν από το Μουντιάλ, θα απολυθεί από την Εθνική και τη θέση του θα πάρει ο πρώην παίκτης του στη Μποταφόγκο, Μάριο Ζαγκάλο. Δεν θα αλλάξει πολλά από τη φιλοσοφία του Σαλντάνια, πλην ίσως της χρησιμοποίησης του Ριβελίνο σαν βασικού στο 4-3-3 που είχε επιλέξει για σύστημα εν όψει Μουντιάλ. Πήρε μεν τον Ντάριο στην αποστολή, αλλά τον άφησε στην άκρη του πάγκου.
Οι 15 από τους 22 που αποτέλεσαν, εν τέλει, την καλύτερη ομάδα που είδε ποτέ ο κόσμος ήταν μέσα στο χαρτάκι που έδειχνε δυο χρόνια πριν στους δημοσιογράφους ο Σαλντάνια. Θα ήταν η Βραζιλία ίδια, αν πήγαινε με αυτόν τον ιδιόρρυθμο και εκρηκτικό χαρακτήρα στον πάγκο; Δεν το ξέρουμε. Ίσως να ισχύει αυτό που έγραψε ο συγγραφέας Ζοάο Μάξιμο: “Ένα είναι το σίγουρο. Με τον Σαλντάνια το 1970 και χωρίς τον Ζοάο το 1969, η Βραζιλία δεν θα έφερνε από το Μεξικό το ωραιότερο Παγκόσμιο Κυπελλο όλων των εποχών, το χρυσό Μουντιάλ των ονείρων μας”.
Ο ήρωας μας δεν είχε πρόβλημα να ξαναγίνει δημοσιογράφος και ένας από τους κορυφαίους τηλεσχολιαστές στην ιστορία των Παγκοσμίων Κυπέλλων.
Όταν το 1985 ο δικτάτορας Μέντιτσι άφησε την τελευταία του πνοή, μίλησε, όπως θα περίμενε κανείς από έναν άνθρωπο όπως ο Ζοάο Σαλντάνια: “Σέβομαι τον πόνο και το πένθος της οικογένειας και των συγγενών του. Θα περιμένω λίγες μέρες, όμως, και μια συγγνώμη για τις στυγνές δολοφονίες, μετά από βασανιστήρια, των φίλων μου στο Κομμουνιστικό Κόμμα και πολλών άλλων στη διάρκεια της διακυβέρνησης του, την οποία θεωρώ μια από τις πιο αιματηρές στην ιστορία μας. Τα γεγονότα με την Εθνική έχουν λιγότερη σημασία. Με απομάκρυνε γιατί δεν ήθελα να πάρω στην ομάδα τον Ντάριο, όπως ήταν η επιθυμία του, αλλά ποιος ασχολείται πλέον;”