Επιβίωση Vs Βιωσιμότητα: Το ελληνικό παράδειγμα
Η τάση δημιουργίας επιχειρηματικών πρακτικών με στόχο τη βιώσιμη ανάπτυξη, τα δεδομένα εν έτει 2020 και το μέγα ζητούμενο.
- 21 Δεκεμβρίου 2020 11:30
Το μικρομεσαίο μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων, η έλλειψη οργανωμένων πολιτικών που θα ευνοούσαν τη μετάβαση σε ένα διαφορετικό μοντέλο ανάπτυξης, αλλά και η δεκαετής οικονομική κρίση- που προέταξε την επιβίωση τους-, είναι τα αντίβαρα στην τάση δημιουργίας επιχειρηματικών πρακτικών με στόχο τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Αν υπολογίσει κανείς πως μόνο το 20% των μικρομεσαίων εμπορικών επιχειρήσεων διαθέτει online παρουσία, αντιλαμβάνεται ότι η απόσταση που έχουν να διανύσουν, προκειμένου να παραμείνουν ανταγωνιστικές και μελλοντικά αναπτυσσόμενες είναι μεγάλη.
Η βιώσιμη ανάπτυξη, είτε αυτή αφορά τον ψηφιακό μετασχηματισμό, εφόσον διανύουμε την 4η βιομηχανική επανάσταση, είτε την προσαρμογή σε νέα περιβαλλοντικά πρότυπα, ή ακόμη τη δημιουργία εκείνων των συνθηκών που θα διατηρήσουν τις επιχειρήσεις εν λειτουργία, ώστε να παράγουν κέρδη, να δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας, να προσφέρουν στα δημόσια έσοδα και στην κοινωνία, είναι το μέγα ζητούμενο το 2020.
Η πρώτη σοβαρή αποτύπωση της αντίληψης των ελληνικών επιχειρήσεων για τη βιώσιμη ανάπτυξη, έρχεται από το μακρινό 2017, όταν ο ΣΕΒ σε συνεργασία με τον διεθνή ελεγκτικό και συμβουλευτικό οίκο Ernst&Young, κατέγραψε την οπτική τους σε σχέση με του 17 Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης του Ο.Η.Ε., δύο χρόνια μετά δηλαδή από τότε που η Ελλάδα υπέγραψε τη δέσμευση της.
Σύμφωνα με τη μελέτη, η σημαντικότητα των 17 ΣΒΑ αναγνωρίστηκε από την πλειοψηφία των επιχειρήσεων, ανεξαρτήτως μεγέθους. Ειδικότερα, το 92% του συνόλου των μεγάλων επιχειρήσεων, το 94% των μεσαίων και το 80% των μικρών θεωρούν από αρκετά έως εξαιρετικά σημαντική την ενσωμάτωση των 17 ΣΒΑ στη στρατηγική και λειτουργία τους.
Ωστόσο, μόνο το 56% των μεγάλων επιχειρήσεων δήλωνα ότι θα προχωρήσουν σε επόμενο στάδιο ενσωμάτωσης μέχρι το 2020, ενώ για τις μεσαίες και τις μικρές το ποσοστό αυτό μειώνεται στο 41% και 25% αντίστοιχα.
Το 68% των ανώτατων και ανώτερων στελεχών, ανεξαρτήτως μεγέθους επιχειρήσεων, έχουν υψηλό επίπεδο επίγνωσης των ΣΒΑ. Η κατάσταση διαφοροποιείται στα μεσαία στελέχη, όπου το αντίστοιχο επίπεδο επίγνωσης είναι 35%. Το γεγονός αυτό αναδεικνύει ένα κενό στη διάχυση της επίγνωσης των σχετικών θεμάτων εντός των επιχειρήσεων και μία ευκαιρία περαιτέρω εμπλοκής των μεσαίων στελεχών, μέσω ενημέρωσης και εκπαίδευσης.
Ακόμη, όμως και τρία χρόνια μετά, οι ελληνικές επιχειρήσεις που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο, και κατά τεκμήριο εκπροσωπούν ένα ευρύ φάσμα κλάδων και μεγεθών, υπολείπονται όσον αφορά την προσαρμογή τους στις προκλήσεις της εποχής. Σύμφωνα με την τελευταία όγδοη κατά σειρά Ετήσια Έρευνα στην Ελλάδα του Κέντρου Αειφορίας (CSE), λίγες επιχειρήσεις και οργανισμοί είναι ενταγμένοι στα κριτήρια ESG [Περιβαλλοντικά (Environmental), Κοινωνικά (Social) και Εταιρικής Διακυβέρνησης (Governance)] που μπορούν να ενισχύσουν τη διαφάνεια και να προσελκύσουν υπεύθυνες επενδύσεις προς όφελος όχι μόνο της επιχείρησης, αλλά συνολικά της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.
Η κυρίαρχη τάση, βάσει της έρευνας, είναι ότι αν και η συντριπτική πλειοψηφία των εισηγμένων εταιρειών εκδίδουν Εκθέσεις Εταιρικής Ευθύνης και Βιώσιμης Ανάπτυξης, κάτι που δείχνει τη στρατηγική ενασχόλησή τους με τα ζητήματα αυτά, δεν χρησιμοποιούν παγκόσμια και αξιόπιστα Πρότυπα αξιολόγησης, όπως είναι τα TCFD και SASB, και δεν συμμετέχουν σε ESG Ratings, τα οποία θα τις βοηθήσουν να δημοσιοποιούν σημαντικές και χρήσιμες πληροφορίες για λήψη αποφάσεων από τους επενδυτές.
Φέτος, η έρευνα επικεντρώθηκε στην ανάλυση εισηγμένων εταιρειών με παρουσία σε διεθνή ESG Ratings, που στο σύνολό τους απασχολούν περισσότερους από 136 χιλιάδες εργαζόμενους, ενώ ο κύκλος εργασιών τους ξεπερνά τα 48 δις ευρώ. Οι εταιρείες αυτές ανήκουν σε ένα μεγάλο εύρος κλάδων, όπως για παράδειγμα τρόφιμα και ποτά, τηλεπικοινωνίες, λιανεμπόριο, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, κατασκευές, ναυτιλία, ενέργεια και τεχνολογία. Σύμφωνα πάντως με την έρευνα, η πλειονότητα των ελληνικών εισηγμένων εταιρειών δεν αξιολογούνται από διεθνή ESG Ratings. Από τις λίγες εταιρείες που αξιολογούνται, η έρευνα διαπίστωσε ότι το 77% έχει εκδώσει Έκθεση Βιώσιμης Ανάπτυξης με χρήση συγκεκριμένων προτύπων. Ωστόσο, οι επιδόσεις των εταιρειών αυτών στα ESG Ratings κινήθηκαν στο εύρος 20%- 98%, με το μέσο όρο να βρίσκεται γύρω στο 70%.
Σύμφωνα με την έρευνα, οι περισσότερες εταιρείες (71%) συμμετέχουν στο Carbon Disclosure Project (CDP), το διεθνές εργαλείο αξιολόγησης σχετικά με περιβαλλοντικά θέματα, αν και με χαμηλές βαθμολογίες, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι υψηλότερο σκορ παρουσίασε η Coca-Cola HBC. Επίσης, λίγες εταιρείες (30%) έχουν λάβει υπόψη τις κατευθυντήριες γραμμές της Task Force για τη Δημοσιοποίηση Οικονομικών Στοιχείων σχετιζόμενων με το Κλίμα (TCFD), από τις οποίες όμως μόνο μια έχει συντάξει Έκθεση σχετικά με τις συστάσεις TCFD. Τέλος, ποσοστό 12% των εταιρειών έχει εντάξει τα Πρότυπα του Sustainability Accounting Standards Board (SASB) στις Εκθέσεις που εκπονεί.