AP/ 24 MEDIA LAB

ΤΖΟΡΤΖ ΜΙΛΕΡ: Ο ΘΡΥΛΙΚΟΣ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ ΤΟΥ MAD MAX ΜΑΣ ΜΙΛΑ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΤΟΥ ΕΠΟΣ

Στην πρώτη του ταινία μετά το Mad Max: Fury Road, ο ιδιοφυής Τζορτζ Μίλερ επιστρέφει με το ρομαντικό έπος φαντασίας Τρεις Χιλιάδες Χρόνια Προσμονής. Το Magazine βρέθηκε στο Φεστιβάλ Καννών για να μιλήσει μαζί του.

Τι μπορεί να συνδέει τους μετα-αποκαλυπτικούς κόσμους του Mad Max με μια αφήγηση ατελών ρομάντζων που διατρέχει τους αιώνες (και έρχεται δια στόματος ενός τζίνι);

Μην περιοριζόμαστε κιόλας: Τι συνδέει τα παραπάνω με ένα οικογενειακό ιατρικό δράμα, με την ιστορία ενός μικρού γουρουνιού που πήγε στην μεγάλη πόλη, και ενός πιγκουίνου που χορεύει μπροστά στο χείλος της καταστροφής;

Ναι, είναι όλες ιστορίες από το μυαλό του ίδιου ανθρώπου: Του θρυλικού Τζορτζ Μίλερ, σκηνοθέτη των Mad Max, αλλά και των Happy Feet (για το οποίο πήρε το μόνο του Όσκαρ!), και του Lorenzo’s Oil, και των Μαγισσών του Ίστγουικ, και του Babe: Pig in the City. Και τώρα, του επικού ρομάντζου φαντασίας Τρεις Χιλιάδες Χρόνια Προσμονής. (Three Thousand Years of Longing, στις αίθουσες από 1η Σεπτεμβρίου από την Tanweer.)

Όπως επίσης και παρολίγον κάποτε σκηνοθέτης του Justice League, μια ταινία που βρέθηκε μια ανάσα από το να γυριστεί πίσω στο 2008. «Νομίζω πως έτσι κι αλλιώς οι μόνες υπερηρωικές ιστορίες που αξίζει να πεις είναι εκείνες που ο χαρακτήρας καταρρέει, με κάποιο τρόπο. Αυτό είναι το δράμα. Ο χαρακτήρας του τζίνι στην ταινία μας έχει ένα σωρό ελαττώματα γιατί τα κάνει συνεχώς μαντάρα», μας λέει χαμογελώντας ο Μίλερ.

Ακόμα σημαντικότερα όμως, όλες αυτές οι ιστορίες, με τον δικό τους τρόπο, σε ό,τι είδος και να ανήκουν, αποτελούν τα μετα-αποκαλυπτικά οράματα πυρετού ενός ανθρώπου που μετά από δεκαετίες δημιουργίας, δεν σταμάτησε να ονειρεύεται ιστορίες από το Τέλος του Κόσμου.

Η πιο πρόσφατη, δε, ταινία του, αποτέλεσε εν τέλει και το αναμφίβολα μεγαλύτερό του επίτευγμα. Το Mad Max: Fury Road παραμένει κάτι σαν το αποκορύφωμα της χολιγουντιανής περιπέτειας, ένα arthouse σχεδόν-βουβό φιλμ καταδίωξης μασκαρεμένο ως franchise μπλοκμπάστερ, μια παραγωγή που ακόμα και σήμερα κάνει καταξιωμένους τεχνίτες να κοιτούν την οθόνη και να μην πιστεύουν στα μάτια τους.

Το Mad Max: Fury Road βρισκόταν σε κάποιο στάδιο δημιουργίας από τον Μίλερ για ένα σχεδόν δεκαετές διάστημα, γυριζόταν στην έρημο υπό απάλευτες συνθήκες, με το στούντιο να προσπαθεί να σταματήσει την παραγωγή και τους ηθοποιούς να μην καταλαβαίνουν τι είναι αυτό που γυρίζουν. Και κέρδισε 6 Όσκαρ. Και έγινε σημείο αναφοράς για το σύγχρονο σινεμα– mainstream κι όχι μόνο.

Κι ενώ ο Μίλερ γυρίζει αυτή τη στιγμή το πρίκουελ Furiosa με την Άνια Τέιλορ-Τζόι, ανάμεσα σε αυτά τα δύο κεφάλαια της Mad Max saga πήρε λίγο χρόνο για να τολμήσει, όπως κάνει πάντα, κάτι εντελώς διαφορετικό όσο και τελικά εντελώς ταιριαστό. Ο ορισμός του πρότζεκτ «λευκής επιταγής», όπου ένας σκηνοθέτης καταφέρνει να βρει τους πόρους για να γυρίσει ένα δύσκολο, εντελώς προσωπικό πρότζεκτ εξαργυρώνοντας μια μεγάλη προηγούμενη επιτυχία, το Τρεις Χιλιάδες Χρόνια Προσμονής είναι δύσκολο να περιγραφεί, ακόμα κι αν το έχεις δει.

Είναι μια ιστορία φαντασίας που ζει στον δικό μας απτό κόσμο. Ένα έπος πάθους και ανολοκλήρωτου έρωτα με πρωταγωνιστές ένα τζίνι (Ίντρις Έλμπα) και μιας ακαδημαϊκού (Τίλντα Σουίντον). Είναι μια ιστορία που διαδραματίζεται εξ ολοκλήρου σε ένα δωμάτιο αλλά και σε διαφορετικές αυτοκρατορίες και διαφορετικούς αιώνες. Είναι ένα ρομάντζο με τεράστια καρδιά, με μια άσβεστη φλόγα στο κέντρο της, αλλά και μια ελεγεία στο ατελές της ζωής και της κάθε απόπειρας για ευτυχία. Είναι ένα παραμύθι, αλλά και ένας υπερρεαλιστικός εφιάλτης για το τέλος που αναπόφευκτα θα μας ορμήξει. Είναι μύθος, είναι και αλήθεια. «Η ηρωίδα λέει στην αρχή του φιλμ πως, Η ιστορία μου είναι αληθινή, αλλά είναι πιο πιθανό να με πιστέψεις αν την πω ως παραμύθι, οπότε εξαρχής κινούμαστε σε ένα μακρινό χώρο, κάπου από όπου μπορούμε να κοιτάξουμε την Ιστορία από μακριά», μας λέει ο σκηνοθέτης.

Τι είναι τελικά τα Τρεις Χιλιάδες Χρόνια Προσμονής; Και πώς γεννήθηκαν μες στο συναρπαστικό μυαλό του Τζορτζ Μίλερ;

Το Magazine βρέθηκε στο Φεστιβάλ Καννών τον Μάιο όπου συνομίλησε με τον βραβευμένο με Όσκαρ σκηνοθέτη για τα παραμύθια (σύγχρονα και παραδοσιακά), για θεούς και δαίμονες, για το πώς οι ιστορίες είναι μαγεία και ακόμα και τα ντοκιμαντέρ αποτελούν αλληγορίες, για το Mad Max και το Lorenzo’s Oil, και –τελικά και πάνω από όλα– για τον βαθιά κρυμμένο φόβο της Αποκάλυψης που όλοι έχουμε μέσα μας.

Ίντρις Έλμπα και Τίλντα Σουίντον Tanweer

Στην ταινία το τζίνι αφηγείται ιστορίες από το παρελθόν αλλά βρίσκεται στο σήμερα. Πώς τοποθετείται ένα στοιχείο παραμυθιού σε διαφορετικά χρονικά πλαίσια, και στο σήμερα;
Τα παραμύθια είναι αλληγορία, και πιστεύω βασικά πως κάθε ιστορία, ακόμα και τα καλύτερα ντοκιμαντέρ, είναι αλληγορικά. Πάνε από τα συγκεκριμένα στοιχεία της ιστορίας σε μια ευρύτερη, πιο εκτεταμένη ιδέα. Ίσως δεν τα αποκαλούμε πια παραμύθια, αλλά τα ψάχνουμε σε όλες τις ιστορίες μας, είτε είναι σινεμά είτε είναι μια ενδιαφέρουσα ιστορία που αφηγείται κάποιος. Μια ιατρική ιστορία, ας πούμε!

Το σκεφτόμουν αυτό πριν πολλά χρόνια, έκανα το Lorenzo’s Oil, μια ταινία που βασιζόταν σε μια απολύτως αληθινή ιστορία, για μια οικογένεια που αντιμετωπίζει ξαφνικά μια άγνωστη ασθένεια, υπήρχαν πολύ λίγες περιπτώσεις, όχι αρκετή έρευνα. Όπου ένας απολύτως υγιής γιος ξαφνικά χάνει τον έλεγχο όλων των αισθήσεών του ώσπου μένει παγιδευμένος στο κεφάλι του, βασικά. Και ξεκίνησαν όταν κανείς δεν ήξερε ποια ήταν, κι ανακάλυψαν θεραπεία που μπορεί να προλάβει τον κίνδυνο αν διαγνωστείς.

Αυτή λοιπόν ήταν μια ιατρική ιστορία, αλλά με τον δικό της τρόπο ταίριαζε μέσα στο πρότυπο του ηρωικού μύθου. Υπό αυτή την έννοια ήταν κάποιο παραμύθι. Κι αυτό νομίζω συμβαίνει σε αθλητικές ιστορίες, σε πολιτικές ιστορίες, σε κάθε είδους ιστορίες. Νομίζω ακόμα υπάρχουν, αλλά δεν τα αποκαλούμε ακριβώς παραμύθια.

Η ταινία μιλά για την αγνότητα της περιέργειας και μιλά για την σημασία της αφήγησης. Πώς συνδέονται αυτά τα δύο;
Είναι και τα δύο τρομερά σημαντικά. Όταν κάποιος με ρωτά ποιο είναι το πιο σημαντικό πράγματα που χρειάζεσαι στο σινεμά και σε κάθε καλλιτεχνική απόπειρα βασικά… και στην πραγματικότητα σε κάθε απόπειρα γενικώς να εξερευνήσεις κάτι… τότε οδηγείσαι από περιέργεια. Βρίσκω στη ζωή πως οι άνθρωποι συχνά ζαρώνουν ως υπάρξεις και ξέρω πως είναι επειδή χάνουν την περιέργεια τους. Είτε είναι καλλιτέχνες, είτε όχι. Και φυσικά η δική μου περιέργεια εφαρμόζεται στις αφηγήσεις.

Θέλω να επιστρέψω λίγο στο Lorenzo’s Oil που αναφέρθηκε. Όλες σου οι ταινίες μοιάζουν με μετα-αποκαλυπτικά όνειρα πυρετού, είτε μιλάμε για τα Mad Max, είτε μιλάμε για το Happy Feet Two, είτε για το Lorenzo’s Oil που αν διαβάσεις απλώς την περιγραφή του μοιάζει με κάποιο πολύ πιο τετριμμένο δράμα από ό,τι είναι στα αλήθεια. Είναι αυτός ο τρόπος με τον οποίο βλέπεις τον κόσμο;
Εεε…

[αφήνει μια σιωπή για λίγα δευτερόλεπτα και ανασκουμπώνεται στη θέση του]

ΟΚ. [γελάει] Το δράμα από αρχαιοτάτων χρόνων, πρέπει να περιλαμβάνει σύγκρουση. Το ξέρουμε αυτό, είναι η ουσία του δράματος κι αυτό είναι κάτι που πάει πίσω, στους αρχαίους Έλληνες. Υπάρχει σύγκρουση, μεταφορικά ή όχι, ανθρώπινη σύγκρουση. Σύγκρουση ανθρώπων ή χαρακτήρων ή ανάμεσα σε στρατιές ανθρώπων. Κι αυτό είναι ένα από τα πράγματα που συναντάμε σταθερά σε κάθε αφήγηση.

Μπορώ ειλικρινά να πω ότι δεν είμαι πεσιμιστής, απλά ότι οι περισσότερες ιστορίες που αξίζει να πεις είναι εκείνες στις οποίες αγωνιζόμαστε να κατανικήσουμε το σκοτάδι.

Όταν προσπαθείς να πεις ιστορίες πρέπει να αντικατοπτρίζουν τις έγνοιες του κόσμου και της εποχής που ζούμε. Σχεδόν αναπόφευκτα, όπου κι αν βρίσκεσαι στον Χρόνο, υπάρχει ο φόβος κάποιας Αποκάλυψης. Αν μιλάμε για ανθρώπους που ζούσαν στο βαθύ παρελθόν, οι φόβοι ήταν πιο απόκρυφοι, τα αίτια για το οτιδήποτε δεν ήταν δυνατόν να γίνουν γνωστά. Σήμερα γνωρίζουμε τη θεωρία των μικροβίων, και ζούμε την ύπαρξη μιας πανδημίας. Φαντάζεσαι πώς είναι όμως να μην έχεις την παραμικρή ιδέα τι προκάλεσε τη Μαύρη Πανώλη κι απλώς να την ζεις;

Οπότε έπρεπε να εφεύρουμε εξηγήσεις. Συνεπώς αυτή η προσπάθεια βρίσκεται πάντα μέσα σε εμάς ως ανθρώπους, και πάντα αγωνιζόμαστε να έρθουμε αντιμέτωποι με αυτό το άγνωστο.

Κάποιος με ρώτησε σήμερα αν είμαι εκ φύσεως πεσιμιστής, επειδή μέσα από τις ιστορίες μου, δεν ένιωθε ότι είμαι παρότι είναι όλες σκοτεινές. Μπορώ ειλικρινά να πω ότι δεν είμαι πεσιμιστής, απλά ότι οι περισσότερες ιστορίες που αξίζει να πεις είναι εκείνες στις οποίες αγωνιζόμαστε να υπερισχύσουμε του σκότους.

Αυτό βρίσκεται εγγενώς στις ταινίες Mad Max. Τον κόσμο των ταινιών αυτών τον λέμε αντεστραμμένο κόσμο, ένας κόσμος στον οποίο η νορμάλ, προκαθορισμένη συμπεριφορά είναι η σκοτεινή, και το μόνο πράγμα που σιγοκαίει σαν κεράκι μες στη νύχτα, είναι όταν οι άνθρωποι φέρονται με κάποιο επίπεδο χάρης αναμεταξύ τους.

Δες τώρα εδώ, που καθόμαστε σε αυτό το τραπέζι. Με τον ένα τρόπο ή τον άλλον είμαστε καλοπροαίρετοι ο ένας απέναντι στον άλλον, δεν νιώθουμε πως είμαστε απειλή ο ένας για τον άλλον, δεν χρειάζεται να αποσπάσω κάτι από σένα. Πίνω ένα τσάι αυτή τη στιγμή, και δεν ξέρω ποιος το έφτιαξε! Αλλά βασίζομαι στο ότι δεν έχει τίποτα τοξικό μέσα. Όλα, όλα όσα έχουμε κάνει σήμερα στη διάρκεια αυτής της μέρας, βασίζονται στην καλή θέληση και στον αλτρουισμό και στην συλλογική ευθύνη για όλα όσα συναντούμε. Όταν κάτι πάει στραβά σε αυτές τις θεμελιώδεις κοινωνικές συνθήκες… όταν από το τσάι αυτό πάω στην εντατική [γελάει], τότε μόνο είναι που λέμε και ακούμε αυτές τις ιστορίες.

Δεν ξέρω αν αυτό απαντάει στην ερώτηση σου; [γελάμε]

Πότε εμφανίστηκε το ενδιαφέρον σου για τη μυθολογία, το ενδιαφέρον σου για αυτές τις ιστορίες;
Πιστεύω για μένα αυτό αρχίζει με τις πρώτες ιστορίες που ακούμε. Ακόμα και τα παιδικά νανουρίσματα, ο Χάνσελ κι η Γκρέτελ, όλα αυτά… για να επιστρέψω και στην προηγούμενη ερώτηση, αυτά είναι που βοηθούν να γίνει μια κατανόηση του περιβάλλοντός μας όχι μέσω της εκλογίκευσης, αλλά μέσα από το συναίσθημα και μέσα από την μεταφορά, που όμως αναφέρεται στα προβλήματα του κόσμου.

Υπάρχει αυτή η ιδέα σε όλες τις κουλτούρες. Παιδαγωνική μυθολογία. Σε όλες τις ιστορίες υπάρχει ο παράγοντας της μάθησης. Όχι επιβεβλημένη αλλά αισθητή. Όλες οι ιστορίες είναι, βασικά, μαγεία.

Ένα παιδί θα θέλει την ίδια ιστορία ξανά και ξανά μέχρι να μπορέσει να επεξεργαστεί τι είναι αυτό, και τότε μπορεί να περάσει σε μια νέα ιστορία, με νέα πράγματα. Κι αυτό μας λέει κάτι σημαντικό. Δεν μπορείς να αμφισβητείς και να εκλογικεύεις με ένα παιδί. Να το ρωτήσεις τι ήταν αυτή η ιστορία που επεξεργάστηκε ενστικτωδώς. Γιατί το έχει ήδη κάνει. Και νομίζω αυτό δημιουργεί ένα συνεχές και στη συλλογική μας ζωή, κι αυτό εκφράζεται μέσα από τις μυθολογίες και τις θρησκείες. Όλοι επεξεργαζόμαστε κάτι στις ζωές μας, συνήθως τη θνητότητα. Αυτό βρίσκεται στην καρδιά κάθε προσπάθειας να κατανοήσουμε τα μυστήρια του σύμπαντος μέσα από τις ιστορίες μας.

