TO “SEVERANCE” ΕΙΝΑΙ Η ΣΕΙΡΑ ΠΟΥ ΘΑ ΣΕ ΑΦΗΣΕΙ ΜΕ ΑΝΟΙΧΤΟ ΤΟ ΣΤΟΜΑ
Η σειρά του Apple TV+ έδωσε ένα από τα καλύτερα τηλεοπτικά φινάλε των τελευταίων χρόνων. Ανυπομονούμε ήδη για την 2η σεζόν.
Στην αρχή, είναι ένα κενό γραφείο.
Αποστειρωμένης αισθητικής, αχανές, ένας τεράστιος χώρος που εξυπηρετεί την εργασία τεσσάρων ανθρώπων. Καθιστοί στους υπολογιστές τους, κάνοντας μια δουλειά που δεν έχουν ιδέα τι εξυπηρετεί (και ποιον), με διαχωριστικά να κρατούν τα βλέμματά τους μακριά τον ένα από τον άλλο, χωρίς διαλείμματα, χωρίς προσωπικό χρόνο, χωρίς τη δυνατότητα να βλέπουν άλλους ανθρώπους– ή έστω καν, έξω από ένα παράθυρο.
Αυτή η corporate δυστοπία που μοιάζει με εφιάλτη που είδε το Parks & Recreation (ή οποιοδήποτε από τα αντίστοιχης πολιτικής και αισθητικής κωμικά σόου χώρου εργασίας) ξεκινά σαν μια high concept εργασιακή κόλαση του μοντέρνου, tech καπιταλισμού.
Σταδιακά μαθαίνουμε πως σε αυτό το μέλλον (αν είναι μέλλον) του κόσμου μας (αν είναι ο κόσμος μας), μια τεχνολογία έχει αναπτυχθεί που επιτρέπει σε ανθρώπους να αποκόπτονται από κομμάτια του εαυτού τους. Αυτή η ιδέα προφανώς διαθέτει αμέτρητες πιθανές εφαρμογές και ηθικές και φιλοσοφικές προεκτάσεις, όμως στο Severance μας συστήνεται με τον τρόπο που ξέρουμε πως αργά ή γρήγορα θα εφαρμοζόταν σε κάθε σύγχρονη κοινωνία: Μέσα από τη σκοπιά της εργασιακής εκμετάλλευσης.
Έχουμε λοιπόν αυτούς τους 4 ανθρώπους, ή τα κομμάτια ανθρώπων, τις σκιές ανθρώπων, όπως θες πες τους. Βρίσκονται σε έναν χώρο εργασίας και για εκείνους τίποτα έξω από τον χώρο εργασίας δεν υπάρχει. Κυριολεκτικά: Η τελευταία τους ανάμνηση κάθε μέρας είναι το ασανσέρ που κλείνει, κι επόμενη είναι η στιγμή που το ασανσέρ ανοίγει την επόμενη. Δεν έχουν ιδέα ποιοι είναι στις υπόλοιπες 16 ώρες της μέρας. Τι κάνουν στην υπόλοιπη (την «κανονική») ζωή τους. Αν έχουν οικογένεια. Αν βλέπουν ΝΒΑ. Τι ψηφίζουν. Αν έχουν παιδιά. Αν τους αρέσει η μουσική. Ποιος είναι ο αγαπημένος τους Σπάιντερμαν. Τίποτα. Απόλυτο κενό.
Αντίστοιχα, οι «outies» εαυτοί τους, δηλαδή το κομμάτι που έχει τον εκτός εργασιακής φυλάκισης έλεγχο, δεν θυμούνται τίποτα για το τι συμβαίνει «εκεί μέσα». (Δηλαδή τι τραβάνε οι «innies».) Πλήρως διαχωρισμός. Για την εταιρεία αυτό είναι ιδανικό, γιατί δεν χρειάζεται να αγχώνεται κανείς για NDA και άλλα τέτοια μέτρα αποσιώπησης. Και για τους ίδιους τους εργαζόμενους, το ζήτημα γίνεται προσωπικό. Αυτό που δεν θυμάσαι δεν μπορεί να σε πληγώσει, σωστά;
Αν δεν βιώνεις το κομμάτι της ζωής σου που είναι ψυχολογικό το πιο ψυχοφθόρο, τότε σίγουρα η καθημερινότητά σου θα είναι πιο ευτυχισμένη, έτσι δεν είναι;
…έτσι δεν είναι;
Τη σειρά έχει αναπτύξει ο πρωτοεμφανιζόμενος σεναριογράφος Νταν Έρικσον, τον πιλότο της οποίας έγραψε πριν 6-7 χρόνια ως αντίδραση στην σειρά εργασιών που είχε βρει στο Λος Άντζελες, όσο περίμενε να έρθει η ευκαιρία που ζητούσε. «Σε μια από εκείνες τις δουλειές βρήκα τον εαυτό μου να εύχεται να μπορούσα να πηδήξω μπροστά στο χρόνο, στο τέλος της μέρας. Ήθελα να διαχωρίσω τον εαυτό μου για τις επόμενες 8 ώρες. Και σκέφτηκα “αυτό είναι ένα αρρωστημένο πράγμα να εύχεσαι. Θα έπρεπε να ευχόμαστε να είχαμε περισσότερο χρόνο, όχι λιγότερο”», λέει για την αρχική του ιδέα.
Αυτό ακριβώς το σκοτάδι βρίσκεται στην καρδιά της ιστορίας, που αναπτύχθηκε από εκείνο το σημείο περισσότερο ως θρίλερ μυστηρίου, παρά ως κάτι το χαριτωμένα procedural όπως το (διαστρεβλωμένα συγγενικό) Good Place. Στο Severance η Κόλαση δεν έχει μικρές αποδράσεις ανθρωπιάς: Καθώς οι 4 διαχωρισμένοι ήρωες αρχίζουν να αναπτύσσουν δικές τους αντιστάσεις και προσωπικότητες, η αληθινή υπαρξιακή μάχη ξεκινά.
Αλλά και το μυστήριο! Γιατί αυτό που κάνει τελικά το Severance να πετυχαίνει, είναι η δομή του μυστηρίου του. Ενώ θέλει την υπομονή του στην αρχή και παίρνει αρκετή ώρες τραβώντας τον θεατή μέσα από διαδρομές νεκρής corporate φύσης και επαναλαμβανόμενων αδιέξοδων διαδικασιών, σταδιακά αρχίζει να αποκαλύπτει τις διαθέσεις του.
Λίγο, λίγο. Πολύ υπομονετικά. Και με πολλή σιγουριά.
Φυσικά δε θα πούμε τίποτα το συγκεκριμένο για αυτές, καθώς το παραμικρό στοιχείο αφαιρεί κάτι από τη διαδικασία ανακάλυψης και αποκάλυψης. Αυτό που θα πούμε είναι πως αυτή η δόμηση της αφήγησης και του μυστηρίου, αν θυμίζει περισσότερο κάτι, είναι στην πραγματικότητα –και περιέργως– το Lost. (Κι όχι μόνο χάρη στον τρόπο που κεντράρει το μυστήριο γύρω από μη ειπωμένες αλήθειες σε vintage αισθητικής χώρους και διαδικασίες που ακολουθούνται τυφλά χωρίς γνώση της μεγάλης εικόνας.)
Όχι, αλήθεια. Αυτό που το Lost έκανε καλύτερα από κάθε άλλη σειρά μυστηρίου που θέλησε να το αντιγράψει, αυτό που έκανε το Lost να ξεχωρίζει, είναι το πώς μας παρουσίαζε τον κόσμο του. Ξεκινούσε από μια εξαιρετικά εστιασμένη στιγμή, μια απειροελάχιστη λεπτομέρεια του πλήρους καμβά του (όχι, αναλογιστείτε απλώς βάζοντας όλη τη μυθολογία του Lost σε έναν πίνακα, πόσο λίγο χώρο καταλαμβάνει εκεί το αρχικό μας σημείο εισαγωγής), και επεισόδιο το επεισόδιο, τραβούσε την κάμερα και λίγο πιο πίσω. Λίγο πιο πίσω. Ακόμα πιο πίσω. Λίγο ακόμα πιο πίσω.
Ο τρόπος με τον οποίον εξερευνούσε τον κόσμο του δεν ήταν ποτέ γραμμικός, δεν ήταν ποτέ: «αυτό το πράγμα μας οδηγεί στο επόμενο, και μετά γίνεται ένα τρίτο». Παρά ήταν αντίστροφο σπιράλ. Ξεκινώντας από μια κουκίδα, τραβιόμαστε μεθοδικά προς τα πίσω (ή προς τα έξω, αν προτιμάτε), αποκαλύπτοντας όλο και μεγαλύτερο κομμάτι της συνολικής εικόνας. Το μυστήριο δεν ήταν ποτέ «τι θα συμβεί την επόμενη στιγμή» όσο «τι ακριβώς κρύβεται έξω από τα περιθώρια αυτών των πέντε εικόνων που γνωρίζουμε».
Το Severance μας βάζει στον κόσμο του με μια αντίστοιχα εστιασμένη στιγμή, πολύ δυνατή, αξιομνημόνευτή, και σημαντικότερα, αποκομμένη (χαχ) από το οποιοδήποτε context. Η Χέλι της Μπριτ Λόουερ (την θυμόμαστε από το απίστευτο Man Seeking Woman) ξυπνά σε ένα τραπέζι χωρίς να θυμάται ποια είναι και τι κάνει εκεί (ή ποιο είναι το αγαπημένο πρωινό του λατρεμένου CEO ηγέτη) και η διαδρομή μας μες στη σειρά ακολουθεί τις δικές της πρώτες αναγνωριστικές ώρες– αλλά και τις κατ’επανάληψη προσπάθειές της να φύγει μακριά από αυτή την κόλαση, με το οποιοδήποτε κόστος.
Οι απορίες με το καλημέρα είναι τόσες πολλές που δεν έχει κάν νόημα να τις βάλεις σε λίστα. Είναι τόσες, που απλώς παρακολουθείς, γνωρίζοντας πως δεν γνωρίζεις τίποτα. Προσκολλάσαι ωστόσο σε γνώριμα στοιχεία δραματουργίας και προσωπικής αγωνίας– για τα άγχη του χώρου εργασίας, για τα κομμάτια του εαυτού που εν γνώσει μας διαχωρίζουμε, για τη ζωή που ζούμε σε μικρά κομμάτια.
(Α, και επίσης σε αντιστοιχία με το Lost, μέρος της διασκέδασης είναι η αναζήτηση θεωριών και εικασιών ως προς το τι σημαίνουν όλα. Γιατί νυστάζει συνέχεια ο Ερβ; Τι έχει συμβεί στο παλρεθόν του Μαρκ; Τι είναι το «MIND» στον χάρτη που σχεδίασε ο Πίτι; Ποια είναι η αλήθεια για τις 4 στοιχειώδεις ποσότητες που καθορίζουν την ψυχή κάθε ανθρώπου, σύμφωνα με τον Ίγκαν; Και –ναι, το ξέρατε ότι όλα εκεί θα κατέληγαν– ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ;;)
Καθώς οι χαρακτήρες αποκτούν σταδιακά μια ολοένα και καλύτερη (όσο απειροελάχιστη κι αν είναι, ακόμα) κατανόηση του κόσμου τους, τόσο προσαρμόζονται τα δικά μας ερωτήματα– για τι γίνεται, για το τι συμβαίνει, για το τι σημαίνουν τελικά όλα αυτά, πρακτικά αλλά και φιλοσοφικά. Οι αποκομμένοι ήρωες χτίζουν το δικό τους ηθικό σύμπαν, αναπτύσσουν τα δικά τους χαρακτηριστικά, δημιουργούν τους δικούς τους δεσμούς και προτεραιότητες.
Βρίσκουν ειρήνη και ισορροπία σε ένα εσωτερικό σύστημα πίστης (με το προσωπικό μπραντάρισμα και την λεοντοποίηση των αφεντικών ως θρησκεία) ή σε ανούσιες επιβραβεύσεις για εργασιακούς στόχους («ο εργάτης του τριμήνου κερδίζει πάρτυ με βάφλες!»). Δημιουργούν, νομοτελειακά, δεσμούς ακόμα και σε αυτή την αποκομμένη τους φύση. Ποια από αυτά τα στοιχεία της προσωπικότητάς τους ανταποκρίνοντα σε αντίστοιχα χαρακτηριστικά των outies τους; Εντοπίζει κανείς μέχρι και ίχνη του Total Recall καθώς outies και innies μοιάζουν να μην βρίσκονται πάντα στην ίδια σελίδα– αλλά πώς θα μπορούσαν να είναι, κιόλας; Από τη στιγμή που μιλάμε για δύο πλευρές του ίδιου εαυτού, με πλήρως αντικρουόμενα συμφέροντα και «θέλω».
Μεθοδικά, σχεδόν υπόκωφα, η σειρά χτίζει σασπένς και προετοιμάζει το έδαφος για ένα σαρωτικό φινάλε. Εκεί, για τα 40 λεπτά της διάρκειάς του, παρακολουθούμε μία συνθήκη και όλες της τις συνέπειες. «Μεθοδικά» είναι η λέξη κλειδί. Έχει συμβεί ένα πράγμα, κι αυτό που παρακολουθούμε είναι οι συνέπειες, κοιτώντας τις από τις διάφορες οπτικές γωνίες του κόσμου του σόου. Και το κλείσιμο είναι αποστομωτικό, οδηγώντας σε αμέτρητες, μεγαλύτερες, ευρύτερες απορίες. Είναι το ιδανικό φινάλε: Με έναν πλήρως ικανοποιητικό τρόπο ολοκληρώνει μια κεντρική αφήγηση που κυριαρχεί στα επεισόδια της πρώτης σεζόν, προσφέροντας συναισθηματική πλήρωση και ανοίγοντας νέες οδούς στην αφήγηση.
Ή μάλλον, όχι οδούς. Κομμάτια του πίνακα.
Το σενάριο του Severance ήρθε στα χέρια του Μπεν Στίλερ πριν 5 χρόνια και αποφάσισε να το αναλάβει, σκοπεύοντας αρχικά να γυρίσει τον πιλότο. «Όσο όμως δούλευα σε αυτό, ένιωσα να συνδέομαι όλο και περισσότερο και μετά σκέφτηκα, “Ίσως να σκηνοθετήσω τρία” και μετά συνεχίζαμε και σκέφτηκα “Εντάξει ίσως σκηνοθετήσω περισσότερα”», λέει. Το στεγνό χιούμορ και το κατάμαυρα σατιρικό φόντο της ιδέας το φέρνει κοντά σε κάποια μοτίβα που συναντάμε σε κάποιες από τις δουλειές του Στίλερ σαν το μάλλον παρεξηγημένο στην εποχή του Cable Guy με τον Τζιμ Κάρεϊ.
Ο Στίλερ θέτει έναν τόνο νεκρικό, με τεράστιους κενούς χώρους, διαδρόμους δίχως τέλος και με το κάδρο πολύ συχνά να διαμελίζει συνθέσεις, υπηρετώντας έτσι απόλυτα αυτή την ιδέα μιας προσμονής που δεν τολμά καν να εκφραστεί ως τέτοια. Η αντίθεση εντείνεται χάρη στο κάστινγκ– ένα από τα μέλη της βασικής τετράδας είναι ο Τζον Τορτούρο, φανταστικός εδώ μέσα από τις πιο διακριτικές αντιδράσεις. Σίγουρα όχι ένας ηθοποιός που περιμένει κανείς να βλέπει σιωπηλό και ακίνητο για τεράστια κομμάτια χρόνου, κάτι που ισχύει και για τον Κρίστοφερ Γουόκεν, σε έναν μικρότερο αλλά σημαντικό ρόλο.
Πρωταγωνιστής είναι ο Μαρκ του Άνταμ Σκοτ, τον οποίο ο Στίλερ λέει πως σκέφτηκε για τον ρόλο από την αρχή αυτής της πολυετούς διαδικασίας ανάπτυξης. (Σημαντικό ρόλο κρατά κι η κεφάτη Πατρίσια Αρκέτ σε μια μάλλον όμως αποπροσανατολιστικά αφύσικη ερμηνεία, ως υπεύθυνη του μυστηριώδους τμήματος όπου δουλεύουν οι κεντρικοί μας ήρωες.) Ο Σκοτ έχει περιέργως εξελιχθεί σε κεντρική φιγούρα σε αυτό το workplace υπο-είδος τηλεόρασης, όμως η επιλογή του εδώ δεν είναι σε καμία περίπτωση μια απλή περίπτωση βαριεστημένου, αυτόματου κάστινγκ της λογικής «μας άρεσε στο Parks & Recreation και στο Good Place, ας είναι πρωταγωνιστής εδώ».
Ίσα ίσα, αυτός ο συνδυασμός αμηχανίας, σιωπηλής απόγνωσης, σκοταδιού και καλοσύνης που φέρνει ο Σκοτ στον ρόλο, παραπέμπει περισσότερο σε μια από τις ελάχιστες workplace κωμωδίες που μοιάζει φιλοσοφικά να ταιριάζει στην κοσμοθεωρία του Severance: Το αριστούργημα Party Down, στο οποίο ο Σκοτ έπαιζε τον Χένρι, έναν αποτυχημένο ηθοποιό που δουλεύει σε κέτερινγκ παρέα με άλλους ανθρώπους που ελπίζουν να πετύχουν στον χώρο του entertainment.
Οι πάντες θυμούνται τον Χένρι από μια διαφήμιση και του ζητούν ξανά και ξανά να πει τη μία viral ατάκα, το «are we having fun yet??» το οποίο εκείνος επαναλαμβάνει με μηχανικό ενθουσιασμό, σαν νεκρός μέσα του. Κι αν όλοι οι συνάδελφοί του ελπίζουν (ή βιώνουν ψευδαισθήσεις καλλιτεχνικού μεγαλείου) ο Χένρι μοιάζει ο μοναδικός που έχει τη γη κάτω από τα πόδια του. Αυτό, αν μη τι άλλο, τον τοποθετεί σε μια ξεχωριστή κόλαση από την οποία ξέρει πως δεν πρόκειται να αποδράσει.
Ως Μαρκ στο Severance βρίσκεται στο κέντρο μιας αντίστοιχης εφιαλτικής λούπας. Ακόμα όμως κι αν καταφέρει να δραπετεύσει κανείς από αυτήν, είναι έτοιμος για την επόμενη; Το Severance είναι ένα θαυμάσια δομημένο τοπίο κόλασης, ταυτόχρονα εσωτερικής όσο και υλικής, σε απόλυτη αισθητική αρμονία. Το να ανακαλύψουμε τι βρίσκεται στα βάθη της (ή έξω από αυτήν!) γίνεται σταδιακά όλο και πιο συναρπαστικό με τη σκοτεινή του γοητεία τελικά να πηγάζει από μια πολύ βαθιά υπαρξιακή αναγκαιότητα, σαν κάτι μέσα μας να αναρωτιέται: Δεν μπορεί αυτό να είναι όλο, έτσι; Are we having fun yet?