Γιάννης Νιάρρος: “Δεν μπορώ να αλλάξω τον κόσμο, μπορώ όμως να τον κάνω να νιώθει διαφορετικά”
Ο πρωταγωνιστής της παράστασης "Ποιος σκότωσε τον σκύλο τα μεσάνυχτα" μιλά στο News 24/7 για τον ρόλο του 15χρονου αυτιστικού Κρίστοφερ, τη μη ανοχή μας στη διαφορετικότητα, την πανδημία και τα επόμενα σχέδιά του.
- 25 Ιουλίου 2020 08:44
Ο Γιάννης Νιάρρος αποτελεί έναν από τους πιο ταλαντούχους ηθοποιούς της γενιάς του και ένα ανερχόμενο αστέρι στον χώρο του θεάτρου. Αν και 29 χρονών, ο νεαρός ηθοποιός έχει προλάβει παίξει στην “Ορέστεια” του Αισχύλου στην Επίδαυρο, έχει λάβει το θεατρικό βραβείο “Δημήτρης Χορν” το 2018 για τον ρόλο του στην παράσταση “Στέλλα Κοιμήσου” και έχει ένα πλούσιο βιογραφικό με συμμετοχές σε σημαντικά θεατρικά, αλλά και σε δύο ταινίες, ενώ ασχολείαι και με τη μουσική.
Τις τελευταίες σεζόν ο κόσμος τον αγκάλιασε μέσα από τον ρόλο του 15χρονου αυτιστικού Κρίστοφερ στην εξαιρετική παράσταση “Ποιος σκότωσε τον σκύλο τα μεσάνυχτα”, σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, που έχει συγκινήσει το θεατρόφιλο και όχι μόνο κοινό. Τα σχόλια για την ερμηνεία του και την απόδοση του ρόλου του είναι κάτι παραπάνω από κολακευτικά, ενώ η παράσταση είχε τόσο μεγάλη επιτυχία που ανέβηκε δύο συνεχόμενες χρονιές.
Λόγω της απότομης διακοπής των θεαμάτων λόγω της πανδημίας του κορονοϊού, η παράσταση “Ποιος σκότωσε το σκύλο τα μεσάνυχτα” επέστρεψε φέτος το καλοκαίρι για περιορισμένες παραστάσεις. Με αφορμή το ανέβασμα της παράστασης στο Θέατρο Βράχων “Μελίνα Μερκούρη” την Τρίτη 28 και την Τετάρτη 29 Ιουλίου, ο Γιάννης Νιάρρος μιλά στο News 24/7 για τον ρόλο του, τον αυτισμό, το επάγγελμα του ηθοποιού, την πανδημία και τα επόμενα σχέδιά του.
Στην παράσταση “Ποιος σκότωσε το σκύλο τα μεσάνυχτα” υποδύεστε έναν 15χρονο αυτιστικό έφηβο, τον Κρίστοφερ. Πώς προσεγγίσατε τον ρόλο; Ήρθες σε επαφή με άτομα ή ομάδες στο φάσμα του αυτισμού;
Στην αρχή είδα ό,τι ταινία υπάρχει με αυτιστικά άτομα ή με ανθρώπους που έχουν έντονα είτε κινητικά, είτε νευρολογικά, είτε νοητικά προβλήματα. Στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια των προβών, είδα ότι αυτό δεν είναι αρκετό και ήθελα να έχω κάποια επαφή, ώστε να ακολουθήσω έστω και μιμητικά κάποια πιο συγκεκριμένη γραμμή, για να βρω εν τέλει τη δική μου. Έτσι, ήρθα σε επαφή με τον Σωτήρη, ένα παιδί το οποίο βρίσκεται στο φάσμα του αυτισμού και που είναι τελείως λειτουργικός. Η επαφή μαζί του με βοήθησε, γιατί είδα το πραγματικό πρόσωπο ενός ανθρώπου ο οποίος βρίσκεται ανάμεσά μας, δεν είναι πλήρως περιθωριοποιημένος. Παρόλα αυτά, βρίσκεται στο περιθώριο λόγω των ειδικών δεξιοτήτων που του λείπουν, όπως είναι η γλώσσα του σώματος ή η ευκολία του να ενταχθείς σε ένα κοινωνικό σύνολο. Με τον Σωτήρη κάναμε πολύ απλά πράγματα, πήγαμε για μια μπύρα, διαβάσαμε μαζί το έργο, ήταν πολύ πρόθυμος να με βοηθήσει σε αυτό. Είμαστε ακόμα φίλοι και του χρωστάω πολλά. Εν τέλει μέσα στην πρόβα, αφού πέρασα όλα αυτά τα στοιχεία και τα δούλεψα, τα άφησα πίσω μου και έπαιξα τον ρόλο όπως θα τον έπαιζα εγώ, ο Γιάννης, ακολουθώντας την ιστορία, τις σχέσεις που δημιουργούνται και τις καταστάσεις. Γιατί όλα αυτά είχαν τον φόβο να με οδηγήσουν σε κάτι πολύ σχηματικό, σε κάτι που θα ήταν πολύ κλειστό και δεν θα είχε επαφή με μένα και θα έμενε στην σφαίρα του μιμητισμού. Οπότε ένωσα αυτές τις δύο λειτουργίες και ήταν εξίσου σημαντικές, δηλαδή να δω τον Κρίστοφερ ως έφηβο, που ήμουν κι εγώ, σε συνδυασμό με τα απτά σωματικά χαρακτηριστικά του αυτισμού.
Η παράσταση έχει λάβει εξαιρετικές κριτικές και το κοινό την έχει αγκαλιάσει. Ποια είναι η δική σας αίσθηση από την επαφή με το κοινό; Σας έχουν πλησιάσει γονείς αυτιστικών παιδιών να σας σχολιάσουν την παράσταση;
Έχει τύχει να έρθουν γονείς. Επίσης, έτυχε να βραβευτώ από τον Σύλλογο “Νίκη” που είναι για αυτιστικά παιδιά. Μου απένειμε ένα βραβείο που ήταν το πιο σημαντικό πράγμα που πήρα από όλα αυτό, γιατί είδα στο πρόσωπο των ανθρώπων ότι για αυτούς ήταν σημαντικό το ότι αναφέρθηκαν, το ότι τους γνώρισε ο απλός κόσμος μέσα από μια ιστορία, από μια αλληγορία. Το να ευαισθητοποιήσουμε τον κόσμο δεν ήταν η αρχική μας πρόθεση, εμένα, του σηκηνοθέτη και του παραγωγού της παράστασης. Πάντα είναι αυτή η πρόθεση του θεάτρου, αλλά για μένα προσωπικά παίζει δευτερεύων ρόλο. Πρωτεύων ρόλος στη ζωή όλων των καλλιτεχνών, δυστυχώς, είναι η αυτοαναφορικότητα, να είσαι ηθοποιός, να παίξεις στο θέατρο, πολύ παραπάνω από το να ευαισθητοποιήσεις κοινωνικά, αλλιώς δεν θα κάναμε αυτή τη δουλειά. Σκοπός μου στην αρχή κι εμένα και του σκηνοθέτη ήταν να αφηγηθώ αυτή την ιστορία καλά, αλλά εν τέλει ήταν πολύ μεγάλο το μπράβο από τις ομάδες αυτιστικών παιδιών. Είχαν έρθει και πολλές δασκάλες αυτιστικών και ειδικής αγωγής και μας έδιναν συγχαρητήρια και ήταν πολύ συγκινητικό σε κάποιες στιγμές. Όλο αυτό έγινε κατά κάποιον τρόπο «ερήμην μου», γιατί νομίζω πως όλα τα ανώτερα πράγματα που καταφέρνει οποιοσδήποτε τίθενται εκ των υστέρων ως υπερστόχοι του. Ο πρώτος στόχος δεν είναι να κάνεις καλύτερο τον κόσμο, είναι να είσαι εσύ καλά, να δουλέψεις στο επάγγελμα, οι πολύ πιο απλοϊκοί και πεζοί λόγοι.
Τι αισθάνεστε ότι πήρατε εσείς από τον ρόλο του Κρίστοφερ;
Εγώ πήρα αυτή τη σχέση με τον Σωτήρη που προανέφερα και, ταυτόχρονα, πήρα πάρα πολύ μεγάλη ενσυναίσθηση και κατανόηση του εαυτού μου, πρωτίστως, για θέματα στα οποία κι εγώ είμαι εμμονικός. Πράγματα τα οποία βρίσκονται βαθιά μέσα μου και ήθελα ίσως να τα αλλάξω ή προσπαθούσα να τα αποβάλω. Εν τέλει καταλαβαίνω ότι είναι κομμάτια του εαυτού μου και πρέπει να τα υπομείνω και αυτά να δημιουργήσουν κάτι όμορφο και όχι να τα αποβάλω σαν να είναι κάτι κακό. Για παράδειγμα ο Κρίστοφερ έχει εμμονή με τα άστρα και αυτό του δημιουργεί κάποια δυσκολία, αλλά βλέπουμε κι από την ιστορία πως αυτοί που έχουν εμμονικά ένα πεδίο ενδιαφέροντος, γίνονται ανάρπαστοι σε αυτό που κάνουν. Από τον Αινστάιν μέχρι τον Λίο Μέσι και τον Στιβ Τζομπς. Άνθρωποι που ναι, ήταν εμμονικοί και “άρρωστοι” με κάτι. Δεν γίνεται, για παράδειγμα, ένας μουσικός να μην αντιλαμβάνεται τα πάντα γύρω του ως ρυθμό και ως τόνο ή ένας ηθοποιός να μην τα αντιλαμβάνεται τα πάντα γύρω του ως μια θεατρική σκηνή και ως έναν κόσμο, όπου έτσι δένουν τα πράγματα μεταξύ τους. Αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο θετικό που μου άφησε ο ρόλος.
Πιστεύετε πως το θέατρο είναι πολιτικό;
Για μένα το θέατρο δεν είναι πολιτικό, είναι συναισθηματικό. Δεν μπορώ να αλλάξω τον κόσμο, μπορώ να κάνω τον κόσμο να νιώθει διαφορετικά για κάτι ή να νιώσει γενικά. Να νιώσει κάτι, και όταν έρθει αντιμέτωπος με μια παρόμοια κατάσταση, να ξανανιώσει εκείνο που αισθάνθηκε στο θέατρο. Εκεί μπορεί να κάνει κάποιου άλλου είδους διεργασία. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν πιστεύω ότι το θέατρο ή αυτή η παράσταση μπορεί να σταματήσει τον κόσμο να μην έχει ανοχή στη διαφορετικότητα ή να μην αποκλείει άτομα από την εξωτερική τους εμφάνιση και τη συμπεριφορά τους.
Θεωρείτε πως στην Ελλάδα του σήμερα ο αυτισμός αποτελεί ένα θέμα ταμπού, όπως είναι και οι αναπηρίες ή οι ψυχικές ασθένειες;
Σαφώς. Στην Αγγλία αυτό το έργο βγήκε πριν από 10 χρόνια και παραπάνω. Στην Ελλάδα δεν έχουμε καμία κοινωνική παιδεία όσον αφορά τον αυτισμό ή αναπηρίες, παθήσεις, ψυχικές ασθένειες. Η Πολιτεία διαμορφώνει τις πράξεις της και το κοινωνικό αίσθημα και το κοινωνικό αίσθημα αυτή τη στιγμή είναι του αποκλεισμού και της περιθωριοποίησης. Δεν πιστεύω, όμως, ότι είναι μόνο στην Ελλάδα. Εδώ ίσως να είναι και λόγω μορφωτικού επιπέδου, είμαστε πίσω σε κάποια πράγματα. Ωστόσο, δεν αποκλείουμε το ότι είμαστε άνθρωποι που αγαπάμε. Δηλαδή, δεν πιστεύω ότι ένας κλειστός κύκλος θα φερθεί πιο σκληρά εδώ από ό,τι στην Αγγλία. Η Πολιτεία δίνει το σήμα. Εδώ μιλάμε για μια Πολιτεία που δέρνει κόσμο στον δρόμο, θα μιλήσουμε για ανοχή στη διαφορετικότητα και τον αυτισμό; Ξέρω, όμως, ότι ο απλός κόσμος μπορεί πολύ καλά να καταλάβει ότι ο άνθρωπος που έχει απέναντί του αξίζει. Ότι, για παράδειγμα, ένας άνθρωπος με αναπηρία αξίζει πολύ περισσότερα από μένα, γιατί έχει να αντιμετωπίσει αυτό το πράγμα και συνήθως το κάνει με χαμόγελο, ενώ εγώ θα γκρινιάζω που πάω στο θέατρο και με πονάει η μέση μου. Οπότε το μεγαλείο αυτού του ανθρώπου πιστεύω ότι ο απλός κόσμος, εκείνοι που δεν έχουν διαφθαρεί από τα λεφτά ή την εξουσία, μπορούν να αντιληφθούν.
Έχετε συμμετάσχει και σε δύο ταινίες, στον “Νοτιά” και στο “Ο εχθρός μου”. Πώς ήταν η εμπειρία του σινεμά; Θα κάνατε ξανά κινηματογράφο;
Ήταν πολύ ωραίες και οι δύο μου εμπειρίες, θα το επιδίωκα ξανά. Αλλά παραμένω λάτρης της σκηνής και της ζωντανής επαφής με το κοινό. Με τίποτα δεν θα άφηνα το θέατρο για κάτι άλλο. Η ένταση και η απόλαυση που νιώθω στο θέατρο όντας σε επαφή με το κοινό, δεν μπορεί να συγκριθεί με το “3, 2, 1 Πάμε” και “εντάξει, το χουμε” και θα δούμε την ταινία στους κινηματογράφους σε ένα χρόνο. Είναι άλλου τύπου “ναρκωτικό” το καθένα. Εμένα μ’ αρέσει το θέατρο.
Παράλληλα, ασχολείστε και με τη μουσική, ενώ την προηγούμενη χρονιά είχατε κάνει την παράσταση “Life Before Grammys” που συνδυάζει το stand – up comedy με τη μουσική παράσταση. Παίζετε κι εκεί έναν ρόλο; Θα μπορούσαμε να πούμε ότι υποδύεστε τον εαυτό σας;
Εκεί είναι σίγουρα ένας ρόλος πάλι, νομίζω πως όποτε ανεβαίνουμε στη σκηνή υποδυόμαστε έναν ρόλο, ακόμα και στη ζωή. Νομίζω ότι παντού υποδυόμαστε τον εαυτό μας, εντός πολλών εισαγωγικών. Στον Κρίστοφερ υποδύομαι τον Γιάννη ο οποίος έχει μια φιλοδοξία να κάνει τα πάντα όντως αδύναμος και όντας παιδί ακόμα. Στο “Life Before Grammys” υποδύομαι τον Γιάννη που έχει εκπληρώσει τη φιλοδοξία του, έχει γίνει ηθοποιός, έχει πια το βήμα να δείξει το ταλέντο του, αλλά μέσα από τη φαιδρότητα όλου αυτού του σχήματος και της κωμικής αυτής κατάστασης φαίνεται η ευτέλειά του. Το “Life Before Grammys” έχω πολύ μεγάλη ανάγκη να το ξανακάνω, γιατί νομίζω ότι ούτε το κοινό το χόρτασε, ούτε εγώ. Σκέφτομαι να το ξανακάνω στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο σε περιορισμένες επετειακές παραστάσεις ως “Life Before Grammys – Corona Edition”.
Παρότι μικρός σε ηλικία έχετε σημαντικά επιτεύγματα στη μέχρι τώρα πορεία σας, όπως το ότι συμμετείχατε στην Ορέστεια στην Επίδαυρο και το ότι λάβατε το θεατρικό βραβείο “Δημήτρης Χορν” το 2018. Αυτά σας έκαναν ποτέ να αισθάνεστε ένα “βάρος” για το τι θα κάνετε στη συνέχεια ή σας έφεραν προβληματισμό σχετικά με τα επόμενα σας βήματα;
Όντως, ένιωθα ένα βάρος για όλο αυτό. Αλλά δεν το ένιωθα λόγω της επιτυχίας μου τα τελευταία χρόνια, το ένιωθα απ’ την αρχή που ξεκίνησα να ασχολούμαι με το αντικείμενο. Ένα βάρος του να αποδείξω ότι μπορώ να τα κάνω όλα αυτά. Ναι μεν υπήρχε η χαρά, αλλά υπήρχε και μια αρρωστημένη φιλοδοξία, ότι εγώ ξέρω ότι μπορώ να το κάνω και ότι θέλω να το δούνε. Οπότε τώρα που το είδανε και πήρα όλη αυτή την αναγνώριση, που κάθε νέος ονειρεύεται, είμαι πάρα πολύ χαρούμενος. Έχω φτάσει στο σημείο να λέω ότι δεν με ενδιαφέρει τι θα γίνει στο μέλλον, με ενδιαφέρει πολύ παραπάνω να είμαι ήρεμος, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι θα αρχίσω το ψάρεμα και θα παρατήσω το θέατρο. Θα ήθελα να παραμείνω στην κατάσταση που ήμουν στην αρχή, όταν ξεκίνησα την ενασχόλησή μου με το θέατρο, που έλεγα ότι αν αυτό το πράγμα δεν εκπληρωθεί επαγγελματικά, θα ήθελα να παραμείνω ο Γιάννης που περνάει καλά πάνω στη σκηνή. Αυτό κατάλαβα πλέον ότι μπορεί να γίνει και με έναν πιο απλοϊκό τρόπο από αυτόν που έχω επιλέξει και έχω ακολουθήσει. Πάντως είμαι πολύ ευγνώμων και χαρούμενος που έγινε όλο αυτό και που συνέβη, γιατί δεν θα το έχω σαν απωθημένο ή δεν θα λέω ότι κάποιος δεν μου το έδωσε. Ο χώρος για μένα ήταν πάρα πολύ γλυκός, με αγκάλιασε. Δεν έχω ζήσει αυτό που λένε ότι ο χώρος μας είναι δύσκολος. Είχα, βέβαια, την πολυτέλεια να μην εξαρτώμαι οικονομικά αμιγώς από αυτόν τον χώρο. Αυτό είναι ένα πολύ δυνατό χαρτί για ένα νέο ηθοποιό, γιατί ο χώρος είναι όντως πολύ δύσκολος αν δεν έχεις βοήθεια από την οικογένειά σου ή από κάπου αλλού.
Η προηγούμενη περίοδος στιγματίστηκε από την πανδημία του κορονοϊού, που έπληξε πολλά επαγγέλματα. Ο χώρος του πολιτισμού, του θεάματος και των καλλιτεχνών δέχτηκαν πολύ μεγάλο πλήγμα. Πώς βλέπετε τα πράγματα από ‘δω και πέρα και, κυρίως, τον χειμώνα που πλησιάζει, τόσο για τους ηθοποιούς όσο και για τα μικρομεσαία θέατρα που λόγω των μέτρων θα έχουν μειωμένη πληρότητα;
Στεναχωριέμαι που πολύς κόσμος, πολλοί φίλοι και πολλοί συνάδελφοι θα μείνουν χωρίς δουλειά και χωρίς λεφτά. Η Πολιτεία μας απογοήτευσε για άλλη μια φορά ως προς το επίδομα και ως προς τις συνθήκες που θα πρέπει να το κάνουμε αυτό. Μας απέδειξαν περίτρανα ότι άμα δεν έχεις άλλη δουλειά και δεν σε ζουν οι γονείς σου, δεν έχεις ελπίδα σε αυτόν τον χώρο. Το μόνο καλό που θα αναδειχθεί είναι ότι ο άνθρωπος αυτή τη στιγμή θα έχει μεγάλη ανάγκη για θέατρο, αλλά ταυτόχρονα θα πρέπει να μείνει εκτός των σκηνών. Τα πιο μικρά θέατρα που έχουν 60 – 70 θέσεις και με τη μειωμένη πληρότητα σίγουρα δεν θα λειτουργήσουν. Αν δεν υπάρξει βοήθεια από το κράτος κάποιοι χώροι θα αναγκαστούν να κλείσουν εντελώς. Και βλέπουμε ότι υπάρχει ένα κλίμα αλλαγής. Έχει σταματήσει η ανοχή του να θεωρούμαστε ένα εποχιακό επάγγελμα ή να θεωρούμαστε εργάτες της τέχνης μας εντελώς, ότι δουλεύουμε για την ψυχή της μάνας μας. Το αρνητικό είναι ότι θα πεινάσει ο κόσμος.
Υπάρχει κάποιος ρόλος που θα θέλατε πολύ να παίξετε στο άμεσο ή μακρινό μέλλον;
Ναι, θέλω να παίξω τον “Αμαντέους”, γιατί μ’ αρέσει πάρα πολύ το σύμπλεγμα σε αυτό το έργο. Είναι ο Σαλιέρι και ο Μότσαρτ. Ο Μότσαρτ είναι ένας άνθρωπος υπερταλαντούχος που, όμως, δεν ξέρει τι να κάνει με αυτό και ο Σαλιέρι είναι ατάλαντος, αλλά έχει όλο το άλλο κομμάτι επικοινωνίας. Είναι σαν να λέμε ότι ο Μότσαρτ είναι ένας ταλαντούχος ηθοποιός που δεν ξέρει να μιλήσει και να πουλήσει τον εαυτό του και ο Σαλιέρι είναι ένας λάτρης του Instagram, που μπορεί να έχει 100 εκατ. followers, οπότε βγαίνει στη σκηνή, δεν κάνει τίποτα και παρόλα αυτά υπάρχει ένας ντόρος γύρω από το όνομά του. Αυτός είναι ο παραλληλισμός, νομίζω είναι εύστοχος. Είναι κάτι το οποίο με εξιτάρει σαν θέμα.
Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σας; Η παράσταση θα συνεχιστεί και την επόμενη σεζόν; Ετοιμάζετε κάτι άλλο;
Η παράσταση “Ποιος σκότωσε τον σκύλο τα μεσάνυχτα” θα συνεχιστεί και του χρόνου, αλλά εγώ δεν θα είμαι σ’ αυτό. Θα αποχαιρετήσω τον Κρίστοφερ σε αυτές τις τελευταίες παραστάσεις. Θα κάνω τους “Παίκτες” του Γκόγκολ από τη δεύτερη σεζόν, δηλαδή από τον Ιανουάριο, στο θέατρο Κιβωτός κάθε Δευτέρα και Τρίτη, σε σκηνοθεσία Γιώργου Κουκλή. Είναι ένα έργο για τον ανδρικό ανταγωνισμό και την εξαπάτηση. Με τους ηθοποιούς είμαστε όλοι φίλοι, είμαστε μια όμορφη παρέα. Θα είμαι με τους: Βασίλη Μαγουλιώτη, Ηλία Μουλά, Σωκράτη Πατσίκα, Άλκη Παναγιωτίδη, Αλέξανδρο Χρυσανθόπουλο. Ανυπομονώ για αυτή τη δουλειά γιατί έχω χρόνο να δουλέψω με τόσο ζεστή ομάδα και ζεστούς ανθρώπους.