ΞΕΝΙΑ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ: “ΠΕΡΝΑΝΕ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ ΩΡΙΜΑΖΕΙΣ. ΤΟ ΚΑΚΟ ΕΙΝΑΙ ΟΤΙ ΣΥΓΧΡΟΝΩΣ ΓΕΡΝΑΣ”
Η αγαπημένη ηθοποιός και συγγραφέας σε μία εκ βαθέων εξομολόγηση στο Magazine, με αφορμή την τιμητική διάκρισή της από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου στα Βραβεία Ίρις 2022.
Αν δεν το γνωρίζεις εκ των προτέρων -δύσκολο μιας και η Ξένια Καλογεροπούλου έχει μιλήσει δημόσια για το πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζει και η είδηση της χαμένης σε πολύ μεγάλο βαθμό όρασής της εξαιτίας ωχράς κηλίδας εύλογα έχει προκαλέσει μεγάλη και πηγαία συγκίνηση σε ολόκληρη τη χώρα- είναι πολύ πιθανό να μην το καταλάβεις όταν τη συναντήσεις.
Σε κοιτάζει στα μάτια όπως όλοι όσοι επιλέγουν να κοιτάζουν στα μάτια τον συνομιλητή τους και «συνομιλεί» με τον φωτογραφικό φακό με την εμπειρία και την άνεση που έχουν όλοι όσοι έχουν περάσει μια ολόκληρη ζωή πάνω σε θεατρικές σκηνές και μέσα σε κινηματογραφικά πλατό, ακόμη και όσοι εξ αυτών, όπως η ίδια, δεν κατάφεραν ποτέ να συνηθίσουν αυτή την πτυχή της συγκεκριμένης δουλειάς (-Δεν μου αρέσει να με φωτογραφίζουν. -Δεν το έχετε συνηθίσει μετά από τόσα χρόνια; -Ποτέ δεν μου άρεσε).
Και ειδικά όταν χαμογελάει και τα μάτια της υγραίνονται σε βαθμό που σε κάνει να αναρωτιέσαι ποια ξαφνική σκέψη την έχει κάνει να βουρκώσει, στρέφει το βλέμμα της προς τα κάτω με μια ζαβολιάρικη αμηχανία που για λίγο, δηλαδή για πολύ λίγο σε κάνει να πιστεύεις ότι ο χρόνος είναι ένα τίποτα, γιατί αν δεν ήταν ένα τίποτα τότε θα είχε τουλάχιστον ένα φόρτο που δεν θα μπορούσε να εξαϋλωθεί και από τη μια στιγμή στην άλλη μία ηλικιωμένη γυναίκα 85 ετών να ξαναγίνει μία νεαρή κοπέλα 22 ετών, όπως ήταν η Ξένια Καλογεροπούλου στο πλευρό του Ορέστη Μακρή, της Γεωργίας Βασιλειάδου και του Δημήτρη Παπαμιχαήλ στην ταινία «Η κυρά μας η μαμή».
Αυτή ήταν ως γνωστόν η πρώτη της το μακρινό 1958. Η τελευταία της μεγάλου μήκους ήταν το «Απόστρατος» το 2019. Δεν θυμάται όλες όσες μεσολάβησαν, ούτε θέλει να τις θυμάται εδώ που τα λέμε, για το σύνολο της προσφοράς της όμως θα τιμηθεί από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου στα Βραβεία Ίρις 2022, λίγες μέρες μετά την αναγόρευσή της σε διδάκτορα από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και μερικούς μήνες πριν από την επικείμενη ανάλογη τιμητική διάκρισή της από το Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Όλα αυτά σχεδόν έξι δεκαετίες μετά την βράβευση της στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για την ερμηνεία της στην ταινία «Γάμος αλά ελληνικά», μιας από τις πιο χαρακτηριστικές και λαοφιλείς της «χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου», αν και σύμφωνα με την Ξένια Καλογεροπούλου όχι και τόσο χρυσής ούτε στο σύνολό της ούτε κυρίως όσον αφορά την ίδια. Διότι τον εαυτό της ως καλλιτέχνη -ηθοποιό και φυσικά συγγραφέα- τον αγάπησε αργότερα, γράφοντας ιστορία στο παιδικό και όχι μόνο θέατρο. Για να χρειαστεί να κοπιάσει να τον αγαπήσει ξανά, γενικά ως άνθρωπο αυτή τη φορά, λίγο πριν το ξέσπασμα της πανδημίας, τότε που στη ζωή της «ήρθε η στραβομάρα».
«Περνάνε τα χρόνια και ωριμάζεις. Το κακό είναι ότι συγχρόνως γερνάς» λέει στο Magazine. «Μερικοί άνθρωποι είναι ώριμοι από γεννησιμιού τους. Εγώ δεν ήμουν έτσι. Ωρίμασα αλλά ανακάλυψα ότι εν τω μεταξύ γέρασα κιόλας. Ας ανάψω όμως ένα τσιγαράκι».
Καπνίζετε πολύ; τη ρωτώ, γιατί έχει μόλις σβήσει το προηγούμενο.
«Όχι, καθόλου, δυο-τρία την ημέρα» λέει. «Πάντα τόσο κάπνιζα, γι’ αυτό και δεν το έχω κόψει. Αυτά θα κάνω όλα κι όλα σήμερα μιας και ήρθες εδώ να μιλήσουμε».
Κυρία Καλογεροπούλου, ποια ήταν η πρώτη σας σκέψη όταν ενημερωθήκατε για την τιμητική σας βράβευση από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου;
Να πω την αλήθεια, μου φάνηκε υπερβολικό. Ποια συνολική προσφορά δηλαδή; Δεν έχω και καμιά ιδιαίτερη προσφορά. Είχα πάρει κάποτε ένα βραβείο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για την ταινία «Γάμος αλά ελληνικά», αλλά και τότε δεν αισθανόμουν ότι μου άξιζε. Τέλος πάντων, αγαπώ το σινεμά καταρχάς σαν θεατής και μου λείπει πάρα πολύ τώρα που δεν μπορώ να δω ταινίες. Το αγαπώ και σαν δουλειά, αλλά οι ταινίες που γύρισα δεν ήταν και κάτι τρομερό. Εκτός από μερικές κωμωδίες που ήταν πολύ φρέσκιες, όπως η πρώτη, «Η κυρά μας η μαμή». Επίσης ποτέ δεν μου άρεσαν τα μελό. Γίνονταν όμως όλα τόσο βιαστικά και δεν το ευχαριστιόμουν. Δηλαδή ευχαριστήθηκα πολύ περισσότερο τώρα προς το τέλος που έπαιξα στο «Πριν τα μεσάνυχτα» (“Before Midnight”), ήταν μια πάρα πολύ ωραία, μια υπέροχη εμπειρία. Μετά έπαιξα και ένα πολύ μικρό ρόλο στον «Απόστρατο» – κι εκεί η δουλειά έγινε με λεπτομέρεια και μεράκι. Τώρα τελευταία έκανα και μια μικρού μήκους, τη χάρηκα πολύ. Δηλαδή τα τελευταία πράγματα που έκανα στο σινεμά ήταν για μένα πολύ πιο ευχάριστα από τα παλιά.
Δεν ήταν δηλαδή τόσο χρυσή η λεγόμενη «χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου»;
Ήταν λίγο αλαλούμ, όχι πάντα, αλλά σε πολλές ταινίες. Θα σου πω ένα παράδειγμα. Έπαιζα σε μία ταινία μελό κι επειδή ένα πλάνο είχε γυριστεί στην ύπαιθρο και δεν είχαν πάρει ήχο, πήγαμε μετά στο στούντιο για να ηχογραφήσουμε. Στην οθόνη εγώ έκλαιγα, οπότε έπρεπε να κάνω τα αναφιλητά στο στούντιο. Έκανα λοιπόν κάνα δυο αναφιλητά και μετά ο σκηνοθέτης που στεκόταν πίσω μου έκανε άλλα δέκα. Τι νόμιζε δηλαδή; Ότι θα κολλήσουν τα αναφιλητά του με το πλάνο μου; Λέω μόνο ένα παράδειγμα από τα πολύ χοντρά. Έχω ζήσει και τέτοια. Έχω ζήσει όμως και ωραίες στιγμές.
Θυμάστε όλες τις ταινίες που έχετε παίξει;
Όχι. Γενικά ούτε τις έβλεπα ούτε τις βλέπω. Ποτέ δεν μου άρεσε. Άσε που τώρα δεν μπορώ κιόλας να τις δω, παρά μόνο να τις ακούσω. Είναι πολλές που δεν θυμάμαι και ούτε θέλω να τις θυμάμαι. Είναι άλλες που τις αγαπάω περισσότερο.
Αγαπάτε όμως περισσότερο τις κωμωδίες;
Ναι, σίγουρα. Γιατί στις δραματικές ταινίες ήταν και τα σενάρια ολίγον χάλια. Άσε που κι εγώ δεν τα έπαιζα καλά. Ενώ στις κωμωδίες τουλάχιστον έχω κάνει μερικά χαριτωμένα πράγματα.
Αυτή τη γνώμη είχατε για τις ταινίες σας και στον πραγματικό χρόνο των γυρισμάτων;
Βέβαια. Όπως ήξερα και ξέρω ότι έχω κάνει μερικές ταινίες καθαρά για οικονομικούς λόγους. Δεν μου άρεσαν αλλά έπρεπε να τις κάνω γιατί μπορεί να χρωστούσαμε στο θέατρο. Τέλος πάντων είχαμε διάφορες ανάγκες και κάποια πράγματα τα έκανα τελείως έτσι, για τα λεφτά. Κάτι που δεν μου αρέσει. Να σας ρωτήσω όμως κάτι; Τι θα πει «χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου»;
Ας πούμε ότι εννοούμε τις ταινίες της νεότητάς σας.
Κοίταξε, ήταν ταινίες που άρεσαν πολύ στον κόσμο γιατί είχαν πάντα ευχάριστο τέλος και έπαιζαν όλοι αυτοί οι παλιοί κωμικοί, οι οποίοι ήταν εξαιρετικοί. Τις αγαπάει ακόμη ο κόσμος και μάλιστα μου κάνει εντύπωση ότι δεν τις αγαπάει μόνο ο κοσμάκης, αλλά και νέοι ηθοποιοί.
Νιώθατε σταρ του σινεμά εκείνη την περίοδο; Επηρέασε η διασημότητα την καθημερινότητά σας;
Θυμάμαι μια φορά που ήμουν στη Θεσσαλονίκη, με κυνήγαγε ένα σμάρι από κοριτσάκια. Μπήκα σε ένα φαρμακείο και τους είπα: Έχετε πίσω πόρτα; Και μου λένε: Γιατί τι κάνατε, ποιος σας κυνηγάει; Ή μια άλλη φορά στην Κρήτη, σε μια περιοδεία, ήρθαν πάλι κάτι κοριτσάκια και δεν με άφηναν σε ησυχία. Αφήστε με ρε παιδιά, τους λέω, να βρω ένα δωμάτιο να κοιμηθώ. Και μου λένε: ίντα να σου κάνουμε αφού είσαι κουκλάτσι! Αλλά πρέπει να σας πω ότι τα τελευταία χρόνια μου αρέσει πολύ περισσότερο όταν με αναγνωρίζει ο κόσμος στο δρόμο και με σταματάνε και μου λένε πόσο μ’ αγαπάνε, όχι για τις ταινίες, αλλά για τα βιβλία μου ή άλλα πράγματα που έχω κάνει. Το εκτιμώ πολύ. Νομίζω ότι μου αξίζει περισσότερο γι’ αυτό το λόγο.
Ακριβώς γιατί ανέκαθεν αγαπούσατε πολύ το γράψιμο;
Ναι, αλλά μη νομίζεις, πιο μεγάλη άρχισα να γράφω συστηματικά. Έγραψα πρώτα θεατρικά έργα, μετά το «Γράμμα στον Κωστή» (εκδ. Πατάκη, 2015) που είχε τεράστια επιτυχία και μετά συνέχισα να γράφω για παιδιά, κάτι που μ’ άρεσε πολύ.
Ονειρευόσασταν από μικρή να γράψετε κάποτε βιβλία;
Η αλήθεια είναι πως όταν ήμουν μικρή στο σχολείο και σκεφτόμουν τι θα γίνω όταν μεγαλώσω, έλεγα ότι θα μ’ άρεσε να παίζω στο θέατρο, θα μ’ άρεσε να γράφω, θα μ’ άρεσε να είμαι και δασκάλα. Τελικά τα έκανα λίγο πολύ όλα αυτά.
Μια άλλη φορά στην Κρήτη, σε μια περιοδεία, ήρθαν πάλι κάτι κοριτσάκια και δεν με άφηναν σε ησυχία. Αφήστε με ρε παιδιά, τους λέω, να βρω ένα δωμάτιο να κοιμηθώ. Και μου λένε: ίντα να σου κάνουμε αφού είσαι κουκλάτσι!
Ηθοποιός όμως γίνατε γιατί θέλατε να παίξετε περισσότερο στο θέατρο ή στον κινηματογράφο;
Ήθελα να παίξω γενικά, δεν το είχα σκεφτεί ιδιαίτερα. Είχα στο μυαλό μου ότι θα εξαρτιόταν από τις περιπτώσεις το πού θα έπαιζα.
Έχετε μιλήσει επανειλημμένα με κάθε άλλο παρά κολακευτικά λόγια για την εκπαίδευσή σας ως ηθοποιός στη Βασιλική Ακαδημία του Λονδίνου και δεν σας κρύβω ότι μου προκαλεί μεγάλη εντύπωση. Μα τόσο χάλια ήταν;
Κι εμένα μου έκανε εντύπωση πόσο χάλια ήταν, αλήθεια. Ήταν μια πάρα πολύ κακή σχολή όπου δεν έμαθα απολύτως τίποτα. Σπουδές στη Βασιλική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης του Λονδίνου: ακούγεται πολύ ωραία, το καταλαβαίνω, αλλά δεν ήταν. Εγώ ήθελα να πάω στον Κουν αλλά ο μπαμπάς μου κάτι άκουσε για τη σχολή που δεν του άρεσε και δεν με άφησε. Η μαμά μου ήταν κολλητή φίλη της Αμαλίας Φλέμινγκ η οποία μας κάλεσε να πάμε στο Λονδίνο και πήγαμε. Είχε ένα ενδιαφέρον η πόλη, δεν μπορώ να πω, αλλά πήγα με τη μαμά μου, οπότε δεν έζησα αυτό που λένε φοιτητική ζωή. Και η σχολή ήταν πάρα πολύ κακή. Μάλιστα και η Βανέσα Ρεντγκρέιβ που πήγαινε στην άλλη σχολή υποκριτικής εκεί, όπως γράφω εγώ στο «Γράμμα για τον Κωστή», τα ίδια γράφει και για τη δικιά της σε ένα δικό της βιβλίο. Αυτή βέβαια είχε γονείς της ηθοποιούς και έμαθε από αλλού. Αλήθεια όμως εκεί δεν έμαθα ούτε τα στοιχειώδη. Δεν το καταλάβαινα τότε, νόμιζα ότι κάτι κάνω. Μετά το κατάλαβα.
Δηλαδή μάθατε τη δουλειά πάνω στη δουλειά;
Ναι, πάνω στη δουλειά και μάλιστα άργησα. Στην αρχή έπαιζα και είχα επιτυχία γιατί ήμουν νόστιμη αλλά δεν τα κατάφερνα πολύ καλά, άσε που είχα και φοβερό τρακ. Νομίζω ότι ωρίμασα σαν ηθοποιός πολύ αργότερα, όταν πια, ενώ είχα το Θέατρο Πόρτα, άρχισα να παίζω σε άλλους θιάσους. Γιατί όσο ήμουν θιασάρχης είχα και την ευθύνη του θεάτρου και θεωρούσα τον εαυτό μου πρωταγωνίστρια, δεν φρόντιζα την ουσία της ερμηνείας. Σήμερα τα καταλαβαίνω αλλιώς όλα, ξέρω πώς θα έπαιζα τους ρόλους μου, αν έπαιζα από την αρχή. Τώρα κάνω πρόβες για το «Θείο Βάνια» που θα ανέβει το φθινόπωρο (Θέατρο Προσκήνιο. Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς. Παίζουν: Χρήστος Λούλης, Ξένια Καλογεροπούλου, Θεοδώρα Τζήμου, Ηρώ Μπέζου, κ.α.) και σήμερα που πήγα για κολύμπι, σκεφτόμουν το ρόλο. Αν και είναι πολύ μικρός, έχω ένα σωρό ιδέες που δεν θα τις είχα παλιότερα. Περνάνε τα χρόνια και ωριμάζεις. Το κακό είναι ότι συγχρόνως, μεγαλώνεις, γερνάς. Μερικοί άνθρωποι είναι ώριμοι από γεννησιμιού τους. Εγώ δεν ήμουν έτσι. Ωρίμασα αλλά ανακάλυψα ότι εν τω μεταξύ γέρασα κιόλας.
Θυμάστε την πρώτη φορά που σας χειροκρότησαν;
Όχι, γιατί δεν έδωσα ποτέ ιδιαίτερη σημασία. Είναι φυσικό να σε χειροκροτάνε όταν παίζεις στο θέατρο. Τώρα βέβαια οι θεατές έχουν αποκτήσει τη συνήθεια να σε χειροκροτάνε με το που βγεις στη σκηνή ή κατά τη διάρκεια της παράστασης, διακόπτοντάς τη, το οποίο είναι πολύ κακό. Αυτό που χαίρομαι δεν είναι το χειροκρότημα αλλά το ότι κατάφερα να παίξω πολλά πράγματα, για παράδειγμα στο θέατρο Αμόρε ή με τον Λευτέρη Βογιατζή ή στο Εθνικό, και μάλιστα με πάρα πολύ καλούς ηθοποιούς. Αυτές τις παραστάσεις χάρηκα περισσότερο. Βέβαια και στο θάτρο Πόρτα καμιά φορά είχαμε μεγάλες επιτυχίες και ήταν ευχάριστο, όπως το «Ψύλλοι στ’ αυτιά» με το οποίο ξεκινήσαμε ή τη «Λοκαντιέρα» που παίξαμε μαζί με τον Γιάννη Φέρτη (σ.σ. .
Τρέφετε μεγάλη εκτίμηση για τον Λευτέρη Βογιατζή, σωστά;
Βέβαια, μου λείπει πολύ. Ήταν σπουδαίος.
Πριν αρκετά χρόνια μου είπε το εξής: «Ο κάθε ρόλος είναι μία ψυχική διαδικασία και όσο πιο έντονα και περίπλοκα τη ζεις σε καθημερινή βάση – γιατί το κουβαλάς αυτό το πράγμα– τόσο πιο μεγάλο το σημάδι που σου αφήνει».
Ναι, υποθέτω πως έτσι είναι μερικές φορές. Αν και όχι σπάνια αφού τελειώσει μία παράσταση οι ηθοποιοί έχουμε την τάση να ξεχνάμε γρήγορα τα λόγια που μάθαμε. Σήμερα αν με ρωτήσεις να σου πω τα λόγια από οποιοδήποτε έργο, δεν τα ξέρω, δεν θυμάμαι τίποτα. Αλλά την ώρα που το ψάχνεις και το ζεις, είναι το πιο σημαντικό πράγμα. Το ευχάριστο σήμερα είναι ότι οι νέοι ηθοποιοί είναι καλύτεροι από τους παλιούς. Μπορεί να υπήρχαν εκτός από τους κωμικούς και κάποιοι εξαιρετικοί δραματικοί σαν τον Χορν και τη Λαμπέτη -ήταν μαγικοί οι δυο τους- αλλά πολλοί από τους ηθοποιούς της γενιάς μου, πώς να το πω, δεν μου άρεσαν. Αυτοί που συναντάω τώρα είναι πολύ πιο υποψιασμένοι και μορφωμένοι. Τότε είχαν απλά το ταλεντάκι τους και όρμαγαν, δεν ψαχνόντουσαν.
Όλα αυτά τα χρόνια η γνώμη σας για την εμπορική δυναμική της εκάστοτε δουλειάς σας στο θέατρο συνέπιπτε πάντα με την αποδοχή του κοινού;
Ας πούμε ότι ήταν ορισμένες δουλειές που φοβόμουν ότι δεν θα πήγαιναν και το καταλάβαινα από την αρχή – αυτό ήταν το χειρότερο. Και άλλες που καταλαβαίναμε από την αρχή ότι θα χαλάσει ο κόσμος, όπως έγινε όταν ανοίξαμε το θέατρο Πόρτα με τους «Ψύλλους στ’ αυτιά» που παίχτηκε δυο χρόνια.
Μου λένε μερικοί: γιατί ρε παιδί μου θες να είσαι έτσι μπατίρω, ενώ θα μπορούσες να νοικιάσεις το θέατρο και να βγάλεις λεφτά; Αλλά όσο ζω δεν θέλω να γίνει σούπερ μάρκετ το θέατρό μου.
Είναι πολύ δύσκολο να έχει κανείς το δικό του θέατρο;
Είναι. Εγώ το ήθελα κυρίως για να στεγάσω τις παραστάσεις μου για παιδιά. Μέχρι τότε πήγαινα σε άλλα θέατρα που έπαιζαν άλλοι θίασοι. Ήμασταν φιλοξενούμενοι, ενοικιαστές. Δεν ήμασταν στο σπίτι μας. Μια που το έκανα λοιπόν γι’ αυτό το λόγο, άρχισα να παίζω κι εγώ. Αλλά το αγαπώ πολύ το θέατρό μας. Τώρα πια το έχω δώσει κατά κάποιο τρόπο στον Θωμά Μοσχόπουλο και χαίρομαι που συνεχίζει. Μου λένε μερικοί: γιατί ρε παιδί μου θες να είσαι έτσι μπατίρω, ενώ θα μπορούσες να νοικιάσεις το θέατρο και να βγάλεις λεφτά; Αλλά όσο ζω δεν θέλω να γίνει σούπερ μάρκετ το θέατρό μου. Θέλω να είναι αυτό που είναι. Ο Θωμάς είναι φίλος και συνεργάτης μου, ταιριάζουμε, κάνει κάτι για το οποίο είμαι πολύ υπερήφανη. Το ίδιο ισχύει και με τις παραστάσεις για παιδιά. Το φθινόπωρο θα ανεβάσουμε ξανά την «Οικογένεια Νώε», ένα έργο που είχα γράψει μαζί με τον Θωμά. Επίσης είμαι πολύ περήφανη για το εργαστήρι μας (σ.σ. Εργαστήρι Θεάτρου Ξένια Καλογεροπούλου). Το ιδρύσαμε το 2004 με την Πέγκυ Στεφανίδου. Γίνεται καταπληκτική δουλειά εκεί. Έχουμε από μικρά παιδάκια, νηπιαγωγείου δηλαδή, μέχρι εφήβους, αλλά έρχονται και πολλοί ηθοποιοί για να μάθουν πώς να δουλεύουν με παιδιά. Έχω μάθει κι εγώ η ίδια πολλά πράγματα από το εργαστήρι μας. Είναι πολύ όμορφο να δουλεύεις με παιδιά. Τις προάλλες η Γιάννα Δεληγιάννη που κάποτε ήταν στο εργαστήρι μας και τώρα κάνει σινεμά με παιδιά, με κάλεσε σε ένα απομακρυσμένο σχολείο στην Κέρκυρα με λίγους μαθητές.Τους μίλησα για τη μοναξιά και τη μοναχικότητα με διάφορα παραδείγματα. Μίλησαν πολύ και τα παιδιά για την περίοδο της καραντίνας. Και όλα αυτά που λέγαμε τα γύρισαν ταινία την οποία τώρα πρέπει να τελειώσουν.
Τι είναι πιο δύσκολο για εσάς; Το παιδικό ή το ενήλικο θέατρο; Ποιο απαιτεί τη μεγαλύτερη προσπάθεια;
Δεν το έχω σκεφτεί ποτέ έτσι. Νομίζω ότι εξαρτάται από την εκάστοτε παράσταση. Όλα δύσκολα είναι όταν θες να τα κάνεις καλά. Αλλά αν τα πετυχαίνεις, είναι ωραία. Χρειάζεται προσπάθεια. Και καλή συνεργασία. Όπως αυτή που έχουμε τώρα στο «Θείο Βάνια». Είναι υπέροχο, χαίρομαι πολύ που θα ξαναρχίσουμε.
Εγώ, πάλι, χαίρομαι πολύ που σας βλέπω πιο εύθυμη απ’ όσο περίμενα, και δεν ξέρω αν είναι μεγάλη κουβέντα, αλλά δείχνετε αρκετά συμφιλιωμένη με το πρόβλημα στην όραση σας.
Ε, μη νομίζεις, δεν συμφιλιώνεσαι με αυτό ποτέ. Μου στοιχίζει πάρα πολύ που δε βλέπω. Αλλά τι να κάνω; Αναγκαστικά προσπαθώ. Στην αρχή ήταν τρομερό. Έπεσα σε μια κατάθλιψη φοβερή. Δεν ήθελα να σηκωθώ από το κρεβάτι. Δεν ήθελα να ζω. Είχε πλάκα το εξής: την εποχή που το έπαθα ήμουν πάρα πολύ δεμένη με την Άλκη Ζέη που ήταν κουμπάρα μου. Η αδελφή της που ήταν πιο μεγάλη και μάλιστα ζει ακόμη, είχε ένα πρόβλημα, δεν μπορούσε να περπατήσει και έλεγε ότι ήθελε να πεθάνει. Κι εγώ επίσης έλεγα ότι θέλω να κάνω ευθανασία. Και μου λέει η Άλκη τότε: Να σου πω, έχει βγει ένα καινούργιο μικρόβιο, ο κορονοϊός, βγες έξω να το κολλήσεις να τελειώνουμε.
Στην αρχή δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου, δεν είχα κουράγιο για τίποτα. Το μόνο που με έσωζε και ακόμη με σώζει είναι ότι ακούω πάρα πολλά audiobooks. Πήγα σε ένα νευρολόγο και μου είπε: Δύο πράγματα πρέπει να κάνεις, να χάσεις μερικά κιλά, το οποίο και έκανα, και να κολυμπάς. Έτσι ζωντάνεψε το κορμί μου. Με έσωσε το κολύμπι. Μου κάνει καλό. Γενικά είναι καλό να κάνεις πράγματα, να ενδιαφέρεσαι για τη ζωή. Μαθαίνω να χρησιμοποιώ και ένα κομπιούτερ για τυφλούς. Είναι πολύ δύσκολο, αλλά σιγά σιγά καταφέρνω να κρατάω σημειώσεις ή να σημειώνω το πρόγραμμά μου και είμαι πολύ περήφανη. Γενικά όμως ακόμη μου στοιχίζει πολύ το πρόβλημα. Είναι μέρες που στενοχωριέμαι και μέρες που το ξεχνάω. Όταν μεγαλώνεις όμως, μεγαλώνεις. Δηλαδή εκτός από τα μάτια μου, φέτος έχω κι άλλα θεματάκια που δεν είχα πέρυσι. Τι να κάνω; Τουλάχιστον έχω καλή παρέα, τη γάτα μου που έρχεται πάντα και κοιμάται πάνω μου και μόλις βάλω ένα ποτήρι νερό τρέχει να πιει πρώτη.
Βλέπαμε πολλές ταινίες με τον Κωστή. Όταν είχε πια αρρωστήσει, ξαπλώναμε στο κρεβάτι και βλέπαμε με τις ώρες. Άμα του άρεσε του Κωστή μια ταινία, χειροκροτούσε. Το λέω γιατί λίγο πριν τυφλωθώ, έβλεπα ένα βράδυ τηλεόραση και πριν την κλείσω για να κοιμηθώ έκανα ένα γρήγορο πέρασμα από τα κανάλια και έπεσα πάνω στον «Αντρέι Ρουμπλιόφ» του Ταρκόφσκι. Τι υπέροχη ταινία! Εννοείται κάθισα και την είδα πάλι. Όταν τελείωσε, ήθελα να χειροκροτήσω, αλλά δεν είχα τον Κωστή δίπλα μου για να χειροκροτήσουμε μαζί.
Αναφερθήκατε στην αρχή της κουβέντας μας στην πρώτη σας ταινία, «Η κυρά μας η μαμή». Φέρνετε συχνά στο μυαλό σας τον εαυτό σας σε εκείνη τη νεαρή ηλικία;
Μερικές φορές, όπως όλοι μας.
Θα συμπαθούσε η σημερινή, ώριμη Ξένια εκείνη τη νεαρή, νόστιμη, όπως είπατε, κοπέλα;
Ελπίζω. Πάντως συμβουλή δε θα έδινε η μεγάλη στη μικρή, καμία απολύτως. Ήμουν άλλος άνθρωπος τότε. Μου το έλεγε και ο άντρας μου ο Κωστής αργότερα όταν καμιά φορά έβλεπε μια ταινία μου: «Δεν είσαι ο ίδιος άνθρωπος». Του άρεσε πολύ «Ο άνθρωπος που έσπαγε πλάκα», μία από τις τελευταίες ταινίες που είχα κάνει με τον Κωνσταντάρα. Βλέπαμε πολλές ταινίες με τον Κωστή. Όταν είχε πια αρρωστήσει, ξαπλώναμε στο κρεβάτι και βλέπαμε με τις ώρες. Άμα του άρεσε του Κωστή μια ταινία, χειροκροτούσε. Το λέω γιατί λίγο πριν τυφλωθώ, έβλεπα ένα βράδυ τηλεόραση και πριν την κλείσω για να κοιμηθώ έκανα ένα γρήγορο πέρασμα από τα κανάλια και έπεσα πάνω στον «Αντρέι Ρουμπλιόφ» του Ταρκόφσκι. Τι υπέροχη ταινία! Εννοείται κάθισα και την είδα πάλι. Όταν τελείωσε, ήθελα να χειροκροτήσω, αλλά δεν είχα τον Κωστή δίπλα μου για να χειροκροτήσουμε μαζί (σ.σ. Ο επί 37 χρόνια σύζυγός της, Κωστής Σκαλιόρας, πέθανε το 2013). Ευτυχώς έχω κάποιους ανθρώπους που μου στέκονται. Στην αρχή ένιωθα φοβερή μοναξιά. Ντρεπόμουν πολύ να τηλεφωνώ και να λέω ότι νιώθω μονή. Το θεωρούσα πολύ κακό για τον εγωισμό μου.
Δεν θέλατε να νιώσετε αδύναμη;
Ναι, δεν έδινα σημεία ζωής για να μην αισθάνεται κανείς ότι έχει ξεμείνει μόνη της μια αξιολύπητη γριούλα και θέλει παρέα. Κάποια στιγμή όμως αναρωτήθηκα: γιατί καλέ το κάνεις αυτό στον εαυτό σου; Οπότε άρχισα τα τηλέφωνα. Τι κάνεις τάδε, πώς είσαι; Και όλοι αμέσως μου έλεγαν πόσο χαίρονταν που μ’ ακούνε. Έχουν αρχίσει να έρχονται πια στο σπίτι. Μ’ αρέσει πολύ αυτό.
Δεν αντέχεται δηλαδή η μοναξιά;
Είναι πολύ δύσκολο πράγμα. Η μοναχικότητα είναι κάτι άλλο, μπορεί να είναι πολύ ωραία. Έλεγε ο Μπαλζάκ: «Ωραία η μοναχικότητα αλλά να έχεις και κάποιον να του πεις πόσο ωραία είναι». Το βρίσκω πολύ καλό. Εγώ μπορούσα πάντα να περνάω κάποιες ώρες ή μέρες μόνη μου. Ακόμη και στο χωριό (σ.σ. Μηλιές), αφού πέθανε ο Κωστής, πήγαινα μόνη μου και ήμουν πολύ περήφανη που τα κατάφερνα. Μετά όμως ήρθε η στραβομάρα. Την ημέρα που έχει φως κάτι κουτσοβλέπω. Το βράδυ βάζω την τηλεόραση, αλλά τη «βλακούω», που λέει και μια φίλη μου. Δεν μπορώ να δω, μόνο ακούω. Αν είναι εκπομπές που μιλάνε για βιβλία ή ειδήσεις, παρακολουθώ όσο μπορώ. Και μετά βάζω να ακούσω κανένα βιβλιαράκι. Έχω ακούσει πάρα πολλά, από κλασικά, Τολστόι και τέτοια, μέχρι πολύ μοντέρνα. Μου είναι απαραίτητο.
Η απόλαυση της ακρόασης ενός βιβλίου είναι ανάλογη με εκείνη της ανάγνωσής του;
Εξαρτάται από αυτόν που διαβάζει. Υπάρχουν καταπληκτικοί ηθοποιοί, ειδικά ξένοι. Διαβάζουν τόσο ωραία που η εμπειρία είναι εξίσου καλή, αν όχι καλύτερη. Είναι μια τέχνη κι αυτή. Δεν μπορεί να το κάνει ο καθένας. Είναι ωραίο όταν αυτός που διαβάζει είναι σαν να το ανακαλύπτει, σαν να περνάει από μέσα του το βιβλίο. Τότε το ανακαλύπτεις κι εσύ. Δυστυχώς κάποια βιβλία που έχουν ηχογραφηθεί επί τούτου για τυφλούς στην Ελλάδα είναι χάλια. Δεν είναι καν ηθοποιοί αυτοί που τα διαβάζουν. Σκέψου ότι το δικό μου βιβλίο, το «Γράμμα στον Κωστή», ηχογραφήθηκε με αντρική φωνή. Τι σχέση έχει ένας άντρας να διαβάζει αυτό το βιβλίο;
Πόσα βιβλία καταναλώνετε το μήνα;
Δεν ξέρω, εξαρτάται από τα βιβλία. Μου αρέσουν τα μεγάλα. Διαβάζω κάθε βράδυ καμιά ωρίτσα, μετά νυστάζω. Μερικά είναι τόσο ωραία που τα σκέφτομαι και όταν κολυμπάω. Γενικά για να μη βαριέται το μυαλό μου, όταν κολυμπάω κάνω διάφορες ασκήσεις. Μπορεί να περνάω μια φορά το ρόλο που ετοιμάζω. Σήμερα προσπαθούσα να θυμηθώ τα ονόματα όλων των προσώπων που εμφανίζονται στην «Αναζήτηση» του Προυστ. Επειδή και το μυαλό φυραίνει, μου κάνουν καλό τέτοιες ασκήσεις. Μερικές φορές προσπαθώ να θυμηθώ ονόματα που ξεκινάνε πχ από «Β». Πρέπει να βρίσκεις τρόπους για να μην κοιμάται το μυαλό σου. Ή άλλες φορές τέτοιες ασκήσεις βοηθάνε να σε πάρει ο ύπνος, αντί να μετράς προβατάκια. Το έκανε και η μάνα μου. Είχε τυφλωθεί κι εκείνη και πέθανε στην ηλικία που είμαι εγώ τώρα.
Είχε και η μητέρα σας το ίδιο πρόβλημα στα μάτια;
Ναι και νομίζω ότι έβλεπε ακόμη λιγότερο. Αν και δεν καταλάβαινε τι έβλεπε και τι δεν έβλεπε, είχε πρόβλημα με το μυαλό της, τα είχε λίγο χαμένα. Μια μέρα μου είπε: «Έγραψες καινούργιο έργο, ε; Γιατί δεν μου το διαβάζεις;». Βεβαίως μαμά να σου το διαβάσω της είπα. Πήρα λοιπόν το έργο, της το διάβασα όλο και μου είπε: «Αυτό δεν είναι για παιδιά». Μετά από μια δυο εβδομάδες μου είπε πάλι: «Μα είναι δυνατόν να μη μου διαβάσεις το καινούργιο σου έργο;». Σου το διάβασα μαμά, της είπα. Πήγε όμως να με βγάλει τρελή, οπότε της το ξαναδιάβασα όλο. Και μετά μου είπε πάλι: «Αυτό δεν είναι για παιδιά». Όταν όμως το είδε παιγμένο -αν και δεν ξέρω τι ακριβώς έβλεπε και άκουγε- της άρεσε πολύ.
Ο χαρακτήρας σας μοιάζει περισσότερο με του πατέρα ή της μητέρας σας;
Με κανενός νομίζω. Άλλος τύπος ήταν η μαμά μου, άλλος τύπος ο μπαμπάς μου. Η μαμά μου ήταν ζωγράφος. Ο μπαμπάς μου ήταν ιδιωτικός υπάλληλος και βιβλιόφιλος. Δεν διάβαζε συνέχεια, του άρεσε όμως να έχει βιβλία σε ωραίες εκδόσεις. Τέλος πάντων, δεν ήταν εύκολη η σχέση μας γιατί όταν έγινα 12 χρονών με φώναξε η μαμά μου και μου είπε: «Ο μπαμπάς σου δεν μας θέλει». Ήταν φριχτό, δεν το έχω ξεπεράσει ακόμη. Φύγαμε από το σπίτι που μέναμε και ήταν πολύ ωραίο, το αγαπούσα πολύ. Ο μπαμπάς μου άρχισε μια καινούργια ζωή, εμείς περισσεύαμε. Από τα 12 άλλαξε όλη μου η οπτική για τη ζωή. Ήταν πολύ ζόρικα. Όχι ότι δεν ήμουν εντάξει με τον μπαμπά μου, αλλά…
Αλλά το τραύμα δεν επουλώθηκε ποτέ.
Ακριβώς. Δεν θα μου περάσει ποτέ. Είχα μεγάλη αδυναμία στο πατρικό μου σπίτι. Το θυμάμαι με κάθε λεπτομέρεια. Θυμάμαι το κάθε φυτό που ήταν στον κήπο, το κάθε έπιπλο, τα πάντα. Ευτυχώς αγαπώ πάρα πολύ και το σπίτι που ζω σήμερα. Όταν το βρήκαμε με τον Κωστή -με τον οποίο θέλαμε να ζήσουμε σε αυτό το σημείο, μπροστά στο δάσος- είχε μείνει στα μπετά. Κάποια στιγμή μάθαμε ότι συνεχίζεται και ήρθαμε πρώτοι πρώτοι, μας το δώσανε και σε κάπως καλή τιμή επειδή είμαστε επώνυμοι. Όταν το φτιάχναμε μας περνούσαν για τρελούς, γιατί όπως βλέπεις όλο το σπίτι καθορίζεται από μία μεγάλη διαδρομή γεμάτη με βιβλία. Είχαμε πάρα πολλά και οι δύο. Μας λέγανε λοιπόν ότι αχρηστεύουμε μεγάλο μέρος του λιβινγκ ρουμ.
Δεν ομορφαίνουν αν μη τι άλλο τα βιβλία ένα χώρο;
Ναι, όπως βλέπεις όλο το σπίτι είναι γεμάτο. Τώρα πια δεν μπορώ να τα επισκεφτώ δυστυχώς. Έζησα πολύ μέσα στα βιβλία. Είχα και νονό τον κύριο Κάουφμαν που είχε το βιβλιοπωλείο. Πήγαινα εκεί, γέμιζα σακούλες με βιβλία και διάβαζα από μικρή. Το αγαπημένο μου βιβλίο στα 9-10 χρόνια μου ήταν η «Μαντάμ Μποβαρύ». Δεν μου είχε πει κανείς ότι δεν είναι για παιδιά. Όχι ότι δεν διάβαζα και παιδικά βιβλία. Γενικά ζούσα πολύ μέσα στον φανταστικό κόσμο των βιβλίων. Και είναι κρίμα μωρέ που οι νέοι σήμερα δεν διαβάζουν. Δεν ξέρουν τι ευτυχία χάνουν. Και τα εγγόνια μου, τα εγγόνια του Κωστή δηλαδή, δεν πολυδιαβάζουν. Ενώ ο Κωστής ήταν του βιβλίου, ταιριάζαμε σ’ αυτό πολύ. Σκέφτεσαι ότι θα μπαίνουμε σε σπίτια νέων φίλων μας και δεν θα βλέπουμε βιβλία; Εγώ, όταν όταν ακόμη δούλευαν τα μάτια μου δηλαδή, σε όποιο σπίτι και να έμπαινα, αμέσως κοίταζα τη βιβλιοθήκη.
Καταλαβαίνω τι εννοείτε, ρίχνοντας μια ματιά σε μια βιβλιοθήκη μπορείς να πάρεις στα γρήγορα μια ιδέα για το τι σόι άνθρωπος είναι ο ιδιοκτήτης της.
Ναι, ακριβώς, αυτό λέω κι εγώ. Τέλος πάντων, αυτό που περιμένω τώρα είναι να πάω στις Μηλιές. Ήταν πάντα δύσκολο το καλντερίμι μέχρι το σπίτι, τώρα που δε βλέπω είναι πάρα πολύ δύσκολο. Ελπίζω να τα καταφέρω. Μπορεί να είναι και η τελευταία φορά που πάω. Γι’ αυτό η πιο μεγάλη μου αγωνία τώρα είναι να μην έχουμε τελικά μέδουσες φέτος στον Παγασητικό. Έχω στενοχωρηθεί πολύ με αυτό το θέμα. Άμα φυλάγεσαι όταν κολυμπάς, πώς θα ευχαριστηθείς τη θάλασσα;