Αλ. Λαμπροβασίλης, ο φωτογράφος που απαθανάτισε το Ελληνικό: “Ο Πολιτισμός της Ανθρωπιάς δεν κάνει διακρίσεις σε φυλές, θρησκείες, ήθη και έθιμα”

Αλ. Λαμπροβασίλης, ο φωτογράφος που απαθανάτισε το Ελληνικό: “Ο Πολιτισμός της Ανθρωπιάς δεν κάνει διακρίσεις σε φυλές, θρησκείες, ήθη και έθιμα”

Ο φωτογράφος που απαθανάτισε το αεροδρόμιο του Ελληνικού, μιλάει στο NEWS 247. Η ζωή στη Νέα Υόρκη, οι μνήμες από το αεροδρόμιο του Ελληνικού και η τέχνη της φωτογραφίας. Δείτε ολόκληρο το φωτορεπορτάζ του στο Ελληνικό (Pics)

Από τη Λήμνο στη Νέα Υόρκη. Ο Αλέξανδρος Λαμπροβασίλης ακολούθησε το όνειρο και την τρέλα του μέχρι την άλλη άκρη του Ατλαντικού.

Έφτασε στο “Μεγάλο Μήλο” τον Σεπτέμβριο του 2006 και από τότε ζει και εργάζεται εκεί. Δεν ξεχνάει όμως την πατρίδα του μιας και είναι η σταθερή αναφορά του. “Κάθε φορά που γυρίζω ξαναγεννιέμαι προσωπικά και φωτογραφικά”, λέει.

Την άνοιξη του 2009 κατάφερε να εκδώσει το πρώτο του βιβλίο “Hopes Dreams & Hard Times” που παρουσιάζει με εικόνες και συνοδευτικά κείμενα, το προφίλ 150 κατοίκων της Νέας Υόρκης στην εποχή της οικονομικής κρίσης.

Ένα χρόνο αργότερα, ο Αλέξανδρος Λαμπροβασίλης εξέθεσε τη δουλειά αυτή στο μουσείο Μπενάκη. Το “Hopes Dreams & Hard Times” (“Ελπίδες, Όνειρα και Δύσκολες Στιγμές”) ήταν και ο τίτλος του λευκώματος που κυκλοφόρησε από το βιβλιοπωλείο της Εστίας. Το βιβλίο ήταν το αποτέλεσμα της συνεργασίας του κ. Λαμπροβασίλη, με τον Αχιλλέα Πεκλάρη στη Νέα Υόρκη. Ο κ. Πεκλάρης έκανε την έρευνα και τις συνεντεύξεις και ο κ. Λαμπροβασίλης τα πορτραίτα.

Μεταξύ άλλων έχει πραγματοποιήσει ατομική έκθεση, με κείμενα και συνεντεύξεις του Αχιλλέα Πεκλάρη με τον οποίο συνεργάστηκε για την συγκεκριμένη εργασία. Το λεύκωμα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις “Βιβλιοπωλείο της Εστίας”, όπως επίσης και το βιβλίο του πρώην Βρεττανού Πρέσβη στην Αθήνα Μαικλ Λιουέλλιν Σμιθ όπου ο ίδιος έχει κάνει τις φωτογραφίες.

Το φωτορεπορτάζ του από τις εγκαταστάσεις του πάλαι ποτέ κραταιού αεροδρομίου του Ελληνικού έχει κάνει τον γύρο του κόσμου.

“Ο στόχος αυτής της καταγραφής και της προσωπικής μου διαδρομής στους χώρους του αεροδρομίου ήταν και είναι κατ’ εξοχήν να αναφερθώ και ίσως να αναδείξω την σημαντικότητα, κατά τη γνώμη μου, του να διατηρηθεί με κάποιον τρόπο ένα νήμα ιστορικής συνέχειας με υπόσταση υλική που να αναφέρεται στο “τι υπήρχε εδώ κάποτε”, όταν αλλάξει η χρήση και διαμορφωθεί το νέο περιβάλλον, (όποιο και να είναι αυτό).

Η συζήτηση περί του δημoσίου ή ιδιωτικού χαρακτήρα που “οφείλει ή δεν οφείλει” να έχει ένας τέτοιος χώρος δεν είναι κάτι που απασχόλησε την φωτογραφική μου παρατήρηση, όμως το “τίποτα” είναι βαρύ.

Το γεγονός πως από αυτόν τον τόπο και με το περιβάλλον του αεροδρομίου ως τελευταίες εικόνες της “Πατρίδας” ξεκίνησαν οι χιλιάδες που μετανάστευσαν προς κάθε άκρη της υφηλίου τις προηγούμενες δεκαετίες, καθώς επίσης και έφτασαν εδώ απο τα μέρη τους οι χιλιάδες, και στο Ελληνικό ήταν οι πρώτες εικόνες που αντίκρισαν, νιώθω πως με αφορά προσωπικά και κατα κάποιον τρόπο με χαρακτηρίζει και ιστορικά τη στιγμή που τα τελευταία επτά και πλέον χρόνια βρίσκομαι σε άλλη ήπειρο, ξεκινώντας βέβαια απο το νέο μας αεροδρόμιο για να φτάσω στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Με το θάρρος ή το θράσος της γνώμης και την όποια δυνατότητα μου να αφηγούμαι με εικόνες, θέλω να αποτίσω έναν ελάχιστο φόρο τιμής σε όλους αυτούς που ο καθένας για δικούς του λόγους, άφησαν πίσω οικογένειες, φίλους, εικόνες, χρώματα, ήχους κ μυρωδίες του τόπου όπου γεννήθηκαν προκειμένου να βρούν κάτι κάπου, και είτε έφυγαν από, είτε ήρθαν στην Ελλάδα.

Αυτό είναι για εμένα το “Ελληνικό” ή “Ελληνικόν”, γράφει ο ίδιος για το πόνημα του.

Εμείς μιλήσαμε μαζί του για τις εμπειρίες του στην Αμερική, για την καριέρα του ως φωτογράφος, για την οπτική του σε ότι αφορά τη χώρα μας αλλά και για τα όνειρα του.

Ο Αλέξανδρος μας παραχώρησε μάλιστα ολόκληρο το συγκλονιστικό φωτορεπορτάζ του στο Ελληνικό το οποίο μπορείτε και να δείτε παρακάτω.


newsphotos

































 

 

 

 

 

 

 

 

Πότε αποφασίσατε ότι θέλετε να γίνετε φωτογράφος και γιατί;

Ξέρετε, το να φτάσω να διεκδικώ για τον εαυτό μου την δυνατότητα να αφηγούμαι με φωτογραφικές εικόνες, συνέβη μέσα  από μια μακρόχρονη διαδρομή και αναζήτηση σε ό,τι έχει να κάνει με την Επικοινωνία. Αυτός είναι ο δρόμος μου και το πεδίο της έρευνάς μου.

Η φωτογραφία καθώς και η μουσική, (την οποία έχω σπουδάσει ενώ είμαι κυρίως αυτοδίδακτος φωτογράφος), συνιστούν αφ’ ενός αν θέλετε, και το λέω σχηματικά, το “επιστημονικό περιβάλλον” μέσα στο οποίο πραγματοποιείται αυτή η έρευνα και αφ’ ετέρου τα “εργαλεία” με τα οποία μεταστοιχειώνω τις εμπειρίες, τις σκέψεις και τα συναισθήματα, μου σε εικόνες και ήχους.

Χρονολογικά μιας και το ζητάτε, να σας πως πως σε ηλικία κάπου 8-9 ετών είχε έρθει μια ξαδέρφη στο σπίτι να μας βγάλει φωτογραφίες και κρατούσε με μια μαύρη Canon AE-1 που ακόμη τη θυμάμαι σαν να είναι τώρα, είχε φέρει μαζί και ένα φυλλάδιο με τους φακούς κ είχα χαζέψει. Παρακολουθώντας λοιπόν την διαδικασία και στη συνέχεια βλέποντας το αποτέλεσμα, είχα ήδη “πιαστεί στα δίχτυα” που λένε, επειδή όμως είναι άλλο πράγμα όλο αυτό το “πανηγύρι” και εντελώς άλλο η χρήση του μέσου προκειμένου να συνθέσουμε υλικό επικοινωνήσιμο, για εμένα πέρασαν πάρα πολλά χρόνια μέχρις ότου να μπορέσω να ερμηνεύσω κάποιους από τους λόγους για τους οποίους επέλεξα τη φωτογραφία και στη βάση αυτών στη συνέχεια να αρχίσω να συνθέτω το έργο μου. Στην περίπτωσή μου δεν έγιναν όλα σε μια στιγμή, μάλιστα νιώθω διαρκώς ειδικά τα τελευταία χρόνια πως ό,τι έχω κάνει μέχρι στιγμής είναι περισσότερο προπαρασκευαστικές ασκήσεις και πως την ουσιαστική δουλειά θα την βρω κάπου στο μέλλον, εαν τύχει και “ανταμώσουμε”.

Προτιμάτε να φωτογραφίζετε πρόσωπα ή χώρους – τοπία;

Φωτογραφίζω με το ίδιο ενδιαφέρον τους ανθρώπους και το περιβάλλον, είμαστε θεωρώ το ίδιο φαινόμενο σε διαφορετικές αναλογίες συστατικών και ως εκ τούτου και λειτουργιών. Η σύμπτωση και η συνύπαρξη μας είναι χρονικά προσδιορισμένες τάξεις πραγμάτων ανάλογες με την ταχύτητα του κλείστρου της μηχανής, εαν τις αναγάγουμε στους χρόνους του σύμπαντος. Είμαστε ένα “κλικ” και είναι τόσο αστείο και συνάμα δραματικό που πασχίζουμε με κάθε τρόπο να κρατήσουμε “για πάντα” το γεγονός, τη στιγμή. Όλο αυτό με προκαλεί και αντιδρώ και εγώ μερικές φορές με κλικ, τι ειρωνεία…

Πώς θα χαρακτήριζατε την Νέα Υόρκη; Ποιο είναι το στοιχείο της που σας συναρπάζει περισσότερο πολιτισμικά και φωτογραφικά;

Να σας πω, αυτό για το οποίο μπορώ να σας διαβεβαιώσω είναι η προσωπική μου εμπειρία που λέει πως σε αυτόν εδώ τον τόπο αναπτύχθηκε η δυνατότητα του να εξελίσσεται η σκέψη μου με μια απίστευτη αυτονομία σε σχέση με το “δυνατόν” ή το “πραγματοποιήσιμο”, αυτό για εμένα είναι στοιχείο ελευθερίας, όταν δηλαδή δεν σκέφτομαι βάσει του τι είναι ενδεχομένως δυνατόν να γίνει, αλλά ξαμολιέμαι με τη σκέψη στα “χωράφια” που μ’ αρέσει να “βαδίζω”. Αυτό πιστεύω πως είναι ένα από τα πολιτισμικά στοιχεία αυτού του τόπου και διαποτίζει ό,τι και να κάνει κάποιος. Φωτογραφικά τώρα, οι Αμερικανοί εν γένει αλλά ίσως πολύ περισσότερο οι Νεοϋορκέζοι και οι κάτοικοι αστικών κέντρων όπως το Σαν Φρανσίσκο, το Λος Άντζελες, η Βοστώνη κλπ., είναι αρκετά εξοικειωμένοι και εκπαιδευμένοι με την πρακτική και την επικοινωνία μέσω του τρόπου της φωτογραφίας και της εικόνας.

Αυτό γίνεται αντιληπτό εάν βγει κάποιος στο δρόμο με μια μηχανή στα χέρια και πλησιάσει αγνώστους και τους ζητήσει να τους φωτογραφίσει. Το ποσοστό θετικών απαντήσεων είναι κάπου 50/50, αρκετά υψηλό και δείχνει πως δεν υπάρχει τόση καχυποψία που ίσως για πολιτισμικούς ή και άλλους λόγους να συναντά κανείς σε άλλα μέρη του κόσμου. Επίσης γνωρίζω απο μαρτυρία ενός μακρινού μου συγγενή που βρέθηκε στη Νέα Υόρκη το 1929 σε ηλικία 12 χρονών πως στο αντίστοιχο “Γυμνάσιο” τότε υπήρχε μάθημα φωτογραφίας. Ε λοιπόν το να βρίσκομαι σε έναν τόπο που έχει τόσο βαθιές πολιτισμικές εγγραφές στο κομμάτι της φωτογραφίας είναι για εμένα όχι απλά συναρπαστικό, είναι η πλατφόρμα πάνω στην οποία βασίστηκε και εξελίχθηκε η σκέψη μου γύρω από το μέσο.

Πώς θα περιγράφατε την καθημερινή ζωή στην μητρόπολη του πλανήτη;

Από Κυριακή σε Κυριακή δεν παίρνουμε χαμπάρι πολλές φορές, τόσο γρήγορα και πυκνά είναι τα πράγματα. Είναι πάλι ώρες που τη μοναξιά την δαγκώνεις μέχρι κόκκαλο και σφίγγεις τα δόντια για να συνεχίσεις. Στο “μεδούλι” υπάρχει πρόοδος, εξέλιξη και ό,τι αυτά φέρνουν στις ζωές μας αλλά πρέπει να τα πηγαίνεις καλά με την πάρτη σου για να επιβιώσεις, δεν είναι εύκολος τόπος παρά που δείχνει καλογυαλισμένος, είναι για να σε “γραπώσει”. Όμως για να μην είμαι άδικος η αλήθεια είναι επίσης πως κάθε μα κάθε φόρα που μπαίνω στο ταξί για να πάω από το αεροδρόμιο στο σπίτι, νιώθω να με γεμίζει η αίσθηση πως εδώ μπορω να πραγματοποιήσω το οτιδήποτε οραματιστώ. Αυτό ξέρετε είναι κάνει την μέρα όσο εύκολη άλλο τόσο και δύσκολη διότι μοιάζει να μην έχει κανένα όριο το τι μπορείς να κάνεις και εκεί που δίνεις το 150% των σωματικών και ψυχικών αποθεμάτων που έχεις και προχωράς, ώρες-ώρες μοιάζεις να στέκεσαι και να πέρναν “οι άλλοι” δίπλα σου με χίλια. Αυτό είναι μαζοχισμός και σχιζοφρένεια αλλά και Έρωτας μαζί.

Προτιμάτε τη ζωή στο εξωτερικό ή στην Ελλάδα; Ποιες οι διαφορές, ποιες οι ομοιότητες;

Κατάγομαι από την Άρτα και τη Λήμνο, δυο μεριές της Ελλάδας με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, η μεν Ήπειρος υπήρξε, μέχρις ότου προσχωρήσουν στο Ευρωπαϊκό μόρφωμα οι χώρες της ανατολικής Ευρώπης, η φτωχότερη περιφέρειά της. Όταν βρίσκομαι εκεί, στους πρόποδες των Τζουμέρκων και βλέπω τη δύναμη με την οποία τα έλατα να φυτρώνουν και κρατιούνται πάνω στα βράχια και αισθάνομαι την ανάσα του δάσους το χειμώνα να μου παγώνει τα μούτρα, αναλογίζομαι πως το να ζει κανείς εκεί σε ένα τέτοιο περιβάλλον μαζί με τις αρκούδες, τους λύκους και το τίποτα, είναι ένα “μέτρημα” απολύτως ισάξιο με της όποιας μεγαλούπολης και Μητρόπολης. Εκεί βιώνεις το μεγαλείο του απλού και του αναγκαίου που το έχουμε χάσει εμείς τα “City Babies”. Η δε Λήμνος, απομακρυσμένη, ενεργειακά ιδιαίτερη και μέχρι πριν λίγα χρόνια κοινωνικά στιγματισμένη ως προορισμός ανεπιθύμητων, είναι ο τόπος όπου έχω λατρέψει ως περιβάλλον και για πολλά πολλά χρόνια προσπαθώντας να ερμηνεύσω αυτόν μου τον Έρωτα και έπειτα να τον “στριμώξω” στις δύο διαστάσεις, μάθαινα λίγο-λίγο τους τρόπους της εικόνας. Τώρα κάθε φορά που επιστρέφω και βλέπω τον τόπο “αλλιώς” σημειώνω πως κάποια πρόοδος υπήρξε και άξιζε τον κόπο ο ξενιτεμός που όμως χωρίς τους τόπους αναφοράς δεν θα είχε κανένα απολύτως νόημα. Αυτά τα μέρη  είναι οι ιστορικές μου αναφορές και εκεί όπου κάθε φορά που επιστρέφω ξαναγεννιέμαι με έναν τρόπο, προσωπικά και φωτογραφικά.

Δεν θα μπορούσα με κανέναν τρόπο να αντιπαραβάλλω το “έξω” με το “μέσα” είμαι και τα δύο.

Η Ελλάδα μπορεί να αποδεχθεί τελικά την πολυπολιτισμικότητα που είναι καταγεγραμμένο επί σειρά ετών φαινόμενο για χώρες όπως οι ΗΠΑ, και κυρίως για πόλεις όπως η Νέα Υόρκη;

Μάλιστα. Το κατώφλι ευαισθησίας σε ό,τι αφορά στην ανοχή ως προς αλλά και τη δυνατότητα αφομοίωσης του “άλλου” του διαφορετικού, του έξω από τα “δικά μας”, είναι παράμετροι που παίρνουν διαφορετικές τιμές κατά καιρούς και κατά τόπους, ιστορικά. Αυτό μοιάζει με δύσκολο γρίφο που καλείται να λύσει η Ελλάδα αυτή τη χρονική περίοδο και που μοιάζει να έχουν λυμένο τόποι όπως η Νέα Υόρκη που αναφέρατε. Όμως τα πράγματα έχουν τη δική τους λογική και δυναμική και κάποιες φορές οι ισορροπίες αλλάζουν άξαφνα και με τρόπο δραματικό. Με άλλα λόγια η ανοχή στο διαφορετικό που χαρακτηρίζει τους τόπους ευμάρειας είναι μια εύθραυστη “κρούστα πολιτισμού” όπου από κάτω το Ζώο καρτερά.

Η αλήθεια φαίνεται στα δύσκολα και την αντιμετωπίζουμε συνολικότερα ως ανθρώπινος πολιτισμός. Άραγε το χρέος μας ημών των διαβιούντων στις χώρες της σχετικής και της απόλυτης αφθονίας, τελειώνει με το που δούμε τις εικόνες των εξαθλιωμένων μεταναστών από μέρη που σπαράσσονται από πολέμους, φυσικές καταστροφές, πείνα και ξηρασία; Άντε τους είδαμε και σήμερα, πάμε για ύπνο τώρα. Για σκεφτείτε το. Μιλάμε δηλαδή για μια πολυπολιτισμικότητα της ευμάρειας ή της ανθρωπιάς; Διότι ο Πολιτισμός της Ανθρωπιάς είναι διαρκής, συνεπής και δεν κάνει διακρίσεις σε φυλές, θρησκείες, ήθη και έθιμα και έτσι αξιώνεται το Πολύ που στις μέρες μας λιγοστεύει. Χρειάζεται εγρήγορση διότι οι άνθρωποι είμαστε πριν απ’ όλα Ζώα, εξελιγμένη μεν έκδοση πλην όμως…

Φωτογραφίσατε το Ελληνικό. Υπάρχει κάποιος άλλος χώρος που σκοπεύετε να φωτογραφίσετε άμεσα στη χώρα μας;

Όπως σας ανέφερα φωτογραφίζω με συντεταγμένο τρόπο τη Λήμνο εδώ και αρκετά χρόνια, μάλιστα σε λίγες μέρες θα παρουσιάσω στο FotoFest στο Houston μαζί με το Ελληνικό και ένα Portfolio με εικόνες από το νησί και δε σας κρύβω πως για τη Λήμνο έχω μεγαλύτερη αγωνία απ’ ότι για το Ελληνικό διότι πρόκειται για την απολύτως προσωπική μου δουλειά την οποία συνεχίζω και θα συνεχίζω ως το έργο ζωής για έναν τόπο αναφοράς. Μου λείπουν όμως εικόνες και εμπειρίες από τα μέρη του πατέρα μου στην Ήπειρο όπου εκεί μου αρέσει να βρίσκομαι μόνο κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Καλοκαίρι κ βουνό είναι έννοιες ασύμβατες για τον ψυχισμό μου, οπότε τα χρόνια που ζω στο εξωτερικό μου έχει λείψει να βρίσκομαι εκεί και διαρκώς σκέφτομαι να κάνω κάτι, θα δούμε.

Τι θυμάστε πιο έντονα από το αεροδρόμιο του Ελληνικού όσο ήταν ακόμα σε λειτουργία;

Από το Ελληνικό θυμάμαι κυρίως δύο καταστάσεις που επαναλαμβανόντουσαν με εποχιακή κανονικότητα. Η μια είναι η λαχτάρα μου για την απόδραση με το αεροπλάνο, από τα πολύ παιδικά μου χρόνια, προς τους παππούδες και το πατρικό σπίτι της μητέρας στη Λήμνο για 3 μήνες που κλείνανε τα σχολεία, διότι εκεί με περίμενε ξεγνοιασιά και ελευθερία. Και η άλλη περίπτωση ήταν στο “Ανατολικό” κάθε φορά που επέστρεφε ο πατέρας από τα ταξίδια του στο εξωτερικό να είμαστε με την αδερφή μου κολλημένοι στην τζαμαρία του μπαρ με τις πορτοκαλάδες περιμένοντας να δούμε το αεροπλάνο του να προσγειώνεται μπροστά μας και: ” να να αυτό είναι κατεβαίνει..” Και κάτι ακόμη, θυμάμαι πολύ καλά τον ήχο που κάναν τα βήματα μας πάνω στη σκάλα που ανεβαίναμε για να μπούμε στο αεροπλάνο, έβγαζε έναν περίεργα μεταλλικό ήχο που σχεδόν δεν έχω ξανασυναντήσει αλλού.

Και τέλος, τι θα συμβουλεύατε έναν νέο Έλληνα φωτογράφο που ξεκινάει τώρα την καριέρα του; 

Βρίσκω πως ένα πολύ ενδιαφέρον πεδίο διανοητικής άσκησης σε σχέση με την οπτική επικοινωνία εν γένει, είναι αυτό που περιγράφεται με τον αγγλικό όρο “Visual Literacy”, ίσως λίγο αδόκιμα στα Ελληνικά “Οπτική Εγγραμματοσύνη”, υπό την έννοια πως το όποιο πληροφοριακό υλικό μπορεί κάποιος να αναζητήσει αρχικά, προκειμένου να μπει στο πνεύμα αυτής της συζήτησης και έρευνας, υπάρχει υπό τον αγγλικό όρο το διαδίκτυο. Πρόκειται για μια υπόθεση που ενώ απασχολεί τους επαείοντες αρκετούς αιώνες και μάλιστα στις σχολές καλών τεχνών προσεγγίζονται τα ζητήματα που αφορούν τον βαθύ πυρήνα της οπτικής αντίληψης και επικοινωνίας, φαίνεται πως εδώ και μερικές δεκαετίες διαμορφώνονται οι κατάλληλες συνθήκες, ώστε να τίθενται ερωτήματα σχετικά με τη  αναγκαιότητα ή μη για τη δημιουργία ενός διευρυμένου προγράμματος σπουδών οπτικής εκπαίδευσης που θα ξεκινά από τις πρώτες τάξεις του σχολείου.

Ένα από τα θέματα της συζήτησης είναι και η δυνατότητα ή μη, σύνταξης συστήματος αναφοράς/γλώσσας, (όπως για παράδειγμα οι συμβολισμοί στο πεντάγραμμο  στη μουσική), για αυτού του είδους την προσέγγιση και διδασκαλία. Ενδεχομένως εάν υπάρχει στους ανθρώπους γενετικά η δυνατότητα ενός είδους οπτικής αντίληψης και στη βάση αυτού επικοινωνίας αποδεσμευμένης από το λόγο και την, γλωσσικού τύπου, σχέση σημαίνοντος-σημαινόμενου, τότε αυτό ίσως να αποτελέσει ένα άνοιγμα σε μια διάσταση της ανθρώπινης φύσης που αυτή τη στιγμή δεν μπορούμε καν να φανταστούμε. Αυτή η ιδέα ως πεδίο έρευνας έχει για εμένα πολύ ενδιαφέρον και εκεί μέσα κάπου “κολυμπάω”. Επειδή τέτοια ζητήματα παίρνουν πολλές γενιές προκειμένου να φτάσουν σε κάποιο αποτέλεσμα, αν ποτέ(…), νομίζω πως αξίζει τον κόπο να ασχοληθεί κάποιος που βρίσκει ενδιαφέρον σε τέτοια “νερά”. Αυτή τη στιγμή ένας από τους τομείς έρευνας που χρηματοδοτούν μανιωδώς και προωθούν οι εταιρίες που σχετίζονται με την τεχνολογία της επικοινωνίας, είναι τα “Emoticons”, τα προδιαμορφωμένα σύμβολα που ερμηνέυονται ως: “Τώρα χαίρομαι” ή “Πάμε για ποτό” και λοιπά. Επικοινωνία εύκολα, γρήγορα και επιδερμικά τολμώ να πω. Όμως το να επικοινωνούμε ουσιαστικά και με περιεχόμενο οι άνθρωποι είναι δαπανηρό και έχει μια σημαντική παράμετρο, θέλει χρόνο, απλά γιατί οι λέξεις για να τις νιώσουμε, να ειπωθούν και να ακουστούν θέλουν χρόνο και εμείς εθιζόμαστε στην ταχύτατη κατανάλωση και ανακύκλωση της ζωής μέσω εικόνων και συμβολικών αναφορών. Σκεφτείτε πως θα ήταν οι μέρες μας εάν στην κάθε εικόνα που βλέπουμε γύρω μας δίναμε το χρόνο που χρειάζονται χίλιες λέξεις για να ειπωθούν και να ακουστούν;

 

To who is who:

Ξεκίνησε την επαγγελματική του σταδιοδρομία στην Ελλάδα κάπου το 2001 με τον Εκδοτικό οίκο της Εστίας συνεργαζόμενος με την Common Sense και τον Φωκίωνα Κοπανάρη που αυτός τον “εισήγαγε” στον χώρο της επαγγελματικής φωτογραφίας.

Στη συνέχεια συνεργάστηκε με τον Φώτη Τσιμέλα στο Paper και στο Homme της “Ημερησίας” φωτογραφίζοντας κοσμικά, πορτραίτα και εσωτερικούς χώρους.

Το 2006 έφυγε για Νέα Υόρκη όπου δούλεψε σχεδόν για όλους τους εκδοτικούς οργανισμούς.

Τον κέντρισε περισσότερο η “δημιουργική” φωτογραφία  παρά η “εφαρμοσμένη”. “Από τη στιγμή που ήρθα εδώ οπότε δεν έχω κυνηγήσει τη δουλειά που λένε και μοιράζω σουβλάκια για το νοίκι”, μας είπε ο ίδιος, μιλώντας για την εργασία του στη Νέα Υόρκη.

“Μόλις έχω πάρει την πράσινη κάρτα στη βάση της δημιουργικής μου δουλειάς στη φωτογραφία και όχι του τραπεζικού μου λογαριασμού και αυτό με έχει κάνει να νιώσω απολύτως δικαιωμένος για τις αποφάσεις μου. Και το πείσμα μου”, συνεχίζει.

“Μια από τις επιστολές συστατικές επιστολές για την πράσινη κάρτα ήταν από μια επιμελήτρια του Smithsonian National Air & Space Museum στην Washington που μιλά για το ενδιαφέρον της να παρουσιάσει τη δουλειά μου για το Ελληνικό σε μια ομαδική έκθεση με τίτλο “Vanishing Eras” που θα προτείνει στο μουσείο για το 2016 και θα αφορά στην ιστορία των πτήσεων σε αέρα και διάστημα. Θα συμμετέχουν 6 φωτογράφοι από όλο τον κόσμο. Η έκθεση βρίσκεται στα προκαταρκτικά στάδια του σχεδιασμού”, καταλήγει ο ίδιος μιλώντας για τη ζωή του.

Δείτε το φωτογραφικό έργο του Αλέξανδρου Λαμπροβασίλη, εδώ

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα