Μαχντί Φλάιφελ: “Οι δυνάμεις εξουσίας προσπαθούν να μας κάνουν αόρατους – Είμαστε εδώ κι αυτές είναι οι ιστορίες μας”

Διαβάζεται σε 19'
Μαχντί Φλάιφελ: “Οι δυνάμεις εξουσίας προσπαθούν να μας κάνουν αόρατους – Είμαστε εδώ κι αυτές είναι οι ιστορίες μας”

Γεφυρώνοντας την απόσταση από την Παλαιστίνη ως την Αθήνα: Ζώντας στην Αθήνα, ο Δανο-Παλαιστίνιος σκηνοθέτης Μαχντί Φλάιφελ κάνει σινεμά τις ιστορίες που πρέπει να ειπωθούν. Μίλησε στο News24/7 στο φετινό φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ενώ οι ταινίες του παίζονται το Σάββατο 30/11 στο Ethnofest.

Στη φετινή διοργάνωση του Εθνογραφικού φεστιβάλ κινηματογράφου, το spotlight πέφτει στον Δανο-Παλαιστίνιο σκηνοθέτη Μαχντί Φλάιφελ, ο οποίος ζει και στην Ελλάδα, και του οποίου το έργο αποτυπώνει με οξυδερκή τρόπο τις εκφάνσεις της παλαιστινιακής ταυτότητας, τα αδιέξοδα, τα όνειρα και τη βιωμένη εμπειρία.

Το κάνει όμως με ένα τρόπο που, κατά τον ίδιο τον σκηνοθέτη, έχει πρωταρχικό σκοπό να μεταδώσει ιστορίες και τόπους και χαρακτήρες με έναν σαφή, κατανοητό τρόπο. «Το μεγαλύτερο αμάρτημα που μπορείς να διαπράξεις είναι να βαρεθεί το κοινό σου», μας είπε στη συνομιλία μας, όπου εξήγησε πως το σινεμά με το οποίο μεγάλωσε ήταν ταινίες των ‘80s, από τον “Terminator” μέχρι τον Ντε Πάλμα.

Όμως γρήγορα τον κέρδισε το ντοκιμαντέρ, καθώς μέσα από αυτή τη φόρμα μπορούσε με μεγαλύτερη ευκολία και αμεσότητα να αφηγηθεί ιστορίες της πατρίδας του και των ανθρώπων της. Όπως σημειώνει το Εθνογραφικό φεστιβάλ, σε μια κρίσιμη και βάναυση συνθήκη στη Μέση Ανατολή, με την επιθετική πολιτική του Ισραήλ σε βάρος του παλαιστινιακού λαού, η ανάγκη να παραμένει η Παλαιστίνη στο πρώτο πλάνο των συζητήσεων καθίσταται ακόμα πιο άμεση.

Γι’αυτό και στη φετινή διοργάνωση, το βλέμμα πέφτει βραβευμένο σκηνοθέτη, με την προβολή (Σάββατο 30/11, 19.30, Άστορ) τεσσάρων μικρού μήκους ντοκιμαντέρ ταινιών του: Xenos (2014), A Man Returned (2016), I Signed The Petition (2018), 3 Logical Exits (2020).

Νωρίτερα όμως, τον Φλάιφελ τον έχουμε συναντήσει και σε άλλα φεστιβάλ της χρονιάς. Στις Κάννες, όπου έκανε την πρεμιέρα το μεγάλου μήκους φιλμ μυθοπλασίας “Σε Μια Άγνωστη Γη”, που συμπεριλάβαμε στα φιλμ που ξεχωρίσαμε στις φετινές Κάννες, γυρισμένο μάλιστα στην Ελλάδα: Για δύο παλαιστίνιους αποκλεισμένους στην Αθήνα, τον Σατίλα και τον Ρεντά, οι οποίοι κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους προκειμένου να φύγουν από από αυτή την πόλη-ενδιάμεσο σταθμό και να συνεχίσουν το ταξίδι τους προς την Ευρώπη.

Η ταινία είναι γυρισμένη σε συνοικίες της Αθήνας από έναν άνθρωπο που φαίνεται πως τις γνωρίζει καλά, κι ο οποίος αφηγείται μια ιστορία επιβίωσης όμοια της οποίας έχουν σημειωθεί, αναμφίβολα, αμέτρητες.

Το “Σε Μια Άγνωστη Γη” διαγωνίστηκε στο φετινό φεστιβάλ Θεσσαλονίκης μάλιστα, όπου κέρδισε βραβείο κοινού αλλά και βραβείο ανδρικής ερμηνείας για τον Μαχμούντ Μπάκρι (Σατίλα). Εκεί στη Θεσσαλονίκη ήταν που ο Φλάιφελ κάθισε και μίλησε στο News24/7 για την Παλαιστίνη και την ανάγκη να ειπωθούν οι ιστορίες της, για την Αθήνα και την εντελώς μοναδική οπτική της ταυτότητα, και για την πίστη του στο να λέει σημαντικές ιστορίες με τρόπο ευθύ και προσβάσιμο από όλα τα κοινά.

Έκτοτε, το “Σε Μια Άγνωστη Γη” έχει προταθεί και για το βραβείο Breakthrough Σκηνοθέτη στα πολύ σημαντικά βραβεία Gotham για το ανεξάρτητο σινεμά. Και μέχρι να βρει διανομή στην Ελλάδα, βλέπουμε τα μικρού μήκους ντοκιμαντέρ του Μαχντί Φλάιφελ στο Εθνογραφικό φεστιβάλ.

Ulysse del Drago

Δεν ήξερα ότι μένεις στην Αθήνα!

Ναι, βρήκα ένα σπίτι στην Αθήνα, αφού απογοητεύτηκα βλέποντας όλους αυτούς τους τουρίστες που δεν είχαν καμία σχέση με την πόλη, να έρχονται και να αγοράζουν ακίνητα. Αυτό με τρέλαινε. Σκέφτηκα ότι εγώ είμαι αυτός που πρέπει να το κάνει. Είμαι Αθηναίος! Έρχομαι εδώ για 13 χρόνια και γυρίζω ταινίες εδώ. Και έτσι τελικά απέκτησα το δικό μου σπίτι το ’22, και μοιράζω το χρόνο μου μεταξύ εδώ και της Κοπεγχάγης. Και ήταν τέλειο γιατί όταν έκανα την παραγωγή, ζούσα στην πόλη και έτσι, στην πραγματικότητα, όλα γυρίστηκαν σε απόσταση δέκα λεπτών με τα πόδια από την περιοχή όπου ζω.

Φαίνεται ότι η ταινία δεν έχει τουριστική οπτική. Ειδικά αυτά τα τελευταία χρόνια που έρχονται τόσες πολλές ξένες παραγωγές στην Ελλάδα, μπορείς να το δεις ότι συνήθως έρχονται με μια πολύ τουριστική οπτική γωνία.

Ναι. Μπορείς να καταλάβεις όταν μια ταινία δεν κάνει θέμα το γεγονός ότι διαδραματίζεται σε μια συγκεκριμένη πόλη. Αισθάνεσαι σαν να ζεις μέσα σε αυτήν. Και δεν είναι σε φάση: «Αυτή είναι η πλατεία Ομονοίας. Την έχεις ακουστά, σωστά; Εδώ είναι τα Εξάρχεια. Τα έχετε ακουστά!».

Οπότε, τι ήρθε πρώτα με την ιστορία; Ήταν η σύνδεση με την Ελλάδα και η επιθυμία σου να αφηγηθείς μια ιστορία εκεί;

Ήρθα στην Ελλάδα το 2011, όταν έκανα το ντοκιμαντέρ μου. Ήρθα επειδή ένας φίλος μου ήρθε εδώ και προσπαθούσε να φτάσει στη Γερμανία. Και όταν κατέγραφα τη ζωή του ίδιου, άνοιξε ένας εντελώς νέος κόσμος. Και τότε άρχισα να σκέφτομαι ότι ίσως υπάρχει μια ιστορία εδώ. Αν κάποιος μου έλεγε ότι θα χρειαζόταν 12 χρόνια για να ολοκληρωθεί η ταινία και να κάνει πρεμιέρα, μάλλον δεν θα το συνέχιζα ποτέ!

Το πρόβλημα ήταν ότι 5-6 χρόνια αργότερα, ο κόσμος ήταν υπερκορεσμένος με ιστορίες για πρόσφυγες. Έτσι, ξαφνικά κανείς δεν ήθελε να γυρίσει την ταινία. Οπότε ήταν πραγματικά χάρη σε κάποιους από τους ανθρώπους που συμμετείχαν, οι οποίοι δεν δέχτηκαν ποτέ το όχι ως απάντηση. Όπως η Ελληνίδα παραγωγός μου, η Μαρία Δρανδάκη, ο βασικός μου παραγωγός, ο Τζεφ [Άρμπορν], άνθρωποι που κατάλαβαν ότι αυτή δεν ήταν απλώς μια ακόμη ιστορία προσφύγων. Δεν είναι μια εύκολη ταινία.

Πρακτικά μιλώντας, ή από την άποψη της ιστορίας;

Οικονομικά. Αλλά ακόμα και η ιστορία. Επειδή υπήρχαν τόσες πολλές ιστορίες, τι επιλέγεις; Είχα ήδη καλύψει πολλά από αυτά στο ντοκιμαντέρ μου, οπότε δεν ήθελα να τα επαναλάβω. Μια ιστορία συγκεκριμένα που μου έμεινε, ήταν μια ιστορία που μου είπε ένας φίλος. Ήρθε στο Λονδίνο και μου είπε πώς ο ίδιος και κάποιοι άλλοι είχαν φύγει από την Ελλάδα και τι είδους απάτες είχαν κάνει όσο ήταν εκεί.

Σκέφτηκα ότι ίσως θα μπορούσαμε να το κάνουμε ως ένα υβριδικό ντοκιμαντέρ. Τελικά συνεργάστηκα με έναν πολύ καλό σεναριογράφο, τον Φαϊζάλ Μπουλίφα, και με βοήθησε να το φτιάξω από αναφορές που του έδωσα, εμπνευσμένος από το “Άνθρωποι και Ποντίκια”. Ο Ρεντά και ο Σατίλα ήταν ουσιαστικά ο Τζορτζ και ο Λένι από το “Άνθρωποι και Ποντίκια”.

Με ενδιαφέρει να μάθω περισσότερα για τους δύο πρωταγωνιστές. Πώς τους βρήκες και ποια ήταν η διαδικασία συνεργασίας μαζί τους;

Έψαξα παντού. Οι λίγες παλαιστινιακές ταινίες που γυρίζονται, χρησιμοποιούν τους ίδιους ανθρώπους. Ήθελα όμως να εκπλήξω τον εαυτό μου. Ήθελα να ανακαλύψω κάτι νέο. Ακόμα και κάποιος όπως ο Μαχμούντ [Μπάκρι], που υποδύεται τον Σατίλα, ο οποίος έχει κάνει μερικές ταινίες, δεν με ενδιέφερε να δουλέψω μαζί του γιατί ήταν ήδη εκτεθειμένος. Αλλά… τότε τον είδα. Είχε ξυρίσει το κεφάλι του και είχε κάνει κάτι που ένιωσα ότι ήταν αναζωογονητικό και καινούργιο, και όταν έκανε αυτή την οντισιόν, μπήκε με μια αιχμή και σκέφτηκα, εντάξει, αυτό είναι ενδιαφέρον.

Η ταινία έχει έναν πολύ ενδιαφέροντα, αληθινό τρόπο να μας βάζει μέσα στον κόσμο, στους χαρακτήρες, χωρίς να τους κρίνει, χωρίς να χρειάζεται να πούμε «αυτός αξίζει την ευτυχία γιατί είναι άγιος» ή, δεν ξέρω, γιατί είναι υποδειγματικά μέλη του εργατικού δυναμικού, και άλλα σαν αυτά που ακούμε συχνά.

Ποτέ δεν ένιωσα σε κανένα σημείο ότι τους έκρινα. Φυσικά, ήξερα τι έκαναν, τις απάτες, τις κλοπές, οτιδήποτε. Ήξερα ότι ήταν λάθος, αλλά ποτέ δεν ένιωσα ότι μπορούσα να τους κρίνω. Γιατί ποιος είμαι εγώ για να τους κρίνω; Τι θα έκανα εγώ αν ήμουν στη θέση τους; Πώς θα αντιδρούσα; Και έτσι ένιωθα πολύ κοντά τους με αυτή την έννοια.

Είχα κάποιους παραγωγούς που κάποια στιγμή είπαν, «αλλά δεν ενισχύεις απλώς το στερεότυπο γι’ αυτούς;» ή το όλο αυτό τροπάρι του Τραμπ το «έρχονται, κλέβουν, βιάζουν, τρώνε τα σκυλιά σου» και ό,τι άλλο. «Αυτό δεν κάνεις;» Και εγώ είπα, ξέρεις κάτι; Αν θέλεις να το πας εκεί, μπορείς να το κάνεις. Αλλά αυτό είναι δικό σου θέμα. Αυτό δεν έχει καμία σχέση με τους ανθρώπους, γιατί αν δεν θέλεις να δεις την κατάστασή τους, αν δεν θέλεις να καταλάβεις… αυτό είναι δικό σου θέμα. Θέλω να καταλάβω γιατί οι άνθρωποι πηγαίνουν εκεί, γιατί οι άνθρωποι κάνουν αυτά που κάνουν. Αυτό είναι το σημαντικό.

Η ίδια η πόλη παίζει σημαντικό ρόλο σε αυτή την ιστορία, είναι κάτι σαν ένας ενδιάμεσος χώρος, ένα είδος καθαρτηρίου.

Η ταινία χρησιμοποιεί την Αθήνα ως ένα είδος καθαρτηρίου. Αυτοί οι χαρακτήρες δεν θέλουν να βρίσκονται εκεί. Δεν υπάρχει τίποτα παραγωγικό γι’ αυτούς. Η πόλη φαίνεται να μην έχει τίποτα να τους προσφέρει. Και θέλουν απλώς να απελευθερωθούν. Έρχονται από κάπου αλλού, θέλουν να πάνε κάπου αλλού, και είναι απλά κολλημένοι εδώ.

Η Αθήνα γι’ αυτούς τους τύπους είναι ένας ενδιάμεσος σταθμός. Δεν είναι μια πόλη στην οποία θέλουν να επενδύσουν. Δεν αισθάνονται ότι είναι μια πόλη που τους θέλει εκεί. Γι’ αυτό ζουν υπόγεια, σε υπόγεια διαμερίσματα. Και πάντα προσπαθούν να αποφεύγουν τις αρχές, την αστυνομία. Είναι χωρίς χαρτιά. Είναι ένας ενδιάμεσος σταθμός. Είναι το σημείο εισόδου. Είναι η πύλη προς την Ευρώπη, αλλά δεν είναι ο τελικός τους προορισμός. Και έτσι θέλω να μείνω πιστός σε αυτό, κατά μία έννοια.

Παρ’ όλα αυτά, η Αθήνα είχε έναν πολύ οικείο χαρακτήρα που ήθελα να μεταφέρω, τον οπτικό θόρυβο, τα γκράφιτι παντού. Ακόμα και το ηχοτοπίο της Αθήνας είναι ενδιαφέρον. Θυμάμαι τον ηχολήπτη μου όταν έφτασε. Έλεγε: «Είναι πολύ πιο ενδιαφέρον από την Πόλη του Μεξικού ή το Τόκιο». Έχει τόσα πολλά στρώματα και μου αρέσει που είναι σαν μια αστική ζούγκλα με όλες αυτές τις platias– τις πλατείες και τα πάρκα. Θυμάμαι λοιπόν ότι μίλησα με τον διευθυντή φωτογραφίας μου και του ζήτησα να προσπαθήσει να δει την Αθήνα σαν ένα από αυτά τα σκηνικά του Βιετνάμ, όπως στις πολεμικές ταινίες που βλέπαμε τη δεκαετία του ’80 με τους φίλους που είναι κολλημένοι σε μια πόλη που δεν τους αρέσει.

Αυτό ισχύει για την Αθήνα. Και αυτό επανέρχεται σε αυτό που έλεγα νωρίτερα, ότι κάποιος που επισκέπτεται την Αθήνα για να γυρίσει μια ταινία για 15 μέρες και μετά φεύγει, δε μπορεί να το αποτυπώσει αυτό.

Όχι. Ερχόμουν και πήγαινα στην Αθήνα από το 2011, για 12 χρόνια πριν ξεκινήσουμε τα γυρίσματα το ’23. Έτσι ένιωθα ότι γνώριζα την πόλη – αλλά δεν την ξέρω. Δεν είναι η πόλη της Αθήνας στην ταινία μου. Είναι ένα συγκεκριμένο μέρος της Αθήνας. Όλα γυρίστηκαν σε απόσταση δέκα λεπτών με τα πόδια από το σπίτι μου, και έμενα μεταξύ της Κυψέλης και της Αχαρνών. Αυτή είναι η Αθήνα που ξέρω. Αυτή είναι η Αθήνα στην οποία ζουν οι ήρωές μου. Οπότε είναι ένα κομμάτι της πόλης στο οποίο ήθελα να εστιάσω. Και αισθάνομαι ότι μάλλον γνωρίζω αυτό το κομμάτι περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο.

Δυστυχώς, έχω πάει μόνο σε ένα ελληνικό νησί. Έχω περάσει πολύ χρόνο στην Αθήνα. Αυτό είναι το μόνο που ξέρω για την Ελλάδα. Δεν έχω εξερευνήσει τα νησιά. Δεν έχω κάνει τα τουριστικά πράγματα. Έχω έρθει εδώ πραγματικά για τη δουλειά. Και τώρα θα ήθελα να εξερευνήσω τι άλλο προσφέρεται, γιατί είναι μια πανέμορφη χώρα. Και είναι κάτι πολύ οικείο για μένα ως μεσογειακή χώρα. Αισθάνομαι σαν το σπίτι μου.

Αλλά αυτό είναι για μένα, επειδή είμαι προνομιούχος και έχω διαβατήριο. Γι’ αυτούς είναι κάτι άλλο. Υπάρχει μια οικειότητα εκεί, αλλά δεν έχει καμία σχέση με την Ευρώπη όπως νόμιζαν ότι θα ήταν. Νόμιζαν ότι η Ευρώπη θα ήταν γεμάτη από ξανθούς, ψηλούς ανθρώπους. Κρύο κλίμα, με πολλά χρήματα. Είναι το Ελ Ντοράντο. Όταν βλέπουν την Ελλάδα είναι σε φάση, «Τι στο διάολο;» Θέλω να πω, όπως λένε στην ταινία, «αυτοί εδώ μας μοιάζουν». Αυτή δεν είναι η Ευρώπη όπως τη φαντάζονταν.

Πώς είναι η ζωή στη Δανία; Επειδή νιώθω ότι η Δανία και η Ελλάδα είναι πολύ ακραία αντίθετες σε ό,τι αφορά τον τρόπο ζωής. Κατά μία έννοια, η Δανία και αυτές οι χώρες είναι πιο κοντά σε αυτό που οι άνθρωποι που προσπαθούν να έρθουν στην Ευρώπη, νομίζουν ότι είναι η Ευρώπη. Όχι η Ελλάδα.Οπότε πώς ήταν η εμπειρία σου από αυτή την άποψη, μοιράζοντας χρόνο μεταξύ αυτών των δύο χωρών;

Είναι ένας πολύ καλός συνδυασμός μεταξύ των δύο, διότι μετά από 2 ή 3 μήνες, πηγαίνω στη Δανία για να δω την οικογένειά μου. Επιβραδύνω. Όλα είναι ωραία και καθαρά και τακτοποιημένα και τακτοποιημένα. Αλλά μετά από 2 ή 3 μήνες αισθάνομαι σαν να βρίσκομαι σε γηροκομείο.

Και μετά έρχομαι στην Ελλάδα για να ζήσω, ξέρεις, βγαίνω από το σπίτι και οι άνθρωποι μοιάζουν με εμένα και είναι καθησυχαστικό, είναι παρήγορο. Και υπάρχει ο θόρυβος και η ρύπανση και το χάος και το καλό φαγητό και η ζεστασιά των ανθρώπων. Και έτσι αισθάνομαι ότι, για κάποιον που είναι εξόριστος και που δεν έχει πραγματικά την αίσθηση ότι ανήκει κάπου, είναι τέλειο. Είναι ένα πραγματικό προνόμιο, στην πραγματικότητα.

Στιγμιότυπο από το ντοκιμαντέρ "Xenos".

Επειδή έχεις αυτό το υπόβαθρο στο ντοκιμαντέρ, ποιοι είναι οι ήρωές σου, κινηματογραφικά μιλώντας; Μεγάλωσες αγαπώντας κυρίως ανθρώπους που κάνουν ντοκιμαντέρ; Ποιο ήταν το ενδιαφέρον σου εκεί;

Όχι, το ντοκιμαντέρ ήρθε αργότερα. Ήρθε όταν αποφοίτησα από το σχολείο. Σπούδασα μυθοπλασία, αλλά στο τελευταίο έτος ενδιαφέρθηκα για το τι έκαναν οι φοιτητές του ντοκιμαντέρ. Νόμιζα ότι έκαναν ενδιαφέρουσα δουλειά. Και μου φάνηκε ότι θα ήταν πιο προσιτό. Ήξερα ότι η μυθοπλασία θα ήταν κάτι δύσκολο για μένα, να πείσω κάποιον να μου δώσει χρήματα, να πάω σε έναν καταυλισμό προσφύγων στο Λίβανο και να γυρίσω εκεί μια ταινία με μη ηθοποιούς. Ήξερα ότι θα ήταν δύσκολη μάχη, ενώ θα μπορούσα να πάρω μια κάμερα και να πάω να κάνω πράγματα μόνος μου, και αυτό ήταν πιο προσιτό.

Ποιοι είναι λοιπόν οι ήρωές μου; Κοίταξε, είμαι πολύ… Δεν είμαι πραγματικά σινεφίλ, με την πραγματική έννοια του όρου, έχω ακόμα πολλά να μάθω και να δω και να ανακαλύψω, αν και παρακολουθώ ταινίες από παιδί. Αλλά το είδος των ταινιών που παρακολουθούσα ως παιδί ήταν οι ταινίες στις οποίες με σύστησε ο πατέρας μου, ταινίες που του άρεσαν: b-movies από τη δεκαετία του ’80 και ταινίες δράσης. Terminator, Jaws… Και μετά, ξέρεις, έβλεπε μαζί μου ταινίες όπως το Serpico ή το Dog Day Afternoon. Πολύ ΝτεΠάλμα, πρώιμο Σκορσέζε… αυτές είναι οι ταινίες που μεγάλωσα βλέποντας και αγαπώντας.

Μόνο αργότερα, όταν άρχισα να ενδιαφέρομαι για τον κινηματογράφο, άρχισα να συνδέω τις τελείες και να σκέφτομαι ότι, α, όλα αυτά είναι φτιαγμένα από αυτόν τον τύπο. Όλα αυτά τα έκανε εκείνος ο τύπος. Αυτά είναι όλα φτιαγμένα από αυτό το άτομο. Μόνο αργότερα στη σχολή κινηματογράφου άρχισα να εκτίθεμαι σε ένα πιο στοχαστικό, πιο αργό είδος κινηματογράφου, όπως ο Ταρκόφσκι ή ο Μπέργκμαν ή ακόμα και ο Ντάγκλας Σερκ και ο Φασμπίντερ, και ο παγκόσμιος κινηματογράφος γενικότερα.

Αλλά μέχρι σήμερα, πάντα τείνω να κάνω ταινίες που είναι πιο προσιτές. Είμαι πάντα πρόθυμος να κάνω τη μητέρα μου να καθίσει και να παρακολουθήσει τις ταινίες μαζί μου, αλλά ταυτόχρονα δεν θέλω να θέσω σε κίνδυνο τον κινηματογράφο ως μορφή τέχνης. Είναι μια μορφή τέχνης και μου αρέσει η ομορφιά της εικόνας και το παιχνίδι με τον ήχο, τα στοιχεία και τη μουσική. Θεωρώ ότι είναι κρίμα όταν δεν έχεις παίξει πραγματικά με την κάμερα ή τον ήχο ή τη μουσική ή τον ρυθμό. Νομίζω ότι είναι σημαντικό η ταινία να είναι αισθητικά ελκυστική, να μπορεί να είναι σέξι. Δεν υπάρχει τίποτα κακό σε αυτό. Και ας μην ξεχνάμε ότι, στο τέλος της ημέρας, ξεκίνησε ως μια μορφή ψυχαγωγίας.

Αλλά ποιο είναι το νόημα να κάνω μια ταινία που απλά πηγαίνει σε φεστιβάλ; Και αν είσαι τυχερός ως θεατής και τυχαίνει να βρίσκεσαι στο φεστιβάλ εκείνη την ημέρα, την παρακολουθείς. Αν όχι, ξέχασέ το. Δεν θα τη δεις ποτέ. Ποιο είναι το νόημα αυτού; Το όνειρό μου είναι να βάλω κόσμο να κάτσει στις θέσεις των αιθουσών, ή να έχω την ταινία προσβάσιμη σε μια πλατφόρμα VOD, αλλιώς ποιο είναι το νόημα; Τις φτιάχνω ως ένα βαθμό για τον εαυτό μου, αλλά τις φτιάχνω και για το κοινό.

Και απ’ ό,τι καταλαβαίνω, η αρχική σου ώθηση ήταν πρωτίστως η ιστορία. Να εξερευνήσεις ένα συγκεκριμένο μέρος του κόσμου και απλά να το μοιραστείς.

Ναι. Παρατήρησα ότι σε πολλές από τις φεστιβαλικές ταινίες υπάρχει σχεδόν μια απροθυμία, ακόμη και μια απέχθεια να ειπωθεί μια ιστορία. Ξέρεις, πολύ συχνά κάθεσαι και σου παρουσιάζεται ένας χαρακτήρας, αλλά μετά δεν συμβαίνει τίποτα. Και απλά παρακολουθείς αυτό το ατελείωτο πράγμα για δύο ώρες, και είναι η ίδια αλληλουχία που επαναλαμβάνεται και λες, εντάξει, καταλαβαίνω το νόημα, αλλά πού με πας με αυτό;

Νιώθω ότι υπάρχουν πάρα πολλοί σεναριογράφοι-σκηνοθέτες που δεν είναι πραγματικά καλοί, αυτοί που είναι αληθινά καλοί μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού, στην πραγματικότητα. Ένα πράγμα που έμαθα με αυτή την ταινία είναι ότι δεν είμαι σσεναριογράφος. Μπορώ να γράψω για λόγους ανάγκης, αλλά όταν δούλεψα με έναν σεναριογράφο όπως ο Φαϊζάλ Μπουλίφα σκέφτηκα, εντάξει, αυτός είναι ένας καλός σεναριογράφος. Πολλές φορές έχεις αυτούς τους σεναριογράφους-σκηνοθέτες που συχνά δεν ξέρουν πώς να γράψουν ή δεν ξέρουν πώς να σκηνοθετήσουν. Ή μερικές φορές δεν ξέρουν ούτε το ένα ούτε το άλλο. [γέλια]

Προσωπικά, θέλω να είμαι σίγουρος ότι η μητέρα μου μπορεί να καθίσει να δει την ταινία και να νιώσει ότι διασκεδάζει. Και ταυτόχρονα, θέλω επίσης να νιώθω ότι οι άνθρωποι μπορούν να την εκτιμήσουν, όπως οι κριτικοί ή το κοινό ενός φεστιβάλ. Να πιστεύει ο κόσμος ότι ο σκηνοθέτης του έχει μια δική του γλώσσα. Νομίζω ότι το μεγαλύτερο αμάρτημα που μπορείς να διαπράξεις είναι να βαρεθεί το κοινό σου.

Μιλώντας για αυτή τη σχέση ταινίας και φεστιβαλικού οικοσυστήματος. Έχεις παρατηρήσει ότι υπάρχει κάποια αποσύνδεση εκεί; Η ταινία έχει καλή υποδοχή και ο κόσμος την απολαμβάνει και την ίδια στιγμή έχεις αυτούς τους πολιτιστικούς φορείς στη Δύση, που έχουν μια πολύ κατακριτέα στάση απέναντι σε αυτό που συμβαίνει στην Παλαιστίνη αυτή τη στιγμή. Αλλά την ίδια στιγμή τους αρέσει και καλωσορίζουν μια τέτοια ταινία. Ένιωσα μια πολύ περίεργη αποσύνδεση, μιλώντας προσωπικά. Βρισκόσουν στην αίθουσα στις Κάννες, με τη σημαία της Παλαιστίνης στη σκηνή και την ίδια στιγμή έχεις το φεστιβάλ να λέει: «Δεν πρόκειται να πάρω θέση γι’ αυτό».

Αυτή είναι η κοινή συναίνεση στη Δύση… Και νομίζω ότι παρά το γεγονός αυτό, καταφέραμε να κάνουμε κάποιο θόρυβο και αυτό δεν είναι κακό. Κι ελπίζω ότι μπορούμε να συνεχίσουμε να το κάνουμε αυτό. Ξέρεις, οι δυνάμεις εξουσίας προσπαθούν πολύ σκληρά να μας διαγράψουν κυριολεκτικά, να φιμώσουν τις φωνές μας, να κάνουν σαν να μην υπάρχουμε καν, να μας κάνουν αόρατους. Κι έτσι η δουλειά μας είναι να παλέψουμε ενάντια σε αυτό και να πούμε, όχι, υπάρχουμε. Είμαστε εδώ και αυτές είναι οι ιστορίες μας. Και έχουμε μια κουλτούρα. Έχουμε παραδόσεις, μια ιστορία, και έχουμε όνειρα, ελπίδες και φόβους, όπως κάθε άλλος λαός.

Η ελπίδα μου με μια ταινία σαν αυτή είναι ότι οι άνθρωποι θα μπορούν κάποια στιγμή αργότερα να θυμούνται τον Σατίλα και τον Ρεντά σαν να είναι μέρος της δικής τους οικογένειας ή της δικής τους μυθολογίας. Διάβασα το “Άνθρωποι και Ποντίκια” του Τζον Στάινμπεκ στην ηλικία των 13 ετών και μέχρι σήμερα θυμάμαι τον Τζορτζ και τον Λένι σαν να είναι μέρος της δικής μου μυθολογίας, της δικής μου οικογένειας. Ελπίζω λοιπόν ότι οι θεατές θα μπορέσουν να συνδεθούν με την ανθρωπιά αυτών των παιδιών στην ταινία μου…

Ξέρεις, ο Μαχμούντ Νταρουίς, ένας από τους ποιητές που απαγγέλλεται στην ταινία, είπε κάποτε «και δεν ονειρευόμασταν τίποτα περισσότερο από μια ζωή τόσο απλή όσο η ίδια η ζωή». Αυτό είναι. Νομίζω ότι αυτό ονειρεύονται ο Σατίλα και ο Ρεντά και αυτό είναι που πραγματικά επιθυμούν οι περισσότεροι Παλαιστίνιοι.

Η ταινία “Σε Μια Άγνωστη Γη” του Μαχντί Φλάιφελ προβλήθηκε και βραβεύτηκε στο 65ο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Οι 4 μικρού μήκους ντοκιμαντέρ ταινίες του Δανο-Παλαιστίνιου σκηνοθέτη (“Xenos”, “A Man Returned”, “I Signed the Petition”, “3 Logical Exits”) προβάλλονται το Σάββατο 30/11 στις 19.30 στον κινηματογράφο Άστορ, στο πλαίσιο του 15ου Εθνογραφικού φεστιβάλ κινηματογράφου.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα