ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ

ΤΟ ΕΝΟΧΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ IRA: ΠΟΙΟΣ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΗΝ ΤΖΙΝ ΜΑΚ ΚΟΝΒΙΛ;

Ο αμερικάνος ερευνητής-δημοσιογράφος Πάτρικ Ράντεν Κιφ μίλησε στον Παναγιώτη Μένεγο για το πολυβραβευμένο του βιβλίο "Μην Πεις Λέξη" που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά.

Τον Δεκέμβριο του 1972, μια ομάδα κουκουλοφόρων εισέβαλε στο μικρό διαμέρισμα της Τζιν Μακόνβιλ στο δυτικό Μπέλφαστ, εκεί που μεγάλωνε μόνη τα 10 παιδιά της καθώς ο σύζυγός της Άρθουρ είχε πεθάνει τον Ιανουάριο της ίδιας χρονιάς. Η οικογένεια πάσχιζε να τα βγάλει πέρα σε μια πόλη που ζούσε την περίοδο των Ταραχών – τα περίφημα Troubles ανάμεσα σε Καθολικούς και Προτεστάντες/ Ρεπουμπλικάνους κι Ενωτικούς, αντίστοιχα. Είναι η εποχή που ο IRA αποφασιζει να ριζοσπαστικοποιηθεί, αναπτύσσοντας ένα παραστρατιωτικό κομμάτι που πολύ γρήγορα αυτονομείται διεκδικώντας με πολύ πιο δυναμικό τρόπο (που σημαίνει επιθέσεις, συχνά τυφλές με θύματα αμάχους) την ανεξαρτησία από το βρετανικό στέμμα. Στην άλλη πλευρά, η Βασιλική Αστυνομία και, φυσικά, ο τοποτηρητής Βρετανικός Στρατός, διαχρονικοί φορείς αυταρχισμού και καταπίεσης. Σε μια καθημερινότητα που κυριολεκτικά μυρίζει μπαρούτι, η τότε 38χρονη γυναίκα απάγεται και κανείς δεν την ξαναβλέπει ποτέ. Γύρω από την εξαφάνισή της, όσο περνούσαν τα χρόνια και το ιρλανδικό ζήτημα επιλύθηκε πολιτικά με την εκεχειρία της Μεγάλης Παρασκευής του 1998, αναπτύχθηκε μια ολόκληρη μυθολογία: Ζει κάπου μακριά με διαφορετική ταυτότητα; Μήπως δολοφονήθηκε; Κι αν ναι από ποιον; Ήταν πληροφοριόδοτης των Βρετανών ή μήπως σκοτώθηκε από τον βρετανικό στρατό;

Η Τζιν Μακόνβιλ και μέλη της οικογένειάς της. Πάτρικ Ράντεν Κιφ 

Fast forward, 41 χρόνια μετά. Το 2013, ο διακεκριμένος ρεπόρτερ Πάτρικ Ράντεν Κιφ διάβασε στους ΝΥ Times τη νεκρολογία της Ντολόρς Πράις, μιας ιστορικής φιγούρας του IRA από τα 70s. Κι αποφάσισε να γράψει ένα άρθρο για την υπόθεση Μακ Κόνβιλ στον New Yorker. Η ιδέα του ενός άρθρου εξελίχθηκε σε έρευνα 4 χρόνων (κατά τη διάρκεια των οποίων ταξίδεψε 7 φορές στο Μπέλφαστ) που απέδωσε ένα συνταρακτικό βιβλίο, στο οποίο μάλιστα εξιχνίασε την υπόθεση. Είναι τo Say Nothing που συμπεριλήφθηκε σχεδόν σε κάθε λίστα με τα καλύτερα non fiction του 2019 και μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά σε μετάφραση του Κώστα Πανσέληνου με τίτλο Μην Πεις Λέξη (εκδ. Μεταίχμιο).

Ο Πάτρικ Ράντεν Κιφ. Phil Montgomery


Ο 44χρονος Κιφ είναι πια big deal. Η τελευταία ανάρτησή του στο Instagram είναι μια φωτογραφία του να καταθέτει στο Καπιτώλιο για την υπόθεση με την οποία καταπιάστηκε στο επόμενο βιβλίο του, την κρίση των οπιοειδών στις ΗΠΑ και την ευθύνη των πανίσχυρων οικογενειών που ελέγχουν τις φαρμακευτικές. Ο περισσότερος κόσμος βέβαια έμαθε το όνομά του ως παρουσιαστή του απολαυστικού podcast Wind of Change που διερεύνησε αν η CIA ήταν για λόγους προπαγάνδας πίσω από το ομώνυμο τραγούδι των Scorpions. «Νομίζω ότι έχω μια σχεδόν παιδιάστικη τάση, αν μου πεις ότι ξέρεις ένα μυστικό, το οποίο δεν μπορείς να μοιραστείς μαζί μου, να κάνω τα πάντα για να το μάθω», είναι η ατάκα με την οποία εξηγεί στις συνεντεύξεις του γιατί κάνει ό,τι κάνει. Μου την επαναλαμβάνει από την άλλη άκρη της οθόνης, ενώ μόλις έχει ξυπνήσει στη Νέα Υόρκη. Κι εξηγεί τι τον μαγνητισε στην ιστορία του Μην Πεις Λέξη: «Πάντα με ενδιέφεραν οι ριζοσπάστες και η πολιτική βία. Αλλά και το πώς οι άνθρωποι επιστρέφουν στις πολιτικές απόψεις της νιότης τους και βλέπουν τα πράγματα με άλλο μάτι. Δεν ξέρω τι πιστεύετε στην Ελλάδα για το ζήτημα, μπορώ να πω με βεβαιότητα πάντως ότι στις ΗΠΑ θεωρούν ότι η εκεχειρία του 1998 τα έλυσε όλα. Δεν είναι καθόλου έτσι. Υπάρχουν πράγματα που ακόμα παραμονεύουν στις σκιές».

Με την εξονυχιστική έρευνά του, ο Κιφ διανύει μια πορεία, τουλάχιστον 30 ετών, που κόστισε τη ζωή σε 3600 ανθρώπους. Μόνο που σε καμία στιγμή δεν παρασύρεται προσπαθωντας να (ξανα)γράψει την Ιστορία. Προτιμά να ξεδιπλώσει την αφηγηση διατηρώντας έναν true crime χαρακτήρα κι έτσι πετυχαίνει να αντισταθεί στον πειρασμό να διαλέξει πλευρά ή να υποκύψει στην πανάκεια της βίας ως «μαμής της Ιστορίας». Οι πρωταγωνιστές του βιβλίου, φυσικά αυτό το πιστεύουν. Είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας που η αίσθηση της ιστορικής αδικίας, το ίσως ασφυκτικό πατριωτικό/θρησκευτικό καθήκον και, πολύ συχνά, ο νεανικός ενθουσιασμός του έκανε ατρόμητους. Από γρανάζια, μοχλούς της Ιστορίας. Είναι οι αδερφές Πράις κι ο νεκρός απεργός πείνας Μπόμπι Σαντς. Είναι ο γεννημένος πολιτικός Τζέρι Άνταμς κι ο «πωλητής παχνιδιών» Μπρένταν Χιουζ – ηγετικές φυσιογνωμίες του αγώνα για την ανεξαρτησία αμφότεροι. Κι από την άλλη είναι οι δικαστές, οι «μπόμπηδες», η άτεγκτη Μάργκαρετ Θάτσερ κι οτιδήποτε άλλο αντιπροσωπεύει το βρετανικό κατεστημένο.

O Τζέρι Άνταμς Εκδόσεις Μεταίχμι

Μερικούς από αυτούς τους ανθρώπους, ο Κιφ τους γνώρισε. Τους πήρε συνέντευξη. Δεν ήταν όλες οι συναντήσεις εύκολες. Μερικές περιοχές που θέλησε να πατήσει, είχαν σήμα απαγορευτικό. «Η Βόρεια Ιρλανδία είναι ακόμα επικίνδυνο μέρος, αλλά ποτέ δεν ανησύχησα για την ασφάλειά μου αφού ανά πάσα στιγμή μπορούσα να φύγω. Ίσως όμως αν ζούσα εκεί να μην μπορούσα να γράψω κάποια άβολα πράγματα». Φυσικά, και δέχθηκε «φιλικές συμβουλές» να μην κάνει στο τάδε πρόσωπο την τάδε ερώτηση. Ας πούμε, δεν κατάφερε όμως ποτέ να μιλήσει στον Τζέρι Άνταμς, την αινιγματική φιγούρα που υπήρξε για 35 χρόνια πρόεδρος του Σιν Φειν (του πολιτικού κόμματος που ιστορικά θεωρείται συνδεδεμένο με τον IRA). Στα 72 του, σήμερα, αρνείται πεισματικά ότι διέταξε ή συμμετείχε σε δολοφονίες «Όλοι με ρωτάνε για εκείνον. Ξέρεις, στη Βοστόνη που μεγάλωσα, ήταν ήρωας για την ιρλανδική κοινότητα. Ήταν μεγάλη υπόθεση κάθε ταξίδι του στις ΗΠΑ. Εγώ προσπάθησα να τον δω στην πραγματική του διάσταση. Υπήρξε κάποια στιγμή, λοιπόν, που έφτασα πολύ κοντά στο να του πάρω συνέντευξη. Μου έλεγαν όλοι να μην έχω μεγάλες προσδοκίες, δε θα του αποσπούσα τίποτα επειδή θα εμφανιζόμουν διαβασμενος με ένα σημειωματάριο γεμάτο σκληρές ερωτήσεις. Κι αυτό με νευρίαζε, θεωρούσα ότι υποτιμούσαν τη δημοσιογραφική μου ικανότητα. Τους έλεγα έχω τον τρόπο, έχω κάνει τόσες πολλές συνεντεύξεις στη ζωή μου. Σήμερα, ξέρω ότι είχαν δίκιο. Ακόμα κι αν το προσωπικό ημερολόγιο του Τζέρι Άνταμς έπεφτε στα χέρια μου, δε θα το εμπιστευόμουν. Αφού μάλλον κι εκεί δε θα έγραφε όλη την αλήθεια».

Είναι πολλές οι στιγμές που ο αναγνώστης θα ξεχάσει ότι διαβάζει ένα βιβλίο ιστορίας, είναι αριστοτεχνικός ο τρόπος που ο Κιφ φτιάχνει την ατμόσφαιρα ενός αστυνομικού μυθιστορήματος που δε σε αφήνει να κλείσεις τα μάτια μέχρι να αποκαλυφθεί «ποιος το’ κανε». Από την άλλη, όμως, είναι εξίσου σημαντικό το πώς χαρτογραφεί μια διχοτομημένη πόλη περιγράφοντας έναν ακήρυχτο εμφύλιο στο εσωτερικό της: στις παμπ που γίνονταν εκτελέσεις, στα συγκροτήματα των εργατικών κατοικιών που οι κάτοικοι ξάπλωναν συχνά στα πατώματα των διαμερισμάτων για να αποφύγουν τις αδέσποτες σφαίρες, στους δρόμους-συνορα που μετά από μια συγκεκριμένη ώρα (ή και πριν από αυτή) δεν ήθελες να βρεθείς στη λάθος μεριά τους, στα εγκαταλελειμμένα αυτοκίνητα που πάντα έμοιαζαν με παγίδες θανάτου. «Μεγαλώνοντας, λόγω και της ιρλανδικής καταγωγής μου, ένιωθα πάντα ότι έπρεπε να ξέρω για τις Ταραχές περισσότερα απ’ όσα γνώριζα πραγματικά. Προσπαθούσα λοιπόν να διαβάσω σχετικά βιβλία και τα έβρισκα δύσκολα, βαρετά, γεμάτα με αρκτικόλεξα οργανώσεων και πολιτικών σχηματισμών που έκαναν σούπα το μυαλό μου. Απόφάσισα λοιπόν ότι αυτό ακριβώς έπρεπε να αποφύγω, ότι θα έπρεπε να πω την ιστορία με έναν τρόπο που θα την καταλάβει ακόμα και κάποιος που δεν έχει εξειδικευμένες πολιτικές γνώσεις. Ακόμα κι αν τη δει απλά ως ιστορία μυστηρίου».

Αυτό το τέχνασμα τον βοήθησε να ξεπεράσει και τον σκόπελο του «ναι, μεν αλλά…». Αυτής της κουλτούρας του συμψηφισμού που είναι διάχυτη, ακόμα και σήμερα, στη Βόρεια Ιρλανδία, οδηγώντας κάθε απόπειρα διαλόγου σε αδιέξοδο. «Παντού υπάρχει αυτό, φαντάζομαι και στην Ελλάδα. σίγουρα στην Αμερική μεταξύ Δημοκρατικών-Ρεπουμπλικάνων. Είναι σαν ένα ματς τένις με χτυπήματα-επιχειρήματα από κάθε πλευρά και την αλήθεια να βρίσκεται κάπου στο φιλέ. Είναι αλήθεια ότι για κάθε Ματωμένη Κυριακή υπάρχει και μια Ματωμένη Παρασκευή, αλλά είναι βασική μου αρχή ότι δεν μπορώ να κάνω τη δουλειά μου κρατώντας μια ζυγαριά. Είπα την ιστορία όπως ήθελα και, στο τέλος της ημέρας, μέτρησα τις αντιδράσεις. Ήρθαν από όλες τις πλευρές, άρα μάλλον ήμουν σε καλό δρόμο. Ερευνώντας, υπάρχουν προσωπικότητες για τις οποίες ένιωσα συμπάθεια, αλλά αν προέκυπτε ότι κάποτε έκαναν απαίσια πράγματα δεν είχα καμία δεύτερη σκέψη για να τα καταγράψω. Ας πούμε, o Μπρένταν Χιουζ σου δίνει την εντύπωση ενός ιδεολόγου καουμπόι, αφιερωμένου στον σκοπό της Ανεξαρτησίας. Αυτό δεν αναιρεί ότι συντόνισε τις βομβιστικές επιθέσεις της Ματωμένης Παρασκευής του 1970 που κόστισαν τη ζωή σε 9 ανθρώπους. Σε πολλούς, δεν είναι εύκολο να το διαβάσουν αυτό, πόσο μάλλον να το παραδεχθούν».

Γκραφίτη στο Μπέλφαστ Εκδόσεις Μεταίχμιο


Ο Κιφ ξαναείδε όλες τις ταινίες που έχουν ασχοληθεί με το ζήτημα γιατί σύντομα το βιβλίο θα γίνει τηλεοπτική σειρά (στην οποία θα είναι μάλιστα executive παραγωγός). Προτιμά το ’71 του Γιαν Ντεμάνζ, γιατί δείχνει πόσο κλειστοφοβικό ήταν το Μπέλφαστ των Ταραχών. Το Εις το Όνομα του Πατρός με τον Ντάνιελ Ντέι Λιούις είναι βέβαια η πιο δημοφιλής. Αυτό που νιώσατε ίσως βλέποντας εκείνη την ταινία, προκύπτει κι από το βιβλίο. Ότι οι πρωταγωνιστές στερήθηκαν τη νιότη τους, σε μια περίοδο που ούτε 500 χιλιόμετρα μακριά τους το swinging Λονδίνο φλεγόταν. Κι εκείνοι, στα 20 τους, μάθαιναν επαναστατικά τραγούδια, έκαναν απεργίες πείνας, έβαζαν βόμβες. «Είναι αλήθεια αυτό. Συχνά ξεχνάμε πόσο νέοι ήταν αυτοί που αφιερώθηκαν στον ένοπλο αγώνα, στρατολογουνταν ακόμα και 17, 18 ετών. Από την άλλη, έμπαιναν στον IRA γιατι ήθελαν να νιώσουν την έξαψη. Τους έδινε κύρος στην κοινότητα κι ένιωθαν ότι έκαναν το σωστό. Σίγουρα, στο φινάλε, μεθούσαν από τον ιδεαλισμό τους».

Σήμερα, τι συμβαίνει; Όλα αυτά λένε τίποτα στην Gen Z; Έχουν αφήσει ανοιχτές πληγές στην κοινωνία ή μοιάζουν με προϊστορία; «Πίστευα ότι οι άνθρωποι που έχουν μεγαλώσει με τη γλώσσα του ίντερνετ, θα τα είχαν ξεπεράσει, ότι δε θα είχαν χρόνο για τις παλιές έχθρες. Έκανα λάθος γιατί είχα υποτιμήσει πόσο βαθιά ήταν η διαίρεση. Νέα παιδιά συμμετέχουν ακόμα σε εθιμοτυπικά που διαιωνίζουν την αντιπαλότητα, χωρίς καν να γνωρίζουν την ιστορία. Σαν χούλιγκανς του ποδοσφαίρου που στη μια γειτονιά ανεμίζουν το Union Jack και στην άλλη την τρίχρωμη σημαία (πράσινο-λευκό-πορτοκαλί) της Ανεξαρτησίας. Είναι αρκετά τρομακτικό. Κι αρκετά απογοητευτικό».


To “Μην Πεις Λέξη” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα