ΤΟ 1962 Ο ΚΟΣΜΟΣ ΕΦΤΑΣΕ ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΠΟΛΥΤΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ
Η εγκατάσταση σοβιετικών πυρηνικών πυραύλων στην Κούβα, ο ναυτικός αποκλεισμός της νήσου από τις ΗΠΑ, οι διαπραγματεύσεις Χρουστσόφ-Κένεντι, ο Φιντέλ Κάστρο, ο Ου Θαντ και ο ΟΗΕ, η κορύφωση της κρίσης, η διπλωματική λύση και η επιστροφή των όπλων στην ΕΣΣΔ. Οι 13 ημέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο, σαν σήμερα (29/10/1962), πριν 60 χρόνια.
Το πρωί της 29ης Οκτωβρίου του 1962, η υφήλιος ξύπνησε ανακουφισμένη, συνειδητοποιώντας ότι ΗΠΑ και ΕΣΣΔ είχαν ξεπεράσει τη μεγαλύτερη κρίση της ιστορίας τους, μια κρίση που λίγο έλειψε να εξελιχθεί σε πυρηνικό όλεθρο ανάμεσα στις δυο υπερδυνάμεις της εποχής. Σήμερα, 60 χρόνια από “τις 13 ημέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο”, το Magazine θυμάται το χρονικό της απόλυτης κορύφωσης του Ψυχρού Πολέμου ανάμεσα σε Αμερικανούς και Σοβιετικούς, με αφορμή την εγκατάσταση – από τους δεύτερους – πυρηνικών όπλων στο έδαφος της Κούβας.
Πριν ασχοληθούμε με τα γεγονότα εκείνης της αντιπαράθεσης, είναι χρήσιμο να πούμε μερικά λόγια για το πολιτικό πλαίσιο στο ξεκίνημα της δεκαετίας του ’60, παρουσιάζοντας τις θέσεις και – κυρίως – τις προθέσεις των τριών πρωταγωνιστών, το παρασκήνιο και τα βαθύτερα αίτια που πυροδότησαν την κρίση, αλλά και τις σχέσεις και ισορροπίες που είχαν διαμορφωθεί μέχρι το φθινόπωρο του 1962 ανάμεσα στις εμπλεκόμενες χώρες. Θα ξεκινήσουμε με την Κούβα και στη συνέχεια θα περάσουμε στις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ.
Ο ΚΑΣΤΡΟ ΚΑΙ ΟΙ “BARBUDOS” ΠΑΙΡΝΟΥΝ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
Στις 25 Νοεμβρίου του 1956, ο Φιντέλ Κάστρο μαζί με 81 ακόμα συντρόφους του (ανάμεσά τους ο αδερφός του, Ραούλ και ο Ερνέστο Γκεβάρα), απέπλευσαν από το Μεξικό μέσα στη θρυλική “Granma” και μια εβδομάδα αργότερα αποβιβάστηκαν στις νότιες ακτές της Κούβας, ξεκινώντας τον ανταρτοπόλεμο εναντίον των δυνάμεων του δικτάτορα Φουλχένσιο Μπατίστα από τα βουνά της Σιέρα Μαέστρα. Δυο χρόνια αργότερα, μετά τη νίκη των ανταρτών στη μάχη της Σάντα Κλάρα, ο Μπατίστα εγκατέλειψε τη χώρα και στις 8 Ιανουαρίου του 1959, ο Κάστρο μπήκε θριαμβευτής στην πρωτεύουσα Αβάνα, αναλαμβάνοντας μαζί με τους “barbudos” του την εξουσία.
Η επαναστατική κυβέρνηση προχώρησε αμέσως στην ανακατανομή της γης και τις κρατικοποιήσεις εγκαταστάσεων αμερικανικών συμφερόντων. Τον Απρίλιο του 1959, ο Κάστρο ταξίδεψε στις ΗΠΑ, ωστόσο ο τότε πρόεδρος, Ντουάιτ Αϊζενχάουερ αρνήθηκε να τον συναντήσει. Ο ηγέτης της Κούβας στράφηκε έτσι στη Σοβιετική Ένωση και ήδη από τον Φεβρουάριο του 1960, υπογράφηκαν οι πρώτες διακρατικές συμφωνίες, με κυριότερη εκείνη για την ανταλλαγή σοβιετικού πετρελαίου με κουβανέζικη ζάχαρη.
ΤΟ ΦΙΑΣΚΟ ΤΗΣ CIA ΣΤΗΝ PLAYA GIRÓN
Η αντίδραση των ΗΠΑ ήταν η επιβολή εμπορικού εμπάργκο στην Κούβα τον Ιούνιο του 1960, ενώ ξεκίνησε μυστικά ο σχεδιασμός για εισβολή στο νησί και ανατροπή του Κάστρο. Πέντε μήνες αργότερα, στις εκλογές του Νοεμβρίου, ο Τζον Κένεντι νίκησε τον Ρίτσαρντ Νίξον και διαδέχτηκε τον “Άικ” στη θέση του προέδρου των ΗΠΑ. Ήδη η CIA είχε οργανώσει, εκπαιδεύσει και χρηματοδοτήσει την Ταξιαρχία 2506, ένα παραστρατιωτικό σώμα αποτελούμενο κυρίως από Κουβανούς αντικαθεστωτικούς, κατοίκους του Μαϊάμι.
Ο JFK έδωσε την έγκρισή του και το σώμα των 1.400 ανδρών – με αεροπορική υποστήριξη από αμερικανικά βομβαρδιστικά – αποβιβάστηκε στις 15 Απριλίου του 1961 στην Κούβα, στην τοποθεσία Playa Girón (Κόλπος των Χοίρων). Η όλη επιχείρηση εξελίχθηκε σε φιάσκο, αφού ο Κάστρο και οι δυνάμεις του εξουδετέρωσαν την εισβολή, η οποία κατέληξε σε πανωλεθρία – στρατιωτική και πολιτική – των Αμερικανών. Η αποτυχία των ΗΠΑ, ισχυροποίησε τη θέση του Φιντέλ, ο οποίος διακήρυξε πλέον ανοιχτά την πρόθεσή του να ενισχύσει τους δεσμούς του με την ΕΣΣΔ, ακολουθώντας τον δρόμο του σοσιαλισμού.
ΜΙΑ ΑΚΟΜΑ ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΤΗΣ CIA ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ “MONGOOSE”
Οι Αμερικάνοι πάντως, δεν τα παράτησαν και τον Νοέμβριο του 1961, έθεσαν σε εφαρμογή μια νέα μυστική επιχείρηση της CIA (μετά από πρόταση του Ρόμπερτ Κένεντι, αδελφού του JFK) με την κωδική ονομασία “Operation Mongoose”. Ο βασικός στόχος της ήταν η απομάκρυνση των κομμουνιστών από την εξουσία, μέσω μυστικής συλλογής πληροφοριών για τα μελλοντικά σχέδιά τους, επιθέσεων δολιοφθοράς από Κουβανούς εξόριστους, οικονομικού σαμποτάζ με πάγωμα των εξαγωγών της Κούβας προς τις ΗΠΑ, αλλά και με συνεχείς απόπειρες για τη δολοφονία του Φιντέλ Κάστρο.
Η επιχείρηση “Mongoose” ήταν γνωστή στη Μόσχα, η οποία παρακολουθούσε από κοντά τις κινήσεις των Αμερικανών. Δεν ήταν άλλωστε μυστικές οι αλλεπάλληλες στρατιωτικές ασκήσεις των ΗΠΑ στην Καραϊβική, στο πλαίσιο της προετοιμασίας για μια μαζική εισβολή στην Κούβα στο μέλλον. Ο Κένεντι πίστευε ότι με αυτόν τον τρόπο θα εκφόβιζε τον Κάστρο και θα τον υποχρέωνε σε υποχωρήσεις. Τον Σεπτέμβριο του 1962, ο Τσε Γκεβάρα (υπουργός Βιομηχανίας), μετά την ολοκλήρωση της επίσημης επίσκεψής του στην ΕΣΣΔ, ανακοίνωσε τη συμφωνία Αβάνας-Μόσχας για την αποστολή στην Κούβα σοβιετικών όπλων και στρατιωτικών συμβούλων (χωρίς πάντως να ξεκαθαρίζει τί είδους όπλα θα ήταν αυτά).
