ΤΡΙΑ ΠΑΙΔΙΑ ΠΟΥ ΜΕΓΑΛΩΣΑΝ ΣΤΗΝ ΚΙΒΩΤΟ ΠΕΡΙΓΡΑΦΟΥΝ ΣΤΟ NEWS 24/7 ΤΟΝ ΕΦΙΑΛΤΗ: “ΕΙΧΑ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΚΑΙ ΜΕ ΕΣΤΕΛΝΑΝ ΣΕ ΚΗΔΕΙΕΣ”
Σε όσα αφηγούνται οι τρεις άνθρωποι που μεγάλωσαν στην Κιβωτό του Κόσμου, συμπεριλαμβάνονται αναφορές σε ξυλοδαρμούς, ψυχολογική χειραγώγηση και καταναγκαστική χειρωνακτική εργασία ανηλίκων.
Τρεις νέες μαρτυρίες παιδιών που μεγάλωσαν στις δομές της Κιβωτού του Κόσμου δημοσιεύει σήμερα το Magazine. Οι τρεις άνθρωποι που μίλησαν προτίθενται να καταθέσουν την εμπειρία τους στις αρχές, με τον έναν μάλιστα από αυτούς να έχει επιχειρήσει και στον παρελθόν να κινήσει νομικές διαδικασίες απέναντι στο ίδρυμα, χωρίς τότε να έχει ανταπόκριση.
Σε όσα περιγράφουν οι τρεις άνθρωποι που μεγάλωσαν στην Κιβωτό του Κόσμου, συμπεριλαμβάνονται αναφορές σε ξυλοδαρμούς, ψυχολογική χειραγώγηση, καταναγκαστική χειρωνακτική εργασία ανηλίκων, επικίνδυνοι χειρισμοί μετά από διάγνωση κατάθλιψης από ψυχίατρο, αποκλεισμός από οποιαδήποτε πιθανή κοινωνική σχέση, διαχωρισμός οικογενειών, τιμωρίες με εγκλεισμό που ξεπερνούσαν τους 12 μήνες, δωρεές που περνούσαν από τα χέρια των παιδιών αλλά τελικά δεν έφταναν ποτέ σε αυτά και επιβεβαίωση των δύο αναφορών για σεξουαλική παρενόχληση.
Η πρώτη από τις τρείς μαρτυρίες έρχεται από ένα κορίτσι -τα πλήρη στοιχεία της βρίσκονται στη διάθεση του Magazine– που μεγάλωσε στην Κιβωτό του Κόσμου. Όπως λέει, έφτασε εκεί όταν πλέον ο πατέρας της είχε φύγει από τη ζωή και η οικονομική κατάσταση στην πολύτεκνη οικογένειά της δεν ήταν πλέον βιώσιμη. Κινητοποιήθηκε μόνη της και ζήτησε βοήθεια από τον πατήρ-Αντώνιο. «Πίστευα ότι θα μπορέσει να βοηθήσει οικονομικά ή με τρόφιμα. Μου είπε πως ο μόνος τρόπος που μπορούσε να το κάνει ήταν μόνο αν έπαιρνα τα αδέρφια μου και πηγαίναμε να μείνουμε στο κτίριο του Κολωνού», θυμάται. Η κοπέλα το δέχτηκε, όμως γρήγορα κατάλαβε πως οι συνθήκες εκεί δεν ήταν αυτές που περίμενε, με βασικότερο πρόβλημα την έλλειψη ελευθερίας κινήσεων. «Χάσαμε ολοκληρωτικά την ελευθερία μας. Έπρεπε να ακολουθούμε πιστά το πρόγραμμα της Κιβωτού. Προσωπικά με ενοχλούσε και το ότι ήταν επιβεβλημένο να πιστεύουμε στο Θεό. Ήταν υποχρεωτικό σε όλα τα παιδιά, να παρακολουθούν την κατήχηση και να κάνουν νηστεία».
“Μου υποσχέθηκε δουλειά και δεν με πλήρωσε ποτέ”
Τα αδέρφια μετά από σύντομο χρονικό διάστημα αποφάσισαν να φύγουν, όμως λίγο καιρό αργότερα ο ιερέας σύμφωνα με όσα περιγράφει η κοπέλα, ζήτησε να της μιλήσει και της πρότεινε να δουλέψει στις κατασκηνώσεις της Κιβωτού στη Ραφήνα. «Μου υποσχέθηκε πως αν πήγαινα, μέχρι το τέλος του καλοκαιριού θα μου έδινε ένα σημαντικό χρηματικό ποσό για αντάλλαγμα. Δέχτηκα, θέλοντας να μαζέψω χρήματα. Στην κατασκήνωση ήμουν ομαδάρχισσα, εργαζόμουν στην κουζίνα, έπλενα ταψιά, πιάτα, βοηθούσα σε ότι χρειάζονταν τα παιδιά. Ουσιαστικά εγώ και κάποια άλλα παιδιά υποκαθιστούσαμε τον ρόλο των εργαζομένων που δεν υπήρχαν. Όταν ήρθε η ώρα να πληρωθώ μου είπε πως δεν θα μου δώσει τα χρήματα και μου πρότεινε να επιστρέψω στη δομή και να γίνω παιδί της Κιβωτού».
Ωστόσο ένα μήνα αργότερα αρρώστησε. Πηγαίνοντας μια Κυριακή στην εκκλησία της Κιβωτού, δεν ένιωσε καλά, το είπε στον πατήρ-Αντώνιο και εκείνος της πρότεινε να την βοηθήσει να πάει στον γιατρό. Η διάγνωση ήταν αμυγδαλίτιδα, αυτό όμως δεν δικαιολογούσε την πολύ άσχημη κατάστασή της. Της πρότεινε να εξεταστεί και από ψυχίατρο. «Η ψυχίατρος, διέγνωσε βαριάς μορφής κατάθλιψη και μου πρότεινε να αρχίσω φαρμακευτική αγωγή. Εκεί ξεκίνησε το μαρτύριό μου. Από την κοινωνική υπηρεσία της δομής μου βρήκαν τα φάρμακα, μου είπαν να μείνω στη δομή και στη συνέχεια με “πάρκαραν”. Δεν έκαναν απολύτως τίποτα».
“Θα έπρεπε είτε να φύγω είτε να υποστώ την συνέπεια της απομόνωσης”
Η κοπέλα έπρεπε να συνεχίσει να ακολουθεί κανονικά το πρόγραμμα της δομής, παρά την ασθένεια με την οποία είχε διαγνωστεί, χωρίς να της παρέχεται υποστήριξη από ψυχολόγο. «Ένα μήνα αργότερα, ένα αγόρι μου έδειξε ότι του άρεσα και δώσαμε ένα φιλί. Ένα αθώο φιλί. Το έμαθαν οι υπεύθυνοι, με φώναξαν στο γραφείο του πατέρα Αντώνιου και αφού κλειστήκαμε εκεί άρχισε να μου φωνάζει. Μου είπε πως είτε θα πρέπει να φύγω από την Κιβωτό ή θα υποστώ την συνέπεια της πράξης μου, η οποία ήταν να μείνω κλειδωμένη στο νηπιαγωγείο της δομής, να ασχολούμαι με τα μωρά και να κοιμάμαι το βράδυ εκεί, απομονωμένη από τα υπόλοιπα παιδιά. Επέλεξα να δεχτώ τη συνέπεια γιατί πίστευα πως δεν θα τα καταφέρω αλλιώς. Για τρεις μήνες ήμουν ένας άνθρωπος ανήλικος, με κατάθλιψη, που έπαιρνε φάρμακα και με είχε βάλει να βοηθάω στη φροντίδα των μωρών, ζώντας σε ένα πολύ μικρό χώρο. Δεν άντεχα τις φωνές. Πάθαινα κρίσεις πανικού, θέαμα που δεν ήταν ωραίο να βλέπουν τα παιδιά. Έπρεπε να κοιμάμαι και να τρώω εκεί. Μαζί μου ήταν μόνο μια «παιδαγωγός» που άλλαζε με βάρδιες. Οι παιδαγωγοί στο νηπιαγωγείο, ήταν παιδιά που είχαν μεγαλώσει στην Κιβωτό και είχαν αναλάβει πλέον άλλους ρόλους. Αυτά που είναι γνωστά ως «παιδιά της Κιβωτού».
“Είχα διαγνωστεί με κατάθλιψη και με έστελναν συνεχώς σε κηδείες”
Μετά από μήνες, η κοπέλα ζήτησε μόνη της να αρχίσει να βλέπει ψυχολόγο καθώς ένιωθε ότι η κατάστασή της συνεχώς χειροτέρευε. «Μου είπαν ψάξε και βρες. Βρήκα μια γιατρό από το google και άρχισα να πηγαίνω. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που άρχισε να μου δίνει σημασία. Μου ζητούσε να βαθμολογώ την κάθε μέρα μου και την κάθε δραστηριότητα. Να γράφω αναλυτικό ημερολόγιο με όσα κάνω. Έτσι κατάλαβα ότι τίποτα από όσα έκανα δεν μου έδινε χαρά. Είχα καταλήξει να θέλω να πηγαίνω σε αυτήν 4 φορές τη βδομάδα. Ήταν η μόνη που με άκουγε. Λίγο καιρό αργότερα με ρωτούσαν από την Κιβωτό αν έχω σκοπό κάποια στιγμή να σταματήσω, υπονοώντας πως δεν μπορούν να την πληρώνουν άλλο. Έτσι σταμάτησα τις συνεδρίες».
Στη διάρκεια αυτού του διαστήματος ο πατήρ-Αντώνιος πρότεινε στην οικογένεια της κοπέλας που έμενε αρκετά μακριά από τη δομή της Κιβωτού, να μετακομίσει σε κοντινό σπίτι που θα τους παρείχε η δομή. «Πράγματι ήρθαν να μείνουν εκεί. Εγώ εξακολουθούσα να είμαι στο νηπιαγωγείο αποκλεισμένη και έβγαινα μόνο για τις συνεδρίες. Μετά από αρκετές παρακλήσεις, μου επέτρεψε να φύγω και να μείνω με την μητέρα μου, ωστόσο έπρεπε να πηγαίνω στην Κιβωτό για να κάνω δουλειές. Αφού πέρασε κάποιος χρόνος, κατέληξα να πηγαίνω και στις κηδείες, κρατώντας το κουτί για τα χρήματα που έδινε ο κόσμος όταν οι οικογένειες είχαν αποφασίσει αντί στεφάνων να γίνει δωρεά στο ίδρυμα. Υπενθυμίζω πως είχα διαγνωστεί με κατάθλιψη, ήμουν σε φαρμακευτική αγωγή και με έστελναν συνεχώς σε κηδείες. Το μήνυμα ήταν πως θα έπρεπε να προσφέρω κάτι στην Κιβωτό από τη στιγμή που μου είχαν προσφέρει κι εκείνοι».
“Με έβαλε να πω στα παιδιά πόσο δύσκολη ήταν η ζωή έξω από την Κιβωτό”
Το ενήλικο σήμερα κορίτσι που μίλησε στο Magazine, άρχισε να αντιμετωπίζει ακόμη σοβαρότερα προβλήματα μετά από περίπου ένα χρόνο. «Ξαφνικά μαθαίνω πως σχεδίαζε να μας πετάξει έξω από το σπίτι που μας είχε δώσει. Όσο η μητέρα μου έλειπε από το πατρικό μας, είχε λεηλατηθεί από αγνώστους και δεν ήταν πλέον κατοικήσιμο. Είχαν πάρει μέχρι και τις πόρτες. Του το ανέφερα, ζητώντας του, αν έπαιρνε πίσω το σπίτι που μας είχε προσφέρει, να μας βοηθήσει τουλάχιστον στην ανακατασκευή του πατρικού μας ώστε να έχουμε κάπου να μείνουμε. Μου απάντησε πως δεν μπορούσε να κάνει κάτι για αυτό και μας κατηγόρησε πως δεν πληρώναμε τους λογαριασμούς του σπιτιού που μέναμε. Πώς θα μπορούσαμε να πληρώνουμε το ρεύμα και τα κοινόχρηστα όταν δεν πληρωνόμουν από πουθενά; Η μητέρα μου δεν είχε δουλειά, εγώ δεν έπαιρνα χρήματα και κατηγορούμασταν πως δεν πληρώναμε στο σπίτι που εκείνος μας προσέφερε, χωρίς να το ζητήσουμε, προκειμένου να είμαστε κοντά του και να είμαι άμεσα στη διάθεσή του».
«Είχα αρχίσει να συνειδητοποιώ ολοένα και περισσότερο τι συμβαίνει. Κατάφερα να πάρω μια παράταση για την οικογένειά μου και άρχισα να δουλεύω σε ένα καράβι προκειμένου να βγάλω λεφτά. Δυσκολεύτηκα πολύ και μερικούς μήνες αργότερα σταμάτησα αυτή τη δουλειά. Όταν το έμαθε μου ζήτησε να πάω στην Κιβωτό για να μιλήσω στα υπόλοιπα παιδιά. Με έβαλε να σηκωθώ όρθια και να τους πω πόσο δύσκολα πέρασα. Ήθελε να τους περάσω το μήνυμα ότι μόνο μέσα στο ίδρυμα μπορούσαν να ζήσουν καλά και πως έξω η ζωή ήταν πολύ δύσκολη. Αυτό έκανα. Δεν έπρεπε, δεν το πίστευα».
“Δεν σου δίνω τα αδέρφια σου”
Η τελική ρήξη ήρθε μερικούς μήνες αργότερα. «Βρήκα άλλη δουλειά, δουλεύοντας σεζόν σε ξενοδοχείο στα Μετέωρα, μαζί με μια κοπέλα που είχα γνωρίσει μέσα στην Κιβωτό και με είχε βοηθήσει να καταλάβω πως η ζωή είναι έξω από εκεί. Όσο δούλευα, έμαθα πως τελικά αποφάσισε να διώξει τη μητέρα και τον αδερφό μου από το σπίτι. Δανείστηκα λεφτά από το αφεντικό μου, ήρθα στην Αθήνα και νοίκιασα ένα σπίτι -αφού δεν είχα χρήματα να φτιάξω το πατρικό μας- για να μείνουν». Στη συνέχεια απευθύνθηκε σε δικηγόρο και κίνησε τις διαδικασίες για να πάρει την επιμέλεια των δύο ανήλικων αδερφών της που ζούσαν ακόμη σε δομή της Κιβωτού. «Ήθελα να φύγουμε τελείως από εκεί. Κάναμε αγωγή, ήρθε στο σπίτι κοινωνική υπηρεσία, είδε πως μπορούσαν τα παιδιά να μείνουν μαζί μας και κατέληξα στο γραφείο της Εισαγγελέως ανηλίκων. Μου είπε πως εκείνη ήταν σύμφωνη να πάρω τα αδέρφια μου από την Κιβωτό. Επικοινώνησε μπροστά μου με τον πάτερ-Αντώνιο και κλείνοντας το τηλέφωνο, μου είπε: “Δεν θέλει να σου δώσει τα παιδιά”. Τη ρώτησα τι θα κάνει και μου απάντησε: “Τράβα μίλα με τον πάτερ”.
Η κοπέλα έφυγε την ίδια στιγμή από το γραφείο και πήγε στην Κιβωτό ζητώντας να τον δει. «Η γυναίκα που ήταν στην υποδοχή μου είπε πως ο πάτερ δεν θέλει να με δει. Φρόντισε να με απασχολήσει για λίγο μέχρι που εμφανίστηκε ένα περιπολικό. Οι αστυνομικοί με έπιασαν και με τραβούσαν έξω, λέγοντας μου να μην ενοχλήσω ξανά τον ιερέα. Επέστρεψα στην εισαγγελέα και όταν της είπα τι έγινε, μου απάντησε: “Με πήρε τηλέφωνο ο πάτερ και μου είπε πως έσπασες όλα τα αυτοκίνητα των εργαζομένων στο πάρκινγκ της Κιβωτού”. Της εξήγησα πως δεν θα μπορούσε να έχει γίνει κάτι τέτοιο, αφού αν είχα ακουμπήσει οποιοδήποτε αυτοκίνητο ο ιδιοκτήτης θα το κατήγγειλε. Τότε μου είπε πως δεν μπορούσε να ασχοληθεί άλλο και με έδιωξε από το γραφείο της».
“Αν τον ξαναπλησιάσεις να φοβάσαι να κυκλοφορήσεις”
Τότε, αρκετά χρόνια πίσω, ήταν που η καταγγέλλουσα επιχείρησε να δημοσιοποιήσει το θέμα. «Είχα μιλήσει σε έναν δημοσιογράφο, αλλά το θέμα δεν δημοσιεύτηκε γιατί όπως μου είπε, δεν υπήρχαν άλλες καταγγελίες. Ήθελα να μάθουν όλοι πως στην Κιβωτό εκμεταλλεύονται τα παιδιά, τα δείχνουν στις κάμερες για να παίρνουν δωρεές και δεν έχουν καμία σχέση με όσα λένε ότι κάνουν. Έφτιαξα σελίδα στο Facebook. Λίγο καιρό μετά δέχτηκα τηλέφωνο από έναν στενό του συνεργάτη που μου είπε “Σταμάτα να ασχολείσαι. Αν τον ξαναπλησιάσεις να φοβάσαι να κυκλοφορήσεις”. Εκεί πλέον σταμάτησα να στρέφομαι εναντίον τους γιατί δεν μου επέτρεπαν πλέον ούτε να μιλάω με δύο από τα αδέρφια μου που εξακολουθούσαν να βρίσκονταν μέσα. Σταμάτησα για να μην δημιουργώ πρόβλημα σε εκείνα και να μπορέσω κάποια στιγμή να αποκτήσω ξανά επικοινωνία μαζί τους».
“Σε ηλικία 7 χρονών με άρπαξαν από τον λαιμό και με κόλλησαν στον τοίχο”
Το δεύτερο παιδί που μίλησε στο Magazine, είναι ένα αγόρι που έζησε στην Κιβωτό 15 χρόνια. Αρχικά στη δομή της Αθήνας, όμως σε μικρή ηλικία, χωρίς τη θέλησή του αποκόπηκε από την οικογένειά του και μεταφέρθηκε στη δομή της Χίου.
«Σε ηλικία περίπου 7 χρονών, επειδή θεωρούσαν ότι κάνω φασαρία, ένας από τους στενούς συνεργάτες του πατέρα-Αντώνιου με άρπαξε από τον λαιμό, με σήκωσε, με κόλλησε στον τοίχο και μου φώναζε να σκάσω. Ανάλογες μεταχειρίσεις είχαν και άλλα παιδιά μέσα στη δομή και από τους παιδαγωγούς και από τους υπεύθυνους της δομής. Εγώ όσο μεγάλωνα άρχισα να αντιστέκομαι και να αντιδρώ, οπότε σταμάτησαν να προσπαθούν να μου κάνουν τέτοια», εξηγεί ο νεαρός, που είναι στενός φίλος του 19χρονου που έχει καταγγείλει την σεξουαλική παρενόχληση.
“Υπάρχει και δεύτερο περιστατικό παρενόχλησης”
«Το περιστατικό μου το εκμυστηρεύτηκε ο ίδιος το καλοκαίρι. Ντρεπόταν να μου πει όλες τις λεπτομέρειες, μου είπε όμως πως ο πάτερ Αντώνιος τον έπιανε με τρόπο που δεν έπρεπε μέσα από το μαγιό. Υπάρχει άλλος ένας ανήλικος φίλος μου μέσα από τη δομή που του έχει κάνει το ίδιο, όμως φοβάται να το καταγγείλει για δικούς του λόγους. Δεν είναι μόνο ένα το περιστατικό παρενόχλησης».
Το αγόρι που πλέον έχει φύγει από την Κιβωτό, περιγράφει τις τιμωρίες στη δομή της Χίου όπου ζούσε τα τελευταία χρόνια. «Το ένα από τα τρια παιδιά που τα έδειραν στη δομή του Βόλου, το έστειλαν στη Χίο για τιμωρία. Εκεί τον είχαν μόνο του για 6 μήνες, κλειδωμένο στο δωμάτιο. Έβγαινε μόνο για να κάνει χειρωνακτικές δουλειές όσο εμείς λείπαμε στο σχολείο. Του είχαν απαγορεύσει να μιλάει σε οποιονδήποτε από εμάς, ενώ μας είχαν πει πως αν του μιλήσουμε θα έχουμε κι εμείς τιμωρία». Μετά το εξάμηνο, το παιδί μίλησε με τα υπόλοιπα της δομής και εκεί τους αποκάλυψε πως είχε γρονθοκοπηθεί άσχημα στον Βόλο για να ομολογήσει κάτι που δεν έκανε.
“Μας έβαζαν να δουλεύουμε και μας πλήρωναν με κουπόνια”
Συνεχίζοντας την περιγραφή των όσων συνέβαιναν στη Χίο, το αγόρι λέει: «Κάναμε καθημερινά βαριές χειρωνακτικές δουλειές μετά το σχολείο. Μας έβαζαν να κόβουμε δέντρα, να σκάβουμε, να ξεχορταριάζουμε, να κουβαλάμε βαριά αντικείμενα με ένα παλιό φορτηγό που νομίζαμε ότι θα εκραγεί. Όλα αυτά μέσα στον ήλιο. Και όταν μας πλήρωναν, μας έδιναν κουπόνια που αντιστοιχούσαν σε 50 λεπτά την ώρα, για να αγοράζουμε πράγματα μέσα από τη δομή. Υπήρχαν και παιδιά που τα είχαν σταματήσει από το σχολείο στο Λύκειο για να δουλεύουν όλη τη μέρα. Ουσιαστικά κάναμε τη δουλειά που θα έπρεπε να κάνουν εργάτες. Ήθελε να συντηρούμε εμείς το χώρο και να μην πληρώνει υπαλλήλους να το κάνουν».
Κάναμε πρόβες για τις μέρες που θα έρθουν οι κάμερες
Ο νεαρός εξηγεί πως η κατάσταση χειροτέρεψε κυρίως μετά την πανδημία. «Μέχρι τον κορονοϊό η εικόνα ήταν πολύ διαφορετική και ως παιδιά είχαμε πολύ καλύτερη εικόνα για τον πάτερ-Αντώνιο. Κάναμε να τον δούμε καιρό όταν ήρθε η πανδημία και όταν τον ξαναείδαμε ήταν ψυχρός και τυπικός. Ένιωθα πως είχε δει την Κιβωτό σαν μπίζνα. Ερχόταν και κάναμε πρόβες για όταν θα έρχονταν οι κάμερες. Παριστάναμε ότι κάνουμε δραστηριότητες για να δείχνουμε χαρούμενοι. Δραστηριότητες που στην πραγματικότητα δεν συνέβαιναν τόσο συχνά. Μόλις έσβηναν οι κάμερες επιστρέφαμε στις δουλειές μας. Ένιωθα σαν να μας περνάνε το μήνυμα «Χαμογελάστε στην κάμερα».
Περιγράφει πως ο ίδιος λάμβανε υποσχέσεις από τον πατέρα Αντώνιο οι οποίες δεν τηρούνταν ποτέ. «Ήξερε από μικρός πως ήθελα να γίνω ποδοσφαιριστής. Κάθε χρόνο μου έλεγε, θα σε πάω στον Ολυμπιακό, στον Παναθηναϊκό, στον Ατρόμητο. Φυσικά ποτέ δεν έγινε τίποτα. Όταν μου ανακοίνωσε πως θα μεταφερθώ στη Χίο, για να με πείσει μου είπε πως εκεί είχε ακαδημία του Ολυμπιακού και θα έπαιζα ποδόσφαιρο. Τίποτα από αυτά δεν ίσχυε. Δεν πίστευε σε εμάς, δεν στήριζε τα όνειρά μας, ήθελε μόνο να δουλεύουμε».
“Άνθρωποι έδιναν φαγητό στη δομή κι εμείς τρώγαμε μόνο τα χειρότερα”
«Ένα θέμα που πρέπει να ακουστεί είναι αυτό με το φαγητό. Ξέρω πως κάποιοι μπορεί να μην το θεωρούν σημαντικό. Εγώ προσωπικά είχα τσακωθεί πολλές φορές με τους υπευθύνους της δομής. Ο κόσμος έφερνε φαγητά και τα καλύτερα από αυτά πήγαιναν στους υπεύθυνους. Εμείς συνήθως τρώγαμε το ίδιο φαγητό για τρεις ημέρες. Είχαν υπάρξει φορές που είχαμε πάθει τροφική δηλητηρίαση. Ξυπνούσαμε και τα τριάντα παιδιά της δομής ήμασταν με διάρροιες και εμετούς. Όταν κάποιος έφερνε για παράδειγμα μια κούτα με παγωτά ως δωρεά, εμείς δεν τα τρώγαμε ποτέ. Θα μας έδιναν μπαγιάτικα κρουασάν ή σπασμένα μπισκότα για δεκατιανό και περίμεναν με αυτό το φαγητό να μπορούμε να δουλεύουμε όλη μέρα στον ήλιο», θυμάται.
“Νιώθω πια πως έχω ενταχθεί σε κοινωνία”
Το αγόρι που περιγράφει τις συνθήκες που βίωνε στην καθημερινότητά του για χρόνια, εξηγεί πως από τη στιγμή που έφυγε από τη δομή και επέστρεψε στην Αθήνα νιώθει να έχει αποκτήσει κανονική ζωή: «Μέσα σε όλα αυτά, θέλω να πω πως εκεί με τον τρόπο που μεγαλώναμε νιώθω πως έμαθα πράγματα ειδικά πριν τον κορονοϊό που είχαμε μια πολύ καλύτερη εικόνα για τον πάτερ. Τώρα που έφυγα όμως νιώθω ανακούφιση. Νιώθω πια φυσιολογικός άνθρωπος με ελευθερίες. Είχα αποκοπεί από την επικοινωνία με την οικογένειά μου. Φεύγαμε για το σχολείο και γυρνούσαμε με ιδιωτικό λεωφορείο, χωρίς να μπορούμε να κάνουμε παρέες εκτός της δομής, να συναντήσουμε φίλους μας. Μόνο μερικά παιδιά, όταν πλησίαζαν τα 18 και αν έκαναν όλα όσα τους έλεγαν οι υπεύθυνοι, χωρίς αντιρρήσεις, μπορούσαν να έχουν κάποιες ελάχιστες ελευθερίες. Οι υπόλοιποι έβγαιναν πολύ σπάνια από τη δομή ανά δέκα άτομα και πάντα με τον υπεύθυνό τους».
“Έμαθαν ότι θέλω να φύγω και μου απέκλεισαν τις επικοινωνίες”
Το τρίτο και τελευταίο παιδί που μίλησε στο Magazine, μέχρι και σήμερα δυσκολεύεται να εκφραστεί. Ζούσε επίσης στη δομή της Χίου. Το γεγονός πως δυσκολευόταν να αντιδράσει λόγω του χαρακτήρα του, είχε “ανταμειφθεί” ως ένα βαθμό από τους υπεύθυνους της δομής, οι οποίοι τον εμπιστεύονταν για να κάνει διάφορες δουλειές.
«Υπήρχε περίπτωση παιδιού που το τιμώρησαν για κάτι που δεν ξέρω και έχασε το φως του ήλιου. Το είχαν κλειδωμένο στο δωμάτιο για 1μιση χρόνο. Δεν έβγαινε καθόλου. Σταμάτησε από το σχολείο και επειδή με εμπιστευόντουσαν για διάφορες δουλειές, με έστελναν να του πηγαίνω εγώ φαγητό. Δεν το είχαν κάνει μόνο σε αυτόν, υπήρχαν και άλλα παιδιά. Τα καλοκαίρια δουλεύαμε στον ήλιο από τις 7 το πρωί ως τις 5 το απόγευμα, κουβαλώντας πέτρες, μαζεύοντας πευκοβελόνες και καθαρίζοντας τους δρόμους. Έτσι χάναμε το καλοκαίρι. Και είχαμε σημαντικό πρόβλημα με το φαγητό. Μας έδιναν να τρώμε πολύ λίγο και κλείδωναν την κουζίνα γιατί προσπαθούσαμε να κλέψουμε από εκεί για να φάμε».
Η επικοινωνία με τον έξω κόσμο, όπως συμμαθητές από το σχολείο, απαγορευόταν, ενώ ακόμη και με μέλη της οικογένειάς του μπορούσε να μιλάει σπάνια και υπό επίβλεψη. «Κάποια στιγμή είχα πει ότι θέλω να φύγω. Είχαν καταλάβει ότι μιλούσα κρυφά με την οικογένειά μου και τους ζητούσα να έρθουν να με πάρουν. Το εμπιστεύτηκα σε ένα παιδί, το οποίο με κάρφωσε στους υπεύθυνους. Απαγορευόταν να έχω επικοινωνία αν δεν ήταν μπροστά παιδαγωγός. Το τηλέφωνο όταν μιλούσα με τη μητέρα μου έπρεπε πάντα να είναι σε ανοιχτή ακρόαση στο γραφείο της παιδαγωγού».
Όπως περιγράφει, τον τελευταίο χρόνο συναντήθηκε με παιδιά που ζούσαν κι αυτά στη Χίο. «Μου είπαν πως είχαν αρκετές περιπέτειες με ξυλοδαρμούς από την ημέρα που έφυγα. Ένας από τους φίλους που είχα μέσα, ο οποίος τα έζησε, μου είπε πως έγιναν περιστατικά με ξύλο σε διάφορα παιδιά».
Όταν ανακοίνωσε πως θέλει να φύγει, οι υπεύθυνοι προσπάθησαν να του αλλάξουν γνώμη: «Μου κανόνισαν ραντεβού για να μου μιλήσει ο πάτερ-Αντώνιος και να μου αλλάξει γνώμη. Τελικά δεν συναντηθήκαμε. Ετοίμασα τα πράγματά μου και ανακοίνωσα στον υπεύθυνο πως είχε έρθει μέλος της οικογένειάς μου να με πάρει με το καράβι. Τον ρώτησα πώς θα μπορούσα να κατέβω στο λιμάνι. Θύμωσε που δεν άλλαζα γνώμη και μου είπε “Δεν ξέρω, βρες τρόπο εσύ”. Από την ώρα που φεύγεις από εκεί σε αντιμετωπίζουν σαν εχθρό».
Σήμερα πλέον, δεν θέλει να έχει καμία σχέση με την Κιβωτό του Κόσμου: «Από τότε που ενηλικιώθηκα και έφυγα άλλαξε εντελώς όλη η ζωή μου. Είδα τι είναι η ζωή. Όταν ήμουν στην Κιβωτό σκεφτόμουν πότε θα βγω, να είμαι ελεύθερος. Έχω βρει δουλειά, βγάζω λεφτά και δεν χρειάζεται να έχω σχέσεις με τη δομή».