Κ. Φίλης στο NEWS 247: Πρόσφυγες σε ‘γκρίζα’ ζώνη μεταξύ Ελλάδας – ΠΓΔΜ. ‘Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο θα επιστρέψουν’
Ποια θα είναι η τύχη των προσφύγων/μεταναστών που πέρασαν από την Ειδομένη στη σκοπιανή επικράτεια. Οι "μη κανονικές" σχέσεις Ελλάδας - ΠΓΔΜ, η θέση της ελληνικής κυβέρνησης και ο πρωταγωνιστικός ρόλος της γείτονος, με τις πλάτες χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο Κωνσταντίνος Φίλης αναλύει στο NEWS 247
- 15 Μαρτίου 2016 15:01
Διπλωματικό θρίλερ μετά την “έξοδο” προσφύγων και μεταναστών από την Ειδομένη στα εδάφη της ΠΓΔΜ. Τι μπορεί να αξιώσει η Ελλάδα από τη γείτονα χώρα, τη στιγμή που η διαπραγματευτική μας ισχύς εμφανίζεται σαφώς αδυνατισμένη έναντι του “πρωταγωνιστικού” ρόλου της ΠΓΔΜ, με τις πλάτες ή την ανοχή χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων, Κωνσταντίνος Φίλης, αναλύει στο NEWS 247 τι ισχύει σε διεθνές νομικό. Το άγνωστο status των ανθρώπων που πέρασαν τα σύνορα και η ανυπαρξία διμερούς συμφωνίας για την επαναπροώθηση προσφύγων.
Το αίτημα που ζητά η ελληνική κυβέρνηση από τις σκοπιανές Αρχές και η εκ των πραγμάτων, με κανονικό η μη τρόπο, επιστροφή όλως ανεξαιρέτως των ανθρώπων που πέρασαν στη σκοπιανή επικράτεια, στην οποία θα πρέπει, όπως όλα δείχνουν, να αρκεστούμε.
Η “γκρίζα” κατάσταση για την επαναπροώθηση προσφύγων
Το status που δεν έχει ξεκαθαριστεί και η ανυπαρξία διμερούς συμφωνίας
Πόσο πιθανό είναι να υπάρξει το αίτημα επαναπροώθησης των ανθρώπων αυτών και ποιο είναι το πιθανότερο να συμβεί; Ο κ. Φίλης εξηγεί την “γκρίζα” πραγματικότητα σε διεθνές επίπεδο.
“Η κατάσταση σε αυτό το θέμα είναι “γκρίζα”, γιατί δεν υπάρχει διμερής συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και FYROM για την επαναπροώθηση προσφύγων. Δεύτερον, διότι οι διπλωματικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών είναι μη κανονικές. Τρίτον, διότι το status αυτών των ανθρώπων δεν γνωρίζουμε ακριβώς ποιο είναι. Δεν γνωρίζουμε, εάν πρόκειται για παράτυπους μετανάστες, αν πρόκειται για πρόσφυγες. Πιθανότητα πρόκειται για ένα μείγμα και των δύο, άρα, όταν δεν έχεις στη διάθεσή σου όλες τις πληροφορίες, δεν μπορείς να κρίνεις και τι θα συμβεί. Μπορώ να πω, με μία σχετική βεβαιότητα, ότι κατά την εκτίμησή μου, αυτοί οι άνθρωποι με τον Α ή Β τρόπο θα επιστρέψουν στην Ελλάδα, είναι πιθανό να μην υπάρξει αίτημα από πλευράς Σκοπιανών, όπως ζήτησε η ελληνική πλευρά και οι άνθρωποι αυτοί, με έναν τρόπο που δεν απαιτεί ή που απαιτεί διπλωματικές συνεννοήσεις, που μπορεί να γίνουν κάτω από τα ραντάρ, να επιστρέψουν στην Ελλάδα”, σημειώνει και προσθέτει:
“Γιατί αν συμβεί με έναν τρόπο κανονικό, δημιουργείται ένα προηγούμενο, ένα δεδικασμένο. Επειδή εμείς όμως, αυτό θέλουμε να το αποφύγουμε από τη μία, από την άλλη δεν πιστεύω ότι ως χώρα είμαστε αποφασισμένοι να μην τους δεχτούμε και να πάμε μέχρι τέλους, αυτοί οι άνθρωποι, όλοι χωρίς καμία εξαίρεση, με κανονικό ή μη κανονικό τρόπο, θα επιστρέψουν στην Ελλάδα”.
Οι μη κανονικές σχέσεις Ελλάδας – FYROM
“Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο θα επιστρέψουν στην Ελλάδα”
Τι θα συνέβαινε, αν μεταξύ των δύο χωρών οι διπλωματικές σχέσεις χαρακτηρίζονταν από κανονικότητα και τι ισχύει με την Τουρκία, με την οποία οι διπλωματικές σχέσεις είναι πλήρεις; Πόσο εξαρτάται το αίτημα επαναπροώθησης από μια υφιστάμενη συμφωνία και κατά πόσο, ακόμα κι όπου υπάρχει, ακολουθεί τη “φυσιολογική” οδό;
“Υπάρχουν άνθρωποι που βρίσκονται στην ουδέτερη ζώνη, οι οποίοι αν δεν έχουν επιστρέψει, πιστεύω ότι θα επιστρέψουν. Όταν μίλησα για κανονικές ή μη κανονικές σχέσεις, από τη στιγμή που δεν έχουν κανονικές διπλωματικές σχέσεις, γιατί υπάρχουν ανοιχτά ζητήματα και από τη στιγμή που δεν υπάρχει διμερής συμφωνία επαναπροώθησης μεταξύ Ελλάδας – FYROM, οι ενέργειες προκειμένου οι άνθρωποι αυτοί να επιστρέψουν στην Ελλάδα, μπορεί να μην είναι μέσα από τα διπλωματικά κανάλια που γνωρίζουμε, όπως ένα επίσημο αίτημα που θα εξετάσει η ελληνική πλευρά, αλλά μπορεί να είναι δια της ίδιας της πραγματικότητας, δηλαδή εν τοις πράγμασι αυτοί οι άνθρωποι να εξωθηθούν ή να ενθαρρυνθούν από τις σκοπιανές δυνάμεις, να περάσουν προς τη χώρα μας και αντίστοιχα εν τοις πράγμασι, οι δικές μας Αρχές να μην τους θέσουν προσκόμματα στην επιστροφή τους στην Ελλάδα”, τονίζει ο κ. Φίλης.
“Αν υπήρχε συμφωνία επαναπροώθησης, θα συνέβαινε αυτό που συμβαίνει με την Τουρκία. Κάνει δηλαδή η χώρα που τους έχει δεχτεί ένα αίτημα προς τη χώρα από την οποία έχουν προέλθει, για να τους επαναπροωθήσει, το αίτημα αυτό εξετάζεται… Όμως θα μπορούσε να πάρει μέρες ή και εβδομάδες για να εξεταστεί, γιατί εμείς επί παραδείγματι έχουμε μία συμφωνία επανεισδοχής με την Τουρκία από το 2002 και η συμφωνία αυτή τηρείται κατά το ελάχιστο από τις τουρκικές Αρχές, διότι θέτουν διάφορα χρονικά προσκόμματα, με επακόλουθο να γίνονται τα αιτήματα κι αυτά να εξετάζονται με σημαντική καθυστέρηση. Αν λοιπόν υπήρχε μία κανονική συμφωνία που θα ακολουθούνταν, θα έπρεπε να γίνει ένα αίτημα των σκοπιανών Αρχών προς τις ελληνικές, οι ελληνικές Αρχές να το εξέταζαν και να απαντούσαν ανάλογα, αν δέχονται ή ποιον αριθμό δέχονται. Αλλά, όπως έχει η κατάσταση αυτή τη στιγμή και επειδή βλέπουμε αποφάσεις ακόμα και Συνόδων Κορυφής, να αναιρούνται και να ακυρώνονται, δεν θεωρώ ότι θα πάμε σε μία τέτοια διαδικασία, αλλά ότι με κάποιον τρόπο, θα επιστρέψουν στην Ελλάδα. Άλλωστε, αν παρατήρησα σωστά, από πλευράς Σκοπιανών θεωρούνται παράνομοι, ότι εισήλθαν δηλαδή στη χώρα τους παράνομα“, εξηγεί.
Η FYROM ως de facto σύνορο στην αναχαίτιση των προσφυγικών ροών
“Το θέμα θα λυθεί γρήγορα, με ανοχή από την ελληνική πλευρά”
Ο κ. Φίλης αναφέρεται ακόμη στην πρόσφατη απόφαση της παρα-Συνόδου της Βιέννης, χωρίς τη συμμετοχή της Ελλάδας και τη σφραγίδα των Σκοπίων, που λειτουργεί ως διαβατήριο, για το πέρασμα των προσφύγων στην Ευρώπη.
“Μην ξεχνάτε άλλωστε, ότι στη συζήτηση που έγινε στη Βιέννη, σε αυτήν την παρα-Σύνοδο όπως λέμε, μεταξύ των χωρών του βαλκανικού διαδρόμου και της Αυστρίας, πλην Ελλάδος, η συζήτηση περιστράφηκε γύρω και φαίνεται, ότι υπήρξε μία απόφαση, ώστε τα ταξιδιωτικά έγγραφα – κι αυτό πριν καν κλείσουν τα σύνορα – που θα περιελάμβαναν σφραγίδα από την Ελλάδα, δεν θα αποτελούσαν διαβατήριο, για να περάσουν αυτοί οι άνθρωποι από τον βαλκανικό διάδρομο. Κι ότι η σφραγίδα από τα Σκόπια και από εκεί και πέρα θα ήταν αυτή, που θα τους έδινε τη δυνατότητα, να συνεχίσουν προς την Ευρώπη, πράγμα το οποίο αν δεν έχει επικυρωθεί από τη Σύνοδο Κορυφής – κι ασφαλώς δεν θα μπορούσε, αν μη τι άλλο καθιστά de facto τη FYROM το σύνορο της Ευρώπης ως προς την αναχαίτιση των προσφυγικών ροών”.
“Εμείς έχουμε προσφέρει περιορισμένη αναγνώριση στη FYROM. Με ένα κράτος, με το οποίο οι διπλωματικές σου σχέσεις δεν είναι πλήρεις και κανονικές, τέτοιου είδους διαδικασίες είναι σύνθετες. Δεν λέω, ότι δεν θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο, αλλά αν μη τι άλλο, μία τέτοια διαδικασία θα ήταν πολύ σύνθετη. Διότι όταν βλέπουμε, ότι σε άλλη περίπτωση, όπου η συμφωνία υπάρχει εδώ και 14 χρόνια να μην γίνεται ή να έχει σημαντικές δυσκολίες, γιατί στα 10 αιτήματα οι Τούρκοι απαντούν στα δύο ή στα τρία, αν δηλαδή σε σχέσεις μεταξύ γειτόνων, που μπορεί να είναι προβληματικές, αλλά είναι πλήρεις διπλωματικές σχέσεις με τη συμφωνία επαναπροώθησης τα πράγματα δεν περπατούν, γιατί οι συνθήκες είναι τέτοιες, φανταστείτε πόσο πιο σύνθετο θα ήταν αυτή η διαδικασία του αιτήματος να λάμβανε χώρα μεταξύ δύο χωρών που δεν έχουν κανονικές διπλωματικές σχέσεις και δεν έχουν συμφωνία επαναπροώθησης μεταξύ τους. Πιστεύω, ότι το θέμα θα λυθεί γρήγορα και με μία ανοχή από την ελληνική πλευρά, ώστε να επιστρέψουν οι άνθρωποι αυτοί στην Ειδομένη”.
Τα ανοιχτά ζητήματα με τη FYROM
Η αδυνατισμένη διαπραγματευτική ισχύς της Ελλάδας
Κατά πόσο είναι η Ελλάδα σε θέση να διαπραγματευτεί και τι μπορεί να περιμένει από τους Ευρωπαίους; Πώς απέκτησαν τα Σκόπια έστω και περιορισμένα, έναν αναβαθμισμένο ρόλο γύρω από το ζήτημα της αναχαίτισης των προσφυγικών ροών;
“Εδώ και καιρό, η Ελλάδα δεν κοιτά σε αυτόν τον ορυμαγδό των εξελίξεων να κερδίσει, αλλά κοιτάζει να μην χάσει, να κάνει διαχείριση μίας κρίσης. Κι αν δείτε και στις δηλώσεις και στις πολιτικές, θα καταλάβετε τι εννοώ. Αν δηλαδή, δούμε τι λέγαμε πριν από δύο και τρεις μήνες, για να μην πω πριν από δύο ή τρεις εβδομάδες και τι συμβαίνει τελικά, θα δείτε ότι έχουμε υποχρεωθεί σε μία πραγματικότητα, που δεν μας αρέσει. Δεν έχουμε την πολυτέλεια, να πούμε, ότι κοιτάμε να κερδίσουμε κάτι. Έχουμε ανοιχτό το θέμα με τη FYROM της ονομασίας, έχουμε αυτό το ζήτημα το οποίο ασφαλώς αν δεν γίνει με έναν νόμιμο ή νομότυπο τρόπο, δεν δημιουργεί απαραίτητα προηγούμενο νομικό, δημιουργεί de facto προηγούμενο όμως, το οποίο δεν βλέπω να μπορούμε να το αποφύγουμε, άρα δεν βλέπω κάποιο όφελος για τη δική μας πλευρά. Αντιθέτως, όλο αυτό που συμβαίνει και ενόψει μίας συζήτησης που κάποια στιγμή, όχι άμεσα, μπορεί να επανέλθει για το ζήτημα της ονομασίας, ενόψει μίας συζήτησης που μπορεί να αφορά στο να ενταχθούν τα Σκόπια στο ΝΑΤΟ – άρα θα πρέπει να έχει λυθεί το ζήτημα του ονόματος, πρέπει να έχουμε κατά νου, ότι σήμερα φαίνεται, ότι τα Σκόπια έχουν έστω και περιορισμένα, έναν αναβαθμισμένο ρόλο γύρω από το ζήτημα της αναχαίτισης των προσφυγικών ροών και μάλιστα με τις πλάτες κρατών, μικρότερης ή μεγαλύτερης εμβέλειας κι αν δεν έχουν τις πλάτες, έχουν πάντως την ανοχή τους. Δεν πιστεύω, ότι νομίζει κανείς, ότι τα Σκόπια θα έκαναν κάτι τέτοιο, αν δεν είχαν την υποστήριξη χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντιθέτως, εμείς εμφανιζόμαστε, να είμαστε αδυνατισμένοι διαπραγματευτικά κι αυτό είναι κάτι, που πρέπει να δούμε πώς θα διαχειριστούμε, για να ανατρέψουμε αυτήν την κατάσταση”, σημειώνει ο διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.
Η επικοινωνιακή αποχώρηση της Ρωσίας από τη Συρία
Τα ‘ευγενή’ κίνητρα και το κλείσιμο του ματιού στον Άσαντ
Μόλις μία ημέρα πριν, η Ρωσία δια στόματος Πούτιν, προανήγγειλε την μερική αποχώρηση των στρατιωτικών της δυνάμεων από τα συριακά εδάφη. Ο κ. Φίλης εξηγεί τα κίνητρα που κρύβονται πίσω από την απόφαση αυτή και ξεδιπλώνει τις ισορροπίες στη χώρα, με το βλέμμα πια στην επόμενη μέρα.
“Ο Ρώσος πρόεδρος είχε πει, ότι εμείς θέλουμε να εμπλακούμε στη Συρία και εν συνεχεία θα αποχωρήσουμε από εκεί. Φαίνεται λοιπόν, ότι με αυτήν την ενέργεια, η Ρωσία μένει πιστή, στις αρχικές εκτιμήσεις που είχε κάνει για τη Συρία, παρότι κατηγορείται ότι στην αρχή δεν ήταν και τόσο επιτυχημένη η εμπλοκή της και εν συνεχεία, ότι βομβάρδιζε περισσότερο την αντιπολίτευση, παρά τους τζιχαντιστές. Από εκεί και πέρα, ο βασικότερος λόγος για μένα έχει να κάνει με τα εξής δύο πράγματα: ο λόγος ο ουσιαστικός έχει να κάνει με το ενδεχόμενο να υπάρξει κάποιου είδους συμφωνία για διπλωματική λύση ή για διευκόλυνση μίας διπλωματικής λύσης και στο πλαίσιο αυτό, να κάνει μία κίνηση καλής θέλησης και το δεύτερο και σημαντικότερο είναι, ότι στέλνει με αυτόν τον τρόπο η Ρωσία ένα μήνυμα προς τον Άσαντ, ότι δεν μπορεί να αισθάνεται τη βεβαιότητα, ότι η Ρωσία θα είναι πάντα δίπλα του και άρα θα πρέπει να είναι πιο ευέλικτος στις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις”.
“Έχω την αίσθηση, ότι ο Άσαντ βλέπει, πως με την υποστήριξη της Ρωσίας, του Ιράν και της Χεζμπολάχ, αλλά κυρίως της Ρωσίας, έχει το τελευταίο διάστημα κερδίσει εδάφη και διαπραγματευτική ισχύ, συνεχίζει και είναι άκαμπτος και συνεχίζει, να πιστεύει, ότι θα έχει κάποιον ρόλο και την επόμενη μέρα στη Συρία. Η Ρωσία, εκτιμώ, ότι δεν θέλει να ταυτιστεί μαζί του, δεν θέλει ενώ η ίδια τον έχει διευκολύνει, να εξακολουθεί να είναι ο Άσαντ μέρος του προβλήματος και η Ρωσία να δαιμονοποιείται στα μάτια μεγάλου μέρους της διεθνούς κοινότητας, αλλά και στα μάτια των πολιτών της. Αύριο μπορεί, να χρειαστεί να διαπραγματευτεί με τη συριακή αντιπολίτευση, που μπορεί να είναι κυβέρνηση. Ο Άσαντ πατάει πάνω στη βεβαιότητα, ότι είναι κυρίαρχος του παιχνιδιού, άρα δεν έχει λόγο να συνθηκολογήσει και να συμβιβαστεί και η Ρωσία πιστεύει, ότι με αυτήν την κίνηση του κλονίζει αυτή τη βεβαιότητα, στέλνοντάς του ένα μήνυμα ότι αν θέλεις πραγματικά να συνεχίσω να σε στηρίζω, πρέπει να γίνεις πιο ευέλικτος στις διαπραγματεύσεις. Και υπάρχει κι ένα άλλο σενάριο, το οποίο λέει, πως αυτό που γίνεται είναι καθαρά θεωρητικό και περισσότερο επικοινωνιακό και στόχο έχει, να υποχρεώσει και τις άλλες δυνάμεις, να σκεφτούν κάτι τέτοιο”, τονίζει ο κ. Φίλης και καταλήγει:
“Η Ρωσία παραδοσιακά είναι μία χώρα, που της αρέσει να δοκιμάζει τις αντοχές και τις διαθέσεις των εταίρων της. Κάνοντας αυτήν την ενέργεια λοιπόν, μπορεί να θέλει να αναγκάσει και τους Αμερικανούς, να σκεφτούν εκ νέου τη δική τους θέση στο συριακό και κατά πόσο θα πρέπει να συνεχίσουν οι βομβαρδισμοί. ‘Η οι βομβαρδισμοί θα συνεχίσουν απέναντι στο Ισλαμικό Κράτος και η Ρωσία έχει εγκαθιδρύσει μία σημαντική παρουσία, έχει ναυτική και αεροπορική βάση στη Συρία, οπότε αυτή η απόσυρση μπορεί τελικά να αποδειχθεί, ότι είναι περισσότερο ένας επικοινωνιακός ελιγμός, για να δείξει ότι έχει καλές προθέσεις για την επίλυση του συριακού κι ότι πρώτη κάνει μία τέτοια κίνηση, ενώ στην ουσία να μην αλλάζει κάτι επί του εδάφους, με την έννοια ότι η Ρωσία είναι ήδη παρούσα και μένει, να διαπιστωθεί η αποχώρηση σε ποιον βαθμό θα γίνει. Δεν μπορεί λοιπόν η Ρωσία, δια της παρουσίας της, να ενισχύθηκε στο συριακό, να ενδυναμώθηκε διαπραγματευτικά, να είναι η χώρα που έχει κυρίαρχο ρόλο και λόγο στις εξελίξεις και ενώ έχει επενδύσει πάνω σε αυτήν την παρουσία να θέλει να απεμπολήσει, ό,τι έχει αποκομίσει δια της παρουσίας της. Άρα, ό,τι γίνει, θα γίνει προφανώς και με βάση κάποια κριτήρια και όρους που θα θέσει η ίδια η Ρωσία. Δεν πιστεύω ότι στο τέλος της ημέρας, θα αποχωρήσει άνευ όρων από τη Συρία, αφήνοντας απροστάτευτο τον Άσαντ και χάνοντας και η ίδια ό,τι έχει κερδίσει. Και η λύση δεν φαίνεται να είναι καθόλου άμεση, οπότε θα πρέπει να δούμε, αν είναι ένας επικοινωνιακός ελιγμός και αν θέλει να δείξει, πως κάνει την κίνηση και αν δεν ακολουθήσει κανείς, θα αναγκαστεί να επιστρέψει και ίσως και δυναμικότερα”.
(Φωτογραφίες: Eurokinissi)