ΟΙ ΠΥΡΑΥΛΟΙ JUPITER ΤΩΝ ΗΠΑ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ
Όλη την άνοιξη του 1962, ο Χρουστσόφ είχε συνεχείς μυστικές διαβουλεύσεις με συνεργάτες του, για να καταλήξει στο είδος της στρατιωτικής βοήθειας που θα έστελνε στην Κούβα. Οι πιο μετριοπαθείς τον συμβούλευαν να προτιμήσει την αποστολή Σοβιετικών συμβατικών δυνάμεων, που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν αποτρεπτικά απέναντι στην αμερικανική επιθετικότητα. Υπήρχε όμως ένα άλλο γεγονός που ανησυχούσε τον Χρουστσόφ και το οποίο έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην τελική του απόφαση.
Επρόκειτο για την ολοκλήρωση τον Μάιο του 1962 της εγκατάστασης πυραύλων Jupiter IRBM από τις ΗΠΑ στο έδαφος της Τουρκίας, μια κίνηση που έγινε ως αντιστάθμισμα στην – υποτιθέμενη – υπεροχή της ΕΣΣΔ σε τέτοιου είδους εξοπλισμό. Οι πύραυλοι αυτοί είχαν ελάχιστη στρατιωτική αξία, όμως η τοποθέτησή τους κοντά στα σύνορα με τη Σοβιετική Ένωση, ήταν που ενοχλούσε τον Χρουστσόφ, ο οποίος στα μέσα Μαΐου αποκάλυψε στον υπουργό του των Εξωτερικών, Αντρέι Γκρομίκο, ότι τελικά θα έστελνε πυρηνικά όπλα στην Κούβα, παρά τις επιφυλάξεις του τελευταίου.
Ο ΚΑΣΤΡΟ ΛΕΕΙ “ΝΑΙ” ΣΤΗΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΠΥΡΑΥΛΩΝ
Στο τέλος Μαΐου, ο Χρουστσόφ έστειλε μια αντιπροσωπεία στην Αβάνα για να πάρει την έγκριση του Κάστρο για την αποστολή και εγκατάσταση πυρηνικών πυραύλων στο έδαφος της Κούβας. Ο Φιντέλ, παρά τη διαβεβαίωση των μυστικών του υπηρεσιών ότι ο Κένεντι δε σκόπευε να επαναλάβει σύντομα στρατιωτική επέμβαση στο νησί, συμφώνησε με τους Σοβιετικούς, θεωρώντας ότι τα πυρηνικά όπλα θα θωράκιζαν στον υπερθετικό βαθμό τη χώρα του απέναντι στην αμερικανική απειλή. Τα κομμάτια του παζλ της επικείμενης κρίσης είχαν πλέον ενωθεί.
Ήταν η πρώτη φορά που η Σοβιετική Ένωση αναλάμβανε μια τόσο μεγάλης έκτασης θαλάσσια επιχείρηση. Με την κωδική ονομασία “Anadyr”, οι Σοβιετικοί έπρεπε να σχεδιάσουν με κάθε λεπτομέρεια και με απόλυτη μυστικότητα τη μεταφορά των πυραύλων, των υπόλοιπων όπλων και των υποστηρικτικών στρατευμάτων. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι στρατιώτες που επιβιβάστηκαν στα πλοία, δεν γνώριζαν τον προορισμό τους, ακριβώς για να αποφευχθούν τυχόν διαρροές σε κατασκόπους της Δύσης.
ΤΑ ΟΠΛΑ ΠΟΥ ΕΣΤΕΙΛΕ Η ΕΣΣΔ ΣΤΗΝ ΚΟΥΒΑ
Έτσι κι αλλιώς, το μέγεθος της επιχείρησης ήταν τεράστιο. Αρκετές χιλιάδες στρατιώτες θα συνόδευαν τα πυρηνικά, ενώ 85 πλοία χρησιμοποιήθηκαν για τη μεταφορά τους στην Κούβα, αρκετά εκ των οποίων πραγματοποίησαν πάνω από μια φορά το ταξίδι. Ο Χρουστσόφ ήθελε να ανακοινώσει την ανάπτυξη των πυρηνικών όπλων στο έδαφος της Κούβας, τον Νοέμβριο του 1962 στον ΟΗΕ, αμέσως μετά τις ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ για τον Κογκρέσο. Κάτι που σήμαινε ότι είχε στη διάθεσή του λιγότερους από πέντε μήνες για να ολοκληρώσει το εγχείρημα.
Πριν οι Αμερικανοί αντιληφθούν τί ακριβώς συνέβαινε ανάμεσα στη Μόσχα και την Αβάνα και προχωρήσουν στον ναυτικό αποκλεισμό του νησιού, οι Σοβιετικοί είχαν προλάβει να στείλουν στην Κούβα τα εξής όπλα:
- 36 βαλλιστικούς πυραύλους μέσου βεληνεκούς R-12 (15 έως 70 φορές ισχυρότερους από την ατομική βόμβα της Χιροσίμα). Είχαν σχεδιαστεί έξι σημεία εκτόξευσης με ακτίνα δράσης 2.000 χιλιομέτρων, μπορούσαν δηλαδή να πλήξουν στόχους όπως η Νέα Υόρκη και το Σικάγο.
- 24 βαλλιστικούς πυραύλους ενδιάμεσου βεληνεκούς R-14, με ανώτατη ακτίνα δράσης τα 4.500 χιλιόμετρα. Από αυτούς τους πυραύλους, στην Κούβα έφτασαν μόνο οι πυρηνικές κεφαλές. Αν είχαν προλάβει να γίνουν επιχειρησιακοί, τότε θα μπορούσαν να πλήξουν σχεδόν όλες τις πολιτείες των ΗΠΑ.
- 42 ασυναρμολόγητα ελαφριά βομβαρδιστικά Il-28 (Ilyushin), με βεληνεκές μόλις 600 μίλια, που είχαν όμως τη δυνατότητα να ρίξουν συμβατικές ή πυρηνικές βόμβες στα νοτιοανατολικά παράλια των ΗΠΑ. Μέχρι το τέλος της κρίσης, είχαν συναρμολογηθεί μόνο τα επτά.
- 42 αεροσκάφη MIG-21, από τα πιο εξελιγμένα σοβιετικά μαχητικά αεροσκάφη.
- 144 αντιαεροπορικούς πυραύλους SAM (μπορούσαν να πλήξουν στόχους στα 80.000 πόδια και είχαν ακτίνα δράσης 30 μίλια). Συνοδεύονταν από 72 εκτοξευτές.
- 80 πυραύλους τύπου cruise με ακτίνα δράσης 125 μιλίων, που μπορούσαν να πλήξουν πλοία και απόβαση αμφίβιων δυνάμεων.
- 32 πυραύλους S-2 Sopka με ακτίνα δράσης έως 50 μίλια και συμβατικές κεφαλές.
- 12 ταχύπλοα σκάφη περιπολίας KOMAR, με δυο εκτοξευτήρες το καθένα, με συμβατικά οπλισμένους πυραύλους και ακτίνα δράσης 15-25 μίλια.
- 12 τακτικούς πυρηνικούς πυραύλους LUNA, με ακτίνα δράσης 20 μιλίων. Τοποθετήθηκαν με προσωπική εντολή του Χρουστσόφ, για απόκρουση ενδεχόμενης εισβολής από τις ΗΠΑ.
- 4 μηχανοκίνητα συντάγματα, με συνολικά 14.000 στρατιώτες και εξοπλισμένα με τανκς, πυροβολικό και αντιαρματικά όπλα.
Ο Χρουστσόφ διόρισε επικεφαλής των σοβιετικών δυνάμεων στην Κούβα, τον στρατηγό Ίσα Πλιγέφ, πρώτον, επειδή ήταν έμπιστός του και δεύτερον, επειδή δεν είχε καμία σχέση με τα συγκεκριμένα πυραυλικά συστήματα, οπότε δε θα κινούσε υποψίες στους Αμερικάνους. Ο ηγέτης της ΕΣΣΔ είχε ξεκαθαρίσει ότι χρήση των πυρηνικών όπλων στην Κούβα, θα μπορούσε να γίνει μόνο μετά από δική του εντολή. Όμως ο Πλιγέφ, υπερόποτης αξιωματικός και δύστροπος χαρακτήρας, είχε αποφασίσει ότι αν για οποιοδήποτε λόγο σταματούσε η επικοινωνία με τη Μόσχα, θα χρησιμοποιούσε τα πυρηνικά, προκειμένου να σταματήσει τον εχθρό.
Στο μεταξύ, οι Σοβιετικοί είχαν ξεκινήσει την επιχείρηση “Anadyr”, στέλνοντας συνεχώς πλοία φορτωμένα με όπλα στα κουβανέζικα λιμάνια. Το στρατιωτικό υλικό ήταν είτε πακεταρισμένο, είτε σκεπασμένο με τεράστιους μουσαμάδες, ώστε να μη γίνει αντιληπτό από τα αμερικανικά αναγνωριστικά αεροπλάνα, ενώ τα πλοία ξεφορτώνονταν μόνο κατά τη διάρκεια της νύχτας. Παρά τις προφυλάξεις όμως των Σοβιετικών, υπήρχε κάτι που ήταν αδύνατον να διαφύγει της προσοχής των ΗΠΑ και αυτό ήταν η κατακόρυφη αύξηση της σοβιετικής ναυσιπλοΐας στον Ατλαντικό.
Η CIA ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΟΥΣ ΣΟΒΙΕΤΙΚΟΥΣ
Η CIA, για να ερμηνεύσει τις κινήσεις των Σοβιετικών, χρησιμοποίησε τα αναγνωριστικά αεροσκάφη U2, τα οποία μπορούσαν να παίρνουν φωτογραφίες με υψηλή ανάλυση από μεγάλο ύψος, αλλά και άλλες υπηρεσίες συλλογής πληροφοριών. Στα μέσα του Αυγούστου του 1962, οι Αμερικανοί, παρακολουθώντας τις κινήσεις των Σοβιετικών, συμπέραναν ότι αυτά που έφταναν στην Κούβα, ήταν εξελιγμένος εξοπλισμός ραντάρ και ηλεκτρονικά συστήματα. Στις 29 Αυγούστου, ένα U2 αποκάλυψε την κατασκευή βάσεων SAM (για πυραύλους εδάφους-αέρος).
Ο Κένεντι πάντως, συνέχιζε να επιμένει ότι όλα τα οπλικά συστήματα που είχαν στείλει οι Σοβιετικοί στην Κούβα, ήταν αμυντικά. Φρόντισε βέβαια να καλύψει τα νώτα του, σε μια δημόσια δήλωσή του στα μέσα Σεπτεμβρίου, όπου ξεκαθάρισε πως “αν η Κούβα μετατραπεί σε επιθετική βάση της Σοβιετικής Ένωσης, τότε οι ΗΠΑ θα πράξουν οτιδήποτε χρειάζεται ώστε να προστατεύσουν την ασφάλειά τους, αλλά και εκείνη των συμμάχων τους”. Μια εβδομάδα αργότερα, στις 21/9, τη σκυτάλη πήρε ο Γκρομίκο, δηλώνοντας στον ΟΗΕ πως “μια αμερικανική επίθεση στην Κούβα θα σήμαινε πόλεμο με την ΕΣΣΔ”.
ΟΙ ΗΠΑ ΑΝΑΚΑΛΥΠΤΟΥΝ ΤΑ ΠΥΡΗΝΙΚΑ ΣΤΗΝ ΚΟΥΒΑ
Ο Κένεντι ανέθεσε στον Ρόμπερτ ΜακΝαμάρα, υπουργό Άμυνας των ΗΠΑ, να ενημερώσει το Γενικό Επιτελείο Στρατού, ότι από τις 20 Οκτωβρίου θα έπρεπε να βρίσκεται σε πλήρη ετοιμότητα ώστε, αν χρειαζόταν, να ξεκινούσε αεροπορικές επιδρομές κατά της Κούβας. Στο μεταξύ, οι Σοβιετικοί δούλευαν με πυρετώδεις ρυθμούς στην Κούβα, αλλά άρχισαν να παρακάμπτουν τα αυστηρά πρωτόκολλα ασφαλείας που υπήρχαν, επειδή ήθελαν να προλάβουν τις προθεσμίες. Άρχισαν να καλύπτουν πρόχειρα τους πυραύλους με μουσαμάδες και να αφήνουν εκτεθειμένες τις βάσεις εγκατάστασης, με αποτέλεσμα αρκετά σημεία να είναι πλέον ορατά από τα αμερικανικά αναγνωριστικά αεροπλάνα.
Στις 9 Οκτωβρίου, οι υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ πρότειναν την πραγματοποίηση μιας πτήσης U2 πάνω από την ευρύτερη περιοχή της πόλης Σαν Κριστόμπαλ (δυτικά της Αβάνας), επειδή εκεί είχε παρατηρηθεί ιδιαίτερα ύποπτη δραστηριότητα. Πράγματι, στις 14 Οκτωβρίου, ένα αεροσκάφος U2 απογειώθηκε από τις ΗΠΑ, πραγματοποίησε αναγνωριστική πτήση και όταν επέστρεψε στη βάση του, ο Κένεντι είχε πλέον στα χέρια του τις πρώτες αδιάσειστες αποδείξεις ανάπτυξης σοβιετικών πυρηνικών όπλων στο έδαφος της Κούβας.
Ο ΚΕΝΕΝΤΙ ΕΝΗΜΕΡΩΝΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΑ ΠΥΡΗΝΙΚΑ
Οι αναλυτές του Εθνικού Κέντρου Ερμηνείας Φωτογραφιών (National Photographic Interpretation Center, NPIC), εντόπισαν στο φωτογραφικό υλικό που πήραν από το U2, τρεις εγκαταστάσεις σοβιετικών βαλλιστικών πυραύλων μέσου βεληνεκούς R-12. Την επομένη (15/10), η CIA ενημέρωσε τον Μακ Μπάντι, σύμβουλο εθνικής ασφάλειας του Κένεντι, και εκείνος ανακοίνωσε το πρωί της 16ης Οκτωβρίου στον πρόεδρο Κένεντι ότι οι Σοβιετικοί είχαν εγκαταστήσει κρυφά πυρηνικούς επιθετικούς πυραύλους στην Κούβα. Οι 13 ημέρες που θα συγκλόνιζαν τον κόσμο, είχαν αρχίσει να μετράνε.
Ο JFK έγινε έξαλλος, θεωρώντας ότι είχε εξαπατηθεί από τον Χρουστσόφ, που τους τελευταίους μήνες επέμενε ότι η ΕΣΣΔ έστελνε στην Κούβα αποκλειστικά αμυντικά όπλα. Ζήτησε από τον Μπάντι να συστήσει αμέσως μια συμβουλευτική επιτροπή, για να συζητήσει μαζί της ποια θα ήταν η αμερικανική αντίδραση στη σοβιετική πρόκληση. Η επιτροπή αυτή ονομάστηκε EXCOMM (Executive Committee of the National Security Council) και την αποτελούσαν 13 τακτικά μέλη, ανάμεσά τους – εκτός του JFK – ο αντιπρόεδρος Λίντον Τζόνσον και οι υπουργοί Εξωτερικών (Ρασκ), Άμυνας (ΜακΝαμάρα), Οικονομικών (Ντίλον) και Δικαιοσύνης (Ρόμπερτ Κένεντι).
ΞΕΚΙΝΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΤΗΣ EXCOMM
Οι συναντήσεις της EXCOMM αποφασίστηκε να είναι μυστικές μέχρι ο JFK να καταλήξει στο σχέδιό του, έτσι ώστε να μείνουν μακριά τόσο ο Τύπος όσο και οι κατάσκοποι των Σοβιετικών. Επίσης, ο πρόεδρος είχε εγκαταστήσει μυστικό σύστημα ηχογράφησης των συναντήσεων της EXCOMM, κάτι που γνώριζε μόνο ο αδερφός του, Ρόμπερτ. Ο διευθυντής του NPIC, Άρθουρ Λάνταλ, ήταν εκείνος που εξήγησε στα μέλη της EXCOMM τί ακριβώς έβλεπαν στις αεροφωτογραφίες του U2, τονίζοντάς τους όμως ότι οι ΗΠΑ δεν γνώριζαν τον ακριβή αριθμό πυρηνικών όπλων που είχε στείλει η ΕΣΣΔ στην Κούβα.
Το θετικό για τον Κένεντι ήταν το γεγονός ότι οι Σοβιετικοί αγνοούσαν πως οι Αμερικανοί είχαν ανακαλύψει τους πυραύλους στην Κούβα, οπότε είχε τον χρόνο να σκεφτεί ψύχραιμα για να αποφασίσει ποια θα ήταν η επόμενη κίνησή του. Το αρνητικό ήταν ότι η EXCOMM δεν συμφωνούσε στο σχέδιο δράσης, σχεδόν κάθε μέλος της είχε και διαφορετική άποψη. Ο Κένεντι είχε ζητήσει από τον στρατό να ετοιμάσει και να του παρουσιάσει εναλλακτικά σχέδια για πιθανές καταστάσεις έκτακτης ανάγκης. Στις 17 Οκτωβρίου, ο JFK ακολούθησε το κανονικό του πρόγραμμα για να μην εγείρει υποψίες.
Η EXCOMM συνεδρίασε εκ νέου, χωρίς πάντως να καταλήξει σε μια συγκεκριμένη λύση. Όμως για πρώτη φορά, ο πρέσβης των ΗΠΑ στον ΟΗΕ, Αντλάι Στίβενσον, πρότεινε την ανταλλαγή των πυραύλων Jupiter στην Τουρκία με εκείνη των πυραύλων στην Κούβα, μια επιλογή που τελικά θα αποδεχόταν ο Κένεντι κάποιες μέρες αργότερα. Μια μέρα μετά, στις 18 Οκτωβρίου, η CIA παρέδωσε στην EXCOMM νέες αεροφωτογραφίες από τα U2, που αποκάλυπταν εγκαταστάσεις εκτόξευσης, αυτή τη φορά για τους R-14, που ήταν σαφώς πιο επικίνδυνοι από τους R-12.
Αν αυτοί οι πύραυλοι μπορούσαν να επιχειρήσουν, τότε ένα τεράστιο ποσοστό του αμερικανικού πληθυσμού, αλλά και αεροδρόμια, υποδομές και σιλό πυραύλων των ΗΠΑ, θα ήταν εν δυνάμει στόχοι. Στη συνάντηση της EXCOMM εκείνη την ημέρα, οι επιλογές περιορίστηκαν σε δυο: ναυτικός αποκλεισμός της Κούβας ή αεροπορική επιδρομή εναντίον της. Οι διπλωμάτες επέμεναν ότι όποια και αν ήταν η απάντηση των ΗΠΑ, θα έπρεπε να αφήσει οπωσδήποτε περιθώριο στον Χρουστσόφ για διαπραγμάτευση. Διότι, υποστήριζαν, αν προχωρούσαν σε στρατιωτικό χτύπημα, τότε η κατάσταση εύκολα θα μπορούσε να γίνει τελείως ανεξέλεγκτη.
Ο ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΚΟΥΒΑΣ ΚΕΡΔΙΖΕΙ ΕΔΑΦΟΣ
Η λύση του αποκλεισμού της Κούβας κέρδιζε όλο και περισσότερες προτιμήσεις, όμως δεν έπαυε να αποτελεί πράξη πολέμου σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Το ίδιο απόγευμα, ο Κένεντι και ο Ρασκ συναντήθηκαν στο Οβάλ Γραφείο με τον Αντρέι Γκρομίκο, υπουργό Εξωτερικών της ΕΣΣΔ. Του απέκρυψαν ότι γνώριζαν για τους πυραύλους στην Κούβα, ενώ ο ανυποψίαστος Γκρομίκο επανέλαβε τη σοβιετική γραμμή, μιλώντας για αποστολή αποκλειστικά αμυντικών όπλων στην Αβάνα. Στην αναφορά του στη Μόσχα, μίλησε για “ολοκληρωτικά ικανοποιητική κατάσταση στην Ουάσινγκτον”.
Στις 19 Οκτωβρίου, ο Κένεντι παραβρέθηκε σε προεκλογικές εκδηλώσεις (και πάλι για να μην κινήσει υποψίες), όμως η EXCOMM συνεδρίασε εκ νέου, υιοθετώντας πλέον σχεδόν στο σύνολό της, τη λύση του αποκλεισμού της Κούβας ως πρώτη αντίδραση. Το πρωί της 20ης Οκτωβρίου, ο JFK ενημερώθηκε από τη CIA, ότι οκτώ πύραυλοι R-12 θα βρίσκονταν σε πλήρη επιχειρησιακή ετοιμότητα μέσα στις επόμενες οκτώ ώρες. Οι Αμερικανοί ήταν έτοιμοι για τον αποκλεισμό του νησιού, όμως τους απασχολούσε το εξής ερώτημα: τί θα έκαναν, αν ο Χρουστσόφ δε δεχόταν να αποσυναρμολογήσει τους ήδη εγκατεστημένους πυραύλους στις βάσεις τους.
Ο ΚΕΝΕΝΤΙ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ ΤΟΝ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟ ΤΗΣ ΚΟΥΒΑΣ
Ο ΜακΝαμάρα επανέφερε το σενάριο της απόσυρσης των αμερικανικών πυραύλων από την Τουρκία, ο Κένεντι αρνήθηκε να ξεκινήσει οποιαδήποτε διαπραγμάτευση με μια προσφορά ανταλλαγής πυραύλων, ζήτησε όμως να εξεταστεί η λειτουργικότητα μιας τέτοιας λύσης. Ο ΜακΝαμάρα πάντως, σε καμία περίπτωση δεν ήθελε να δώσουν τελεσίγραφο στους Σοβιετικούς και επέμενε στη διπλωματική λύση. Την 21η Οκτωβρίου, ο JFK επανεξέτασε την πιθανότητα αεροπορικής επίθεσης, όμως ο διοικητής της Πολεμικής Αεροπορίας των ΗΠΑ, Γουόλτερ Σουίνι, του είπε ότι δεν μπορούσε να εγγυηθεί την πλήρη καταστροφή των πυραύλων στην Κούβα.
Ακολούθως, ο Κένεντι συναντήθηκε με τον πρέσβη της Μεγάλης Βρετανίας (ο οποίος επίσης τάχθηκε υπέρ της λύσης του αποκλεισμού) και στη συνέχεια έστειλε προσωπική επιστολή στον Βρετανό πρωθυπουργό Χάρολντ Μακμίλαν. Η απόφαση είχε παρθεί και ο JFK άρχισε να ετοιμάζεται για την ομιλία του την επόμενη μέρα (22/10), με την οποία θα ενημέρωνε τους Αμερικανούς πολίτες για τα συμβάντα στην Κούβα και την αντίδραση των ΗΠΑ στην εγκατάσταση πυρηνικών όπλων από τους Σοβιετικούς στο νησί της Καραϊβικής. Πρόεδρος και EXCOMM, μετά από μαραθώνιες συζητήσεις, είχαν καταλήξει στον ναυτικό αποκλεισμό.
ΑΙΦΝΙΔΙΑΣΜΟΣ ΜΟΣΧΑΣ ΚΑΙ ΑΒΑΝΑΣ
Κατά τη διάρκεια της εβδομάδας 16-22 Οκτωβρίου, που οι Αμερικανοί συσκέπτονταν και ετοίμαζαν την απάντησή τους, Σοβιετικοί και Κουβανοί δεν είχαν ιδέα ότι ο Κένεντι γνώριζε όλες τις κινήσεις τους. Ο Χρουστσόφ παρακολουθούσε την εξέλιξη της επιχείρησης “Anadyr”, όπου όλα κυλούσαν χωρίς κάποιο πρόβλημα. Η συνάντηση του Γκρομίκο με τον JFK (18/10) είχε καθησυχάσει τη Μόσχα, αφού ο Αμερικανός πρόεδρος δεν είχε αναφέρει τίποτα σχετικό με τους πυραύλους. Παράλληλα, στις 17 Οκτωβρίου, ο Κάστρο είχε υποδεχτεί στην Αβάνα τον Αλγερινό πρωθυπουργό, Μπεν Μπελά.
Ο Μπελά, που λίγες ώρες πριν είχε επισκεφθεί την Ουάσινγκτον, είπε στον Κουβανό ηγέτη ότι ο Κένεντι τον είχε διαβεβαιώσει πως δεν σκόπευε να εισβάλλει στην Κούβα, παρά μόνο αν οι Σοβιετικοί μετέτρεπαν το νησί σε επιθετική στρατιωτική βάση. Ο Κάστρο δεν ανησυχούσε, θεωρούσε πλέον πως η ανάπτυξη πυρηνικών όπλων στη νήσο, είτε θα περνούσε απαρατήρητη από τις ΗΠΑ, είτε θα λειτουργούσε αποτρεπτικά σε τυχόν επιθετικές βλέψεις των Αμερικανών. Αντίθετα, η Υπηρεσία Πληροφοριών της Κούβας (DGI), φοβόταν αντίποινα του Κένεντι και είχε ζητήσει από τις Ένοπλες Δυνάμεις και το υπουργείο Εσωτερικών, να βρίσκονται σε πλήρη ετοιμότητα.
Στις 22 Οκτωβρίου, ο εφησυχασμός των Σοβιετικών μετατράπησε σε ανησυχία. Η KGB υποψιαζόταν ότι κάτι σημαντικό ετοιμαζόταν στην Ουάσινγκτον, ενώ στο Κρεμλίνο κυκλοφορούσαν φήμες ότι ο Κένεντι ετοίμαζε διάγγελμα. Ο Χρουστσόφ, θορυβημένος από όλα αυτά, συγκάλεσε εκτάκτως την Κυβερνητική Επιτροπή και παρουσιάστηκε σίγουρος ότι ο JFK θα ανακοίνωνε πως οι ΗΠΑ είχαν ανακαλύψει τους σοβιετικούς πυραύλους στην Κούβα. Ο Ροντιόν Μαλινόφσκι, υπουργός Άμυνας, προσπάθησε να τον καθησυχάσει, αλλά ο Σοβιετικός ηγέτης ήδη φοβόταν ότι θα μπορούσαν να οδηγηθούν σε πόλεμο.
Ο Χρουστσόφ και οι σύμβουλοί του προέβλεψαν την πιθανότητα ενός ναυτικού αποκλεισμού της Κούβας από τους Αμερικάνους, έστειλαν μήνυμα όμως στον Ίσα Πλιγέφ να θέσει σε πλήρη ετοιμότητα τις σοβιετικές δυνάμεις στο νησί, ενώ ξεκαθάρισαν ότι χρήση πυρηνικών όπλων θα μπορούσε να γίνει μόνο μετά από εντολή της Μόσχας. Παράλληλα, αν η κατάσταση ξέφευγε, είχαν έτοιμη μια νέα οδηγία προς τον Πλιγέφ, σύμφωνα με την οποία, ο Σοβιετικός στρατηγός θα είχε δικαίωμα να χρησιμοποιήσει πυρηνικά κατά αμερικανικών δυνάμεων εισβολής, στην περίπτωση που προέκυπτε διακοπή επικοινωνίας με το Κρεμλίνο.
ΤΟ ΔΙΑΓΓΕΛΜΑ ΤΟΥ ΤΖΟΝ ΚΕΝΕΝΤΙ
Στις 22 Οκτωβρίου, στις 7 μ.μ., ο Τζον Κένεντι απευθύνθηκε στον αμερικανικό λαό, ίσως στην πιο δραματική ομιλία από Αμερικανό πρόεδρο στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Αφού μίλησε για τα πυρηνικά όπλα των Σοβιετικών και την εγκατάστασή τους στο έδαφος της Κούβας, τόνισε πως η παρουσία τους εκεί αποτελούσε ξεκάθαρα επιθετική απειλή των Σοβιετικών κατά της Δύσης, σε πλήρη αντίθεση όσων δήλωνε επί μήνες η ΕΣΣΔ, ότι δηλαδή έστελνε στην Αβάνα στρατιωτικό εξοπλισμό αποκλειστικά αμυντικού χαρακτήρα. Προκειμένου λοιπόν να υπερασπιστεί την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ και έχοντας την έγκριση του Κογκρέσου, ο JFK ανακοίνωσε επτά σημεία, που καθόριζαν την αμερικανική αντίδραση/απάντηση στην ΕΣΣΔ.
1. Ξεκίνημα ενός αυστηρού ναυτικού αποκλεισμού της Κούβας σε σχέση με όλους τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς που είχαν προορισμό το νησί της Καραϊβικής. Κάθε πλοίο που θα ταξίδευε προς την Κούβα μεταφέροντας εξοπλισμό επιθετικού χαρακτήρα, δεν θα μπορούσε να προσεγγίσει το νησί.
2. Η επιτήρηση της Κούβας θα ήταν στενή και στην περίπτωση που οι στρατιωτικές προετοιμασίες στο έδαφός της συνεχίζονταν, τότε οποιαδήποτε περαιτέρω δράση από τις Ηνωμένες Πολιτείες θα ήταν δικαιολογημένη. Οι ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ βρίσκονταν σε πλήρη ετοιμότητα.
3. Κάθε πυρηνικός πύραυλος που θα εκτοξευόταν από την Κούβα κατά οποιασδήποτε χώρας του Δυτικού Ημισφαιρίου, θα θεωρείτο ως επίθεση της ΕΣΣΔ κατά των ΗΠΑ, επισύροντας αντίποινα κατά της Σοβιετικής Ένωσης.
4. Ως απαραίτητο προληπτικό μέτρο, η αμερικανική βάση του Γουαντάναμο (σ.σ. στο έδαφος της Κούβας) είχε ενισχυθεί με επιπλέον στρατιωτικές μονάδες και βρισκόταν σε κατάσταση αναμονής συναγερμού.
5. Οι ΗΠΑ ζητούσαν την άμεση συνάντηση των κρατών μελών του OAS (Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών) για να συζητηθεί το μέγεθος της απειλής της εθνικής τους ασφάλειας και να ενισχυθούν οι απαιτούμενες δράσεις σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 8 της Συνθήκης του Ρίο.
6. Οι ΗΠΑ ζητούσαν την έκτακτη σύγκληση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για τη λήψη των απαιτούμενων μέτρων ενάντια στη σοβιετική απειλή κατά της παγκόσμιας ειρήνης. Η προτεινόμενη λύση από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ήταν η άμεση απομάκρυνση όλων των επιθετικών όπλων από την Κούβα υπό την επιτήρηση των Ηνωμένων Εθνών και πριν τη λήξη του ναυτικού αποκλεισμού.
7. Ο Κένεντι ζήτησε από τον Χρουστσόφ να σταματήσει αυτή την προκλητική ενέργεια που αποτελούσε απειλή για την παγκόσμια ειρήνη και να σταθεροποιήσει τις σχέσεις ανάμεσα στις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ. Παράλληλα, τον κάλεσε να εγκαταλείψει τις φιλοδοξίες για παγκόσμια ηγεμονία και να συμμετάσχει στην προσπάθεια για το τέλος της επικίνδυνης κούρσας των εξοπλισμών και το καλό της ανθρώπινης ιστορίας.
ΟΙ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΜΕΤΑ ΤΟ ΔΙΑΓΓΕΛΜΑ ΤΟΥ JFK
Στις 23 Οκτωβρίου, η Αμερικανική Πρεσβεία στη Μόσχα παρέδωσε ένα αντίγραφο της ομιλίας του Κένεντι στο Κρεμλίνο. Ο Χρουστσόφ πάντως αποφάσισε να συνεχιστεί η κατασκευή των πυρηνικών βάσεων, ενώ έθεσε σε χαμηλής κλίμακας συναγερμό τόσο τις σοβιετικές δυνάμεις όσο και εκείνες του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Επίσης ενημερώθηκαν όλα τα σοβιετικά πλοία που κατευθύνονταν προς την Κούβα, για τον κίνδυνο που είχε προκύψει. Στο πλοίο Aleksandrovsk που μετέφερε τις πυρηνικές κεφαλές, δόθηκε εντολή να φτάσει το συντομότερο δυνατόν στο πλησιέστερο λιμάνι της Κούβας.
Την ίδια μέρα, ο Χρουστσόφ έστειλε προσωπικά μηνύματα στον Κένεντι και τον Κάστρο. Στο πρώτο, στον JFK, αποδοκίμαζε τον αποκλεισμό, προειδοποιούσε ότι τα σοβιετικά πλοία δεν θα υπάκουαν και επαναλάμβανε για μια ακόμα φορά ότι τα όπλα στην Κούβα ήταν αμυντικού χαρακτήρα, μιλώντας για προκλήσεις των Αμερικανών. Στο δεύτερο, στον Φιντέλ, επιβεβαίωνε την απόφασή του να μην υποχωρήσει, αποφεύγοντας όμως να ενημερώσει τον Κουβανό ηγέτη ότι είχε διατάξει την επιστροφή κάποιων σοβιετικών πλοίων στη βάση τους.
Ο Κάστρο διέταξε τις δυνάμεις του να τεθούν σε επιφυλακή, στέλνοντας τον αδελφό του, Ραούλ, να ηγηθεί των αμυντικών προετοιμασιών στην ανατολική Κούβα και τον Τσε Γκεβάρα στη δυτική. Μέσα σε τρεις ημέρες, 300.000 ένοπλοι Κουβανοί ετοιμάστηκαν για να αντιμετωπίσουν τυχόν αμερικανική επίθεση. Στο μεταξύ, οι ΗΠΑ είχαν αναβαθμίσει το επίπεδο άμυνάς τους σε DEFCON 3, ενώ για πρώτη φορά είχαν εξοπλίσει πολεμικά τους αεροπλάνα με πυρηνικά όπλα. Ο OAS, με ψήφους 20-0 ενέκρινε τον αποκλεισμό της Κούβας, αλλά και όποιες άλλες ενέργειες θα ήταν απαραίτητες σε περίπτωση κλιμάκωσης.
Παράλληλα, στην έκτακτη σύγκληση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, οι Αμερικανοί κατηγόρησαν τις σοβιετικές κινήσεις, χαρακτηρίζοντας την Κούβα ως “συνεργό στην κομμουνιστική επιχείρηση παγκόσμιας κυριαρχίας”. Ο Σοβιετικός πρέσβης, Βαλέριαν Ζόριν, χωρίς να έχει πάρει οδηγίες από τη Μόσχα και αγνοώντας πλήρως την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων, αρνήθηκε την ύπαρξη των πυραύλων στην Κούβα και δε δέχτηκε να απαντήσει σε ερωτήσεις. Όταν όμως ο Αντλάι Στίβενσον, πρέσβης των ΗΠΑ στον ΟΗΕ, έδειξε τις άκρως απόρρητες μέχρι τότε αεροφωτογραφίες των U2, οι Σοβιετικοί βρέθηκαν τελείως εκτεθειμένοι.
Η ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΣΤΟ ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ
Στο μεταξύ, η διπλωματία είχε αρχίσει να δουλεύει πυρετωδώς, τόσο στο προσκήνιο, όσο και – κυρίως – στο παρασκήνιο. Χρησιμοποιώντας διάφορες ανεπίσημες οδούς, ο Κένεντι διέρρευσε προς τη σοβιετική πλευρά, πρώτον, ότι οι πύραυλοι έπρεπε να απομακρυνθούν από την Κούβα για να μην υπάρξει επικίνδυνη κλιμάκωση και δεύτερον, ότι θα ήταν ίσως διατεθειμένος να συζητήσει μια συμφωνία που θα αφορούσε τους πυραύλους στην Τουρκία. Στην απάντησή του πάντως, στο μήνυμα του Χρουστσόφ, ο JFK υπήρξε αρκετά σκληρός, προειδοποιώντας τον Σοβιετική ηγέτη ότι δεν θα έπρεπε να υποτιμά την αποφασιστικότητα των ΗΠΑ.
Στις 24 Οκτωβρίου, ο Χρουστσόφ απάντησε στον Κένεντι το ίδιο σκληρά, αποκαλώντας τον αποκλεισμό ως πράξη επιθετική που έσπρωχνε την ανθρωπότητα προς την άβυσσο ενός παγκόσμιου πυρηνικού πολέμου. Συνέχισε λέγοντας ότι η ΕΣΣΔ θα προέβαινε σε δικά της μέτρα και πως τα σοβιετικά πλοία θα αγνοούσαν τον αποκλεισμό. Την ίδια μέρα, τα μέλη της EXCOMM είδαν νέες αεροφωτογραφίες, οι οποίες έδειχναν ότι οι Σοβιετικοί συνέχιζαν τις εργασίες τους στις βάσεις εκτόξευσης των R-12 και R-14, ενώ έγινε γνωστό ότι τα σοβιετικά πλοία συνοδεύονταν και από υποβρύχια.
ΞΕΚΙΝΑΕΙ Ο ΝΑΥΤΙΚΟΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΚΟΥΒΑΣ
Ο ναυτικός αποκλεισμός της Κούβας τέθηκε επίσημα σε ισχύ στις 10 το πρωί της 24ης Οκτωβρίου. Ο Κένεντι επέτρεψε στο πρώτο πλοίο που έφτασε στη γραμμή του αποκλεισμού – το τάνκερ “Βουκουρέστι” – να συνεχίσει την πορεία του. Ο JFK ήθελε να δώσει χρόνο στον Χρουστσόφ, δεν επιθυμούσε να φτάσει στα άκρα. Είκοσι σοβιετικά πλοία είτε ακινητοποιήθηκαν στα όρια της γραμμής αποκλεισμού, είτε επέστρεψαν στις βάσεις τους, ανάμεσά τους και τέσσερα πλοία που μετέφεραν ολόκληρο τον εξοπλισμό των πυραύλων R-14.
Μόνο το Aleksandrovsk κατάφερε να φτάσει στην Κούβα, όμως αντί για το λιμάνι του Μάριελ, υποχρεώθηκε να ελλιμενιστεί σε εκείνο της Ισαβέλα δε Σάγουα. Οι πυρηνικές κεφαλές όμως, που μετέφερε το Aleksandrovsk, παρέμειναν στο πλοίο, επειδή το συγκεκριμένο λιμάνι δεν ήταν κατάλληλα εξοπλισμένο για την εκφόρτωση και αποθήκευση πυρηνικών όπλων. Πάντως, μέχρι το πρωί της 26ης Οκτωβρίου, το Ναυτικό των ΗΠΑ δεν είχε κάνει έλεγχο σε κανένα σοβιετικό πλοίο. Αντίθετα, είχαν εντοπίσει όλα τα σοβιετικά υποβρύχια και έριξαν βόμβες βυθού για να τα υποχρεώσουν να ανέβουν στην επιφάνεια.
Ο ΟΥ ΘΑΝΤ ΚΑΙ Ο ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΗΝΩΜΕΝΩΝ ΕΘΝΩΝ
Από την αρχή της κρίσης ανάμεσα σε ΕΣΣΔ και ΗΠΑ, ο ΟΗΕ ανέλαβε ρόλο διαμεσολαβητή. Ο γενικός γραμματέας του Οργανισμού, Ου Θαντ, μια ημέρα μετά τη συνεδρίαση του Συμβουλίου Ασφαλείας, στις 25 Οκτωβρίου, έστειλε στους Κένεντι και Χρουστσόφ μια πρώτη συγκεκριμένη πρόταση για τη λήξη της αντιπαράθεσης, ζητώντας παράλληλα από τις δυο υπερδυνάμεις να απέχουν από πράξεις που θα μπορούσαν να κλιμακώσουν την κατάσταση. Πρότεινε στους Σοβιετικούς να διακόψουν τις αποστολές όπλων στην Κούβα και στους Αμερικανούς να αναστείλουν τον αποκλεισμό.
Ο Χρουστσόφ δέχτηκε την πρόταση του Θαντ, αρνήθηκε όμως να σταματήσουν οι εργασίες στις εγκαταστάσεις των πυραύλων. Από τη μεριά του, ο Κένεντι κατέστησε σαφές ότι ο αποκλεισμός θα σταματούσε μόνο αν οι Σοβιετικοί διέκοπταν τις εργασίες και δε συνέχιζαν την αποστολή όπλων στην Κούβα. Συμφώνησε όμως να ξεκινήσουν συζητήσεις στη Νέα Υόρκη, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Ο Θαντ επανήλθε ζητώντας από ΕΣΣΔ και ΗΠΑ να αποφύγουν πάση θυσία μια αναμέτρηση στη θάλασσα. Την επομένη (26/10), ο Χρουστσόφ, απαντώντας στην παράκληση του Θαντ, διέταξε τα πλοία του να μην περάσουν τα όρια του αποκλεισμού.
ΧΑΜΕΝΟΙ ΣΤΙΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ
Η EXCOMM στο μεταξύ, προέβλεψε σωστά από τις 26 Οκτωβρίου, ότι ο Χρουστσόφ θα ζητούσε ως αντάλλαγμα την απομάκρυνση των πυραύλων Jupiter από την Τουρκία. Η πλειοψηφία των μελών της ήταν αρνητική σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, όμως ο Κένεντι είχε ήδη αρχίσει να το σκέφτεται. Στη Μόσχα, η KGB είχε πάντως ενημερώσει το Κρεμλίνο, ότι οι ΗΠΑ είχαν αναβαθμίσει από το προηγούμενο βράδυ την κατάσταση αμυντικής τους ετοιμότητας σε DEFCON 2 (ένα μόλις επίπεδο πριν από εκείνο της αντιμετώπισης πυρηνικού πολέμου), κάτι που συνέβαινε για πρώτη φορά στην ιστορία.
Ο Χρουστσόφ απέστειλε στις 26/10 μια επιστολή στον Κένεντι, η οποία όμως δεν πρόσφερε κάτι σημαντικό στους Αμερικανούς. Ο Σοβιετικός ηγέτης πρότεινε εκατέρωθεν θεωρητικές διαβεβαιώσεις, ότι τα μεν σοβιετικά πλοία δεν μετέφεραν οπλισμό στην Κούβα και ότι οι ΗΠΑ δε θα εισέβαλλαν στο νησί. Και πάλι μέσω ανεπίσημων οδών που λειτουργούσαν στο παρασκήνιο, γίνονταν διάφορες προσπάθειες ώστε να βρεθεί λύση που θα οδηγούσε στην αποκλιμάκωση. Η EXCOMM εμφανιζόταν για μια ακόμα φορά διχασμένη, πάντως σχεδόν όλα τα μέλη της υποστήριζαν επιθετικές κινήσεις, από αεροπορική επιδρομή, μέχρι ολοκληρωτική εισβολή στην Κούβα.
Η ΚΡΙΣΗ ΚΟΡΥΦΩΝΕΤΑΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ
Ενώ Σοβιετικοί και Αμερικανοί προσπαθούσαν να βρουν μια λύση, ο Φιντέλ Κάστρο ήταν σίγουρος ότι οι ΗΠΑ ετοίμαζαν εισβολή στην Κούβα, βλέποντας συνεχώς τα U2 να υπερίπτανται της νήσου. Ο Χρουστσόφ είχε απαγορεύσει ρητά στον Πλιγέφ να πλήξει αμερικανικά αεροσκάφη και προσπαθούσε να πείσει τον Κάστρο να ακολουθήσει την ίδια τακτική και να παραμείνει ψύχραιμος. Στις 27 Οκτωβρίου ο Σοβιετικός ηγέτης έστειλε μια δεύτερη επιστολή στον Κένεντι, τελείως διαφορετική από την πρώτη, όπου τόνιζε πως οι ΗΠΑ διαμαρτύρονταν για την εγκατάσταση πυρηνικών πυραύλων στην Κούβα, τη στιγμή που οι ίδιοι δεν είχαν διστάσει να τοποθετήσουν τους δικούς τους στην Τουρκία.
Ως αντάλλαγμα λοιπόν, για την απομάκρυνση των σοβιετικών πυραύλων από την Κούβα και την υπόσχεση να σεβαστεί την εθνική κυριαρχία της Τουρκίας, ο Χρουστσόφ πρότεινε την απομάκρυνση των αμερικανικών πυραύλων από την Τουρκία και τη δέσμευση για μη εισβολή τους στην Κούβα. Κατέληξε λέγοντας ότι και οι δυο υπερδυνάμεις θα έπρεπε να προβούν στις απαραίτητες ανακοινώσεις στο Συμβούλιο Ασφαλείας και να φτάσουν σε μια συμφωνία υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Η επιστολή αυτή του Χρουστσόφ προκάλεσε μεγάλη ανησυχία στα μέλη της EXCOMM, ακριβώς επειδή δεν μπορούσαν να κατανοήσουν την τόσο ακραία αλλαγή στο ύφος αλλά και στο περιεχόμενό της.
Το πιο ανησυχητικό γεγονός όμως, ήταν ότι ένα U2 που βρισκόταν σε αποστολή στην Κούβα, είχε αργήσει να επιστρέψει στη βάση του. Λίγο αργότερα έγινε γνωστό ότι το αναγνωριστικό αεροσκάφος είχε καταρριφθεί από έναν αντιαεροπορικό πύραυλο τύπου SA-2, ενώ επιβεβαιώθηκε ο θάνατος του πιλότου, ταγματάρχη Ρούντολφ Άντερσον. Η EXCOMM είχε αποφασίσει πως αν αμερικανικό αεροσκάφος δεχόταν πυρά από την Κούβα, οι ΗΠΑ θα απαντούσαν με βομβαρδισμό των αντιαεροπορικών θέσεων στη νήσο. Ο Κένεντι όμως παρουσιάστηκε πολύ διστακτικός στο να δώσει τέτοια διαταγή, ακριβώς επειδή φοβόταν την κλιμάκωση της κρίσης.
Στο μεταξύ, το κυρίαρχο θέμα στις συνεχείς συσκέψεις της EXCOMM, ήταν οι πύραυλοι της Τουρκίας. Όλα τα μέλη παρουσιάζονταν αντίθετα σε μια τέτοια ανταλλαγή. Η τουρκική κυβέρνηση του Ισμέτ Ινονού είχε απορρίψει την ιδέα και αρκετοί σύμβουλοι του JFK πίστευαν ότι μια τέτοια συμφωνία θα δίχαζε το ΝΑΤΟ. Τελικά, ο Αμερικανός πρόεδρος αποφάσισε να κάνει έναν διπλωματικό ελιγμό και να απαντήσει στην πρώτη επιστολή του Χρουστσόφ, όχι όμως και στη δεύτερη, κρατώντας στην “εφεδρεία” το διαπραγματευτικό χαρτί των πυραύλων της Τουρκίας.
Ο ΑΡΧΙΠΟΦ ΑΠΟΤΡΕΠΕΙ ΤΗΝ ΠΥΡΗΝΙΚΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ
Στη διάρκεια του Σαββάτου 27 Οκτωβρίου (που ο Λευκός Οίκος αργότερα ονόμασε “Black Saturday”), όλα έλειψε να τιναχτούν στον αέρα. Ένα σοβιετικο υποβρύχιο B-59, το οποίο βρισκόταν στα ανοιχτά της Κούβας, οπλισμένο με πυρηνικές τορπίλες, δέχτηκε βόμβες βυθού από αμερικανικά αντιτορπιλικά, ώστε να υποχρεωθεί να ανέβει στην επιφάνεια. Το υποβρύχιο βρισκόταν σε μεγάλο βάθος, με αποτέλεσμα να μη λαμβάνει ραδιοσήματα. Ο κυβερνήτης του, Βαλεντίν Γκριγκόριεβιτς Σαβίτσκι, θεώρησε ότι είχε ξεκινήσει η σύγκρουση Σοβιετικών και Αμερικανών και ετοιμάστηκε για εκτόξευση πυρηνικής τορπίλης.
Για να γίνει κάτι τέτοιο, έπρεπε να συμφωνήσουν ο κυβερνήτης και ο κομισάριος του ΚΚΣΕ. Μέσα στο υποβρύχιο βρισκόταν και ο Βασίλι Αλεξάντροβιτς Αρχίποφ, διοικητής όλων των σοβιετικών υποβρυχίων που βρίσκονταν στην περιοχή, οπότε χρειαζόταν και η δική του συγκατάθεση. Ήταν εκείνος που αντιτάχθηκε σθεναρά στην εκτόξευση της τορπίλης, κρατώντας την υφήλιο μακριά από ένα πυρηνικό ολοκαύτωμα. Τελικά το υποβρύχιο αναδύθηκε στην επιφάνεια, περιμένοντας εντολές από τη Μόσχα και λίγο αργότερα επέστρεψε στη βάση του στη Σοβιετική Ένωση.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
Το βράδυ της 27ης Οκτωβρίου, ο Ρόμπερτ Κένεντι συναντήθηκε στο Υπουργείο Δικαιοσύνης με τον πρέσβη της ΕΣΣΔ στις ΗΠΑ, Ανατόλι Ντομπρίνιν. Εκεί ο αδελφός του Προέδρου, ζήτησε από τον Ντομπρίνιν να διαβιβάσει στον Χρουστσόφ το μήνυμα ότι μπορούσε να σώσει το γόητρό του, εξασφαλίζοντας την ανταλλαγή των πυραύλων της Κούβας με τους Jupiter της Τουρκίας. Η απομάκρυνση των πυραύλων από την Τουρκία, δε θα ήταν άμεση, αλλά θα γινόταν μετά από τέσσερις-πέντε μήνες. Αυτό όμως το μέρος της συμφωνίας θα έμενε κρυφό, οι ΗΠΑ δε θα το αναγνώριζαν δημόσια.
Με αυτόν τον τρόπο, ο JFK ήθελε να πετύχει μια ειρηνική διευθέτηση της κρίσης με τους Σοβιετικούς, χωρίς να ζημιωθεί το πολιτικό του κύρος στο ΝΑΤΟ, αλλά και στο εσωτερικό της χώρας. Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου, ο Χρουστσόφ έλαβε την αναφορά του Ντομπρίνιν από το υπουργείο Εξωτερικών. Αμέσως άρχισε να υπαγορεύει την απάντησή του στον Κένεντι. Υποσχόταν ότι θα απέσυρε τα όπλα που οι ΗΠΑ θεωρούσαν επιθετικά και θα τα μετέφερε πίσω στη Σοβιετική Ένωση. Όπως ήταν αναμενόμενο, το μήνυμα του Χρουστσόφ έγινε δεκτό με ενθουσιασμό και ανακούφιση από τον Λευκό Οίκο.
Την επόμενη ημέρα το πρωί (29/10), ο Ντομπρίνιν κάλεσε τον Ρόμπερτ Κένεντι για να επιβεβαιώσει και επίσημα ότι η Μόσχα είχε αποδεχτεί την απόσυρση των πυραύλων από την Κούβα και παρέδωσε μια επιστολή του Χρουστσόφ με τους όρους της συμφωνίας, μέσα στους οποίους αναφερόταν και η μυστική απομάκρυνση των πυραύλων Jupiter από την Τουρκία. 24 ώρες αργότερα, ο Ρόμπερτ Κένεντι επέστρεψε την επιστολή στον Σοβιετικό πρέσβη, λέγοντάς του ότι δεν έπρεπε να υπάρχει κανένα γραπτό ντοκουμέντο για την ανταλλαγή των πυραύλων, έδωσε όμως τον λόγο του ότι οι Jupiter θα έφευγαν σύντομα από την Τουρκία.
Την ίδια στιγμή στην Αβάνα, ο Κάστρο ήταν εξοργισμένος επειδή δεν είχε λάβει καμία ενημέρωση σχετικά με τη διαπραγμάτευση των Σοβιετικών με τους Αμερικανούς και την τελική απόφαση για την απόσυρση των πυραύλων. Ο Χρουστσόφ του εξήγησε ότι η δέσμευση των ΗΠΑ να μην εισβάλλουν στην Κούβα, αποτελούσε μια σημαντική νίκη που διασφάλιζε το μέλλον της χώρας. Ο Κάστρο, παρά τη δυσαρέσκειά του, δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να διακινδυνεύσει τις σχέσεις του με τη Μόσχα, γι’ αυτό και στην απάντησή του στον Σοβιετικό ηγέτη, εξέφρασε την ελπίδα του να ξεπεραστούν οι τρέχουσες δυσμενείς συνθήκες.
Η ΑΠΟΣΥΡΣΗ ΤΩΝ ΠΥΡΗΝΙΚΩΝ ΟΠΛΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΥΒΑ
Ήδη από τις 28 Οκτωβρίου, οι Σοβιετικοί στρατιώτες άρχισαν να αποσυναρμολογούν τα πυρηνικά όπλα στην Κούβα. Οι πύραυλοι μεταφέρθηκαν στα λιμάνια του νησιού, από όπου φορτώθηκαν σε σοβιετικά πλοία για να επιστρέψουν στην ΕΣΣΔ. Οι ΗΠΑ είχαν λάβει μια λίστα με όλα τα οπλικά συστήματα που επρόκειτο να αφαιρεθούν, καθώς και το χρονοδιάγραμμα της μεταφοράς τους. Στις 8 Νοεμβρίου, το Πεντάγωνο ανακοίνωσε ότι όλοι οι σοβιετικοί πύραυλοι είχαν απομακρυνθεί από τις βάσεις τους, κάτι που επιβεβαίωσε επίσημα τρεις μέρες αργότερα και ο Χρουστσόφ.
Ο Φιντέλ Κάστρο όμως εμπόδιζε την ομαλή διαδικασία, αφού δεν δεχόταν με κανένα τρόπο τις διεθνείς επιθεωρήσεις στο νησί, κάτι που κατέστησε σαφές τόσο στη Μόσχα όσο και στον Ου Θαντ του ΟΗΕ. Έπρεπε να βρεθεί τρόπος ώστε οι Αμερικανοί να είναι σίγουροι για την απομάκρυνση των σοβιετικών πυραύλων. Η λύση που βρέθηκε ήταν η εξής: μόλις οι σοβιετικοί στρατιώτες βρίσκονταν έξω από τα κουβανικά χωρικά ύδατα, αφαιρούσαν τους μουσαμάδες με τους οποίους ήταν σκεπασμένοι οι πύραυλοι, επιτρέποντας έτσι στα αμερικανικά αεροπλάνα να φωτογραφίζουν τα καταστρώματα των πλοίων, για να επαληθεύσουν τον ακριβή αριθμό των όπλων που αναχωρούσαν από την Κούβα.
ΛΗΞΗ ΤΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΚΟΥΒΑΣ
Τα τελευταία που αποσύρθηκαν από την Κούβα, ήταν τα βομβαρδιστικά αεροσκάφη Ilyushin, μέσα στο περιθώριο των τριάντα ημερών που είχε ζητήσει ο Κένεντι. Το απόγευμα της 20ης Νοεμβρίου 1962, η αμερικανική κυβέρνηση ανακοίνωσε τη λήξη του ναυτικού αποκλεισμού της Κούβας. Η κρίση είχε φτάσει και επίσημα στο τέλος της. Την ίδια μέρα (20/11), ο Τζον Κένεντι στην ομιλία του προς τον αμερικανικό λαό, επιβεβαίωσε την απομάκρυνση όλων των πυρηνικών όπλων από την Κούβα. Παράλληλα, ο JFK ζήτησε να ξεκινήσει η απόρρητη διαδικασία για την απομάκρυνση των Jupiter από την Τουρκία, που ολοκληρώθηκε τον Απρίλιο του 1963 με την επιστροφή των πυρηνικών κεφαλών στις ΗΠΑ.
Στη διάρκεια της κρίσης των πυραύλων, έγινε σαφές και στις δυο πλευρές, ΕΣΣΔ και ΗΠΑ, ότι η επικοινωνία μεταξύ τους είχε αποδειχθεί εξαιρετικά προβληματική, κάτι που μπορούσε να οδηγήσει σε επικίνδυνες καταστάσεις. Έτσι λοιπόν, Κένεντι και Χρουστσόφ, υπέγραψαν το 1963 στη Γενεύη ένα μνημόνιο συνεργασίας σχετικά με την καθιέρωση μιας απευθείας γραμμής επικοινωνίας. Το σύστημα – γνωστό σε όλους ως “κόκκινο τηλέφωνο” – ξεκίνησε τη λειτουργία του στις 30 Αυγούστου του 1963. Δεν επρόκειτο όμως για τηλεφωνική συσκευή, αλλά για τηλέτυπο που επέτρεπε την ανταλλαγή γραπτών μηνυμάτων μέσω υπερατλαντικού καλωδίου. Το σοβιετικό σύστημα βρισκόταν στο Κρεμλίνο, ενώ το αμερικανικό στο Πεντάγωνο και όχι στον Λευκό Οίκο.
Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, ΕΣΣΔ και ΗΠΑ, μαζί με τη Μεγάλη Βρετανία, υπέγραψαν τη Συνθήκη Μερικής Απαγόρευσης Πυρηνικών Δοκιμών, σύμφωνα με την οποία απαγορεύονταν οι πυρηνικές δοκιμές κάτω από το νερό, στην ατμόσφαιρα και στο διάστημα. Η συνθήκη αυτή είχε ως αιτία την ολοένα και αυξανόμενη ανησυχία στον πλανήτη κυρίως για τις δοκιμές νέων θερμοπυρηνικών όπλων (βόμβες υρογόνου) και σηματοδότησε τη βελτίωση των σχέσεων μεταξύ των δυο υπερδυνάμεων. Ο Κένεντι τη χαρακτήρισε ως “ένα βήμα προς την παγκόσμια ύφεση”. Από τότε, 123 ακόμα κράτη έχουν γίνει συμβαλλόμενα μέρη στη συνθήκη.
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ
Στην κρίση των πυραύλων της Κούβας, η παγκόσμια κοινή γνώμη είδε ως νικητή τον Κένεντι και ως ηττημένο τον Χρουστσόφ, ακριβώς επειδή η συμφωνία μεταξύ ΕΣΣΔ και ΗΠΑ για την απόσυρση των πυραύλων Jupiter από την Τουρκία, έμεινε μυστική. Όλοι λοιπόν θεώρησαν ότι ο Σοβιετικός ηγέτης υποχώρησε μπροστά στην αμερικανική στρατιωτική ισχύ, σε αντίθεση με τον Αμερικανό πρόεδρο, που είδε τη δημοφιλία του να γιγαντώνεται τόσο μέσα στις ΗΠΑ, όσο και στο εξωτερικό, κυρίως φυσικά στον Δυτικό κόσμο αλλά και στους κόλπους του ΝΑΤΟ. Πολλοί ερευνητές πάντως, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η κρίση επιλύθηκε ειρηνικά χάρη στη σοβιετική μετριοπάθεια, δίνοντας τα εύσημα στον Χρουστσόφ, επειδή επέδειξε μεγαλύτερη ευελιξία και σωφροσύνη από το αναμενόμενο.
Στην πραγματικότητα οι όροι της τελικής συμφωνίας δεν κατέστησαν καμία από τις δυο υπερδυνάμεις νικήτρια ή ηττημένη. Ο Κένεντι πέτυχε τον βασικό του στόχο, να φύγουν δηλαδή τα πυρηνικά όπλα από τη “γειτονιά” του, ενώ ο Χρουστσόφ εξασφάλισε τη δέσμευση της Ουάσινγκτον για μη εισβολή στην Κούβα και την απόσυρση των πυραύλων από την Τουρκία. Τόσο η ΕΣΣΔ όσο και οι ΗΠΑ, θέλοντας να αποφύγουν μια ένοπλη σύρραξη, κατάφεραν να χειριστούν με επιδεξιότητα τις διαπραγματεύσεις και να οδηγηθούν σε μια λύση μέσω της διπλωματίας. Το σίγουρο είναι ότι “οι δεκατρείς ημέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο”, παραμένουν μέχρι σήμερα, 60 χρόνια μετά, ένα ορόσημο όχι μόνο του Ψυχρού Πολέμου, αλλά ολόκληρης της νεώτερης παγκόσμιας ιστορίας.