Με έναν τρόπο το Τρεις Χιλιάδες Χρόνια Προσμονής μοιάζει με ένα ξεμπούκωμα μετά από άλλες μεγαλύτερες ταινίες που έχεις κάνει, αλλά υπάρχει σύνδεση στην κατασκευή των κόσμων και την αίσθηση του πώς μοιάζουν. Ποια είναι η σχέση αυτού του φιλμ με το μεγαλύτερο αλλά και όλο και πιο σουρεάλ franchise του Mad Max;
Οπωσδήποτε πρέπει να κατασκευάσεις κόσμους για να πεις και τις δύο ιστορίες. Και πρέπει να το κάνεις με τιμητική διάθεση, με βαθύ σεβασμό. Αν υπάρχουν ασυνέπειες… ας το πούμε έτσι, αν δεις ένα ανθρωπολογικό ντοκιμαντέρ για κάποια κουλτούρα, παλιά ή νέα, υπάρχουν συμπεριφορές που βλέπεις εκεί, και δε μπορείς να σταματήσεις την ιστορία ή το ντοκιμαντέρ για να εξηγήσεις κάθε λεπτομέρεια, κάθε στολίδι, κάθε χειρονομία, κάθε άρθρωση. Απλά πιστεύεις! Γιατί η αλήθεια είναι πως αυτή η όποια λεπτομέρεια έχει έννοια, έχει σημασία για το άτομο μέσα σε αυτό τον κόσμο, οπότε αυτό πρέπει να ισχύει για κάθε κόσμο που παρουσιάζεις.

Στο Mad Max ένα από τα πράγματα που… καθένας δουλεύει διαφορετικά βέβαια, αλλά για εμάς ο κανόνας ήταν ότι κάθε αντικείμενο, κάθε λέξη, κάθε χειρονομία, κάθε κουστούμι, κάθε αυτοκίνητο, πρέπει να υπάρχουν κριτήρια που να ικανοποιεί. Χωρίς να τα πιάσω αναλυτικά, το βασικό ήταν ότι έπρεπε όλα να είναι από αντικείμενα που έχουν βρεθεί και επαναχρησιμοποιηθεί. Ακόμα κι η γλώσσα, έπρεπε να είναι κάτι αντίστοιχο.

Ένα σημαντικό πράγμα που ισχύει για την ανθρωπότητα είναι ότι απλώς και μόνο επειδή ο κόσμος είναι εξαθλιωμένος δεν σημαίνει ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να φτιάξουν όμορφα πράγματα. Οπότε όπου κι αν είμαστε στον κόσμο, βλέπουμε ξανά και ξανά αντικείμενα πολύ όμορφα. Έχουμε στο σαλόνι μας ένα βάζο με τριαντάφυλλα, από μια πόλη στη Νότια Αφρική. Τα πέταλα είναι κουτάκια κοκακόλα επιδέξια κομμένα, και ο μίσχος είναι συρματόπλεγμα. Και είναι πανέμορφα τριαντάφυλλα. Αυτό είχαν για να το φτιάξουν, δεν είχαν βάζο. Αυτό χρειάζεται. Αυτό οδηγεί τον κόσμο.

Σε αυτή την ταινία πήγαμε τον κόσμο της Σίβα, είναι μυθολογικός, φανταστικός κόσμος, δεν υπάρχει ιστορικό αρχείο. Έχει στοιχεία που ποικίλλουν από κουλτούρα σε κουλτούρα κι είχαμε ποιητική αδεία να το κάνουμε τελείως φανταστικό. Οπότε είχαμε και κάθε λογής πλάσματα, κάποια μοιάζουν με ψάρια, κάποια μοιάζουν με καμηλοπαρδάλεις με σημάδια ζέβρας.

Όταν πάμε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία βασιζόμαστε πολύ στις λεπτομέρειες που γνωρίσαμε από πρώτο χέρι όταν πήγαμε εκεί, σε μια αυτοκρατορική αίθουσα, σε ένα χαρέμι. Φωτογραφίσαμε τα κουστούμια, φωτογραφίσαμε τα πάντα, γιατί δεν μπορείς να κάνεις γύρισμα εκεί. Υπάρχει μια αυστηρότητα σε αυτή τη διαδικασία και πρέπει τελικά να ακολουθεί τη δική του εσωτερική λογική. Κι ελπίζει αν το κάνεις όλο αυτό καλά, θα το νιώσει και το κοινό.

Το Τρεις Χιλιάδες Χρόνια Προσμονής (Three Thousand Years of Longing) κυκλοφορεί στις αίθουσες την Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου από την Tanweer.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα