Δ. Παπαδημητρίου: Η άλλη όψη της μελαγχολίας είναι το χιούμορ και η πνευματικότητα
"Η προσήλωσή μου στο ποιητικό κείμενο μου δίνει μεγάλη πρωτογενή δύναμη" δηλώνει στο News 24/7 ο πολυβραβευμένος και πολυγραφότατος συνθέτης, ο οποίος συμπράττει στις 8 Φλεβάρη με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών για μια μοναδική συναυλία στο Μέγαρο Μουσικής.
- 26 Ιανουαρίου 2019 08:23
Πολυβραβευμένος, βαθιά ευαίσθητος και πολυγραφότατος. Ο Δημήτρης Παπαδημητρίου είναι ένας συνθέτης που δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις, δεδομένου ότι το φάσμα του ηχητικού και αισθηματικού του κόσμου είναι εντυπωσιακά ευρύ. Η μουσική του έχει “ντύσει” δεκάδες ταινίες, θεατρικές παραστάσεις, ντοκιμαντέρ, τηλεοπτικές σειρές και τα συμφωνικά του έργα έχουν διακριθεί όσο λίγα.
Έζησε τα πρώτα επτά χρόνια της ζωής του στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, σ’ ένα σπίτι όπου ακουγόταν διαρκώς κλασική μουσική. Στην ηλικία των επτά μετακόμισε με την οικογένειά του στον Πειραιά, και ήρθε εκ νέου σε επαφή με ελληνικά ακούσματα. Ο Χατζιδάκις ή ο Κακογιάννης, ο Θεοδωράκης, οι γονείς του, τα αδέρφια του, όλοι αποτέλεσαν όπως αναφέρει “ιδανικοί ακροατές του” στους οποίους “λογοδοτεί” μέσα από τη μουσική του μέχρι και σήμερα.
Ο Δ. Παπαδημητρίου έδωσε στο News 24/7 μια εκ βαθέων συνέντευξη με αφορμή την παραγγελία έργου από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών (ΚΟΑ) και τη συναυλία «Μουσική από/για την Βρετανία» που θα ανέβει στις 8 Φεβρουαρίου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και συνδιαλέγεται με έναν από τους κύριους Κύκλους αυτής της καλλιτεχνικής περιόδου «Πόλεμος και Ειρήνη». Το έργο του που θα παρουσιαστεί τιτλοφορείται «Παιδική Σταυροφορία» και είναι μπαλάντα για φωνή και ορχήστρα.
Είναι αλήθεια ότι ξεκινήσατε να συνθέτετε πριν καν μάθετε να γράφετε; Με ποιο μουσικό όργανο ήρθατε πρώτα σε επαφή, με το πιάνο ή την κιθάρα;
«Αλήθεια είναι μάλλον κατά τα λεγόμενα των γονέων μου. Ήταν φυσαρμόνικα, πιάνο και μελόντικα. Πιάνο δεν είχα- όλα γινόντουσαν σε επισκέψεις σε σπίτια με πιάνο. Η κιθάρα ήταν μια επιλογή ανάγκης- ένα ευτυχές συνοικέσιο, για λόγους οικονομίας. Και στην κιθάρα είναι το δίπλωμα μου. Το πιάνο έμεινε πίσω σε σπουδές αλλά τελικά ενίκησε σαν εργαλείο σύνθεσης. Τώρα πια γράφω εδώ και πολλά χρόνια στο “χαρτί” και το όργανο που παίζω λέγεται “μουσική φαντασία”!. Αυτό δεν γνωρίζει όρια δεξιοτεχνίας…»
Είναι απαραίτητο ένας συνθέτης να γνωρίζει ο ίδιος μουσική;
«Εννοείται. Το έργο είναι η παρτιτούρα όπως για τον ζωγράφο ο πίνακας ή τον λογοτέχνη το γραπτό του η έστω ο λόγος του. Αλλιώς έννοιες όπως αυτές της αισθητικής, της τεχνοτροπίας, της τεχνικής θα ήταν περιττές. Μπορώ να δεχτώ τη βοήθεια μαθητών υπό τις απόλυτες οδηγίες του δάσκαλου σε μεγάλα χρονοβόρα και κουραστικά έργα. Βοήθεια διεκπεραιωτική. Όχι καθοριστική, όπως είναι αυτή του ενορχηστρωτή. Οι ενορχηστρωτές θα έπρεπε να συνυπογράφουν το έργο. Mussorgsky-Ravel υπογράφεται η ενορχηστρωμένη εκδοχή στις “Εικόνες Σε Μια Έκθεση”. Και δίκαια… Και δεν έγινε λόγω ανικανότητας του πρώτου να ενορχηστρώνει, αλλά λόγω αγάπης και θαυμασμού από τον δεύτερο στον πρώτο.»
Το ελληνικό στοιχείο, το βυζαντινό, το δημώδες, το ρεμπέτικο, είναι διακριτό σε όλο σας το έργο και στο συμφωνικό και στα τραγούδια. Σε αυτή τη σύνθεση θα υπάρχει άρωμα Ελλάδας;
«Μέσα στην μουσική γλώσσα αυτού του έργου ενυπάρχουν και τα στοιχεία του ελληνικού θεατρικού τραγουδιού. Η θεατρικότητα του Brecht υπηρετείται με την μελοποίηση αυτή. Όπως η ειρωνεία και η αποστασιοποίηση. Σίγουρα λοιπόν μέσα από αυτό το είδος του θεατρικού τραγουδιού απηχούνται σε τρίτο πλάνο, και ελληνικά ιδιώματα όσο και το προσωπικό μου ιδίωμα. Ωστόσο αυτά τα αρώματα δεν είναι διακριτά: Όπως η γερμανική αισθητική του ποιητή ισορροπεί τέλεια με την ελληνική της μετάφραση- και ωστόσο η τελευταία διατηρεί την ετυμολογική ιστορία της- έτσι και η μελοποίηση είναι ελληνική και ωστόσο διά του ελληνικού μελωδισμού προσεγγίζεται το γερμανικό ποιητικό όραμα. Είναι εν τέλει ένα ελληνικό τραγούδι που εισάγει το μεγάλο αυτό ποίημα στην σύγχρονη ελληνική μουσική μυθολογία χωρίς -ελπίζω- άστοχους ελληνοπρεπείς φολκλορισμούς.»
Πώς νιώσατε όταν σας ζητήθηκε η σύνθεση που είχε σχέση με τον Κύκλο «Πόλεμος και Ειρήνη» από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών;
«Είναι για μένα μεγάλη τιμή να μου ζητηθεί ένα τέτοιο έργο. από μια τέτοια ορχήστρα. Ευχαριστώ θερμά τον μαέστρο Τσιαλή και την ίδια την Oρχήστρα. Είμαι πολύ τυχερός που έχει εκτελέσει και ηχογραφήσει και άλλα μεγάλης διάρκειας ορχηστρικά έργα μου αλλά η δίψα μεγαλώνει αντί να σβήνει κάθε φορά…Λυπήθηκα που τα καθαρά ορχηστρικά μέρη λόγω διάρκειας και φόρμας είναι λίγα. Αλλά νομίζω ότι δεν χρειαζόντουσαν τελικά. Η οικονομία της φόρμας ενίκησε!»
Υπάρχουν μνήμες από τις σπουδές και τα ταξίδια σας στη Βρετανία στο έργο που θα παρουσιάσετε στην ομότιτλη συναυλία;
«Το Kinderkreuzzug είναι ένα αρκετά μακροσκελές ποίημα του Brecht μελοποιημένο πολύ πρόσφατα από εμένα. Το ονομάζω “Συμφωνική Μπαλάντα” γιατί έχει σαφώς τον χαρακτήρα αυτόν το ποίημα του Μπρεχτ, ποιητική φόρμα με ακραιφνώς τραγουδιστική καταγωγή. Η αριστουργηματική μετάφραση είναι του πολύ σημαντικού σύγχρονου ποιητή μας, του Γιώργου Κοροπούλη.»
Ποια η γνώμη σας για τη Κρατική Ορχήστρα Αθηνών;
«Είναι σαφώς η Πρώτη Συμφωνική Ορχήστρα της Χώρας. Όταν συνθέτω για αυτήν δεν βάζω φραγμούς στη δυσκολία, ξέρω ότι το έργο θα παιχτεί καλά ούτως ή άλλως. Οι μουσικοί της είναι αληθινοί καλλιτέχνες, επικοινωνούν με το ποιητικό όραμα της μουσικής και είναι πολύ σοβαροί στην αντιμετώπιση του έργου. Με έχουν τιμήσει πάντα και τους επιστρέφω αυτή την τιμή με ευγνωμοσύνη.»
«Ο καλλιτέχνης είναι ο ιστορικός της εποχής του», έχετε πει. Ποια γεγονότα θελήσατε να καταγράψετε στο συγκεκριμένο έργο;
«Το φάσμα του πολέμου και δη του παγκόσμιου ζει και βασιλεύει. Η διαχρονικότητα του ποιήματος βασίζεται στο ότι οι πρωταγωνιστές μας είναι τα κυνηγημένα παιδιά που η αθωότητα τους κατάδηλοι τις βαθύτερες αλήθειες των πολεμικών περιόδων. Επίσης και κατά μείζονα λόγο η Σταυροφορία αυτή θυμίζει σαφώς τα σύγχρονα μεταναστευτικά ρεύματα που απλά είναι μια άλλη μορφή πολέμου.»
Δεν έχετε κρύψει τις επιρροές από τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη. Είστε η επόμενη γενιά. Ποια στοιχεία κρατάτε από εκείνους; Πώς εκφράζετε την εποχή σας;
«Κρατώ πάμπολλα στοιχεία και κοινωνικά και μουσικά. Το βασικότερο ωστόσο είναι η μετάλλαξη του ελληνικού μουσικού ιδιώματος από το απλό φολκλόρ σε μια σύγχρονη ελληνική μουσική γλώσσα την οποία αυτοί πρώτοι επέτυχαν μαζί με την γενιά τους κι εμείς αντίστοιχα το μεταφέρουμε στις επόμενες δεκαετίες και σε άλλες φόρμες.»
Δεν γράφετε κατά παραγγελία επί της ουσίας. Γράφετε ανασύροντας το συναίσθημα. Ποιο συναίσθημα κυριαρχεί σε αυτό το έργο;
«Η προσήλωση μου στο ποιητικό κείμενο μου δίνει μεγάλη πρωτογενή δύναμη. Η παραγγελία είναι η αφορμή. Το ξεκίνημα. Ισχύει ένα κλάσμα δευτερολέπτου. Αφ’ ης στιγμής αρχίζω, υπάρχει μόνο το μουσικό έργο. Η παραγγελία προσδιορίζει ένα μικρότερο απειροσύνολο δυνατοτήτων. Που όμως παραμένει απειροσύνολο. Αντιμετωπίζω με απόλυτη ελευθερία αυτό το υποσύνολο -απειροσύνολο.»
Όταν γράφετε έχετε στο μυαλό σας ένα ακροατήριο ή έναν ερμηνευτή;
«Τον ερμηνευτή τον ακούω σίγουρα- υπαρκτό ή μη. Ως τμήμα τής ενορχήστρωσης , ως ένα ηχόχρωμα ιδεατό που ψάχνει να βρει τον πλησιέστερο τραγουδιστή. Υπάρχουν συχνά στο βάθος του μυαλού μου οι ιδανικοί ακροατές μου, αυτοί στους οποίους “λογοδοτώ”. Ζώντες ή μη. Ο Χατζιδάκις ή ο Κακογιάννης, ο Θεοδωράκης, οι γονείς μου, τα αδέρφια μου. Εξαιρώ αυτούς που είναι δίπλα μου και ακούν ούτως ή άλλως….Και πάντα, μα πάντα οι μουσικοί που θα παίξουν αυτό που γράφω. Απορώ τι να σκέφτονται όταν παίζουν το μέρος τους. Το δικό τους χειροκρότημα θα είναι το πιο πολύτιμο αντίδωρο τόσου κόπου μετά την παράσταση.»
Είστε πολυγραφότατος. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι όλα τα έργα είναι επί της ουσίας ένα;
«Το έργο είναι ενιαίο ψηφιδωτό που σιγά σιγά διαμορφώνεται…Απαρτίζεται από ψηφίδες διαφορετικές μεν αλλά με μια δημιουργούμενη ενότητα την οποία δεν μπορείς να υποθέσεις με βεβαιότητα. Έτσι όπως κάθε έργο μου είναι διαφορετικό από τα άλλα, ολοένα προστίθεται και κάτι καινούργιο σε αυτήν την εικόνα.»
Το έργο σας διατρέχεται από μια αχλή μελαγχολίας, νοσταλγίας, ρομαντισμού. Τι από τα τρία αυτά πιστεύετε ότι είναι πιο κοντά σε επίπεδο χαρακτηρισμού;
«Νομίζω ότι όταν καλούμαι να ακολουθήσω κάτι εξωγενές- ένα θεατρικό έργο, μια ταινία, ένα στίχο κλπ μπορώ και απαλλάσσομαι από αυτή την ενδογενή μελαγχολία. Ωστόσο η άλλη όψη της μελαγχολίας είναι το χιούμορ και η πνευματικότητα. Ο Καρυωτάκης εξέδιδε με ενθουσιασμό μια σατυρική εφημερίδα – τη “Γάμπα” – μέχρι και την ημέρα που αυτοκτόνησε. Επίσης αγόρασε και οικόπεδο μια δυο μέρες πριν. Δυστυχώς αυτό πλέον μου φαίνεται πολύ φυσιολογικό.»
Το έργο που θα παρουσιάσετε έχει αυτό το στοιχείο; Θα αναγνωρίσουμε σε αυτό βιωματικά στοιχεία;
«Υποθέτω πώς η απότομη Μπρεχτική εναλλαγή από την ειρωνεία και τη θεατράλε υπερβολή στην αληθινή θρηνητική αφήγηση και μετά πάλι πίσω στην κυνική ιστορική ανάλυση- είναι γνωστές σε μένα εναλλαγές που μου δίδαξε η περιπετειώδης παιδική μου ηλικία. Το θέμα είναι πώς αυτή η εναλλαγή είναι θα γίνει απόλυτα φυσιολογικά, δηλαδή όχι με κατασκευαστική ρηχία.»
Έχετε αναλάβει διοικητικές θέσεις. Με ποιο τρόπο ο μάνατζερ τροφοδοτεί τον καλλιτέχνη;
«Η διοίκηση είναι για μένα ένα σοβαρό όσο και ευχάριστο, ενδιαφέρον χόμπι. Το μυαλό μου αλλιώς βυθίζεται όλο και βαθύτερα στην κινούμενη άμμο μιας διαρκούς συνθετικής αναμόχλευσης ατελεύτητων μουσικών σκέψεων, άλλοτε ξεκάθαρων και άλλοτε αόριστων. Χρειάζεται ένα ισχυρό εξωτερικό κίνητρο για να παραμείνει στην επιφάνεια, στον πραγματικό κόσμο. Αυτό το κίνητρο είναι η αγάπη στους συναδέλφους μου και στον καλλιτεχνικό χώρο. Αυτή η ενασχόληση με ξεκουράζει ψυχικά, όσο βέβαια με κουράζει σωματικά.»
Έχοντας γίνει πολύ γνωστός μέσα από τραγούδια, έχοντας – κατά καιρούς – ταυτιστεί με φωνές και ερμηνευτές, ποια πιστεύετε ότι είναι η θέση της φωνής μεταξύ των Οργάνων μιας Συμφωνικής Ορχήστρας;
«Η φωνή σε μια Συμφωνική ορχήστρα είναι κατά μείζονα λόγο ο φορέας του λόγου και κατά ελάσσονα ένα ηχόχρωμα που τής λείπει. Και αυτό γιατί όλα τα όργανα “τραγουδούν” μεν, δεν ομιλούν δε. Μου αρέσουν πολύ τα vocalises αλλά δεν θεωρώ την φωνή το τελειότερο όργανο. Όλα τα όργανα είναι ατελώς τέλεια. Το απολύτως τέλειο όργανο είναι μόνο η φαντασία. Και το σπουδαιότερο μουσικό έργο δεν είναι αφ’ εαυτού σπουδαίο, αλλά μπορεί και γεννά στην φαντασία του ακροατή το αριστούργημα -είδωλο του. Κάποιες φορές ακούγοντας άκαιρα και ψυχρά ένα αριστούργημα συναντώ στη θέση του ένα θλιβερό άδειο κέλυφος. Σε όλους μας έχει συμβεί αυτό. Και εάν είναι άδειο το κέλυφος, ποιος λείπει από αυτό; Λείπω εγώ, ο ίδιος ο ακροατής του, που το άκαιρο της ακρόασης δεν βοήθησε αυτή τη φορά την φαντασία μου έτσι ώστε να γεννηθεί, να κατοικήσει αυτή στο κέλυφος της μουσικής που την δημιούργησε. Το μυστικά σε ένα αριστούργημα είναι δύο: Πρώτον: να παρέχει ελλειπτικά έναν κενό χώρο στον ακροατή ώστε να μπορεί να το κατοικήσει η φαντασία του. Και δεύτερον: να μπορεί με δύναμη ανίκητη να υπερνικά στα πρώτα κιόλας δευτερόλεπτα κάθε εξωγενή επίδραση που θα μπορούσε να καταστήσει την ακρόαση του άκαιρη. Τότε ηχεί το τελειότερο όργανο που λέγεται φαντασία.»
Πληροφορίες
«Μουσική από / για τη Βρετανία» στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης) την Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου στις 20.30.
Θα παρουσιαστούν έργα των Δημήτρη Παπαδημητρίου, Γουίλιαμ Γουόλτον και Φέλιξ Μέντελσον.
Σολίστ: Μυρσίνη Μαργαρίτη (υψίφωνος), Χάρης Ανδριανός (βαρύτονος), Τατιάνα Μαζουρένκο (βιόλα)
Μουσική διεύθυνση: Κρίστοφ Πόππεν
Στις 19:45 θα προηγηθεί δωρεάν εισαγωγική ομιλία από τον Νϊκο Λαάρη.
Τιμές εισιτηρίων: 25€, 15€, 10€ και 5€ (εκπτωτικό)