ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ: 50 ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΡΙΕΡΑΣ ΣΕ ΜΙΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΖΩΗΣ
Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου σε μία εφ όλης της ύλης συζήτηση στο NEWS 24/7 με αφορμή τη μεγάλη του συναυλία στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο στις 14 Ιουνίου.
Η πρώτη κασέτα που πήρα στη ζωή μου ήταν η “Διαίρεση” , πήγαινα μόλις στην Δ’ Δημοτικού. Και η πρώτη συναυλία που πήγα ήταν η δική του. Και τότε δε δίστασα να στηθώ σε μία τεράστια ουρά για να πάρω ένα αυτόγραφό του. Και το πρώτο καπνογόνο που “έφαγα” ήταν σε δικό του live, όταν γιόρταζε τα 20 χρόνια του στη δισκογραφία. Και αποκλειστικά με τα δικά του τραγούδια νανούριζα τα παιδιά μου. Με την “Πρώτη Μαϊου” την κόρη μου και με τον “Γάτο” τον γιο μου. Και θα μπορούσα να γράψω και πολλά ακόμη περιστατικά της ζωής μου που έχω συνδέσει με τα τραγούδια του.
Το να πάρει κανείς συνέντευξη από έναν καλλιτέχνη που έχει συνδέσει άρρηκτα με την ίδια του τη ζωή, δεν είναι εύκολο. Γιατί και το άγχος και η συγκίνηση κυριαρχούν. Και αυτό που φοβάσαι είναι αν τελικά θα ανταποκριθεί σε όλο αυτό που έχεις “χτίσει” μέσα σου ή αν θα πέσει από τον θρόνο που τον έχεις τοποθετήσει.
Τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου τον συνάντησα στο σπίτι του με αφορμή τη μεγάλη γιορτή που στήνει στις 14 Ιουνίου στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο για τα 50 χρόνια του στη δισκογραφία. Με το άγχος μου να έχει χτυπήσει κόκκινο, καθώς ένιωθα πως επιτέλους θα συναντήσω το εφηβικό μου είδωλο.
Η ζεστασιά, το χαμόγελο και η απλότητά του διέλυσαν αυτόματα τα πάντα από το πρώτο λεπτό. Και κάναμε μαζί μία πολύ ζεστή συζήτηση εφ όλης της ύλης. Μιλήσαμε για όλους και για όλα. Από τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Μάνο Λοΐζο μέχρι τον Οδυσσέα Ιωάννου και τη Μαρία Παπαγεωργίου. Και όχι μόνο δεν “έπεσε” από τον θρόνο του, αλλά ανέβηκε ακόμη πιο ψηλά. Γιατί είναι ένας άνθρωπος που τραγουδά αυτά ακριβώς που νιώθει, τις δικές του αλήθειες και τα δικά του ιδανικά. Και γιατί τελικά ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου είναι τα τραγούδια του….
Εν αρχή ην…
Τι είναι αυτό που νοσταλγείτε περισσότερο;
Γύρναω πάντα στο χωριό μου, το Βάστα Αρκαδίας. Εκεί είναι η πατρίδα μου. Η μικρή μου πατρίδα. Το λένε Βάστα γιατί επί τουρκοκρατίας το καίγανε συνέχεια και το ξαναχτίζανε. Έτσι, λέγανε συνέχεια «βάστα κατακαημένο, βάστα». Εκεί έζησα μέχρι τα επτάμισι χρόνια μου και μετά όλα τα καλοκαίρια στην εφηβεία και βάλε. Εκεί άκουσα τους ήχους της φύσης, τα πουλιά. Το θρόισμα των φύλλων. Θυμάμαι έκπληκτος την ομίχλη, τη βροχή, τα τραγούδια των συγχωριανών, τα βουνά, τη θάλασσα κάτω μακριά. Γι αυτό ζω λατρεύοντας τη φύση…
Εκεί, μ’ ένα μυστήριο τρόπο είχαν κατορθώσει να τραγουδάνε σε κάθε συμβάν της ζωής τους. Εμείς σαν οικογένεια τραγουδούσαμε κάθε Κυριακή που τρώγαμε κρέας ας πούμε. Αλλά και τραγούδια για τη βροχή, για τα δέντρα, για τη μάνα, τραγούδια για τη θλίψη… Με αυτά μεγάλωσα και αυτά θέλω να τα κρατήσω, γιατί τα έχω ανάγκη. Είναι η αντιπαράθεση στο γκρίζο σήμερα. Είναι πηγή δύναμης.
Ωστόσο, θλίβομαι πολύ πια όταν πηγαίνω. Είναι οι γονείς μου εκεί, μόνιμα πια, στο κοιμητήρι του χωριού. Ελπίζω να το ξεπεράσω και να πηγαίνω συχνότερα.
Τι άνθρωποι ήταν οι γονείς σας;
Ο μπαμπάς δεν ήταν καθόλου σκληρός, ήταν, όπως πρέπει να είναι οι μπαμπάδες, συμβουλευτικός και στοργικός. Η μαμά ήταν πολύ εκδηλωτική, άνθρωπος της αγκαλιάς. Θυμάμαι με νανούριζε και εγώ την ξενυχτούσα και της έλεγα “κι άλλο μαμά κι άλλο”. Ήταν αγρότες. Δεν μπορούσαν να είναι και κάτι άλλο εκεί στο χωριό.
Όταν ζούσα εγώ εκεί, το χωριό είχε 100- 200 κατοίκους. Τώρα έχει 40. Ο μπαμπάς ήταν ένας αγωνιστής της ζωής. Πολλές φορές έφευγε και ερχόταν στην Αθήνα και δούλευε. Ήταν σοβατζής, οικοδόμος δηλαδή. Όταν ήρθαμε πια στην Αθήνα οικογενειακώς, στα 7- 8 μου χρόνια, δούλευε ήλιο με ήλιο. Και η μαμά μου δούλευε σε σπίτια, καθάριζε και έπλενε. Δεν υπήρχαν πλυντήρια τότε βλέπεις. Ευτυχώς, όμως, ήμασταν τέσσερα αδέρφια. έχω δύο αδερφές κι έναν αδερφό. Εγώ ήμουν μικρότερος και κάπως τα καταφέρναμε.
Με μια κιθάρα στο χέρι…
Και ποια ήταν η στιγμή αυτή είπατε “εγώ τώρα θα γίνω τραγουδιστής”…
Δεν ξεκίνησα έτσι. Στην Αθήνα πια, στις Εργατικές κατοικίες της Νέας Φιλαδέλφειας και της Νέας Ιωνίας, ένας γείτονάς μου που έμενε ακριβώς από κάτω μας στην πολυκατοικία, ο Κώστας Παναγόπουλος, είχε μια κιθάρα και προσπαθούσε να μάθει. Πού και πού τη δανειζόμουν και εγώ και έπαιζα. Μάθαινα μόνος μου και μετά του έδειχνα κιόλας. Στο τέλος, μου την άφηνε για πολύ μεγάλα διαστήματα κι έτσι δέθηκα με τη μουσική. Ήμουν καθαρά αυτοδίδακτος.
Γύρω στα 13-14 μου, εισέβαλαν στη ζωή μου οι Beatles, οι Rolling Stones και οι Animals. Κάθε γειτονιά είχε και το δικό της συγκρότημα. Εγώ έφτιαξα αυτό της δικής μας, τους Crosswords, και στα 16-17 κάναμε την πρώτη μας συναυλία. Δηλαδή, δεν ξεκίνησα να παίζω μουσική για να γίνω επαγγελματίας ή διάσημος. Μέχρι τα 14 μου δεν είχα καν σκεφτεί τι δουλειά θα κάνω όταν μεγαλώσω. Απλώς μου άρεσε η μουσική και ήξερα πως δεν μπορούσα να ζήσω χωρίς αυτήν. Αγαπούσα τόσο πολύ τη μουσική, που έλεγα πως εγώ αυτό θα κάνω, θα παίζω και θα τραγουδάω.
Στο σχολείο ήσασταν καλός μαθητής ή μονίμως με μία κιθάρα στο χέρι;
Δεν ήμουνα καλός στους βαθμούς γιατί δεν προλάβαινα, ασχολιόμουν όντως με την κιθάρα συνέχεια. Αλλά είχα πολύ καλή αντίληψη. Τελείωσα το Γυμνάσιο, το σημερινό Λύκειο δηλαδή και ήμουν ήδη τόσο χωμένος στη μουσική, που δε με ενδιέφερε τίποτα άλλο, οπότε δεν σπούδασα παραπάνω.
Εκατό οικογένειες έχουν βαλθεί να σκλαβώσουν τους πολίτες όλου του κόσμου. Η πάλη των τάξεων τώρα είναι ακόμα μεγαλύτερη. Δεν ξέρω κι αν ο Μαρξ ζούσε σήμερα, πώς θα το αντιμετώπιζε αυτό. Γιατί τα πάντα είναι θέμα ιδεολογίας.
Τα ακούσματα σας τότε ήταν ροκ;
Ήταν μία θα λέγαμε σαλάτα. Άκουγα δημοτικό τραγούδι, ελαφρύ, λαϊκό, διεθνές, απ’ όλα. Όταν γνώρισα τον Μάνο Λοΐζο είχα ήδη μπει στο καθαρά ελληνικό τραγούδι και μάλιστα στο πολιτικό, λόγω ιδεολογίας. Και τραγουδούσα ό,τι ήταν προοδευτικό. Όχι πολιτικό αυστηρά, ούτε στρατευμένο. Και ερωτικά βέβαια τραγούδια, αλλά και τραγούδια του Χατζιδάκι.
Με τον οποίο δεν προλάβατε κιόλας να συνεργατείτε...
Ήταν να κάνουμε μια δουλειά με τον Μάνο Χατζιδάκι, αλλά δεν πρόλαβα, γιατί ήμουν σε άλλη εταιρεία και εκείνος ήθελε να την κάνουμε στη δική του εταιρεία, τον Σείριο. Με το δίκιο του βέβαια. Πολύ λυπάμαι που δεν πρόλαβε να γίνει αυτή η δουλειά. Μου είχε πει, όταν τελειώσει το συμβόλαιό σου, πριν να υπογράψεις άλλο, να το κάνουμε τότε. Και στο μεταξύ “έφυγε”.
50 χρόνια Βασίλης
Ας περάσουμε στα “50 χρόνια Βασίλης”. Πώς αισθάνεστε που έχετε “στην πλάτη” 50 χρόνια καριέρας;
Είμαι στη δισκογραφία 50 χρόνια. 50 χρόνια στούντιο και 50 χρόνια εμφανίσεις. Ξεκίνησα να τραγουδώ στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Το 1972 βγήκαν και οι δύο πρώτοι μου δίσκοι βινυλίου σε 45αρια. Και οι δύο σε μουσική του Βασίλη Αρχιτεκτονίδη. Έναν χρόνο μετά, τέλειωσα από φαντάρος και πήγα στη Γερμανία, όπου εντάχθηκα σε επιτροπές αντιδικτατορικού αγώνα, τραγουδώντας παράλληλα σε πολλά στέκια Ελλήνων φοιτητών και ομογενών.
Το καλοκαίρι του ‘74, ακριβώς δηλαδή στη μεταπολίτευση, γνώρισα τον Μίκη Θεοδωράκη στο Παρίσι και βγάλαμε μαζί δύο δίσκους. Συμμετείχα στον δίσκο «Προδομένος Λαός» από το θεατρικό έργο του Γ. Ρούσσου “Μαντώ Μαυρογένους” που έκανε παράσταση η Αλίκη Βουγιουκλάκη με τον Μάνο Κατράκη και στον δίσκο «Ο Εχθρός Λαός» σε κείμενα και στίχους του Ιάκωβου Καμπανέλλη που ανέβασε στο θέατρο ο Κώστας Καζάκος και η Τζένη Καρέζη.
Έκτοτε ακολουθήσαν πολλοί δίσκοι, ενώ έχουν ηχογραφηθεί μέχρι σήμερα 1.300 περίπου τραγούδια. Κάθε 5- 10 χρόνια το γιορτάζω, μιας και το κοινό μού δίνει το διαβατήριο να συνεχίσω. Και αυτό εκφράζεται με τη συμμετοχή του στις παραστάσεις μου χειμώνα -καλοκαίρι. Νομίζω, άλλωστε, πως έχω κάνει τις πιο πολλές συναυλίες στην Ελλάδα.
Αν σας ζήταγε κάποιος να ξεχωρίσετε μια στιγμή, ποια θα ήταν αυτή;
Τι να πρωτοθυμηθώ από τα 50 αυτά χρόνια; Μπορώ να πω πως αισθάνομαι απόλυτα πλήρης από αυτήν την “πνευματική” μου περιουσία κι από τη γνωριμία μου με τόσους συνθέτες και ποιητές. Τους ευγνωμονώ. Και μάλιστα, όσοι ήταν εν ζωή έγιναν και φίλοι μου, μηδενός εξαιρουμένου.
Σίγουρα ξεχωρίζω τη στιγμή που συναντήθηκα με τον Μίκη Θεοδωράκη στο σπίτι του στο Παρίσι. Μου ζήτησε να του πω δυο μόνο τραγούδια και τελικά τραγούδησα τα πάντα με τον ίδιο στο πιάνο. Είπαμε το “Της Δικαιοσύνης Ήλιε νοητέ”, το “Ένα το χελιδόνι”, τον Μπιθικώτση που τον αγαπούσα πολύ και τον αγαπώ ακόμα. Ήταν μεγάλη τιμή για μένα που μου είπε ότι είμαι πολύ καλός και θέλησε αμέσως να συνεργαστούμε. Κλείσαμε μάλιστα να κάνουμε 45 συναυλίες στην Αμερική.
Θέλει φοβισμένους ανθρώπους το σύστημα, να σκύβουν το κεφάλι και να είναι πειθήνιοι στις επιταγές του. Δεν μπορεί τους ελεύθερους. Δε θα υπήρχε το ίδιο το σύστημα διαφορετικά.
Πριν φύγουμε για την περιοδεία, κάναμε μια συναυλία για τους Μαροκινούς φοιτητές στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού και στο διάλειμμα ήρθε μήνυμα ότι έπεσε η χούντα στην Ελλάδα. Καταλαβαίνεις πως αισθανθήκαμε. Η συναυλία κατέληξε σε πάρτυ. Αμέσως αναβάλαμε τις συναυλίες στην Αμερική και γυρίσαμε στην Ελλάδα.
Εγώ έλειπα ενάμιση χρόνο στη Γερμανία ήδη, δεν μπορούσα να γυρίσω, γιατί είχα λάβει μέρος σε πολλές κινητοποιήσεις τραγουδώντας ενάντια στη Χούντα. Με το που έπεσε, όμως, το καθεστώς επιστρέψαμε. Και αμέσως, το ‘74, βγήκαν και οι πρώτες μας δουλειές με τον Μίκη.
Την ίδια περίοδο ζήτησα από τη δισκογραφική μου εταιρεία να γνωρίσω τον Μάνο Λοΐζο. Τραγουδούσα τα τραγούδια του στη Γερμανία και τον θαύμαζα. Έτσι, πήγα στο στούντιο που ηχογραφούσε τότε και τραγούδησα μπροστά του τον “Στρατιώτη”. Με άκουσε ο Μανώλης Ρασούλης που επρόκειτο να τραγουδήσει αυτό και τον “Τρίτο Παγκόσμιο” και λέει “Μάνο, ξέχνα το, το παιδί θα τα πει!”.
Εκείνο το καλοκαίρι μαζί με τους δύο δίσκους του Θεοδωράκη, βγήκαν και τα “Τραγούδια του δρόμου”.
Η ροκ…στροφή
Και μετά γίνατε πιο ροκ, με τον πρώτο σας δίσκο να κάνει απρόσμενη επιτυχία, ενώ δεν πίστευαν σε αυτόν…
Όντως καθόλου δεν πίστευαν σε αυτή μου την προσωπική μου στροφή. Μάλιστα ο εταιριάρχης μου τότε, ο Μάτσας, έλεγε στον παραγωγό μου, τον Θεοφίλου. “Θα το καταστρέψουμε το παιδί, έχει φωνάρα και μ’ αυτά που θέλει να τραγουδήσει, θα καταστραφεί. Φρόντισε να σταματήσει!” Μου το είπε ο Θεοφίλου και τότε προτείνω να του πούμε ότι μού σύστησε γιατρός πλήρη αφωνία για δυο χρόνια. Και θεωρώντας με τρελό, συμφώνησε ο Μάτσας να βγει ο δίσκος μου, αλλά να “θαφτεί”. Μετά, όταν είδε τις πωλήσεις να διπλασιάζονται, τριπλασιάζονται, τετραπλασιάζονται, άλλαξε γνώμη. Το “Φοβάμαι” έγινε πλατινένιο μέσα σε 20 μέρες, με πάνω από 100.000 πωλήσεις.
Ήθελα να τραγουδώ αυτά που με έκαναν καταρχάς να ανατριχιάζω ακούγοντάς τα για πρώτη φορά.
Ήταν ρίσκο αυτό για σας; Το να επιχειρήσετε να κάνετε τον πρώτο σας ροκ δίσκο…
Κοίταξε, όπως σου είπα, αγαπούσα τη μουσική και δεν έκανα πίσω με τίποτα. Οι σειρήνες ήταν πολλές και από την εταιρία μου και από τα μαγαζιά, αλλά εγώ ήθελα πάντα να τραγουδάω ό, τι με ενέπνεε.
Ήθελα να τραγουδώ αυτά που με έκαναν να ανατριχιάζω ακούγοντάς τα για πρώτη φορά. Αυτό ήταν το κριτήριό μου είτε επρόκειτο για ερωτικά είτε για κοινωνικά τραγούδια. Οπότε η στροφή μου αυτή ήταν σαφώς ρίσκο, αλλά για τους επαγγελματίες του χώρου και τις εταιρείες.
Τη μεγάλη επιτυχία την έκανε ο Κουρσάρος τότε…
Βλέπεις; Άλλος ένας ποιητής, ο Παύλος Μάτεσις που έχει γράψει τους στίχους και ο Λάκης Παπαδόπουλος τη μουσική. Ο Μάτεσις δεν το έγραψε για κάποιον συγκεκριμένο νέο, όπως έχει ακουστεί. Το έγραψε για όλα τα παιδιά που χάνονταν τότε σωρηδόν στην άσφαλτο με αυτόν τον τρόπο, πάνω σε σκληρά δίκυκλα. Δεν ξέρω αν θυμάσαι τις κόντρες στην παραλιακή με τις μηχανές.
Πριν βγει ο δίσκος, είχαν έρθει να τραβήξουν το ”Αχ Μαρία” ο Λιάνης, ο Δημαράς και ο Χαρδαβέλλας, οι Ρεπορτερ. Μου ζήτησαν ένα τραγούδι για τους μηχανόβιους. Εγώ είχα ήδη τον “Κουρσάρο”, τον έδωσα και έγινε χαμός.
Ας γυρίσουμε πάλι στον Λοϊζο. Έχω ακούσει ότι έχετε πει ότι “αν δεν ήμουν γιος του πατέρα μου, θα ήθελα να ήμουν γιος του Μάνου Λοΐζου”.
Ναι, γιατί ήταν ένας φοβερά συναισθηματικός άνθρωπος. Τα τεράστια μάτια του, σε κοιτούσαν και τα έλεγαν όλα. Σε αγκάλιαζαν πραγματικά. Κάναμε πολλή παρέα με τον Μάνο Λοΐζο. Ήταν ένας εκπληκτικός άνθρωπος και δεθήκαμε πολύ.
Μίκης Θεοδωράκης. Τι είναι αυτό που κρατάτε από αυτόν;
Κρατάω τις ατέλειωτες ώρες που ταξιδεύαμε σε συναυλίες στη Γερμανία. Προτιμούσε να κάθεται μαζί μου στα ταξίδια αυτά, είτε στα αεροπλάνα είτε στα λεωφορεία, γιατί ήμουν ο πιο πολιτικοποιημένος από όλους κι έτσι είχε την ευκαιρία να μου διηγείται ιστορίες. Ήταν φοβερός παραμυθάς, με την καλή έννοια. Τα έλεγε και τα ζούσε εκείνη τη στιγμή, ήταν συναρπαστικός.
Ξέρεις, ήμουν από μικρός πολιτικοποιημένος, αλλά στη Γερμανία έκανα παρέα με φοιτητές και εργάτες και μάλιστα εκεί μπορώ να πω ότι πολιτικοποιήθηκα με γνώση και ήμουνα ήδη έτοιμος να είμαι “συνοδοιπόρος” και του Μάνου Λοΐζου και του Μίκη Θεοδωράκη.
Το “Φοβάμαι” σήμερα
Σκεφτόμουν, αν αυτοί ζούσαν πώς θα έβλεπαν το σήμερα. Τότε πολεμούσατε ενάντια σε μια δικτατορία με την κυριολεκτική της έννοια.
Τότε ο εχθρός ήταν ορατός, χειροπιαστός. Τώρα είναι πιο ύπουλος. Εκατό οικογένειες έχουν βαλθεί να σκλαβώσουν τους πολίτες όλου του κόσμου. Η πάλη των τάξεων είναι ακόμα μεγαλύτερη. Δεν ξέρω κι αν ο Μαρξ ζούσε σήμερα, πώς θα το αντιμετώπιζε αυτό. Γιατί τα πάντα είναι θέμα ιδεολογίας. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης σήμερα είναι πιο ισχυρά από τις σφαίρες μιας δικτατορίας. Δουλεύουν υπόγεια. Και άγουν και φέρουν τους λαούς με έναν τρόπο που δε φαίνεται στην αρχή, αλλά σιγά σιγά βλέπεις ότι προσπαθούν να υπνοποιήσουν όλο τον κόσμο.
“Φοβάμαι όλα αυτά που θα γίνουν για μένα χωρίς εμένα”: Είναι σαν να το ζούμε αυτό το τραγούδι σας…
Βέβαια. Από μικρός διάβαζα ποίηση, μου άρεσε πάρα πολύ. Στα 14 μου διάβασα Καρυωτάκη. Είχα πετριά ρε παιδί μου. Πήγαινα κάθε τόσο στα βιβλιοπωλεία και ρωτούσα τι καινούργιο έχουμε από ποιητές και έτσι έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο του Ανδρέα Πανταζή που λεγόταν “Εσωτερικό Ταχυδρομείο”. Εκεί πέρα βρήκα το “Φοβάμαι” και το ίδιο αυτό διάστημα που σου περιγράφω, ήμασταν στο “Αχ Μαρία” με τον Γιάννη Ζουγανέλη και τον Σάκη Μπουλά. Ο Ζουγανέλης έβαλε τη μουσική. Και βγήκε αυτό το προφητικό τραγούδι που πλέον είναι κλασικό, γιατί μας κυβερνά ο φόβος.
Είναι σκοπός των κυβερνώντων να φοβάται ο κόσμος. Ακόμα και στη Δύση το βλέπεις πια έντονα. Θέλει φοβισμένους ανθρώπους το σύστημα, να σκύβουν το κεφάλι και να είναι πειθήνιοι στις επιταγές του. Δεν μπορεί τους ελεύθερους. Δε θα υπήρχε το ίδιο το σύστημα διαφορετικά.
Πάντως μιας και μιλάμε για ποίηση, ο Καρυωτάκης, που η “Πρέβεζα” του είναι ένα τραγούδι που μόνο στη διαπασών μπορεί να το ακούσει κάποιος από εσάς, τελικά δεν άντεξε..
Πολλοί δεν άντεξαν λόγω της ευαισθησίας τους. Ακόμη και σε διεθνές επίπεδο, ποιητές και καλλιτέχνες. Έτσι έφυγε και ο Νικόλας Άσιμος, ο οποίος δεν μπορούσε να εναρμονιστεί με το σύστημα αυτό και έδωσε κι αυτός υπέροχα πράγματα. Είχα την τύχη να τον γνωρίσω και να τον τραγουδήσω. Ήταν βαθιά ιδεαλιστής και ασυμβίβαστος ο Άσιμος.
Νιώθω, τώρα που συζητάμε, ότι εσείς από την πλευρά σας κρατάτε στην ουσία και συνεχίζετε να ονειρεύεστε.
Θέλω να ονειρεύομαι για τα παιδιά όλου του κόσμου, γιατί τα παιδιά αυτά το σύστημα προσπαθεί να τα κάνει όργανά του. Αλλά είμαι πολύ αισιόδοξος και σίγουρος ότι θα βρουν τον δρόμο τους, ο οποίος θα είναι διαφορετικός από τους δρόμους που βρίσκαμε εμείς.
Δεν μπορεί ρε παιδί μου ο κόσμος όλος να πάει κατά διαόλου και να γυρίσει πίσω. Θα πάει μπροστά. Τώρα το ποτέ δεν μπορώ να το ξέρω, αλλά βλέπω ήδη τις παρέες της κόρης μου που ασχολούνται με τα κοινά και μάλιστα πολύ έντονα. Και ξέρεις βλέπουν με άλλο μάτι την πολιτική και αυτό για μένα είναι αισιόδοξο. Δεν ψάχνουν για σωτήρες στα καθημερινά πρόσωπα της πολιτικής, βλέπουν την πραγματικότητα με άλλο μάτι.
Η αλήθεια είναι πως εκτός από πατέρας της Νικολέτας, είστε και πατέρας πολλών νέων τραγουδιστών. Δηλαδή, έχετε έναν πατρικό ρόλο και στη μουσική και στη ζωή βέβαια.
Ναι, γιατί πρέπει να ανοίγουμε τον δρόμο στους νέους. Έχω κάνει τις περισσότερες συμμετοχές σε δίσκους νέων από όλους τους συναδέλφους μου.
Έρχονται οι νέοι καλλιτέχνες με κάτι μάτια γεμάτα αγωνία και μου προτείνουν να συνεργαστούμε. Βέβαια κι εγώ, είμαι αυστηρός, δεν τραγούδησα ποτέ κάτι που δεν μου άρεσε, αλλά δεν μπορώ να μην ασχοληθώ με αυτούς. Και χαίρομαι γιατί πολλά παιδιά, από αυτά που συμμετείχα στις δουλειές τους, προχώρησαν.
Ποια από αυτά θαυμάζετε σήμερα. Ξέρω για τη Μαρία Παπαγεωργίου…
Κοίτα, είναι πολλά, αλλά η Παπαγεωργίου είναι μοναδική, είναι ανατριχιαστική. Η φωνή της έχει ένα μέταλλο τρομερό.
Για την τραπ τι έχετε να πείτε;
Δεν ασχολήθηκα ποτέ μου. Ούτε με ενδιαφέρει να τη μάθω, γιατί ξέρω προέρχεται από μια κακιά μερίδα του μυαλού της νεολαίας. Δεν είναι έκφραση αυτή. Δηλαδή δεν πάμε ποτέ μπροστά με την επίθεση και μάλιστα με αυτού του είδους την επίθεση. Με το να αδιαφορούμε δηλαδή για όλα και να ζητάμε μόνο μια πλούσια ζωή.
Θέλατε πάντα να κάνετε οικογένεια και παιδί…
Ναι, ήθελα πολύ και αυτό ποτέ δεν ήταν βάρος στη ζωή μου. Είμαι οικογενειάρχης και αισθάνομαι πολύ καλά με αυτό. Δεν εμπόδισε πουθενά το ότι είμαι τραγουδιστής. Ίσα ίσα είναι χαρά της Νικολέττας και της Ελένης (Ράντου).
Το στομάχι μου καίει ακόμη και σήμερα, οι παλμοί μου χτυπάνε κόκκινο. Είναι ένα ταξίδι στο άγνωστο για μένα η μουσική. Και με το κοινό νιώθω σαν να είμαστε σε ένα διαστημόπλοιο και να ταξιδεύουμε προς το άγνωστο με οδηγό εμένα.
Η Νικολέττα σάς ακούει σαν τραγουδιστή;
Ε της αρέσω (χαμογελά). Θυμάμαι που ήμασταν με τον Θάνο Μικρούτσικο στον Μύλο στη Θεσσαλονίκη. Ήταν κι η κόρη του Θάνου εκεί που είναι συνομήλικη της Νικολέττας. Ήταν γεμάτη η αίθουσα και εγώ είχα το μεγαλύτερο τρακ που είχα ποτέ μου. Θυμάμαι πως τρέμανε τα πόδια μου, γιατί θα έβγαινα να τραγουδήσω και θα ήταν από κάτω η Νικολέτα. Καθόταν σε μπροστινό τραπέζι και σε κάθε τραγούδι που τελείωνα άκουγα μια τσιρίδα “Μπράβο μπαμπααααά!” και την έβλεπα να χειροκροτά με μανία.
Έχετε όντως πάντα άγχος πριν τις συναυλίες σας;
Ναι. Έχω μεγάλη αγωνία, τουλάχιστον μέχρι να περάσουν ένα -δύο τραγούδια και να δω ότι όλα πάνε καλά, ότι ο ήχος είναι καλός, ότι η φωνή μου είναι καλά και να πιστέψω πως όλα θα κυλήσουν κανονικά. Αυτό πιστεύω το έχουν πολλοί καλλιτέχνες. Αλλά σε μένα παραείναι. Μου κοστίζει πολύ δηλαδή.
Μήπως πρέπει να “εκκριθεί” αυτή η αδρεναλίνη για να πάρετε δύναμη;
Δεν ξέρω, μπορεί. Πάντως δεν μπορώ να το ξεπεράσω. Και μάλιστα μεγαλώνει περισσότερο όσο περνούν τα χρόνια.
Τι θα λέγατε πως είναι για εσάς η μουσική μετά από 50 χρόνια;
Είναι κάτι που με συνεπαίρνει. Το στομάχι μου καίει ακόμη και σήμερα, οι παλμοί μου χτυπάνε κόκκινο. Είναι ένα ταξίδι στο άγνωστο για μένα η μουσική. Και με το κοινό νιώθω σαν να είμαστε σε ένα διαστημόπλοιο και να ταξιδεύουμε προς το άγνωστο με οδηγό εμένα.
Δε θεωρώ την Αριστερά μία ουτοπία. Ποτέ δεν παλεύεις για το άμεσο αποτέλεσμα. Είναι το καβαφικό αυτό ταξίδι για το οποίο μιλά τόσο λυρικά ο Καβάφης. Το ταξίδι εδώ έχει σημασία, είναι ο τρόπος ζωής σου είναι αυτό που νιώθεις ότι κάτι κάνεις. Και πραγματικά η Αριστερά έχει δώσει πολλά.
Ο έρωτας είναι έμπνευση και κινητήριος δύναμη;
Είναι τα πάντα. Βασικά, είναι αυτός ο βαθύς ερωτισμός που με διακατέχει. Και ύστερα έρχονται και τα πρόσωπα. Είναι ποίηση ο έρωτας. Είναι αγάπη, είναι αισθητική. Αν διαθέτεις αυτά τα στοιχεία, τα προσδίδεις στο πρόσωπο. Προσωποποιείται δηλαδή όλο αυτό το πράγμα.
Ποιο πιστεύετε ότι είναι το πιο ερωτικό τραγούδι που έχετε τραγουδήσει;
Με τα τραγούδια του Λοΐζου συγκινούμαι πολύ. Το πιο ερωτικό τραγούδι για μένα είναι το “Σ΄ακολουθώ”. Μέχρι διφραγκάκι γίνεσαι στην τσέπη. Και μάλιστα έχει γράψει ο ίδιος τους στίχους του.
Αλήθεια, πώς αισθάνεστε τον τόσο αγαπημένο στίχο “πριν το τέλος πως μοιάζει σιωπή σαν αγάπη μεγάλη”;
Το αισθάνομαι όπως ακριβώς το έχει γράψει η Λίνα Νικολακοπούλου. Δηλαδή το τέλος που πιθανώς δε θα ήθελες να έρθει. Και έρχεται και τότε μεγαλώνει η αγάπη, γιατί ξέρεις πως θα χάσεις τον άλλο. Είναι αυτό το χάσιμο, ο φόβος πως θα χάσεις τον άνθρωπό σου.
Σκέφτεστε να γίνετε λίγο πιο θεατρικός; Σας πηγαίνουν πολύ και οι πιο θεατρικές εμφανίσεις σαν την Κοινή ησυχία…
Οι μεγάλες συναυλίες στα γήπεδα και στα φεστιβάλ είναι κάτι σαν γιορτή. Είναι κι αυτό αδρεναλίνη και του κοινού και δικιά μας. Ο κλειστός χώρος, ο μικρός, είναι κάτι σαν μυσταγωγία. Εκεί ξεβρακώνεσαι πραγματικά. Γιατί ο άλλος σε ακούει, σε προσέχει, σε έχει απέναντί του. Και εκεί πρέπει να τα δώσεις όλα. Τα έχω και τα δύο ανάγκη βέβαια. Για να επιβεβαιώνομαι και να παίρνω το διαβατήριο να συνεχίζω…
Ποιους θεωρείτε συνοδοιπόρους μέχρι σήμερα;
Σίγουρα τον Οδυσσέα Ιωάννου, αλλά και όλα τα παιδιά. Βέβαια οι περισσότεροι φεύγουν από τη ζωή. Λυπάμαι πολύ γι αυτό. Δηλαδή έχουμε φτάσει να βρισκόμαστε σε κηδείες συχνές. Μου λείπουν όλοι, ο Μάνος (Λοίζος) και ο Μίκης (Θεοδωράκης), ο Νικόλας (Ασιμος), ο Ρασούλης, ο Παπάζογλου, ο Μπουλάς, ο Μικρούτσικος, ο Μαχαιρίτσας.
Σκέφτεστε το δικό σας τέλος στη μουσική;
Δε θα αφήσω τη μουσική ποτέ. Το μικρόφωνο όταν νιώθω ότι η φωνή μου κάνει “νερά” θα το παρατήσω, αλλά θα γράφω μουσική για άλλους.
Δεν μπορώ να μη ρωτήσω, πώς βλέπετε την Αριστερά σήμερα;
Στηρίζω την Αριστερά και το ΚΚΕ. Μόνο που θα ήθελα να μπορεί να κοιτάξει λίγο τα εξωκοινοβουλευτικά κόμματα της Αριστεράς, τα κινήματα, τις συνιστώσες. Θα μπορούσε η Αριστερά να μεγαλώσει μαζί με αυτά τα κινήματα και να μεγαλώσουν ακόμα περισσότερο οι ελπίδες.
Δε θεωρώ την Αριστερά μία ουτοπία. Ποτέ δεν παλεύεις για το άμεσο αποτέλεσμα. Είναι το ταξίδι για το οποίο μιλά τόσο λυρικά ο Καβάφης. Το ταξίδι εδώ έχει σημασία, είναι ο τρόπος ζωής σου, είναι αυτό που νιώθεις ότι κάτι κάνεις. Και πραγματικά η Αριστερά έχει δώσει πολλά. Και είναι λάθος που λένε ότι ο ΚΚΕ δε θέλει να κυβερνήσει. Πιστεύω ότι θέλει να κυβερνήσει, αλλά με τους δικούς του όρους. Και πρέπει να είναι και η κοινωνία έτοιμη για να εμπιστευτεί ένα τέτοιο κόμμα με τέτοιες αρχές.