Μαρία Ξυδούς: Η ζωή του Μάνου μέσα από τα λόγια της γυναίκας του
Με αφορμή τον αφιερωματικό δίσκο "Ο πρίγικιπας της Δυτικής Όχθης", η σύζυγος του Μάνου Ξυδού, Μαρία, μιλά στο NEWS 24/7 για τη ζωή, την "αύρα" που είχε σαν άνθρωπος, τις συνεργασίες του, τους Πυξ Λαξ και φυσικά τις ιστορίες τραγουδιών όπως το "Sadrina" και η "Πυξίδα".
- 11 Απριλίου 2021 07:22
Δεν ξέρω αν μπορεί να απαντήσει κανείς λακωνικά στο ερώτημα ποιος ήταν ο Μάνος Ξυδούς. Όσοι έτυχε να τον συναντήσουν, μιλούν για έναν άνθρωπος ταπεινό, πράο, ακομπλεξάριστο, με μια έκδηλη γλυκύτητα και χαρακτηριστική ευγένεια. Όσοι τον γνώρισαν μουσικά, νομίζω κατάλαβαν από τις πρώτες κιόλας νότες ότι τα τραγούδια του θα τους συντροφεύουν μια ζωή. Έχουν μαι αυθεντικότητα και δική τους “ζωή” και πλέον ανήκουν σε αυτούς που χαράξαμε τα στιχάκια του σε ένα θρανίο, σε εκείνους που τα τραγούδησαν αγκαλιά μια βραδιά σε μια παραλία και σε όσους τα βάζουν στο ράδιο καθώς πηγαίνουν ή γυρνούν από τη δουλειά τους.
Ο Μάνος Ξυδούς κατάφερε να “μπολιάσει” στίχους και μελωδίες με την παιδικότητά του, το πάθος του για τη ζωή, τον πόνο τους για παλιές αγάπες και την αισιοδοξία του για τη δύναμη της στιγμής. Νομίζω αυτό το “μπόλιασμα” είναι που καθιστά τα τραγούδια του ατόφια και μια κληρονομιά που ανήκει σε όλους όσους ονειρευτήκαμε με τη μουσική του, πάνω στο ξύλινο άλογό μας.
Την ερχόμενη Τρίτη 13 Απριλίου συμπληρώνονται 11 χρόνια από τον θάνατο του Μάνου Ξυδού, ενώ πριν λίγες εβδομάδες κυκλοφόρησε από τη MINOS EMI το μουσικό λεύκωμα «Ο Πρίγκιπας της Δυτικής Όχθης», Μια ιδιαίτερη συλλογή τραγουδιών με σκοπό να ακουστεί και να μαθευτεί και στο ευρύ κοινό αλλά και στους νεότερους, ένα μέρος του έργου του Μάνου με ένα λαϊκό τρόπο, τον οποίο έχει υποστηρίξει πολύ και ο ίδιος.
Αυτές οι δύο αφορμές ήταν οι κατάλληλες για να συνομιλήσω με τη σύζυγό του, Μαρία Ξυδού, και να τη ρωτήσω όσα περισσότερα μπορούσα για τη ζωή, την “αύρα” που είχε σαν άνθρωπος, τις μουσικές επιρροές του, τις συνεργασίες του, τους Πυξ Λαξ και φυσικά τις ιστορίες τραγουδιών όπως το “Sadrina” και η “Πυξίδα”.
“Ο Πρίγκιπας της Δυτικής Όχθης” νιώθω είναι ένας φορτισμένος δίσκος, με πολύ συναίσθημα και σεβασμό. Μιλήστε μου για το εγχείρημα αυτό, πώς προέκυψε και πώς συμμετείχατε στη δημιουργία του.
«Με αφορμή τα 11 χρόνια απουσίας του, ο Δημήτρης Καρράς πρότεινε στην οικογένεια την ιδέα ενός album με τραγούδια γνωστά του Μάνου σε νέες ενορχηστρώσεις. Η ιδέα μάς άρεσε γιατί πολλές φορές διαπιστώναμε ότι πολύς κόσμος δεν ήξερε το μουσικό και στιχουργικό έργο του Μάνου. Οι ενορχηστρώσεις στην αρχή μάς φάνηκαν τολμηρές αλλά μετά σκεφτήκαμε ότι ο Μάνος ήταν και ο ίδιος ένας τολμηρός άνθρωπος, χωρίς ταμπέλες. Τον ενδιέφερε περισσότερο όχι το ποιος λέει ένα τραγούδι αλλά το πώς το λέει. Άλλωστε είχε συνεργαστεί με ανθρώπους του λαϊκού ρεπερτορίου. Του άρεσε να μπλέκει τη ροκ κουλτούρα του με λαϊκούς στίχους, οι οποίοι τον μάγευαν. Τρανό παράδειγμα είναι το “Άστην να λέει” με τον Βασίλη Καρρά. Πολύ τολμηρό για τότε που το έκανε μεν αλλά η συνεργασία αυτή εκτόξευσε την μπάντα και το κομμάτι έγινε διαχρονικό.
Στην παρέα μας μπήκε και η ΕΜΙ και με πολύ αγάπη στο πρόσωπο του Μάνου και πολύ δουλειά -παρ’ όλες τις αντιξοότητες που υπήρξαν λόγω της πανδημίας- κατάφεραν και έβγαλαν αυτόν τον δίσκο.»
Το άλμπουμ σκαρφάλωσε πολύ γρήγορα στην πρώτη θέση, όπου και παρέμεινε για πολλές εβδομάδες. Το περιμένατε;
«Στους καιρούς που ζούμε και με τα πολλά προβλήματα που αντιμετωπίζουμε όλοι, δεν μπορείς να περιμένεις τίποτα. Με συγκινεί αυτή η αποδοχή από τον κόσμο. Στόχος μας ήταν όπως προανέφερα να γνωρίσουν οι παλαιότεροι και οι νεότεροι τον Μάνο .Αν αυτά τα τραγούδια αποτελέσουν και μια ψυχική ανάταση σε αυτήν τη σκληρή καθημερινότητα που βιώνει ο κόσμος, η χαρά μας θα είναι διπλή. Ένας άλλος λόγος που χαίρομαι είναι ότι επιβραβεύεται όλη η δουλειά που έκανε η ομάδα Δημήτρης Καρράς -ΕΜΙ για τον Μάνο.»
Γιατί πιστεύετε ο κόσμος έχει αγαπήσει τόσο πολύ τον Μάνο; Τι feedback δεχόσασταν και δέχεστε γενικά από το κοινό.
«Ο Μάνος ήταν ένας ευλογημένος άνθρωπος. Η στάση ζωής του, οι συμπεριφορές του, το μυαλό και η καθαρή ψυχή του δεν σου άφηναν περιθώριο να μην τον θαυμάζεις, να μην τον σέβεσαι, να μην τον αγαπάς. Καταλάβαινε τις αλλόκοτες πράξεις των ανθρώπων, τις συγχωρούσε, τις κανάκευε και όλο αυτό με μια ανωτερότητα. Ήταν ενωτικός ,αγαπούσε τις ομάδες, τους συνανθρώπους του και όχι τις λέξεις. Οι λέξεις ήταν μόνο για τα γραπτά του. Όλο αυτό πέρασε στον κόσμο, δεν ξέρω πώς αλλά πέρασε. Αυτό είναι το θαύμα στη σχέση μεταξύ καλλιτέχνη και κοινού. Χαίρομαι που μπόρεσαν να εισπράξουν όλα όσα ήταν ο Μάνος.»
Υπάρχει κάποιο κομμάτι του δίσκου που ξεχωρίζετε και αν ναι γιατί.
«Στον δίσκο έχουν γίνει πολύ καλές ενορχηστρώσεις και εκτελέσεις και πραγματικά σε πολλά νιώθω σαν να βλέπω παραγωγή του Μάνου. Και σε αυτό το σημείο θέλω να ευχαριστήσω τον ενορχηστρωτή μας τον κ. Λιονάκη γιατί πραγματικά δούλεψε με την σκέψη πως θα πλησίαζε τον Μάνο. όπως επίσης το ίδιο συνέβη και στις ενορχηστρώσεις των Σταμάτη Γονίδη, Γιώργου Σαμπάνη, STAVENTO, ONIRAMA, Tάμτας, Νίκου Βουρλιώτη. Αυτό όμως που ξεχωρίζω είναι το “Πες μου τι έκανα” με τον Νίκο Μακρόπουλο. Είναι ένα ανέκδοτο τραγούδι του Μάνου. Όταν μου το έπαιξε ήταν πολύ χαρούμενος και τότε δεν βοήθησαν οι συγκυρίες να το βγάλει. Χαίρομαι που με αφορμή αυτόν τον δίσκο, το καταφέραμε γιατί ο Μάνος το πίστευε πολύ .Μάλιστα πολύ καιρό το έψαχνα – αυτό κι ένα ακόμα – γιατί μου είχε αποτυπωθεί ο ενθουσιασμός του.»
Η ζωή του Μάνου έχει στοιχεία κινηματογραφικά, έγινε από κλητήρας ένας από τους επιδραστικούς μουσικούς παραγωγούς και καλλιτέχνες που καθόρισε τα μουσικά ακούσματα γενεών. Πώς το κατάφερε αυτό, ήταν θέμα προσωπικότητας, “άστρου”, σκληρής δουλειάς;
«Όλα τα παραπάνω συν οι γνώσεις που είχε για τη μουσική, την ιστορία και τα ρεύματά της. Δεν ήξερε να διαβάζει παρτιτούρες γιατί η επιθυμία της οικογένειάς του ήταν να μπει στην ΑΣΟΕ, όπως και έγινε. Όμως άκουγε πολλή μουσική και μελετούσε μεγάλα ονόματα μέχρι και το τέλος. Από κάντρι blues σε νεαρή ηλικία μέχρι ιταλικό και γαλλικό ρεπερτόριο, ό,τι άλλο μπορείτε να φανταστείτε. Η αφετηρία του άρα ήταν αυτή, ότι άκουγε πολύ μουσική και ήταν πάντα ανοιχτός σε νέα πράγματα. Το δεύτερο που τον προχώρησε στη ζωή του ήταν η ευφυΐα του τόσο νοητική όσο και συναισθηματική. Επιπλέον “ρουφούσε” πληροφορίες από ο,τιδήποτε και οποιονδήποτε από τον εξειδικευμένο μέχρι τον απλό εργάτη, όλοι είχαν να του μεταφέρουν μια σημαντική διαπίστωση και γνώση. Ο Μάνος δεν μιλούσε πολύ, ειδικά αν δεν είχε λόγο. Παρατηρούσε και αφουγκραζόταν το καθετί και αυτό είναι πολύ σημαντικό για την δουλειά του. Ποτέ δεν ένιωσε αδικημένος, ούτε ότι δεν επιβραβεύτηκε όπως έπρεπε. Ήξερε να δουλεύει σκληρά και θαύμαζε ιδιαίτερα τους εργατικούς ανθρώπους. Για αυτούς άλλωστε είχε επινοήσει τον τίτλο «Πρίγκιπες της Δυτικής Όχθης.»
Ήταν ένας μουσικός που έχαιρε εκτίμησης από όλους τους συναδέλφους του, ασχέτως ηλικίας και μουσικού είδους.
«Πράγματι. Ήταν από τα πρώτα πράγματα που με είχαν εντυπωσιάσει στην αρχή της σχέσης μας: όταν βρισκόμασταν κάπου με συναδέλφους του, ήταν εμφανής η εκτίμηση και ο σεβασμός που έτρεφαν προς το πρόσωπό του. Οι νεότεροι τον είχαν ως μέντορα, πολλές φορές έπιανα στην ατμόσφαιρα ότι ένιωθαν τυχεροί που τον γνώρισαν, σαν να ήταν καθοριστική στιγμή για εκείνους. Ο Μάνος απολάμβανε ιδιαίτερα τις συναναστροφές με τα νέα παιδιά. Αισθανόταν συνομήλικός τους, έπαιρνε την ενέργεια της νιότης τους, μάθαινε τα νέα ρεύματα. Τους το ανταπέδιδε με τις συμβουλές του και με το πάθος του για τη μουσική.»
Πώς γνωριστήκατε με τον Μάνο. Μοιραστείτε αν θέλετε μαζί μας την πρώτη συνάντησή σας.
«Γνωριστήκαμε στις τελικές εξετάσεις της σχολής του θεάτρου “Εμπρός” το καλοκαίρι του 1999. Η αδελφή μου ήταν τελειόφοιτη στην σχολή κι είχα πάει να τη δω. Εκεί ήταν και ο Φίλιππος με τον Μάνο. Συστηθήκαμε και ξαναβρεθήκαμε τον Σεπτέμβρη. Προσπαθούσε για μια εβδομάδα να βγούμε και εγώ αρνιόμουν γιατί είχα κολλήσει μια ίωση και δεν μου είχε περάσει εντελώς. Αισθάνθηκε ότι τον αποφεύγω γιατί δεν ήμουν ιδιαίτερα θερμή στην συνομιλία μας. Μου το είπε, ντράπηκα και αποφάσισα να βγω μαζί του για καμία ώρα για να πειστεί ότι λέω αλήθεια για την αδιαθεσία μου. Με δέκατα λοιπόν τον συνάντησα στο Θησείο και πήγαμε ως την Πλάκα για φαγητό. Εκεί μου αποκάλυψε ότι με είχε πιστέψει αλλά είχε ανυπομονησία να με συναντήσει. Η κουβέντα μας ξεπέρασε τη μια ώρα που υπολόγιζα και δεν θέλαμε να τελειώσει. Το φαγητό έγινε ποτό. Δεν σταματούσαμε να μιλάμε, δεν βρεθήκαμε λεπτό σε αμηχανία ούτε αναρωτηθήκαμε καθόλου αν έχουμε κάτι άλλο να πούμε, Κάποια στιγμή ο σερβιτόρος μάς πήρε τα μαξιλάρια από τις καρέκλες, γιατί έπρεπε να κλείσουν. Ήταν 4 το πρωί. Βρεθήκαμε να περπατάμε σε μια έρημη Πλάκα. Η επόμενη στιγμή που ξανακοιτάξαμε το ρολόι ήταν (λόγω ενός θορύβου) στις 6,. Αυτό ήταν, ήμασταν μαζί και εγώ γιατρεμένη από την ίωση.»
Πώς ήταν σαν άνθρωπος; Περιγράψτε μου μια καθημερινή ημέρα μαζί του.
«Ο Μάνος είχε μια καλοσύνη και ήταν σαν αυτή να ακουμπούσε σε κάτι μεταφυσικό. Ακόμα μαθαίνω ιστορίες για την προσφορά του που με εντυπωσιάζουν. Ήταν “αόρατος” από σεμνότητα. Ακόμα και μέσα στο σπίτι μας έπιανε τον μικρότερο χώρο. Είχε νικήσει τον ναρκισσισμό του καλλιτέχνη. Πολλές φορές του έλεγα ότι καταλαβαίνω πως είμαι παντρεμένη με καλλιτέχνη όταν σε βλέπω στην σκηνή. Όσα πρέσβευε, τα τηρούσε και στη ζωή του. Ο ροκάς που έβλεπες στη σκηνή να χτυπιέται ήταν ένας παραδοσιακός άνθρωπος με δυνατές αξίες και βαθιά θρησκευόμενος. Όταν δεν είχε ηχογράφηση, η ημέρα του ξεκινούσε πάντα με έναν περίπατο ακούγοντας κάποιον αθλητικό σταθμό στο ράδιο και στην συνέχεια έπινε έναν εσπρέσο μόνος έξω ή στο σπίτι. Ήταν η ώρα που μιλούσε με τον εαυτό του ή κατάστρωνε τα επόμενα σχέδια του. Ήταν μπαμπάς τεσσάρων παιδιών, δύο μεγαλύτερα από τον πρώτο του γάμο και δύο δικά μας. Ανησυχούσε και για τα τέσσερα καθημερινά και υπερβολικά. Με τον γιο μας είχαν “πρόγραμμα”: Σινεμά με παιδικές ταινίες και ανάλυσή τους, μπάσκετ κι άπειρες συζητήσεις. Καθημερινά μας έδειχνε την ευγνωμοσύνη του σε μένα και στα παιδιά του, που ήμασταν το λιμάνι του, εκεί όπου ένιωθε ασφάλεια και δύναμη.»
Τι μπορείτε να μας πείτε για την ιστορία του ”Sadrina”, το θρυλικό κομμάτι με τους Dreamer & the Fool Moon;
«Όταν βγήκε το κομμάτι αυτό, δούλευε στην ΕΜΙ δίπλα στον πολύ καλό του φίλο, Θοδωρή Σαραντή. Ο Μάνος πέρα από την δουλειά του συνέχιζε να κάνει μουσική κυρίως με παιδιά από τους Αγίους Αναργύρους που ήταν από μικροί μαζί, Με αυτούς έφτιαξαντο “Sadrina”. Επειδή δεν επιτρεπόταν ως υπάλληλος της ΕΜΙ να τραγουδά παράλληλα και σε μπάντες , πήγε στον Σαραντή και πλάσαρε το “Sadrina” ως τραγούδι ενός γαλλικού συγκροτήματος που τάχα ανακάλυψε. Ο Σαραντής βέβαια αναγνώρισε τη φωνή του και του είπε “Μάνο αφού είσαι εσύ ,τι γαλλικά συγκροτήματα μου λες;”.Η επόμενη ιδέα ήταν τα μέλη των Dreamer & the Fool Moon να φορούν κουκούλες. Έτσι δεν θα αναγνώριζε τον Μάνο και δε θα κινδύνευε η δουλειά του. Φυσικά η επιτυχία ήταν τεράστια, το τραγούδι παιζόταν παντού, ανέβηκε στην κορυφή των ευρωπαϊκών τσαρτς.»
Κεφάλαιο Πυξ Λαξ. Τι γεύση τού είχε αφήσει η συνεργασία στην μπάντα αυτή. Ήταν θετικός απέναντι σε μια επανένωση;
«Οι “Πυξ Λαξ” ήταν η μεγαλύτερη εμπορική του παραγωγή και αγάπη. Ένα σιωπηλό στοίχημα που έβαλε με την εταιρεία όταν η ΜΙΝΟΣ έδινε απαλλακτικό στην μπάντα και το κέρδισε. Εγώ το έζησα από το τέλος του 1999 και μετά. Για τον Μάνο σήμαινε πολλά αυτή η μπάντα. Πρώτον δούλευε με ομάδα, κάτι που του άρεσε και μαζί με παιδιά από τα ίδια προάστια που σήμαινε ότι είχαν κοινή “γλώσσα”. Είχε πολλούς ρόλους: Του μέντορα, του παραγωγού, του υπεύθυνου marketing, του συνθέτη, του στιχουργού, του “πατέρα” που επαινεί ή μαλώνει τα παιδιά του. Παρόλο που αποκαλούσαν τους εαυτούς τους “χύμα”, πίσω υπήρχε μια τρομακτική οργάνωση την οποία είχε διδαχθεί ο Μάνος στην εταιρεία δουλεύοντας ως manager director στο ξένο ρεπερτόριο με αντίστοιχα στελέχη της ΕΜΙ της Ευρώπης. Ο Φίλιππος και ο Μπάμπης ήταν οικογένειά του και ο Μάνος δεν άφηνε κανέναν να επηρεάσει αυτήν τη σχέση. Μου περιέγραφε τις αντικειμενικά κουραστικές περιοδείες τους σαν πενταήμερη με πολύ γέλιο και απερίγραπτα σκηνικά.
Όταν “έφυγε” ο Μάνος, έμαθα ότι είχε κουβεντιάσει με τον διοργανωτή συναυλιών της μπάντας και φίλο του, Νίκο Λώρη, για μια συναυλία των Πυξ-Λαξ . Τα παιδιά έκαναν πράξη τη σκέψη του αυτή και πράγματι η ανταπόκριση του κόσμου εκείνο το βράδυ στο ΟΑΚΑ ήταν συγκλονιστική. Αυτό θα ήθελα να το είχε ζήσει.
Δεν ξέρω αν θα ήταν σύμφωνος με την επανένωση. Αποφάσιζε με βάση το όραμα και το συναίσθημά του. Αν είχε οραματιστεί κάτι νέο για την μπάντα, θα το έκανε. Να είναι μέσα σε κάτι απλά για να είναι, όχι. Εκείνο το διάστημα πάντως δούλευε διάφορα κομμάτια και μου έδινε την αίσθηση ότι έψαχνε για ένα νέο στοίχημα αλλά από τα “παρασκήνια”, όπως του άρεσε.»
Ήσασταν στην τελευταία συναυλία των Πυξ Λαξ στον Λυκαβηττό το 2004;
«Βέβαια και ήμουν. Όλες οι οικογένειες της μπάντας ήμασταν. Κλιμακωτά συναισθήματα και τα δικά μας και του κόσμου, με αποκορύφωμα το φινάλε που ο Μάνος, ο Μπάμπης και ο Φίλιππας αποχαιρέτησαν τον κόσμο με την “Πυξίδα”, ένα συμβολικό κομμάτι για μένα και τον Μάνο, που μου το είχε αφιερώσει όταν το έγραφε. “Ζήσε μονάχα την στιγμή και άσε το μετά, ένα σωσίβιο η ζωή που ξεφουσκώνει αργά”, η ωραιότερη ευχή και συμβουλή που θα μπορούσαν να δώσουν στον κόσμο που τόσα χρόνια τους ακολουθούσε…»
Ποιο κομμάτι ή μουσική συνεργασία του Μάνου ξεχωρίζετε;
«Έχω πολλά αγαπημένα κομμάτια, με πρώτο την “Πυξίδα” (που όπως σας είπα είμαστε εκείνος κι εγώ σε αυτό το τραγούδι). Αυτό που ξεχώριζα στον Μάνο και μέσα από τα τραγούδια του στους Πυξ-Λαξ ,και στους μετέπειτα δικούς του δίσκους και τσυνεργασίες, είναι ότι είχε την ικανότητα να σου ικανοποιήσει όλες τις επιθυμίες σαν ακροατής. Στο κοινό του συναντάς θαυμαστές του λαϊκού τραγουδιού, της ροκ, του έντεχνου, της μέταλ, κλπ. Όλοι έχουν βρει κάποιο άκουσμα ή στίχο του που τους αντιπροσωπεύει.»
Ποιες ήταν οι επιρροές του; Ποιους καλλιτέχνες θαύμαζε;
«Ο Μάνος ανήκει στην γενιά εκείνη που έκανε θαύματα στην παγκόσμια μουσική σκήνη. Από τη μια εκστασιαζόταν με τα νέα ακούσματα, ενώ παράλληλα μελετούσε την μουσική στην οποία στηρίχθηκαν οι καλλιτέχνες που θαύμαζε. Όλα τα ιερά τέρατα των 60’s, 70’s, 80’s αποτελούσαν επιρροή και πηγή έμπνευσης για τον Μάνο. Είχε ιδιαίτερη αδυναμία στον David Bowie. Τον έχω δει επίσης να μελετά την ιρλανδική μουσική σκηνή, τη ραπ, τη χιπ χοπ. Επιρροές βέβαια είχε και από άλλες μορφές τέχνης όπως η ζωγραφική και η ποίηση.»
Ένα τραγούδι ή δίσκο που άκουγε στο repeat.
«Τον τελευταίο καιρό μελετούσε τον Bruce Springsteen και τις διασκευές που έκανε στην κάντρι.»
Αν ζούσε σήμερα, τι πιστεύετε θα σχολίαζε για την επικαιρότητα; Τι θα του κακοφαινόταν;
«Ο Μάνος έφυγε το 2010. Αμέσως ήρθε η οικονομική κρίση και τώρα η πανδημία. Ήταν αριστερός στην ιδεολογία του αλλά από τους αριστερούς που έκαναν πράξη τα πιστεύω τους και και στη ζωή τους. Ως βαθιά πολιτικοποιημένο άτομο και ταυτόχρονα αγχώδες, θα είχε αρκετές ανησυχίες για τα όσα γίνονται. Νομίζω λίγο-πολύ είχε προβλέψει την κρίση και τότε ήταν που ξεκινούσαν να σταθούν στα πόδια τους τα παιδιά του. Οι φόβοι του θα αφορούσαν κυρίως στα παιδιά του και στη νέα γενιά. Θα αγανακτούσε με όλες αυτές τις πολιτικές εξελίξεις και σκοπιμότητες, με κίνδυνο ίσως η αγωνία του να τον μετατρέψει σε γραφικό. Σίγουρα όλα αυτά που περνάμε θα τα είχε κάνει τραγούδια.
Νομίζω θα τον ενοχλούσε αυτή η καλλιτεχνική βύθιση που παρατηρείται τελευταία και θα χρησιμοποιούσε την επικαιρότητα ως ερέθισμα για δημιουργία. Άλλωστε όλα τα τραγούδια του μετά τους Πυξ Λαξ είχαν ένα κοινωνικοπολιτικό χαρακτήρα με ανθρωπιστικές προεκτάσεις. Είμαι σίγουρη ότι όλα αυτά που περάσαμε και περνάμε, στο χαρτί και στην κιθάρα του θα έβρισκαν λόγια και μελωδίες και ίσως να βρισκόταν στην καλύτερη πιο ώριμη δημιουργική του φάση. Στο “χαρτί” περιέγραφε τα πάντα .Ήταν το καταφύγιό του, η γιατρειά της ψυχής του. Η λύπη του γινόταν χαρά, οι ενοχές του λύτρωση ,τα χρόνια έφευγαν από πάνω του και γύριζε σε εκείνο τον ανήσυχο νέο που περπατούσε στους δρόμους των Αγίων Αναργύρων, σιγοτραγουδώντας το “Knockin’ On Heaven’s Door”.»
Πώς θα έκρινε τις μουσικές τάσεις του σήμερα;
«Παρακολουθούσε συνεχώς τις νέες τάσεις. Αυτό που θα τον στεναχωρούσε, θα ήταν η ανικανότητα των δισκογραφικών και όλων των φορέων της μουσικής να μην μπορούν λόγω των αυτονόητων δυσκολιών να βοηθήσουν τα νέα παιδιά. Αυτά είναι το μέλλον της μουσικής.
Αφουγκραζόταν κάθε τύπου ρεύμα ή μουσική τάση. Θεωρούσε ότι για να έχει κάτι απήχηση υπάρχει κάποιος λόγος. Γενικά δεν απέρριπτε τίποτα στη ζωή, χωρίς να το έχει γνωρίσει.»
Μια ενοχική του απόλαυση;
«Ο Μάνος γενικά ήταν ένας ενοχικός άνθρωπος. Όταν τον γνώρισα, λόγω κάποιω προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε, ακολουθούσε υγιεινή ζωή. Ήταν χορτοφάγος, δεν έπινε καθόλοι, κάπνιζε απειροελάχιστα, περπατούσε πολύ… Το μόνο που τον φόβιζε και δεν πλησίαζε ήταν οι γιατροί.
Άρα δεν μπορώ να μιλήσω για ενοχικές απολαύσεις, καθώς δεν έμπαινε ποτέ σε πειρασμό, ήταν ένας πολύ πειθαρχημένος άνθρωπος με πρόγραμμα, το οποίο δεν καταπατούσε. Μπορεί να ζήλευε ίσως την τσίκνα, τη μυρωδιά ενός κρέατος όταν ψηνόταν αλλά θα έμενε στη μυρωδιά.»
Ο Πρίγκιπας της Δυτικής Όχθης
Tο μουσικό λεύκωμα «Πρίγκιπας της Δυτικής Οχθης» είναι ίσως ένας από τους πιο ταιριαστούς φόρους τιμής για τον Μάνο Ξυδού, καθώς όπως σημειώνει η οικογένειάα του «μαζεύτηκαν όλοι αυτοί οι ήχοι και οι λέξεις, όχι για να ξαναθυμηθούμε τα τραγούδια, αλλά για να τα ξαναζήσουμε με τους νεότερους και να θυμηθούμε οι παλιοί ότι “το λαϊκό και το ροκ συνυπάρχουν” όπως συνήθιζε να λέει ο ίδιος.»
Περιλαμβάνει μεταξύ άλλων 16 νέες εκτελέσεις από πολύ δημοφιλείς ερμηνευτές μεγάλων επιτυχιών του (Άστην να λέει, Λένε για μένα, Χάθηκες Αλήτισσα, Πούλα με κ.α.) κι ένα καινούργιο τραγούδι από τον Νίκο Μακρόπουλο (Πες μου τι έκανα).
Η ζωή του Μάνου Ξυδού
Ο Μάνος Ξυδούς γεννήθηκε στις 15 Μαΐου του 1953 στους Αγίους Αναργύρους, από πατέρα Μήλειο και μητέρα Κρητικιά. Η πρώτη του επαφή με τη μουσική ήταν στα νεανικά του χρόνια, όταν έπιασε δουλειά ως κλητήρας στην τότε Columbia στη Ριζούπολη. Μετά την αποφοίτησή του από το σχολείο έδωσε εξετάσεις και πέρασε στην Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών Επιστημών και όταν τελείωσε τη σχολή σπούδασε marketing. Η μουσική όμως κυλούσε στις φλέβες του, γι’ αυτό και παράλληλα με τις σπουδές του δούλευε ως DJ στις «Καρυάτιδες» της Πλάκας.
Μεα την Columbia εργάστηκε στη δισκογραφική εταιρεία ΜΙΝΟΣ-ΕΜΙ. Είχε καταλυτική θέση στην κυκλοφορία δίσκων σημαντικών καλλιτεχνών, όπως του Παύλου Σιδηρόπουλου, των Αδελφών Κατσιμίχα και του Τζίμη Πανούση. Μάλιστα, ήταν εκείνος που πίστεψε πρώτος στους Κατσιμιχαίους κατά την πρώτη τους απόπειρα δισκογράφησης και για αυτό λίγα χρόνια αργότερα, στο ένθετο του πρώτου δίσκου τους (Ζεστά Ποτά, 1985), του αφιέρωσαν το τραγούδι ”Φάνης”, ενώ στον ίδιο οφείλεται και η έναρξη της προσωπικής δισκογραφίας του Μιλτιάδη Πασχαλίδη το 1995.
Παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί πως ο Μάνος Ξυδούς ήταν πάντοτε μέσα στα μουσικά δρώμενα, αφού στις αρχές της δεκαετίας του ’80 είχε δημιουργήσει μαζί με τον Νίκο Πιπινέλη το συγκρότημα The Dreamer and The Full Moon, ένα undergound group, στο οποίο συμμετείχαν, επίσης, ο Γιάννης Πιπινέλης, ο Γιώργος Γκικοδήμος, ο Γιάννης Ευσταθίου, ο Τόλης Σκαμαντζούρας και ο Σωτήρης Τσούκαλης. Η μπάντα επηρεασμένη από τους Residents εμφανιζόταν με κουκούλες και κανείς δεν γνώριζε τα μέλη που το απαρτίζουν.
“Εσύ εκεί”
Το 1989 ως στέλεχος της EMI γνωρίστηκε με τους Φίλιππο Πλιάτσικα και Μπάμπη Στόκα, που τότε προσπαθούσαν να βρουν τα πατήματά τους και έψαχναν κάποια εταιρεία που να τους εμπιστευτεί. Υπήρξε εξαρχής χημεία μεταξύ τους και ο Μάνος Ξυδούς ανέλαβε την παραγωγή του πρώτου και του τρίτου δίσκου τους, ωστόσο, σιγά σιγά έγινε και ο ίδιος βασικό μέλος του συγκροτήματος. Συμμετείχε στη δημιουργία των τραγουδιών, γράφοντας στίχους, μουσική και κάνοντας φωνητικά.
Του χρωστάμε πολλά από τα πιο γνωστά και δημοφιλή τραγούδια των Πυξ Λαξ φέρουν τη δική του σφραγίδα, όπως τα “Πούλα με”, “Εσύ εκεί”, “Χωρίς ντροπή”, “Μόνο για εκείνη μη μου λες”, “Με στέλνεις”, “Τι ζητάς”, “Υπάρχουν χρυσόψαρα εδώ”, “Η εικόνα του χειμώνα”, “Δεν θα δακρύσω πια για σένα”, “Ποδήλατα δίχως φρένα”, “You get in love” φέρουν το στίγμα του. Ο Μάνος Ξυδούς έζησε όλες τις στιγμές των Πυξ Λαξ, μέχρι και τη στιγμή που η μπάντα διαλύθηκε, τον Σεπτέμβριο του 2004.
Η τελευταία του ζωντανή εμφάνιση
Μετά τη διάλυση των Πυξ-Λαξ, ο Μάνος Ξυδούς διέγραψε προσωπική πορεία στον χώρο της μουσικής και συνεργάστηκε με διάφορους καλλιτέχνες, παλιούς γνώριμους, αλλά και νέους τραγουδιστές, τους οποίους πάντοτε συμβούλευε με μεγάλη γενναιοδωρία. Οι προσωπικοί δίσκοι που κυκλοφόρησε ήταν οι εξής: Κανάστα (2005), Περιμένοντας το νέκταρ (2006), Βράδιασε, τα ξαναλέμε (2007), Μέχρι να πάρεις παγωτό, σε βρίσκει ο χειμώνας (συμμετοχή στον Πάνο Κατσιμίχα) (2007), Τ’ αστέρια θα ‘ναι πάντα μακριά (2008).
Το 2010 ο Μάνος Ξυδούς συμμετείχε στην περιοδεία Best Of Tour των Χάρη & Πάνου Κατσιμίχα, η οποία ήταν και η τελευταία του συναυλιακή περιοδεία. Τελευταίος σταθμός της περιοδείας τους ήταν η Κύπρος, την οποία επισκεπτόταν συχνά, και εκεί έμελλε να πραγματοποιήσει το τελευταίο του live, αλλά και την τελευταία του συνέντευξη, η οποία δόθηκε σε τοπικό ραδιοφωνικό κανάλι της Λεμεσού. Η τελευταία ζωντανή εμφάνιση του Μάνου Ξυδούς ήταν στις 8 Απριλίου 2010 στην Κύπρο.
“Όταν θα φύγω ένα βράδυ από ‘δω”
Στις 13 Απριλίου του 2010, ο Μάνος Ξυδούς πέθανε ξαφνικά από ανακοπή καρδιάς, σε ηλικία 57 ετών, τη στιγμή που βρισκόταν πάνω στη σκηνή και έκανε πρόβα. Ο θάνατος τον βρήκε κατά την διάρκεια μαγνητοσκόπησης εκπομπής στο κανάλι του ΣΚΑΙ, στο Νέο Φάληρο. Μεταφέρθηκε στο Τζάνειο Νοσοκομείο, όπου οι γιατροί διαπίστωσαν τον θάνατό του. Είχε χρόνια πρόβλημα με την καρδιά του και είχε υποβληθεί ένα χρόνο πριν σε χειρουργική επέμβαση.
Με την πρωτοβουλία των πρώην συνεργατών του στους Πυξ Λαξ, του Φίλιππου Πλιάτσικα και του Μπάμπη Στόκα, ολοκληρώθηκε μετά τον θάνατό του και ο τελευταίος δίσκος του με ονομασία “Όταν θα φύγω ένα βράδυ από ‘δω”, οποίος είχε μείνει στη μέση, και κυκλοφόρησε τον Ιούλιο του 2010. Στο δίσκο αυτό συμμετείχαν οι Διονύσης Τσακνής, Νίκος Πορτοκάλογλου, Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, Μίλτος Πασχαλίδης, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Λάκης Παπαδόπουλος, Όναρ, Μύρωνας Στρατής. Επίσης, η Μαρία και η Νάντια Σπηλιωτοπούλου, και οι κόρες του Μάνου, Κατερίνα και Νέλλυ Ξυδούς.
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις