Δημήτρης Καραντζάς: “Τον όρο ‘εθνικό’ δεν τον αντιλαμβάνομαι ως υπεροχή, αλλά ως συνύπαρξη”
Με αγάπη για το είδος της επιθεώρησης αλλά, λόγω ηλικίας, χωρίς άμεσες καταγραφές και μνήμες από αυτήν, ο ταλαντούχος σκηνοθέτης εξηγεί τι τους κινητοποίησε μαζί με τον Φοίβο Δεληβοριά στη δημιουργία του "1821 - η επιθεώρηση" που ανεβαίνει τον Ιούνιο στο "Βεάκειο" και πόσο λοξή είναι η ματιά όλης της δημιουργικής τους ομάδας.
- 24 Μαΐου 2021 08:48
Η αγάπη για το είδος της επιθεώρησης. Αλλά και το γεγονός ότι είναι αρκετά νέοι για να μην έχουν υπάρξει θεατές σε παλιές επιθεωρησιακές επιτυχίες. Σ’ αυτά ας προσθέσουμε ερωτήματα όπως το «τι είναι εθνικό». Προβληματισμούς όπως τι συνέβη στα 200 χρόνια από το 1821. Ή σκέψεις για τα εθνικά μας ελαττώματα, αλλά χωρίς διάθεση διδακτισμού. Μ’ αυτά και μ’ αυτά και μαζί με το χιούμορ καταλήγουμε στη σούμα όσων μοιράζονται ο Δημήτρης Καραντζάς και ο Φοίβος Δεληβοριάς και όσων χώρεσαν σε μία παράσταση, όπως χώρεσαν οι δυο τους σε μία φουστανέλα! Μαζί άλλωστε υπογράφουν την ιδέα κι ένα μεγάλο δημιουργικό μέρος της παράστασης «1821 – η επιθεώρηση» που έχει τον επεξηγηματικό υπότιτλο «Μια εκ νέου επίσκεψη στον θαυμαστό κόσμο της Επιθεώρησης!». Η παραγωγή είναι του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά και θα ανεβεί στο Βεάκειο από τις 4 Ιουνίου και κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή έως τέλος Ιουλίου.
Εκτός από τον Φοίβο Δεληβοριά που κάνει και τη μουσική, έξη ακόμα μάλλον απρόβλεπτοι, ενδιαφέροντες και όσο χρειάζεται.. «λοξοί» συγγραφείς ανέλαβαν τα κείμενα. Οι Λένα Κιτσοπούλου, Γιάννης Αστερής, Γλυκερία Μπασδέκη, Κώστας Μανιάτης, Κώστας Κωστάκος, Κέλλυ Παπαδοπούλου. Ο Δημήτρης Καραντζάς σκηνοθετεί. Και μία εξαιρετική ομάδα ηθοποιών «παρελαύνει»: Eλένη Κοκκίδου, Νίκος Καραθάνος, Γιώργος Γάλλος, Γαλήνη Χατζηπασχάλη, Γιάννης Νιάρρος, Μιχάλης Οικονόμου, Γιάννης Κουκουράκης, Γιάννης Κλίνης, Βάσω Καβαλιεράτου, Πάνος Παπαδόπουλος, Ηλίας Μουλάς, Ιωάννα Πιατά, Μίρκα Παπακωνσταντίνου. Και δεν τελειώσαμε. Γιατί Guests είναι οι Λυδία Φωτοπούλου, Μαρία Καβογιάννη, Μάρθα Φριντζήλα, Χρήστος Λούλης.
Η παρέα τους είναι ούτως ή άλλως ωραία. Η παράστασή τους έχει γίνει ήδη λίγο-πολύ talk of the town. Το αποτέλεσμα της ισχύος εν τη ενώσει θα φανεί σε λίγες μέρες. Όλα φαίνονται να πηγαίνουν με ευνοϊκό άνεμο για τον Δημήτρη Καραντζά, έναν από τους πιο ταλαντούχους σκηνοθέτες της νεότερης γενιάς κι εκείνον που δε φοβάται να αναμετρηθεί γενικώς με πολυπρισματικά θεάματα ή με πειραματισμούς. Και παρόλα αυτά η κουβέντα μας δεν ξεκινά από τους ευνοϊκούς ανέμους, αλλά από τις ξαφνικές καταιγίδες.
Αυτή η κουβέντα γίνεται μία ημέρα αφότου η αστυνομία έχτισε τις πόρτες και τα παράθυρα του «Εμπρός». Εσείς έχετε και παραπάνω μνήμες, αφού εκεί, στη Δραματική Σχολή του «Εμπρός» σπουδάσατε.
«Κι αυτό που συνέβη είναι κάτι που δεν μπορώ να χωνέψω ή να αφομοιώσω. Μετά από ένα χρόνο που οι ανοιχτοί ορίζοντες στον πολιτισμό είναι έτσι κι αλλιώς «πεθαμένοι», είναι αδιανόητο να γίνεται αυτό στο Εμπρός. Για εμένα είναι τόπος έμπνευσης, τόπος που σπούδασα, που γνώρισα τους συμμαθητές μου, που ερωτεύτηκα. Είναι ακόμα ο χώρος που μετά πέρασε σε χέρια καλλιτεχνών οι οποίοι δημιουργούσαν ελεύθερα με έναν άλλο τρόπο, πέραν της εμπορικής ανταλλαγής. Χώρος όπου έγιναν κουβέντες και τέθηκαν προβληματισμοί για σοβαρά θέματα όπως η έμφυλη βία ή το μπούλινγκ κ.ά. Όταν βλέπεις αυτός ο χώρος λοιπόν να εξαιρείται ξαφνικά από τον χάρτη, είναι σα να σου λένε «αυτό το τσιμέντο σε πόρτες και παράθυρα είναι γιατί όλα αυτά απαγορεύονται». Έχει τέτοιο συμβολισμό αυτή η κίνηση. Νομίζω πώς αίσχη που γίνονται όπως το χτίσιμο του Εμπρός, βασίζονται πολύ στην αδυναμία που μας προκάλεσε ό,τι έχουμε περάσει. Όλοι βρισκόμαστε υπό το κράτος μίας τρομερής πίεσης που έχουμε υποστεί από την αδράνεια. Τώρα που ξεμυτάμε πάλι προς τη ζωή θα αρχίσουμε να θυμόμαστε πως είναι να έχεις και μυαλό και δράση και κουράγιο».
Τον περιορισμό της καραντίνας και το σταμάτημα της δημιουργίας, εσείς πώς τα ζήσατε;
«Μου ήταν πάρα πολύ δύσκολο γιατί έχω συνδυάσει τη ζωή μου με τη δουλειά-αν και όχι ως εργασιομανής. Έχω συνηθίσει να ζω μέσα από τη διαδικασία της επικοινωνίας και του προβληματισμού γύρω από ένα έργο, στην πρόβα και ύστερα στη συνάντηση με το κοινό. Ήταν δύσκολο όταν σταμάτησε όλη αυτή η αλυσίδα επικοινωνίας μεταξύ έργου και κοινού και έπρεπε να μείνω σε 4 τοίχους, αδρανής, να διαβάζω καθημερινά αριθμούς νεκρών, να ελπίζω ότι τελειώνει κάτι που δεν φαίνεται να τελειώνει και να βιώνω αυτή την αδικία που υπέστη η Τέχνη..»
Αδικήθηκε η Τέχνη, λέτε…
«Η Τέχνη είναι ο νούμερο ένα τομέας που αδικήθηκε. Αυτός που έμεινε κλειστός τόσο πολύ καιρό, αλλά και τόσο πολύ δεν ενδιέφερε κανέναν να κάνει κάτι γι’ αυτό. Μου ήταν αδύνατον να αποκωδικοποιήσω τί συμβαίνει, να αντιληφθώ γιατί, ενώ θα μπορούσαμε να δουλεύουμε και να συναντιόμαστε και με το κοινό εφαρμόζοντας μέτρα, καθόμασταν κλεισμένοι μέσα, χάριν μίας απόφασης που εξαντλούσε την αυστηρότητά της στον χώρο του Πολιτισμού. Το θέατρο είναι ένας χώρος που μπορεί να ελεγχθεί πολύ πιο εύκολα από άλλους. Όταν ένα τέτοιο μέρος μένει κλειστό είναι γιατί απλώς υπάρχει αδιαφορία. Δεν θέλω να πιστέψω ότι υπάρχει και επιθετική διάθεση ή εκδικητικότητα. Αλλά αδιαφορία υπάρχει σίγουρα».
Μετά από όλα αυτά το «αντίδοτό» σας είναι μία επιθεώρηση για το 1821. Πολλές εκδηλώσεις ως εδώ βασίστηκαν στην έννοια του εθνικού κλέους. Εσείς τολμάτε μία πλάγια ματιά;
«Πολύ πλάγια νομίζω…Τόσο που φεύγει κι από την καμπύλη του λοξού».
Τί επιχειρήσατε να κάνετε λοιπόν;
«Μία «επίσκεψη» σ’ όλο αυτό το διάστημα των 200 χρόνων από το 1821, προσπαθώντας να σταθούμε σε χαρακτηριστικά όλων αυτών των ετών τα οποία διαιωνίζονται, όπως π.χ. ο διχασμός (τον είχαμε πάντα, τον ζούμε και σήμερα, με τον φανατισμό και την πόλωση που επικρατεί) ή η διαρκής επαναφορά στο παρελθόν για να τροφοδοτηθούμε για ένα παρόν που δεν έχει όμως καμία σχέση με το παρελθόν».
Δηλαδή;
«Εννοώ τον τρόπο με τον οποίο πατάμε στο παρελθόν ως κληρονόμοι και συνεχιστές ενός ένδοξου πράγματος. Εγώ έχω και μία φυσική αντίσταση σ΄αυτό. Θεωρώ ότι υπάρχει μία πολύ μεγάλη παρεξήγηση όπως συμβαίνει και στη θρησκεία. Μπορώ να καταλάβω κάποιον που πιστεύει, αλλά η διαχείριση της θρησκείας και η χρήση της ως μηχανισμού ελέγχου, με τρομάζει. Το ίδιο ισχύει και με την Επανάσταση του 21. Στην παράστασή μας λοιπόν θίγονται κι αυτά. Υπάρχει φυσικά και η χαρά της σημερινής μας ελευθερίας, αλλά και άλλα δεκάδες στοιχεία που αφορούν στο σήμερα όπως π.χ. η πανδημία, τα νέα «εθνικά» σύμβολα, η trash tv, προσωπικότητες του Αγώνα που ζωντανεύουν και μιλάνε, σύγχρονοι άνθρωποι που χρησιμοποιούν όλους τους κωδικούς των μηνυμάτων για να μετακινηθούν στην πόλη, μια αναφορά στο σινεμά του Τζέιμς Πάρις, ακόμα και μια συμπληρωματική τελετή έναρξης του 2004 με πρόσωπα που παραλείφθηκαν τότε και που εμείς λέμε ότι εκπροσωπούν μ’ έναν τρόπο την πραγματική Ελλάδα των τελευταίων ετών. Κι όλο αυτό ξεκινάει από την άφιξη ενός ανθρώπου σε μία άδεια σκηνή. Κάποιος μπαίνει και παρακολουθεί το βάρος της Ιστορίας την οποία προσπαθεί να ακουμπήσει. Βλέπει ανθρώπους να μεταφέρουν κίονες, άλλους να χορεύουν ένα τσάμικο και τελικά όλο αυτό συντίθεται σε ένα αμιγώς επιθεωρησιακό «τοπίο». Κάνουμε μια βουτιά σε ένα ερώτημα: «πως διαχειρίζομαι όλα αυτά τα σύμβολα με το βάρος και το δέος τους, χωρίς να πρέπει να αναρωτιέμαι τίποτε γι’ αυτά;»»
Γενικώς, πάντως, στην Ελλάδα όποτε έγιναν καλλιτεχνικές απόπειρες είτε για λοξές, είτε για καθαρές ματιές στην Ιστορία μας, ένα μέρος του κοινού αντέδρασε. Εσείς έχετε βέβαια όπλο τη σάτιρα, αλλά σκέφτεστε ότι μπορεί να υπάρξουν αντιδράσεις;
«Πάντα ξεκινάω με καλή πρόθεση οπότε σκέφτομαι θετικά, ακριβώς επειδή δεν πάμε να υποκαταστήσουμε ή να ερμηνεύσουμε την Ιστορία γιατί δεν την ξέρουμε, αλλά, μέσα από πρόσωπα και καταστάσεις, να ασχοληθούμε με συμπτώματα που βλέπουμε ότι διέπουν ακόμα την ελληνική κοινωνία. Διαβάζει κάποιος π.χ. τον συγκλονιστικό λόγο του Κολοκοτρώνη στην Πνύκα που καταλήγει «μην κοιτάτε άλλο εμάς-εμείς ό,τι είχαμε να κάνουμε, το κάναμε. Κοιτάξτε τί θα κάνετε από κει και πέρα». Αυτό σα λαός δεν το έχουμε ακούσει. Ζούμε ακόμα με το «κοιτάξτε τί έκανε ο Κολοκοτρώνης», μάλλον γιατί δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε ό,τι δεν έχουμε κάνει εμείς. Δεν πάμε λοιπόν να κρίνουμε τον Κολοκοτρώνη, αλλά την αντίφαση ενός σύγχρονου ανθρώπου που μιλάει για την ιδέα της Επανάστασης, χωρίς να αντιμετωπίζει το σήμερα. Ούτως ή άλλως η επιθεώρηση ασχολείται πάντα με τα κακώς κείμενα του Έλληνα. Από τον προ-επιθεωρησιακό Αριστοφάνη ήδη, όλα έχουν να κάνουν με όσα δεν μπορεί να γίνονται πια ανεκτά. Και ο τρόπος για να μιλήσεις γι αυτά είναι με ελευθερία, χιούμορ και σκέψη. Συνεπώς αν υπάρξουν αντιδράσεις, θα είναι άδικο».
Πριν από χρόνια στον «Εθνικό Ύμνο» ο Μιχαήλ Μαρμαρινός έπαιζε με τον συνειρμό. «Εθνικός ύμνος» μπορούσε να είναι ένα τραγούδι του Τσιτσάνη ή ένα πιάτο ρεβύθια. Για εσάς τί είναι «εθνικό»; Τί ανακαλείτε όταν ακούτε τον όρο;
«Είναι «βαριά» ερώτηση και υπό διαρκή εξέταση. Η απάντηση αλλάζει αναλόγως με τη στιγμή. Αυτό που θα πω δεν ακούγεται τόσο ως «εθνικό», όσο ως «παγκόσμιο». Πάντως μέσα μου «εθνικό» είναι η αντιμετώπιση του παρόντος με την αποδοχή του Άλλου. Μπορεί να ακούγεται χριστιανικό, αλλά για μένα το «εθνικό» που με αφορά είναι αυτό: Γνωρίζω από που προέρχομαι που είμαι τώρα και που πάω, συνυπάρχοντας με τους υπόλοιπους. Κι εγώ και ο Φοίβος δεν αντιλαμβανόμαστε καθόλου το «εθνικό» ως υπεροχή-πράγμα που με παραλύει και αισθάνομαι ότι είναι η πηγή της δυστυχίας της Ανθρωπότητας. Αντιλαμβανόμαστε το «εθνικό» ως συνύπαρξη».
Η επιθεώρηση τα τελευταία χρόνια έχει ουσιαστικά «απενεργοποιηθεί» ή έστω έχει περιοριστεί στις παραστάσεις του Μάρκου Σεφερλή. Εσείς με ποια δικά σας υλικά, την επανεφηύρατε;
«Κι εγώ κι ο Φοίβος έχουμε απεριόριστη εκτίμηση στο είδος. Πέρα από τα βιβλία που κυκλοφορούν για τις πρώτες επιθεωρήσεις από το 1900 και μετά, υπάρχει και η πρόσφατη περίοδος της Ελεύθερης Σκηνής σε παραστάσεις που ως φόρμα και πρόθεση ήταν πρωτοπορία στην εποχή τους. Η ίδια η επιθεωρησιακή δομή έχει μία αναρχία και μια ελευθερία που μου αρέσει πολύ: Αγγίζω αυτό το θέμα για τόσο και μετά πάω κάπου εντελώς αλλού. Στην παράστασή μας υπάρχουν και αμιγώς επιθεωρησιακά νούμερα με τον κλασικό τρόπο, αλλά είναι ευδιάκριτες και από την πλευρά καθενός από τους συγγραφείς μας, οι προελεύσεις τους. Κάποια κομμάτια είναι σαν μικρά μονόπρακτα, όπως π.χ. τα κείμενα του Γιάννη Αστερή ή της Λένας Κιτσοπούλου που έχουν μια θεατρική αυτονομία. Επίσης, πατάμε στη φόρμα και στη δομή της επιθεώρησης, αλλά η σκέψη και ο λόγος δεν προσπαθεί να αναπαράγει σώνει και καλά «ευκολίες» όπως είναι η βωμολοχία ή η προσβολή. Διότι υπήρξε και αυτή η παρεξήγηση σε επιθεωρήσεις. Ότι γελάμε με την προσβολή της μειονότητας».
Ήταν επί χρόνια επιθεωρησιακά «συστατικά» για να μην πω ότι ακόμα είναι.
«Σα να ακούς στο χειρότερο δυνατό μέρος, χοντράδες γύρω από σοβαρά, κομβικά θέματα. Ήταν αστείο π.χ. ότι βγήκε ο «χοντρός», ότι ήρθε η «αδελφή» και μιλάει έτσι. Όλα αυτά δεν υπάρχουν στη δική νέος παράσταση. Κι εύχομαι και το κοινό να έχει σταματήσει να σκέφτεται έτσι».
Είστε νέος άνθρωπος. Δεν προλάβατε την παλιά επιθεώρηση. Τί έχετε καταγράψει από αυτήν;
«Δεν έχω δει ποτέ επιθεώρηση από κοντά. ‘Ό,τι πιο κοντινό έχω δει ήταν το «Βίρα τις άγκυρες». Έχω δει επίσης στο διαδίκτυο το «Κι εσύ χτενίζεσαι» ή τα «Σιχτίρια» της Ελεύθερης Σκηνής. Και έχω πετύχει στην τηλεόραση κάποια επιθεώρηση του Σεφερλή που δεν με αφορούσε και γύρισα κανάλι. Απ’ την άλλη επιθεώρηση με έναν καινούριο τρόπο είναι κι αυτό που κάνει ο Φοίβος στην «Ταράτσα». Παρόλα αυτά με την επιθεώρηση έχω μία αίσθηση οικείου».
Αν σας πω όμως τον όρο «επιθεώρηση» και σας ζητήσω να μου πείτε ό,τι σας φέρνει στο μυαλό σε ελεύθερο συνειρμό, τι θα μου πείτε;
«Μου έρχονται σκόρπιες λέξεις. Αναστοχασμός. Αναθεώρηση. Και κάτι που εμπεριέχει την επανεκκίνηση».
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις