ΤΟ ΟΠΕΝΧΑΙΜΕΡ ΕΙΝΑΙ Η ΤΑΙΝΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΕΧΤΙΖΕ ΟΛΗ Η ΚΑΡΙΕΡΑ ΤΟΥ ΚΡΙΣΤΟΦΕΡ ΝΟΛΑΝ
Μερικές πρώτες σκέψεις για την βιογραφία του «πατέρα της ατομικής βόμβας» που σκίζει στα ταμεία του εξωτερικού.
Αυτή τη στιγμή στα ταμεία των σινεμά συμβαίνει κάτι πολύ εντυπωσιακό.
ΟΚ, συμβαίνουν δύο πράγματα πολύ εντυπωσιακά, το πρώτο είναι η Barbie. Το δείχνουν οι αριθμοί, το καταλαβαίνεις κι αν απλώς πας σε μια αίθουσα που παίζει την ταινία. Ναι.
Αλλά τηρουμένων των αναλογιών, αυτό που συμβαίνει με το Οπενχάιμερ είναι εξίσου εντυπωσιακό. Έχουμε εδώ μια τρίωρη βιογραφία που αγγίζει ένα από βαρύτερα και πιο σκληρά θέματα της σύγχρονης παγκόσμιας Ιστορίας, R-rated, εν μέρει ασπρόμαυρη, δίχως πρώτης γραμμής όνομα ως πρωταγωνιστή, που σε μεγάλο βαθμό παρακολουθεί συζητήσεις και διαλέξεις μέσα σε δωμάτια και περιορισμένους χώρους. Και που κυκλοφορεί Ιούλιο. Απέναντι στη μεγαλύτερη εμπορική της επιτυχία της χρονιάς.
Κι αυτή η ταινία μέχρι το τέλος του ΣΚ θα έχει συγκεντρώσει $400 εκατομμύρια εισπράξεις παγκοσμίως. Στα χαρτιά είναι μια δύσκολη βιογραφία για ενήλικο κοινό, που όμως κινείται στα ταμεία σαν ανάλαφρο καλοκαιρινό μπλοκμπάστερ.
Είναι η δύναμη του ονόματος του Νόλαν; Σίγουρα, σε πολύ μεγάλο βαθμό– είναι ένας από τους 3-4 ίσως σκηνοθέτες παγκοσμίως που μπορούν να ανοίξουν στα ταμεία την οποιαδήποτε ταινία υπογράφουν. Αλλά αξίζει να σημειώσουμε πως το Οπενχάιμερ κινείται ήδη εντυπωσιακά, ακόμα και για ταινία του Κρίστοφερ Νόλαν: σε 10 μόλις μέρες θα έχει ξεπεράσει το box office του Batman Begins, του Tenet και του Prestige, το Dunkirk θα το προσπεράσει εύκολα, και το ερώτημα είναι αν θα προλάβει να φτάσει το Interstellar.
Βοηθούν οι κριτικές, βοηθά ακόμη περισσότερο το ότι αρέσει στο κοινό, βοήθησε οπωσδήποτε το φαινόμενο Barbenheimer – αλλά εν τέλει αυτό που έδωσε εξαρχής ώθηση στην ταινία, και που τη βοήθησε να κρατήσει την ώθηση αυτή χωρίς να ξεμείνει από καύσιμο, είναι όλα τα παραπάνω σε συνδυασμό με κάτι πολύ σημαντικό που διαπιστώνεται στο φετινό box office: Το κοινό μοιάζει κουρασμένο, στουμπωμένο από τα «υποχρεωτικά» σίκουελ, κι από το μπαράζ πανάκριβων ταινιών που μοιάζει αναίτια άσχημες και που δεν ενθουσιάζουν κανέναν.
Το κοινό λοιπόν βούλιαξε τα σινεμά που παίζουν τη Barbie, και βούλιαξε και τα σινεμά που παίζουν το Οπενχάιμερ, ένα φιλόδοξο, εντυπωσιακό, ενήλικο, δύσκολο υπερθέαμα που παίζει χωρίς αντίπαλο στην κατηγορία του για ολόκληρο το μπλοκμπάστερ τετράμηνο του καλοκαιριού.
ΠΕΝΤΕ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΟΠΕΝΧΑΪΜΕΡ
Κάποιες επιγραμματικές σκέψεις πριν πούμε λίγα παραπάνω λόγια για την ταινία.
1. Την ερμηνεία του Κίλιαν Μέρφι – όλη η ταινία είναι χτισμένη πάνω στο πρόσωπό του, και ο ίδιος παραδίδει μια ερμηνεία πολύ συγκρατημένη (ξεχάστε τις πομπώδεις εξάρσεις άλλων βιογραφιών που πάνε καρφωτές για το οσκαρικό μοντάζ) αλλά γεμάτη εσωτερική ένταση, αβεβαιότητα, θυμό. Είναι καθηλωτικός και θα γίνει με μεγάλη βεβαιότητα ο πρώτος α’ ρόλος ταινίας του Νόλαν που θα προταθεί για Όσκαρ.
2. Το καστ είναι γεμάτο γνωστά πρόσωπα που κάνουν σύντομα περάσματα. Είναι σχεδόν σαν easter eggs αλλά αντί για κάποια ταινία Marvel όπου κάνει πέρασμα κάποιος τριτοξάδερφος των X-Men, βλέπεις ας πούμε τον ***** ******* ως πρόεδρο Τρούμαν και θες να τον μισήσεις με τα τρίσβαθα της ψυχής σου. Άλλοι ηθοποιοί εμφανίζονται και σχεδόν θες να χειροκροτήσεις όπως έκανε το κοινό όταν έμπαιναν γνωστοί γκεστ σταρ στα Φιλαράκια. Άλλων η εμφάνιση είναι σα να βλέπεις κάποιο τίναγμα σε ταινία τρόμου. Κι υπάρχει κι ένας που απορείς γιατί είναι εκεί, αλλά ΟΚ, το 100% είναι άφταστο, μέχρι κι ο Στίβεν Κάρι στις βολές 91% ευστοχία έχει.
3. Κανένα shade στον Χανς Τσίμερ, ο άνθρωπος είναι θρύλος, αλλά όταν ο Νόλαν αποφάσισε να συνεργαστεί με τον Λούντβιχ Γκόρανσον στο Tenet, έπιασε το Τζόκερ. Ο Γκόρανσον (θυμίζουμε: Όσκαρ για το Black Panther, συνεργάτης του Childish Gambino) επιστρέφει εδώ με μια μουσική που δε μοιάζει με τα προηγούμενα νολαν-ικά scores, υπάρχει ένα σχεδόν νοσηρό τέμπο που διαρκώς σκοτεινιάζει ή διαλύεται. Φοβερή δουλειά. Και μιλώντας για σπουδαίους συνεργάτες, ας ετοιμαστούμε για το Όσκαρ Φωτογραφίας του Χόιτ βαν Χόιτεμα (Άσε το Κακό να Μπει, Interstellar).
4. Είναι μια εντελώς Νόλαν ταινία, έχει μέσα διάφορα τρικ του και διάφορες εμμονές του, αλλά το ότι όλα αυτά εφαρμόζονται σε μια τόσο συγκεκριμένη, αληθινή ιστορία, κάνει το αποτέλεσμα συναρπαστικό– ειδικά από τη στιγμή που κι ο ίδιος ως σκηνοθέτης και αφηγητής μοιάζει να αποκτά μια όλο και εντονότερη αίσθηση μεγαλείου, αλλά και του πώς να χρησιμοποιεί τα εργαλεία του καλύτερα. Με τον ένα τρόπο ή τον άλλο, το Οπενχάιμερ θα σε συνταράξει.
5. Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ! Παίζει τον Λούις Στράους –που συνεργάστηκε με τον Οπενχάιμερ και σε μια από τις παράλληλες αφηγήσεις της ταινίας κρίνεται το μέλλον του από τη σχέση του με τον επιστήμονα– και είναι φανταστικός. Ένας από τους πιο χαρισματικούς ηθοποιούς της γενιάς του παίζει ξανά επιτέλους σε αληθινή, ζουμερή ταινία, στην καλύτερή του ερμηνεία εδώ και χρόνια (δεκαετίες;). Είναι σχεδόν συγκινητικό.
Θα προταθεί για Όσκαρ β’ ανδρικού, όπως θα προταθεί και για β’ γυναικείου η Έμιλι Μπλαντ, στο ρόλο της συζύγου του Οπενχάιμερ, Κίτι. Με λίγα υλικά συνθέτει ένα χαρακτήρα σιωπηλά περίπλοκο, γεμάτο θυμό και θλίψη, που χτίζει προς την απολαυστική σκηνή της κορύφωσης (θα καταλάβετε όταν τη δείτε). Όσο για τον Τζος Χάρτνετ, εκείνος δε θα προταθεί για Όσκαρ αλλά ναι, χαιρόμαστε που τον βλέπουμε να έχει επιστρέψει δυναμικά.
ΤΟ ΟΠΕΝΧΑΪΜΕΡ ΕΙΝΑΙ Η ΚΟΡΥΦΩΣΗ ΤΩΝ ΕΜΜΟΝΩΝ ΤΟΥ ΝΟΛΑΝ
Στις ταινίες του Νόλαν πάντα συναντάμε άνδρες παραδομένους σε ένα εμμονικό κυνήγι (συχνά κάποια σκιώδους εκδοχής του εαυτού τους) καθώς χάνονται σε ένα σπιράλ εμμονών, ενοχών και αβεβαιότητας –απέναντι ακόμα και στο ποιοι είναι– που τους οδηγεί όλο και βαθύτερα σε κάποια προσωπική κόλαση. Πες την Γκόθαμ, πες την υποσυνείδητο, πες την ένα ατέρμονο κυνήγι ενός κατασκευασμένου εχθρού, πες την Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο Νόλαν διασκευάζει τη βιογραφία του Οπενχάιμερ “American Prometheus: The Triumph and Tragedy of J. Robert Oppenheimer” από τους Κάι Μπερντ και Μάρτιν Σέργουιν, δίχως όμως να ενδιαφέρεται για μια απλή παράθεση γεγονότων ή για το συμβατικό ξετύλιγμα ενός δράματος τριών πράξεων. Όπως συνέβη και τη Δουνκέρκη, ο άγγλος σκηνοθέτης κοιτάζει ένα σημαδιακό ιστορικό γεγονός και το αποτυπώνει μέσα από μια ιδιάζουσα δομή που αδιαφορεί για τη γραμμικότητα του χρόνου– στη Δουνκέρκη δημιουργώντας μια κόλαση ψυχών, μια χρονική δίνη που καταπίνει ζωές και τον χρόνο τον ίδιο.
Στο Οπενχάιμερ συμβαίνει κάτι διαφορετικό αλλά με αντίστοιχη έγνοια πάνω στο σχήμα της αφήγησης. Εδώ τα πάντα μοιάζουν συντετριμμένα. Η δράση της ταινίας τοποθετείτε με κάποιο τρόπο σε όλα τα στάδια της ζωής και της καριέρας του Οπενχάιμερ δίχως βέβαια να γίνεται αφηρημένη.
Έχουμε τον Οπενχάιμερ που μαθαίνει κβαντική φυσική στα ‘20s, έχουμε τον Οπενχάιμερ που διδάσκει μια δεκαετία μετά, τον Οπενχάιμερ που κατηγορείται για κομμουνιστικές επαφές στα ‘50s. Έχουμε παράλληλα, σε άσπρο-μαύρο, να εκτυλίσσεται μια διαδικασία επιβεβαίωσης του Λούις Στράους (πρώην αφεντικό της Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας) για υπουργική θέση το 1959. Και, στο κέντρο όλων, έχουμε φυσικά τη βόμβα. Τη δημιουργία της βόμβας στο Λος Άλαμος του Νέου Μεξικό και φυσικά τη χρήση της στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι.
Είναι σαν η βόμβα να θρυμματίζει και το χωροχρόνο γύρω της. Όλη η ταινία ως εκείνο το σημείο, κι από εκείνο το σημείο κι έπειτα, μοιάζει ταραγμένα να μεταπηδά από τη μια στιγμή στην άλλη, σα να έχουν ξεκολλήσει τα πάντα από το χρόνο. Η ίδια δε η στιγμή, της πετυχημένης δοκιμής; Μια από τις πιο ανατριχιαστικές στιγμές της κινηματογραφικής χρονιάς: Φωτιά σαν έτοιμη να καταβροχθίσει κόσμους (φτιαγμένη με πρακτικά εφέ κι όχι CGI), σαρωτική σιωπή, και πανηγύρια μπροστά σε ένα θρίαμβο από την κόλαση.
ΜΙΑ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΟΥ ΔΕ ΜΟΙΑΖΕΙ ΜΕ ΚΑΜΙΑ ΑΛΛΗ
Ο Νόλαν χρησιμοποιεί τον φιλμικό χρόνο προς όφελός του, τόσο διασπάζοντας την ιστορία σε σωματίδια όσο και ενώνοντάς το στο συγκλονιστικό κρεσέντο που οδηγεί στο φινάλε. Η εμμονή του με παράλληλες αφηγήσεις, με timelines, με διαφορετικές αφηγηματικές ταχύτητες, είναι κι εδώ παρούσα, αλλά εφαρμοσμένη στην εντέλεια και στην υπηρεσία όχι πια ενός fictional ή ενός sci-fi κόσμου, αλλά –ποιος να το έλεγε– μιας πραγματικής βιογραφίας.
Η οπτική έτσι γίνεται ασφυκτικά προσωπική. Τα πάντα συμβαίνουν μες στο μυαλό του Οπενχάιμερ, από τον τρόπο που επανερχόμαστε κυκλικά σε κομβικές στιγμές μέχρι τα ενοχικά του οράματα Αποκάλυψης που –πάρα πολύ συνειδητά από την πλευρά του Νόλαν– εφαρμόζονται μόνο στα πρόσωπα που έχει μπροστά του ο Οπενχάιμερ, και ποτέ στα αληθινά θύματα τα οποία κάνει ό,τι μπορεί για να αποφεύγει να βλέπει ή να σκέφτεται.
Είναι πολύ ενδιαφέρον λοιπόν και σαν σπουδή χαρακτήρα. Τον βλέπουμε σε μια από τις πρώτες σκηνές του έργου να αντιδρά απότομα, με οργή και διάθεση να σπείρει θάνατο(!) αλλά αμέσως να το μετανιώνει– μια μικρογραφία του τι θα ακολουθούσε, πιθανώς. Παρακολουθούμε μια διαρκή πάλη ανάμεσα στο θεωρητικό και το πρακτικό (ένα μοτίβο που επαναφέρεται διαρκώς από το σενάριο, από το επιστημονικό του έργο μέχρι της πολιτικές του κλίσεις) και τους τρόπους με τους οποίους ο Οπενχάιμερ σκάβει όλο και πιο βαθιά τρύπα για τον εαυτό του, επιλέγοντας να αγνοεί την ολοένα και εμφανέστερη πρακτικότητα της θεωρητικής του προόδου.
(Αναμφίβολα η πάλη θεωρίας και πράξης είναι επίσης κάτι που αγγίζει τον ίδιο τον Νόλαν, ο οποίος σμιλεύει πάνω στην ιστορία του Οπενχάιμερ και μια αλληγορία για την δημιουργία γενικότερα, του σινεμά συμπεριλαμβανομένου. Εκεί είναι που το φιλμ μοιάζει να συγγενεύει με ένα από τα υποτιμημένα αριστουργήματα των ‘10s, άλλο ένα αντισυμβατικά βιογραφικό έργο που διαχειρίζεται το βάρος της δημιουργίας απέναντι στο ηθικό της κόστος στον πραγματικό κόσμο: Το Wind Rises του Χαγιάο Μιαγιαζάκι.)
Το Οπενχάιμερ δεν είναι ακριβώς πολεμική ταινία, αλλά είναι κιόλας– από τον τρόπο με τον οποίο ο Νόλαν αφήνει πλήρως εκτός κάδρου τις φρικιαστικές και εγκληματικές συνέπειες των πράξεων του ήρωά του, οι συνέπειες αυτές καταλήγουν να εντείνονται, ακριβώς επειδή λείπουν. Κι η ιστορία αυτή γίνεται ευθύτατα πολεμική, δια της απουσίας της φρίκης. Μπορεί όμως μια πολεμική ταινία να αποτελεί (υπερ)θέαμα χωρίς να ακυρώνει την ύπαρξή της; Ο Νόλαν οδηγεί την αφήγησή του σε μια τέτοια εσωτερικότητα που δίνει στο θέαμα διαστάσεις υπαρξιακού τρόμου. Δεν απαντά ακριβώς στο ερώτημα, αλλά εμφανώς το έχει υπόψην του.
Και εξετάζει, μέσα από αυτή την ιστορία του Οπενχάιμερ, και τον θανατηφόρο αμοραλισμό της Αμερικάνικης Εξαίρεσης – το πώς ένα σύστημα εκμεταλλεύτηκε την επιστημονική πρόοδο με τον χειρότερη δυνατό τρόπο, δημιουργώντας στην πορεία εχθρούς κατά βούλησην. Η φιλοδοξία του φιλμ είναι ομολογουμένως τεράστιας, αν και υπάρχει εν τέλει κάτι το πολιτικά και ηθικά αβέβαιο στον τρόπο που ο Νόλαν αναζητά την αλήθεια, μια βαθύτερη πίστη σε πρόσωπα και σε θεσμούς που έρχεται σε κόντρα με την ίδια του την πρόθεση. Όμως αυτή τη φορά (σε αντίθεση με τη Δουνκέρκη) ξέρει πώς να σε αφήσει μες στη δίνη της καταστροφής– μοιάζει ωριμότερος από ποτέ, και αφηγηματικά, αλλά και τεχνικά. Είναι σαν κάθε του εμμονή, κάθε μοτίβο, κάθε τεχνική, τα πάντα να τα ραφινάριζε καθώς ετοιμαζόταν να πει αυτή την ιστορία.