Νίκη Σερέτη: “Ας είμαστε πιο ανθρώπινοι και ας πέσουν τα politically correct προσωπεία”
Η Νίκη Σερέτη μιλά στο News 24/7 για τις "γέφυρες" που βρήκε με την Αγαύη, τα όσα βίωσε κατά την καραντίνα, τους ρόλους που θα ήθελε να παίξει και τη συνεργασία της με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο.
- 02 Αυγούστου 2020 07:17
Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου- Watkinson
Κάποτε η σκηνοθέτιδα Ρούλα Πατεράκη την είχε αποκαλέσει “duende”. Θα πει “παθιασμένος” και ίσως είναι ένας χαρακτηρισμός που της ταιριάζει απόλυτα. Τη συνάντησα στο καφέ “Frater and Soror” στο Παγκράτι και μου έκανε εντύπωση που η επιβλητική της παρουσία συνδυάζεται από μια πηγαία ευγένεια. Αφορμή για τη συνέντευξη αποτέλεσε η συμμετοχή της στην παράσταση “Βάκχες” σε σκηνοθεσία Χρήστου Σουγάρη, η οποία πραγματοποιεί την καλοκαιρινή της περιοδεία. Εκεί ερμηνεύει την Αγαύη, έναν αρχετυπικό τραγικό ρόλο μιας μητέρας που σε κατάσταση μέθης σκοτώνει τον γιο της.
Η κουβέντα μας σύντομα επεκτάθηκε και εκτός του αρχαίου κειμένου. Χειμαρρώδης, αυθόρμητη και ελικρινής, η Νίκη Σερέτη δεν φοβάται να μιλήσει έξω από τα δόντια είτε για τις τρέχουσες εξελίξεις με τον κορονοϊό και τα προβλήματα που επέφερε (και ανέδειξε) στον χώρο του θεάτρου και της τηλεόρασης, είτε για τις κλισέ προτάσεις (και τα άλλα τόσα κλισέ δημοσιεύματα) που της έχουν γίνει. Γιατί μπορεί να έγινε γνωστή μέσα από τις μεγάλες τηλεοπτικές επιτυχίες “Εκείνες και Εγώ” και “Μαύρος Ωκεανός”, ωστόσο στην πορεία δεν επαναπαύτηκε στο να κάνει κάτι αναμενόμενο ή ετοιμοπαράδοτο. Έδωσε μάχες και χάραξε μια εντυπωσιακή πορεία στο θέατρο. Αυτό που όμως έχει μεγαλύτερη σημασία είναι ότι στη διαδρομή της αγκάλιασε και αγάπησε περισσότερο τον εαυτό της. Της αρέσει όπως μεγαλώνει μέσα κι έξω, και εμάς το ίδιο.
Η Νίκη Σερέτη μιλά στο News 24/7 για τις “γέφυρες” που βρήκε με την Αγαύη, τα όσα βίωσε κατά την καραντίνα και την επόμενη ημέρα, την πορεία της στο θέατρο και την τηλεόραση, τους ρόλους που θα ήθελε να παίξει, τη συνεργασία με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, τον Γιώργο Λάνθιμο και τον Joaquin Phoenix.
“Βάκχες” του Ευριπίδη, ένα από τα πιο δύσκολα έργα, κυρίως υποκριτικά. Πώς ήταν η συνάντησή σας με το έργο;
«Τώρα θα φανεί, στη σκηνή, εκεί κρίνονται τα πράγματα. Πάντα έχω αγωνία λίγο πριν μια παράσταση. Είμαι κουρασμένη αρκετά όπως και όλος ο θίασος γιατί έχουμε ξεκινήσει από τον Φεβρουάριο να ονειρευόμαστε αυτήν την παράσταση και να δουλεύουμε σκληρά πάνω σε αυτή. Λόγω καραντίνας είχαμε μια μικρή παύση στις δια ζώσης συναντήσεις και κάναμε πρόβες μέσω skype. Δεν θα ήθελα να το ξανακάνω αυτό, νομίζω ότι δεν βοηθά την πρόβα η απόσταση, ειδικά σε τέτοια τεράστια έργα που ακόμα και όταν βρίσκεσαι στο τερέν με τους συναδέλφους και τον σκηνοθέτη σου δεν μπορείς να τα αγγίξεις εύκολα. Η παράσταση ήταν προγραμματισμένη αρχικά να ανέβει στο Σύγχρονο Θέατρο, με το ξέσπασμα της πανδημίας ωστόσο άλλαξε και η οπτική του σκηνοθέτη και προσαρμόστηκε σε παράσταση ανοιχτού θεάτρου.
Ο σκηνικός χώρος της παράστασης είναι μια παιδική χαρά και αυτό ξαφνιάζει ευχάριστα. Είναι σαν ένα παιχνίδι, μια πολύ διαφορετική ανάγνωση των Βακχών. Δεν θα δει το κοινό την αρχαία τραγωδία που ίσως περιμένει. Πρόκειται για το κείμενο του Ευριπίδη -έχουμε μάλιστα μια εξαιρετική μετάφραση του Θεόδωρου Στεφανόπουλου- αλλά από εκεί και πέρα υπάρχει ένα κλείσιμο ματιού, μια “σκανταλιάρικη” και τολμηρή διάθεση στην προσέγγισή του. Δεν υπάρχουν οι σκηνές αλλοφροσύνης, είναι άμεσο, ποιητικό και ταυτόχρονα ανθρώπινο. Είμαι η Νίκη και μέσα από μένα αφηγούμαι την ιστορία της Αγαύης. Ο θεατής θα μπορεί να αφουγκραστεί τη μανία των “Βακχών” αλλά πιο πολύ σαν ένα εφιαλτικό όνειρο. Είναι πάντως μια ζωντανή παράσταση, αλλάζει από θεατρική σκηνή σε θεατρική σκηνή, εξελίσσεται.»
Η Αγαύη είναι ένας αρχετυπικός ρόλος και μια τραγική ηρωίδα που κατασπαράζει τον γιο της. Πώς την προσεγγίσατε, μπορέσατε να βρείτε σημεία συνάντησης;
«Πάντα σε τόσους μεγάλους ρόλους καταθέτεις αυτό που έχεις, είτε από εμπεριία είτε από συναισθηματικό πλούτο. Στην τραγωδία είναι πολύ σημαντική η καθοδήγηση του σκηνοθέτη, πρέπει να υπάρχει ένα συγκεκριμένο όραμα. Αλλιώς υπάρχει ο κίνδυνος ο καθένας να παίζει κάτι άλλο. Εκτός αν είναι το ζητούμενο. Στις “Βάκχες” έχουμε ούτως ή άλλως μια εκλεκτή ομάδα συνεργατών και είναι για μένα μεγάλο δώρο που έχω συναντηθεί μαζί τους, έχω να πάρω από τον καθένα κάτι. Ήταν τεράστια η χαρά για εμένα όταν άκουσα ότι θα κάνω την Αγαύη. Όμως η ουσία είναι τι έχει να πει, μέσα από τη δική μας ανάγνωση και ερμηνεία. Το στοίχημα είναι πώς θα μπορέσει να συνομιλήσει με το τώρα και αν θα καταφέρει να αποκωδικοποιήσει τους γρίφους της. Με “ελαφραίνει” λίγο που στην προσέγγισή μας δεν χρειάζεται να μπω στη σκηνή με γυρισμένους οφθαλμούς και αφρισμένο στόμα αλλά έπρεπε να την προσεγγίσω πιο γειωμένα, άχρονα και ουτοπικά. Μπορώ να πω μέσα από την ανάγνωση του Χρήστου Σουγάρη κατανοώ λίγο περισσότερο και τον Ευριπίδη και τις “Βάκχες” του. Είχα άλλη άποψη σε αυτό που έβλεπα μέχρι τώρα, ακόμα και για την ίδια την ιστορία.
Είναι ένας δύσκολος ρόλος αλλά προσπαθώ να μη μένω σε αυτό. Θεωρώ ότι “δένω” με το κολάζ της υπέροχης ομάδας και θα αφηγηθώ την ιστορία έτσι όπως την έχουμε συναποφασίσει. Έχω χαρά και λαχτάρα για το πώς θα υποδεχθεί το κοινό την πρότασή μας.
Με την Αγαύη ίσως να ταυτίζομαι εν μέρει στην τρέλα που έχει – εκείνης βέβαια προέρχεται από τον θεό Διόνυσο – και συμπάσχω μαζί της όταν αντιλαμβάνεται αυτό που έχει πράξει. Η συνειδητοποίηση – συνειδητότητα είναι αναγκαιότητα στις μέρες μας. Υπάρχει σε αυτήν την ηρωίδα μια έπαρση, μια άγνοια και καλό είναι στο τέλος οι άνθρωποι να παίρνουμε τα μαθήματά να αναλβάνουμε την ευθύνη των πράξεών μας. Επομένως είμαι πιο πολύ κοντά της σε αυτό το κομμάτι, το οποίο θα ήθελα να συμβαίνει και στην κοινωνία μας: Να αναλάβουμε επιτέλους τις ευθύνες και να μη λέμε μόνο “ο άλλος φταίει για αυτό”. Να βλέπουμε πού φταίμε εμείς και πώς μπορούμε να προχωρήσουμε από κοινού.»
Αυτή είναι άρα η θεματική που ξεχωρίζεται. Πάντα στο αρχαίο δράμα ρωτάμε τι έχει να πει αυτό το έργο στο σήμερα;
«Στο συγκεκριμένο έργο ναι, όπως και άλλα άπειρα θέματα, αλλά μπορώ να πω ότι και σε άλλες τραγωδίες που έχω κάνει, προβάλλεται πάντα το ζήτημα της ανάληψης των ευθυνών και του μαζί. Στις “Βάκχες” βλέπουμε επίσης τον φόβο για το καινούριο, μια καινούρια λατρεία, πώς αντιμετωπίζεται ο Διόνυσος. Και αυτό μπορεί να το συναντήσουμε σε κάθε καινούργια συνθήκη που συμβαίνει, πώς ο κόσμος “τρομοκρατείται” όταν έρχεται σε επαφή με κάτι βαθύτερο. Πολλοί εκεί κάνουν ένα βήμα πίσω και δεν θέλουν να “συνδεθούν”, φοβούνται τι μπορεί να τους φέρει το νέο, τι θα τους επανεκκινήσει, τι θα ανατρέψει τις ισορροπίες τους. Έχουμε μάθει σε πολύ συγκεκριμένα μοτίβα από τις οικογένειές μας και την εκπαίδευση οπότε καθετί καινούριο, κλονίζει.
Ακόμα και αυτή η παράσταση, με αυτήν την πρόταση, θα ξενίσει. Αλλά είναι πρόταση αν μη τι άλλο που μιλά στο σήμερα. Είμαστε στο 2020, αλίμονο αν πηγαίναμε σε μία πεπατημένη. Μπορεί να μην αρέσει σε κάποιους αλλά σίγουρα δεν θα βαρεθούν.»
Σας επηρεάζουν οι κριτικές;
«Παλαιότερα με επηρέαζαν πολύ περισσότερο. Μεγαλώνοντας κι έχοντας αποκτήσει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στον εαυτό μου, ξέρω ότι πάντα κάνω το καλύτερο που μπορώ υπό τις εκάστοτε συνθήκες. Πλέον εστιάζω στο ποιος λέει τι και πώς το δικαιολογεί. Αυτό μπορεί να με προχωρήσει κιόλας. Αλλά σίγουρα όχι να με “κλείσει”.»
Είστε από τους ηθοποιούς που κάνουν έρευνα για να βρουν τον ρόλο και τον θεωρούν κάποιον άλλο ή από εκείνους που τον βασίζουν σε δικά τους στοιχεία κι εμπειρίες.
«Σίγουρα υπάρχει μελέτη αλλά η μέθοδος μου είναι κάπου ανάμεσα, μιας και είμαι και μια προσωπικότητα πολύ έντονη. Νομίζω με περιγράφει μια ατάκα που είχε πει για εμένα η Ρούλα Πατεράκη ότι έχω πολύ “duende”, δηλαδή πάθος, ορμώμενη από το έργο του Φρεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Αυτό το έλεγε και για θετικό και για αρνητικό, πάντα σε όλα υπάρχουν δύο πλευρές. Μπαίνω με πάθος σε ό,τι καταπιάνομαι, από την Τέχνη μέχρι τις φιλίες και τους έρωτες. Και αυτό είτε με απογειώνει, είτε με προσγειώνει ανώμαλα. Και μετά προσπαθώ πάντα να βρίσκω μια ισορροπία, να βρω τις πλευρές στις οποίες πρέπει να στοιχηθώ ή να απορρίψω. Κάθε φορά καίγομαι και ξαναγεννιέμαι.
Προσωπικά πιστεύω πολύ στις έντονες προσωπικότητες. Δεν αρκεί να έχεις μόνο την καλύτερη τεχνική, χρειάζονται μια δυνατή προσωπικότητα και αποσκευές γεμάτες από εμπειρίες, ρωγμές και πόνο, που τον έχεις βέβαια διαχειριστεί και “μαλακώσει” μέσα σου.»
Στο θέατρο άρα υπάρχει μια ευεργετική διαχείριση του πόνου;
«Νομίζω πως ναι. Άλλοι φυσικά χρησιμοποιούν μόνο τεχνική που είναι απόλυτα σεβαστό. Για μένα είναι και έμμεσα θεραπευτικό το θέατρο, αλλά φυσικά χρειάζεται μια ισορροπία. Μου αρέσει η τεχνική να συνάδει και με ένα προσωπικό εκτόπισμα, αλλιώς μου φαίνεται “άδειο”. Χρειάζεται ο δικός σου σπαραγμός.»
Σας αρέσει να ελίσσεστε στα είδη θεατρικού κειμένου. Πχ θα θέλατε κάθε καλοκαίρι να ανεβάζετε τραγωδία;
«Όχι απαραίτητα, η τραγωδία είναι η αγάπη του Χρήστου Σουγάρη, με τον οποίο συνεργαζόμαστε τα τελευταια χρόνια. Δεν θα έλεγα ότι είμαι λάτρης του αρχαίου κειμένου μόνο. Αγαπώ τα κλασικά και τα ποιητικά κείμενα. Πέρυσι είχα πάει στην Αρμενία, όπου έπαιξα Σαίξπηρ μαζί με ξένους ηθοποιούς κι ήταν μια ωραία εμπειρία. Λατρεύω τον Τσέχοφ, ακόμα δεν έχω αναμετρηθεί σκηνικά μαζί του αλλά θα ήθελα πάρα πολύ. Και ξεχωρίζω και τον Ιονέσκο, με εμπεριέχει διότι έχει ένα χιούμορ υπόγειο.»
Οι Βάκχες είναι από τις λίγες παραστάσεις που ανεβαίνουν το καλοκαίρι. Ένα σχόλιό σας για αυτό; Είστε αισιόδοξη ότι θα ανοίξουν τα μικρομεσαία θέατρα τον χειμώνα;
«Δεν έχω ούτε αισιοδοξία ούτε απαισιοδοξία. Ούτε ελπίδα, μεγαλώνοντας δεν αγαπώ αυτήν τη λέξη, νομίζω ότι είναι ματαιωτική. Προτιμώ να γειώνω τα πράγματα και να σκέφτομαι ότι έχουμε φτάσει σε ένα τέλμα και άρα εξ ορισμού αυτό θα οδηγήσει σε μια νέα αρχή. Είναι λίγο αυτό που λένε “μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα”. Ας βουτήξουμε στον γκρεμό, αλλά ας μάθουμε να πέφτουμε. Ας πέσουμε στο ρέμα, αλλά να μάθουμε να κολυμπάμε. Πρέπει να εκπαιδευτούμε. Να εκπαιδευτούμε ο καθένας προσωπικά και μετά όλοι μαζί, να αλλάξουμε λίγο όλα αυτά τα κλισέ και τα στερεοτυπικά που έχουμε συνηθίσει και και το “ξέρεις ποιος είμαι εγώ;”. Υπάρχει περιθώριο και στο θέατρο να γίνουν από κοινού πράγματα, να τεθούν άλλες βάσεις που να προστατεύουν τα δικαιώματα των ηθοποιών, ακόμα και σε τέτοιες καταστάσεις εγκλεισμού που άφησε τόσους ανθρώπους ξεκρέμαστους. Χρειάζεται να διεκδικούμε πράγματα για όλους, ίσως τότε κάτι αλλάξει. Το να μαθαίνουμε από τους άλλους είναι σχεδόν ποιητικό. Έχουμε εισέλθει σε μια αδιαφορία για όλα, από τις επαγγελματικές σχέσεις μέχρι τις προσωπικές. Πρόσφατα είδα έναν άνθρωπο να πέφτει στο έδαφος και γύρω του όσοι ήταν στο σημείο δεν αντέδρασαν καθόλου. Όλα πλέον γίνονται μέσα από την τεχνολογία: Μέσα από το διαδίκτυο νοιαζόμαστε, ερωτευόμαστε, πενθούμε…»
Ίσως με τους ηθοποιούς να επιτείνει την κατάσταση η προκατάληψη που υπάρχει στην Ελλάδα ότι δεν είναι τόσο “επάγγελμα” όοο ασχολία; Τα περισσότερα νέα παιδιά θα συμμετάσχουν αφιλοκερδώς σε παράστασεις για να κάνουν το όνειρό τους πραγματικότητα.
«Ισχύει. Δεν θα ήθελα καθόλου να είμαι στη θέση των παιδιών που ξεκινούν τώρα. Είναι πολύ άγρια τα πράγματα. Τους σκέφτομαι πολύ. Στη σχολή μου μας έλεγαν ότι χρειάζεται γερό στομάχι, αγάπη και υπομονή. Τώρα δεν ξέρω και εγώ τι χρειάζεται. Followers στο Instragram; Τι να πω; Ας έχουν πίστη τουλάχιστον.»
Πώς βιώσατε την καραντίνα και την εσωστρέφεια που επέβαλε;
«Κατά τη διάρκεια του lockdown ήμουν ψύχραιμη. Είμαι εσωστρεφής σαν χαρακτήρας, παρόλο που μπορεί να μη φαίνεται. Οπότε η καραντίνα δεν με ενόχλησε. Είμαι πολύ αυτόνομος άνθρωπος, την πέρασα μόνη μου. Στην αρχή βέβαια ήταν λίγο άβολο και παράξενο. Αποτέλεσε μια “κανονικότητα” κατά την οποία έκανα αρκετό διαλογισμό, ανακάλυψα μάλιστα και το Ρέικι. Στην αρχή δεν μπορούσα να διαβάσω όσο ήθελα, είδα κάποιες ξένες θεατρικές παραγωγές, κυρίως ρώσικες, που βγήκαν στο διαδίκτυο, αν και δεν πιστεύω καθόλου στη διαδικτυακή προβολή παραστάσεων.
Εκείνο που ίσως μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση ήταν το μετά. Ήμουν πιο ψύχραιμη κατά τον εγκλεισμό παρά όταν βγήκα. Όλοι θεωρώ είμαστε πιο τσιτωμένοι από πριν, αγωνιούμε -ακόμα και αν δεν το ομολογούμε- για το τι θα συμβεί. Τώρα με βλέπω σε μια αστάθεια, μια ανισορροπία, σε έναν εκνευρισμό. Θα προσέχω, θα βάλω τη μάσκα, θα δυσανασχετίσω, θα προγραμματίζω το πολύ μέχρι αύριο. Θα ήθελα να πάω ένα ταξίδι στο εξωτερικό αλλά το σκέφτομαι πολύ. Όλα πλέον έχουν μπει σε μια άλλη βάση και αυτό με “κλείνει”, δεν υπάρχει η ελευθερία που είχαμε. Και έχει φέρει στο προσκήνιο άλλες φοβίες, όπως και αυτή του θανάτου. Δεν κάνω σχέδια. Στοχεύω στο τώρα, στις παραστάσεις που είναι πιο κοντά αλλά δεν κάνω όνειρα για τις άλλες, καθώς δεν ξέρουμε αν θα γίνουν. Άσχετα από το αν θα υπάρξει δεύτερο lockdown ή όχι, αν ο κόσμος δεν έρχεται στο θέατρο, δεν γνωρίζουμε τι θα συμβεί. Ήταν ένα πολύ καλό μάθημα όλο αυτό στο να βιώνω το παρόν και να αφήνω μια κακή στιγμή πίσω μου πολύ πιο γρήγορα. Να χαιρόμαστε το τώρα γιατί είναι αυτό που έχουμε και τη δεδομένη στιγμή είναι το καλύτερο που μπορεί να μας συμβεί.»
Αληθεύει ότι για τον ρόλο της Δεβόρα σάς είχε ξεχωρίσει ο Γιάννης Μπέζος από όταν ήσασταν στη σχολή ακόμα;
«Ναι. Έτυχε να παίξω έναν μικρό guest ρόλο στο “Της Ελλάδος τα Παιδιά”, με θυμόταν και ήθελε να συνεργαστούμε. Για να πω την αλήθεια με τίμησε ο ρόλος της Δεβόρας και τον τίμησα κι εγώ. Και φυσικά με τίμησε και ο κόσμος που με ξεχώρισε. Αλλά δεν γίνεται το 2020 να διαβάζω άρθρο με τίτλο “Η Δεβόρα στην Αρμενία για διεθνή καριέρα”. Είναι τόσο κλισέ, δεν γίνεται να έχει γίνει η σειρά το 1997 και σήμερα να αναφέρονται ακόμα σε μένα με το όνομα του ρόλου. Θα προτιμούσα να είμαι σε ένα δημοσίευμα η Νίκη Σερέτη και ας ξεκινούσα από το τίποτα. Είναι κι ένας λόγος που δεν δίνω συχνά συνεντεύξεις. Είναι κρίμα να γίνονται τόσα πράγματα και να είμαστε προσκολλημένοι στο παρελθόν. Και αυτό δεν ισχύει μόνο για εμένα, σε πολλούς ηθοποιούς έχουν “ταυτίσει” ρόλους. Αλλά από εκεί και πέρα έχουμε μια εξέλιξη.»
Έχετε πει σε συνέντευξή σας ότι αρνηθήκατε αρκετές προτάσεις στην τηλεόραση γιατί ήταν στερεοτυπικές. Μιλήστε μου για αυτό.
«Έκανα αρκετή τηλεόραση για τα δεδομένα αυτά – τότε ήταν πολύ πίσω τα πράγματα. Το θέμα όμως δεν είναι μόνο τα στερεότυπα – θεωρώ δεν γίνονται ούτως ή άλλως πολλές καλές σειρές. Ως προς το στερεοτυπικό, αν googlάρεις το όνομά μου, βγαίνουν αποτελέσματα με “Δεβόρα”, “ρατσισμό”, “στερεοτυπικά της τηλεόρασης”. Θα καταντήσω γραφική, γι’ αυτό δεν θέλω να μιλάω άλλο γι’ αυτά. Νομίζω πρέπει και άλλοι να μιλήσουν για ποιο λόγο γίνονται αυτές οι κλισέ, βαρετές επιλογές. Υπάρχει παντού αυτό και φαίνεται σαν να είμαστε χωρισμένοι στο “εμείς και οι άλλοι”. Ας μιλήσουν λοιπόν και οι άλλοι για το προς τα πού κατευθύνονται τα σενάρια. Έχουμε τόσες αναφορές, τόσα ερεθίσματα. Πλέον οι περισσότεροι έχουν Netflix και εκεί βλέπουμε διαφορετικές προτάσεις και επιλογές. Γιατί δεν είμαστε εδώ τόσο ανοιχτοί και μοιάζει να αγαπούμε τα στερεότυπα; Γιατί δεν ανοίγει το πράγμα παραπάνω και βλέπουμε τους ίδιους και τους ίδιους. Υπάρχει μια αναξιοκρατία στο σύστημα, είναι πιο γενικό το ζήτημα.
Προσωπικά εγώ δεν έχω παράπονα, είμαι ευγνώμων. Θεωρώ πολύ τυχερό τον εαυτό μου που δεν είχα κάποιον στην οικογένειά μου να με “σπρώξει”, που λένε. Έκανα μόνη μου αυτά που έκανα. Και γνώρισα την αγάπη του κόσμου μέσα από τη Δεβόρα ή τον “Μαύρο Ωκεανό” και τις άλλες σειρές που συμμετείχα. Αλλά να βλέπουμε και το τώρα: Τώρα είμαι η Νίκη ή ο “Κανένας”, πάντα προσπαθώ από την αρχή και ποτέ δεν νιώθω ότι έχω φτάσει κάπου, γιατί αυτό θα ήταν ένας θάνατος για μένα.»
Στο θέατρο όμως με σταθερά βήματα χτίσατε και εξελιχθήκατε, σήμερα παίζετε πρωταγωνιστικούς ρόλους.
«Ναι μάχομαι για αυτό, για την εξέλιξή μου. Κυρίως σαν άνθρωπος. Αν θα μπορούσα να δώσω ένα παράδειγμα στα νέα παιδιά που βγαίνουν στον χώρο, ασχέτως αν έχουν ένα διαφορετικό χρώμα ή όχι, είναι ότι πρέπει να κυνηγούν το όνειρό τους, χωρίς να βάζουν πολύ νερό στο κρασί τους. Θέλει καθημερινή μάχη η επιβίωση και το να φτάσεις κοντά σε αυτό που αγαπάς. Για αυτό άλλωστε αρρωσταίνουν οι άνθρωποι, γιατί δεν είναι εκεί που αισθάνονται καλά. Κάνουμε υποχωρήσεις και ξαφνικά έρχονται κρίσεις πανικού ή και ασθένειες που δεν μπορούμε να μεταβολίσουμε.
Είμαι τυχερή που συναντήθηκα καλλιτεχνικά με τον Χρήστο Σουγάρη και αυτό έγινε γιατί είναι και αυτός ανοιχτόμυαλος, παθιασμένος και με προσωπική ταυτότητα, βλέπει πέρα από ετικέτες. Και χτίσαμε μαζί τις παραστάσεις που κάναμε. Με αγάπη. Και εκείνου του αξίζω, κι εμένα μου αξίζει. Ο καθένας μας έχει τον παράδεισο ή την κόλαση που του αξίζει. Με τέτοιους ανθρώπους θέλω να συναντίεμαι, που κοιτούν πέρα από το προφανές.»
Υπάρχει μεγαλύτερη ευελιξία στο θέατρο, λιγότερη στενομυαλιά;
«Δεν θα το έλεγα. Παντού μάχες δίνεις. Απλώς στο θέατρο νιώθω ότι η δυναμική μου είναι πιο έντονη. Και μπορείς να συναντήσεις νομίζω πιο εύκολα μια “αγκαλιά” κι ένα σπίτι όπου θα νιώσεις ότι “χωράς”. Η τηλεόραση έχει και άλλες απαιτήσεις.»
Η σχέση σας με τον κινηματογράφο;
«Το αγαπώ το σινεμά. Η αλήθεια είναι ότι παλαιότερα βίωνα ότι παραείμαι γνωστή για να έχω τις προτάσεις που θα ήθελα. Είχα την τύχη να κάνω μια ελληνοϊταλική παραγωγή με τη Φραντζέσκα Μπαρτελίνι, η οποία είχε πάει σε κάποια φεστιβάλ του εξωτερικού και την τιμή να δουλέψω με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο στην τελευταία του ταινία. Είχα ολοκληρώσει τα γυρίσματά μου για αυτή. Επίσης αγαπώ πολύ τις ταινίες του Γιώργου Λάνθιμου και του Γιάννη Οικονομίδη.»
Μοιραστείτε μαζί μου μια ανάμνηση μαζί με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο.
«Ήταν ένας ιδιαίτερος άνθρωπος πολύ χαρισματικός. Εμμονικός με τα πλάνα, δεν θα ξεχάσω ότι μια ημέρα που δεν είχα γύρισμα και ασχολούμουν με δουλειές εκτός σπιτιού, έβαλε λυτούς και δεμένους να με βρουν και να με ξαναπάνε στο σετ να επαναλάβω σκηνή που είχα ήδη γυρίσει γιατί είχε ένα ωραίο σύννεφο στον ουρανό. Μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση, κυνηγούσε πολύ τα κάδρα του.
Και κάτι που μου έχει μείνει ακόμα είναι η πρόσκληση που δέχτηκα για την κηδεία του που έγινε σε πιο κλειστό κύκλο. Ήταν στις 6 τα ξημερώματα κοντά στα Λιπάσματα Δραπετσώνας και αισθάνθηκα την ανάγκη να πάω. Πήρα ταξί και με άφησε σε μια ερημιά, δεν έβρισκα με τίποτα το σημείο. Περιπλανήθηκα μάταια από τις 5.30 που έφτασα μέχρι τις 6.30. Ήταν σαν να έχω βάλει ένα στοίχημα με τον εαυτό μου ότι παρόλο που ήταν πολύ επικίνδυνα εκεί, εγώ θα το “τελειώσω”, θα φτάσω στην κηδεία ακόμα και αν έχουν φύγει όλοι. Κάποια στιγμή, εκεί που ξημέρωνε, είδα κάπου κάτι φωτιές και κατευθήνθηκα προς αυτές. Ήταν εκεί τελικά. Συνάντησα ένα πραγματικά αγγελοπουλικό τοπίο που ούτε σε ταινία δεν είχα δει: Μόλις είχε σκάσει το φως της ημέρας, έβλεπες γλάρους, φλόγες σε κάτι σανίδες που έπλεαν στη θάλασσα και βαρέλια με φωτιές. Ακουγόταν μουσική της Καραΐνδρου, υπήρχε κόκκινο κρασί, συγγενείς και λίγοι καλοί του φίλοι και συνεργάτες. Ήταν μαγικό, χάρηκα πολύ κι ένιωσα ότι καλά έκανα και δεν παραιτήθηκα. Ήταν η πιο ποιητική, κινηματογραφική κηδεία που έχω ποτέ παραβρεθεί και η συμβολική επιβεβαίωση να μην παρατάω ποτέ τον στόχο μου.»
Θα σκηνοθετούσατε μια παράσταση;
«Όχι δε με ενδιαφέρει. Έχω υπάρξει βοηθός σκηνοθέτη σε 2-3 παραστάσεις αρκετά χρόνια πριν και είχε παρερμηνευτεί κάπως αυτό ότι μπορεί να θέλω να σκηνοθετήσω. Δεν ισχύει όμως, μου αρέσει να είμαι επάνω στη σκηνή ή μπροστά από την κάμερα και να παίζω.»
Μια είδηση που ξεχωρίσατε τελευταία;
«Αν και έχουν περάσει δυόμιση μήνες, με είχε συγκλονίσει η υπόθεση της Ελένης Τοπαλούδη και η εκδίκασή της. Ανατρίχιασα με την αγόρευση της εισαγγελέως Αριστοτελείας Δόγκα που είπε μεταξύ άλλων: “ας χαλάσει ο κόσμος όλος, ας γκρεμιστεί, αλλά ας επικρατήσει η Δικαιοσύνη”. Με είχε συνεπάρει. Της επιτέθηκαν, αλλά συντάσσομαι μαζί της. Πρέπει η ανθρωπιά να υπερπηδά τους νόμους, το σύστημα. Ας είμαστε πιο ανθρώπινοι και ας σημαίνει αυτό ότι κάποιοι νόμοι πρέπει να αλλάξουν. Να πέσουν τα politically correct προσωπεία.»
Οι πρόσφατες διαδηλώσεις διεθνώς με το “Black Lives Matter” πιστεύετε θα κάνουν κάποια διαφορά, θα υπάρχει κάποιο αποτέλεσμα;
«Ήταν μια ωραία κίνηση αλλά να δούμε στην πράξη, τι θα φέρει ως αποτέλεσμα. Το να υπάρξουν ξαφνικά οι κινητοποιήσεις με το μαύρο φόντο δεν μου λέει κάτι. Είδα και τις συνεντεύξεις ανθρώπων σε Ελλάδα και εξωτερικό, για το τι έχουν βιώσει οι ίδιοι. Το παρακάτω θέλω να δω. Θεωρώ ότι έχουμε μεγάλο δρόμο να διανύσουμε ακόμα, και στην Ελλάδα περισσότερο. Μακάρι να αλλάξει κάτι αλλά πρέπει να υπάρξουν αλλαγές σε πολλά επίπεδα. Ο κόσμος μας είναι όμορφος και πολύχρωμος! Θέλω να το βλέπω παντού ως μια φυσική εξέλιξη. Όχι μόνο σε εξειδικευμένα άρθρα που ο καθείς περιγράφει το τραύμα του και μετά από αυτό τίποτα δεν μετακινείται. Δεν με νοιάζει να μάθω το buling που έφαγε το θύμα, αλλά να δω πώς αλλάζει ο θύτης. Αλλαγή παιδείας και βέβαια και από τα media και τη διαφήμιση ακόμη, στο πώς προσεγγίζουν και προβάλλουν τα ζητήματα αυτά.»
Αν σας έλεγε κάποιος ότι από αύριο δεν μπορείτε να ξαναπαίξετε, τι θα επιλέγατε να κάνετε;
«Με αυτό ζω από όταν τελείωσα τη σχολή υποκριτικής. Πάντα κάθε φορά που παίζω έναν ρόλο, αναρωτιέμαι αν αυτό θα είναι το τελευταίο μου ταξίδι. Είμαι εξωσυστημική μονάδα. Θα σκεφτώ ότι μπορεί να μη μου ξαναγίνει κάποια πρόταση ή να μη με αφορά μια πρόταση που θα μου γίνει. Έχουν υπάρξει διαστήματα που έμεινα σπίτι μου και θα το προτιμήσω από το να κάνω μια δουλειά μόνο και μόνο για να νιώσω ότι “υπάρχω” καλλιτεχνικά. Είναι καλές και οι παύσεις.
Παλαιότερα οι σκέψεις αυτές συνοδεύονταν από θλίψη. Πλέον αφήνομαι στη ροή διεκδικώντας όσο μου το επιτρέπει η φύση της προσωπικότητας μου. Και θεωρώ ότι αν και όποτε έρθει η επόμενη δουλειά, θα υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος που εμένα θα με πάει παρακάτω. Θα παραδεχτώ ότι με χαίρομαι πολύ όπως μεγαλώνω – και οπτικά και εσωτερικά- κι ας ακουστεί επηρμένο. Αν ήμουν έξω από μένα, θα με έκανα παρέα, θα με αγαπούσα και θα με ερωτευόμουν. Μπορώ και κρατώ την παιδικότητα και την αγνότητά μου αλλά πλέον επιχειρώ να βρίσκω την ισορροπία μεταξύ της μαγείας – που αποζητώ – και του ρεαλισμού.»
Πείτε μου κάτι που δεν θα μπορούσατε να ζήσετε χωρίς.
«Πρώτα από όλα ίσως να έλεγα την ελευθερία γιατί είμαι ένα πολύ ανεξάρτητο άτομο αλλά πάντα η σκέψη μου θα είναι ότι δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αγάπη και τρυφερότητα. Επιζητώ πολύ το μαζί με τους άλλους. Γιατί αλλιώς δεν μπορώ να υπάρξω ούτε να με δω.»
Μια ταινία που έχετε δει πάνω από τρεις φορές;
«Λάτρεψα το “La La Land”, αυτόν τον μαγικό έρωτα που τελικά οι δυο τους δεν συναντήθηκαν για να τον βιώσουν. Μπορώ να βάλω τα κλάματα κάθε φορά στην τελευταία σκηνή. Και το “Joker”. Μου αρέσουν οι σκληρές ταινίες και θεωρώ ότι ο Joaquin Phoenix δίνει σπαρακτική ερμηνεία. Αυτή η ματαίωση και το αιώνιο χαμόγελό του με συγκινούν. Από παλιές ταινίες το “Breakfast at Tiffany’s”.»
Πιστεύετε το “Joker” είναι μια ταινία που δεν απευθύνεται σε ανήλικους;
«Πιστεύω ότι τα παιδιά πρέπει να εκπαιδεύονται. Σαφέστατα και πρέπει να τη δουν σε μια ηλικία που θα έχουν την απαραίτητη αντίληψη. Δεν πρέπει να “κρύβουμε” όλες τις πληροφορίες στα παιδιά, να μη μιλάμε για παράδειγμα για τις αρρώστιες. Λέμε το “κακό” και όχι “καρκίνος”. Για ποιο λόγο; Να τα λέμε τα πράγματα με το όνομά τους: καρκίνος, πόνος, θάνατος, πένθος, σκοτώνω, αγαπάω… Πρέπει να εκπαιδεύονται.»
Τι σας ενοχλεί;
«Η αγένεια και η αδικία.»
Τι σας αρέσει;
«Μου αρέσει ό,τι με συγκινεί. Οι άνθρωποι που έχω και με έχουν επιλέξει για να συμπορευόμαστε. Και ο εαυτός μου.»
Τι σας εμπνέει;
«Ο έρωτας και η ποίηση.»
Βάκχες
Οι «Βάκχες» του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία του βραβευμένου με βραβείο Κάρολος Κουν Χρήστου Σουγάρη, με μια all star ομάδα συντελεστών και έναν εκλεκτό θίασο πολυβραβευμένων ηθοποιών, πραγματοποιεί περιοδεία, αυτό το καλοκαίρι, σε Αρχαία Ολυμπία, Θεσσαλονίκη, Κοζάνη, Χαλκίδα, Αθήνα και Πειραιά.
Πρόκειται για μία εναλλακτική ανάγνωση των Βακχών, οι οποίες αποκτούν μία άλλη διάσταση, ακόμη και χωροταξικά. Μέσα σε μια παραμελημένη παιδική χαρά ζει και βασιλεύει ένα νεαρό αγόρι, ο Πενθέας. Εκεί καταφθάνει ο νέος θεός Διόνυσος με ομάδα πιστών με σκοπό να εδραιώσει τη λατρεία του στον παρηκμασμένο χώρο. Με την άφιξή του τα πάντα αποκτούν νέα υπερβατική και αχαλιναγώγητη πνοή…
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Μετάφραση: Θεόδωρος Στεφανόπουλος
Σκηνοθεσία: Χρήστος Σουγάρης
Μουσική: Στέφανος Κορκολής
Σκηνικά – Κουστούμια: Αριστοτέλης Καρανάνος – Αλεξάνδρα Σιάφκου
Κίνηση: Στέφανι Τσάκωνα
Φωτισμοί: Γιάννης Δρακουλαράκος
Βοηθός Σκηνοθέτη: Νικόλας Ιωακειμίδης
ΔΙΑΝΟΜΗ
Διόνυσος: Γιώργος Κοψιδάς
Τειρεσίας: Νίκος Καρδώνης
Κάδμος: Δημήτρης Ήμελλος
Πενθέας: Στάθης Κόικας
Θεράπων: Κρις Ραντάνοφ
Α’ Άγγελος: Χριστόδουλος Στυλιανού
Β’ Άγγελος: Μανώλης Μαυροματάκης
Αγαύη: Νίκη Σερέτη
Βάκχες: Μυρτώ Αλικάκη, Μαρίζα Τσάρη, Γωγώ Καρτσάνα, Ηλέκτρα Σαρρή, Ξένια Ντάνια, Δέσποινα Μαρία Μαρτσέκη
Γυναίκα: Ρούλα Πατεράκη
Άνδρας: Κώστας Λάσκος
Τυμπανιστής: Άρης Καλλέργης
ΠΕΡΙΟΔΕΙΑ
Οι επόμενοι σταθμοί της παράστασης είναι:
– 18/8 Θέατρο Φλόκα – Αρχαία Ολυμπία
– 31/8 & 1/9 Σχολείο της Αθήνας – Ειρήνη Παππά
– 3/9 Ηρώδειο
– 12/9 Βεάκειο