TO EMPIRE OF LIGHT ΕΙΝΑΙ Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ
Η νέα ταινία του Σαμ Μέντες μετά το 1917 έχει πρωταγωνίστρια την Ολίβια Κόλμαν και πλασάρει «μαγεία του σινεμά». Αλλά είναι κυνικό από πάνω μέχρι κάτω.
Υπάρχει κάτι το πολύ αστείο στο να βρίσκεσαι σε ένα κινηματογραφικό φεστιβάλ γεμάτο μικρές και μεγάλες, σπουδαίες ή πειραματικές, γνωστές ή άγνωστες ταινίες που επιχειρούν με διάφορους τρόπους να πουν κάτι φρέσκο, κάτι τολμηρό, κάτι προσωπικό– και ανάμεσά τους να βρίσκεται το πιο ζαχαρένια κατασκευασμένο πράγμα που να πλασάρεται ως «ερωτικό γράμμα στο σινεμά».
Να μια φράση που θα φορεθεί πολύ όταν κυκλοφορήσει στις ελληνικές αίθουσες η ταινία του Σαμ Μέντες (Skyfall, 1917). «Ερωτικό γράμμα στο σινεμά». «Μια ταινία για τη μαγεία του σινεμά». Μαγεία του σινεμά έχουμε συναντήσει σε πολλές ταινίες που είδαμε στο 63ο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (θα τις καλύψουμε στο τέλος της διοργάνωσης), αλλά σίγουρα όχι στο Empire of Light. Μια ταινία που υπήρξε –κι ακόμα είναι, υποθέτω– από τα βασικά χαρτιά της φετινής οσκαρικής κούρσας: Ο σκηνοθέτης του 1917 και του American Beauty επιστρέφει με μια ταινία για τις ίδιες τις ταινίες (τα Όσκαρ τα λατρεύουν κάτι τέτοια) και με την Ολίβια Κόλμαν πρωταγωνίστρια; Εύκολο!
Εδώ, η ίδια η τελετουργία της αίθουσας πλασάρεται σαν ένα νοσταλγικό αντικείμενο που δεν έχει απολύτως τίποτα να πει στον σημερινό θεατή, πέραν του να προκαλέσει ένα βεβιασμένο συναίσθημα, σαν ένα σκούντημα στα πλευρά την ώρα που κάθεσαι για φαγητό κι έχεις ξεχάσει να ευχαριστήσεις τους οικοδεσπότες που το μαγείρεψαν. Είναι μια πράξη μουσειακή, γεμάτη παρελθοντολαγνικές σημάνσεις– την ίδια στιγμή που το λιμάνι της Θεσσαλονίκης είναι γεμάτο κόσμο που αναζητά διαμαντάκια ανάμεσα σε ένα σωρό ταινιών κάθε προέλευσης.
ΣΙΝΕΜΑ Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
Παίζοντας ως ξεκάθαρος συγγενής του κλασικού αγαπημένου φιλμ του Τζουζέπε Τορνατόρε, το Empire of Light αποτελεί σε κάποιο βαθμό αναμνήσεις και βιώματα του σκηνοθέτη, τοποθετεί τη δράση του σε μια παραλιακή πόλη της Αγγλίας των ‘80s. Οι καιροί είναι δύσκολοι, αλλά φυσικά το ίδιο κι οι δικοί μας. Ο Μέντες μιλάει στην ταινία με αρκετά γενικούς όρους πάνω σε ζητήματα φυλετικής και σεξουαλικής αποδοχής, ψυχική υγεία και –φυσικά, μην ξεχνιόμαστε– την μαγεία του σινεμά. Είναι σαφής η διάθεσή του να συνδέσει αυτή την αφήγηση με το σήμερα, αν και πραγματικά αυτές οι ιστορίες, έτσι όπως παρουσιάζονται, δεν έχουν τίποτα να μας πουν πλέον.
Η ιστορία, καταρχάς, είναι απλωμένη με τέτοιο τρόπο που το κάνει σχεδόν αδύνατον να καταφέρεις να εξηγήσεις με λίγες λέξεις τι είναι και τι αφορά το φιλμ. Ακολουθεί υποθέτω την Χίλαρι της Ολίβια Κόλμαν (εκτός από κάποια σημεία που τυχαία αποφασίζει πως ο πρωταγωνιστής είναι άλλος), μια μοναχική γυναίκα που δυσκολεύεται να βρει ισορροπία και δεσμούς στην καθημερινότητά της με τρόπο που σταδιακά εξηγείται.
Στον κινηματογράφο όπου δουλεύει, πιάνει δουλειά κι ένας νεαρός μαύρος άντρας (Μάικλ Γουόρντ του The Old Guard) με τον οποίο έρχονται πολύ κοντά, κόντρα στις προσδοκίες τους ή τις κοινωνικές νόρμες κάθε λογής. Όμως πάνω σε αυτό το δεσμό στήνεται μια απλουστευτική ψυχολογική εξερεύνηση, όσο και κοινωνική. Ο ρατσισμός υπάρχει: Κάποια εμφανίζεται από το πουθενά μια πορεία σκίνχεντς έξω από το σινεμά με τεράστιες συνέπειες για την πλοκή της ταινίας, όμως μοιάζει να είναι ένα σύμπτωμα δίχως αίτιο.
Η θατσερική Αγγλία βρίσκεται μετά βίας στο περιθώριο του στόρι. Όλοι οι περιφερειακοί χαρακτήρες είναι γραμμένοι και παιγμένοι σαν προγράμματα μιας χρήσης, είναι εκεί για να εκφράζουν Μία ιδέα ή Ένα πρόβλημα ή Ένα χαρακτηριστικό. (Στο καστ συναντάμε τον Κόλιν Φερθ και τον Τόμπι Τζόουνς που απλώς υπάρχουν.) Κανένα πρόβλημα ή κανένα σύμπτωμα ή καμία ιδέα εξερευνάται, είναι απλώς όλα εκεί, για να νιώθουμε κατήφεια παρακολουθώντας τα.
Το αποκορύφωμα αυτής της περίεργης αποστασιοποίησης από κάθε τι κοινωνικό, προσωπικό ή πολιτικό, βλέπουμε στο κεντρικό θέμα του φιλμ: Την σημασία του σινεμά. Πέραν του ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι θα μπορούσαν να εργάζονται σε ένα τυροπιτάδικο και το φιλμ θα ήταν ακριβώς ίδιο, το ίδιο το σινεμά εμφανίζεται ως κεντρικό ζήτημα πλοκής σε δύο σημεία, το ένα λιγότερο λειτουργικό από το άλλο.
Στη διάρκεια μιας σημαντικής πρεμιέρας στο Empire κάτι συμβαίνει και διακόπτει το γκλάμουρ της βραδιάς (με μια φοβερά κλισέ απεικόνιση φυσικά), ενώ ένα τεράστιο συναισθηματικό breakthrough της Χίλαρι συνοδεύεται από μια σκηνή εντός της αιθούσης κι ενώ προβάλλεται μια ταινία, όπου τα πάντα μοιάζουν να ουρλιάζουν, να μας εκλιπαρούν, να μας κουνάνε από τον ώμο για να συγκινηθούμε, να ανατριχιάσουμε, να θυμηθούμε κάθε προβολή που μας έχει σημαδέψει.
Η μουσική (των οσκαρικών Άττικους Ρος και Τρεντ Ρέζνορ του Social Network και του Soul) κρεσεντάρει, η σκόνη της δέσμης φωτός της προβολής ίπταται, η Κόλμαν κοιτάει με γουρλωμένη συγκίνηση, ο θάλαμος προβολής είναι γεμάτος –σε επίπεδο ταπετσαρίας– με τυχαία φωτογραφικά αποκόμματα σταρ του σινεμά. Αλλά τίποτα δεν έχει αντίκτυπο γιατί τίποτα στην ταινία δεν μοιάζει να σημαίνει κάτι. Είναι σαν στο Σινεμά ο Παράδεισος, o Σαλβατόρε να παίζει τη μπομπίνα του Αλφρέδο κι αντί με το μοντάζ με τα κλεμμένα φιλιά να έπαιζε διαφήμιση πιστωτικής κάρτας.
ΜΑΓΕΙΑ, ΟΣΚΑΡ ΚΑΙ ΦΕΣΤΙΒΑΛ
Η ταινία γενικώς είναι τρομερά ανεστίαστη, ακόμα κι αν τη δεις σαν ένα κενό κοινωνικό δράμα. Κάθε φορά που κινείται η ιστορία προς μια κατεύθυνση, νιώθεις πως οι πάντες έχουν απλώς ξεχάσει κάθε άλλο στοιχείο του στόρι. Μέσα σε όλα, ακόμα κι η Κόλμαν είναι αναγκασμένη να ξεπέφτει σε μανιέρα, κάτι που δεν κάνει ποτέ. Αλλά ο ρόλος είναι τόσο τίποτα, τόσο εκεί απλώς για να νιώσεις άσχημα, τόσο απαρτισμένη από στερεότυπα και τεμπέλικες απεικονίσεις, που η Κόλμαν εν τέλει μοιάζει να παίζει σαν σε αυτόματο πιλότο.
Η ίδια έχει αρχίσει να γλιστρά στις οσκαρικές προβλέψεις που μέχρι και πριν ένα μικρό διάστημα την έδιναν ως σχεδόν σίγουρη υποψήφια. Κι από εκεί που, μετά την πρεμιέρα στο φεστιβάλ του Τέλιουραϊντ είχε θεωρηθεί ως πιθανό φετινό αντίστοιχο του Belfast του Κένεθ Μπράνα, το οποίο είχε πιάσει 7 υποψηφιότητες, μοιάζει εν τέλει να υποχωρεί στις αποδόσεις.
Πρέπει να σημειώσω πως όλα αυτά, τελικά, δεν έρχονται από το πουθενά. Ο Σαμ Μέντες πάντα ήταν ένας αποτελεσματικός σκηνοθέτης που ήξερε να ψυχανεμίζεται τις τάσεις, αλλά που οι ταινίες του όλο και περισσότερο επιχειρούν να απευθυνθούν στον θεατή σα να αναζητούν την ελάχιστη δυνατή πρόκληση και να αναζητήσουν τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή. To Skyfall είναι μια εντυπωσιακή ταινία αλλά και αντιδραστική επίσης (σε επίπεδο πολιτικής αλλά και νοσταλγίας). Το 1917 είναι ένα τεχνικά εντυπωσιακό δράμα πολέμου που όπως εξηγήσαμε πολύ αναλυτικότερα στο κείμενο για το All Quiet on the Western Front, ουσιαστικά αυτοαναιρείται ως «αντιπολεμικό φιλμ».
Το Empire of Light συναντά τον Μέντες στο αποκορύφωμα ίσως μια ολοένα και πιο κυνικής φιλμογραφίας: Σε ένα σινεμά εποχής που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι διαστημόπλοιο, και το οποίο σημειωτέον παίζει μόνο πασίγνωστες ταινίες, κάθε φορά που κοιτάμε τη μαρκίζα του. Μιλάμε για προγραμματιστή-τσακάλι, μια λάθος επιλογή δεν έκανε! (Ακόμα και μια ταινία που θα έπρεπε να την έχει για χρόνια να κάθεται στο συρτάρι προκειμένου να την έχει διαθέσιμη όταν το απαιτεί η πλοκή.)
Τελικά εκεί είναι η μεγάλη ειρωνεία. Μια κυνική ταινία κολλάει στη μαρκίζα ως τίτλους τα βαριά πυροβολικά για να μας θυμίσει την «μαγεία του σινεμά» μέσα από κλισέ τρικ και μια ανύπαρκτη επαφή με τον κοινωνικό περίγυρο και τις αληθινές κοινωνικές νόρμας. Και την παρακολουθούμε στο Ολύμπιον της πλατείας Αριστοτέλους, στο πλαίσιο ενός φεστιβάλ με έμφαση όχι στα βαριά πυροβολικά αλλά στις ανακαλύψεις και τις προτάσεις, και με ένα ολοζώντανο κοινωνικό περίγυρο. Η μαγεία του σινεμά, ήταν πάντα εδώ.