Ο Δημήτρης Ζερβουδάκης ήταν μοιραίο να στείλει γράμμα σε έναν ποιητή
Ο Δημήτρης Ζερβουδάκης μιλά στο News 24/7 λίγο πριν τη συναυλία του στην Τεχνόπολη για τη Θεσσαλονίκη, για τα πρώτα του βήματα με τους "Νέους Επιβάτες", τον νέο του δίσκο με τίτλο "Του τρελού η ανάσα", αλλά και την ιστορία πίσω από το "Γράμμα σε ένα ποιητή".
- 22 Αυγούστου 2020 08:38
Η βαθιά φωνή του ξεχωρίζει ανάμεσα σε άλλες και τα τραγούδια του μας έχουν συνοδεύσει σε διάφορες φάσεις της ζωής μας. Ο Δημήτρης Ζερβουδάκης ήταν πάντα από τους καλλιτέχνες που παρέμεναν πιστοί στην τέχνη τους και αντιμετώπιζουν τη μουσική τους με σοβαρότητα, έχοντας μία συνέπεια στην πάροδο των χρόνων.
Αποφασίσαμε να μιλήσουμε τηλεφωνικά, καθώς είναι μόνιμος κάτοικος Θεσσαλονίκης και η συνάντησή μας ήταν αδύνατη. Η ίδια βαθιά φωνή απάντησε στο τηλέφωνο, εκείνη που τραγούδησε τα “Ανείπωτα” με πάθος, που μας ταξίδεψε πολύ μακριά με το “Γράμμα σε έναν ποιητή”, που συνόδευσε τα δάκρυά μας με το “Πώς να αναπνεύσω”.
Η οικειότητα ήρθε πολύ γρήγορα, όπως και οι ιστορίες από την Θεσσαλονίκη, την οποία αγαπά πολύ, αφού δεν την εγκατέλειψε ποτέ.
“Είμαι από τη Θεσσαλονίκη, γέννημα θρέμμα, απλώς έχουμε τον παππού μας, ο οποίος ουσιαστικά ήταν από την Κρήτη. Υπάρχει μια φλέβα κι από κει, ένα 25% ας πούμε, γιατί η γιαγιά μου ήταν από τη Μακεδονία. Οι άλλοι δυο παππούδες μου ήταν από τη Θράκη. Στη Θεσσαλονίκη έζησα στο κέντρο, μέχρι και τα πανεπιστημιακά χρόνια και μετά σιγά σιγά άρχισα να αποκεντρώνομαι. Ήταν μια άλλη Θεσσαλονίκη, η οποία δεν υπάρχει πια σήμερα. Έχει αλλάξει πάρα πολύ. Πέρα από τους ιστορικούς και κοινωνικούς λόγους, η σελίδα γύρισε το 1978 με τον μεγάλο σεισμό, όπου ουσιαστικά άλλαξε όλη η φυσιογνωμία της πόλης και οριστικά απομακρύνθηκε από έναν τρόπο ζωής που υπήρχε πριν από την ημερομηνία αυτή. Εκείνος ο σεισμός ουσιαστικά γκρέμισε όλες τις γειτονιές, χάθηκαν οι γειτονιές από το κέντρο της πόλης, που ακόμα υπήρχαν. Το κέντρο της πόλης ήταν γεμάτο από μονοκατοικίες, εβραϊκά, τουρκικά σπίτια, με ελληνική σύσταση πληθυσμού. Ήταν τέλος εποχής. Έπειτα αναδύθηκε μια άλλη Θεσσαλονίκη, λίγο πιο νεοελληνική και μεταμοντέρνα”.
Η μουσική υπήρχε πάντα στο σπίτι του, καθώς οι γονείς του τραγουδούσαν συχνά στο σπίτι. Παρόλο που πέρασε στο Οικονομικό της Νομικής στο ΑΠΘ, η μουσική τον κέρδισε στην πορεία.
“Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω πάρει το πτυχίο μου. Στα φοιτητικά χρόνια ήρθε η μουσική και βρέθηκα σε κάτι που πραγματικά ένιωσα ότι μου πάει πολύ και ότι το αγαπώ και παρασύρθηκα από το ρεύμα. Ο πατέρας μου έπαιζε λίγο κιθάρα και ο θείος μου ήταν σε ένα συγκρότημα, κάθε γειτονιά είχε κι ένα συγκρότημα τότε. Οπότε είχα σημεία αναφοράς. Κάποια στιγμή βρέθηκε στα χέρια μου μια κιθάρα, επειδή υπήρχε στο σπίτι. Έτσι ξεκίνησε η περιπέτεια. Από την αρχή, όμως, με έτρωγε το σαράκι να κάνω δικά μου πράγματα”.
Η εποχή των “Νέων Επιβατών”
Κάνοντας μια αναδρομή στα πρώτα βήματα της καριέρας του, ο Δημήτρης Ζερβουδάκης θυμήθηκε τα χρόνια των “Νέων Επιβατών”, του συγκροτήματος που δημιούργησε με φίλους όσο ήταν ακόμη στη σχολή. Αν και οι επανεκτελέσεις ήταν στη μόδα εκείνη την εποχή, είχε πάντοτε την ανάγκη να γράψει και να παίξει δικά του τραγούδια, όπως και έγινε στην πορεία. Ακόμη και η πρώτη αφίσα του συγκροτήματος, έδειχνε τον δρόμο προς την προσωπική δημιουργία, παρόλο που σήμερα τη θυμάται και γελάει.
“Η ιδέα για το συγκρότημα “Νέοι Επιβάτες” ξεκίνησε με ένα νεανικό θράσος και έναν ενθουσιασμό. Εκείνο το διάστημα διημέρευε η αναβίωση του ρεμπέτικου, γύρω στο 1983, 1984 και 1985. Ήταν πολύ στα πάνω της αυτή η τάση στο ελληνικό τραγούδι. Αυτό κάνει κύκλους. Η αναβίωση του ρεμπέτικου επανέρχεται, χάνεται, ξαναζωντανεύει. Αυτό δείχνει και τη δύναμη που έχει το ρεμπέτικο τραγούδι. Παρόλα αυτά, εγώ τα ασκούσα τα ρεμπέτικα, αλλά πάντα λοξοκοιτούσα προς τον Σαββόπουλο, τον Σιδηρόπουλο, τον Bob Dylan. Είχα κι άλλα σημεία αναφοράς, όπως όλα τα παιδιά της ηλικίας μας τότε. Οπότε δημιουργήσαμε κάτι «μπάσταρδο», το οποίο προσπαθούσε να τα συμπεριλάβει όλα, αλλά το καλό ήταν πως από την αρχή μας απασχόλησε όλους το να κάνουμε κάτι δικό μας, κάτι πρωτότυπο. Μάλιστα, η πρώτη αφίσα που είχαμε βγάλει έλεγε: “Εμείς σε δικά μας τραγούδια”. Τώρα σκέφτομαι: “Ποιοι είστε εσείς ρε παιδιά;”. Δεν είχαμε όνομα τότε, προέκυψε μετά. Το δανειστήκαμε από ένα τοπωνύμιο της περιοχής μας. Στην ουσία η περιοχή εδώ ήταν γεμάτη από τουρκικά τοπωνύμια. Χαρακτηριστικά, είναι ένα χωριό εδώ που σήμερα λέγεται “Αγγελοχώρι”. Τότε είχε τουρκικό όνομα που στα ελληνικά σήμαινε “Το χωριό του διαβόλου”! Οι “Νέοι επιβάτες» είναι το γνωστό “Μπαχτσέ Τσιφλίκ” του τραγουδιού του Τσιτσάνη. Και επειδή υπήρχε η “συγγένεια” και όλο το τραγουδούσαμε στις παρέες, πήραμε το ελληνικό τοπωνύμιο που ήταν οι “Νέοι Επιβάτες”.
Στη δισκογραφία μπήκε με τους “Νέους Επιβάτες” και το μεγάλο ταξίδι ξεκίνησε. Ήρθαν οι γνωριμίες με ανθρώπους που εκτιμά πολύ και τους είναι ευγνώμων έως σήμερα, οι συνεργασίες και άλλοι δίσκοι, ενώ σήμερα διατηρεί το δικό του label με το όνομα “Κύμα”.
“Μας πλαισίωσαν κάποιοι μουσικοί της προηγούμενης γενιάς, οι οποίοι μας στήριξαν σε αυτό που κάναμε, γιατί κι αυτοί είχαν ένα δικό τους όραμα, να ιδρύσουν μια τοπική εταιρεία δίσκων. Βγήκαν κάποιες παραγωγές εκείνο το διάστημα, ήρθαμε σε συνεργασία και μια μεγάλη εταιρεία των Αθηνών όσον αφορά τη διακίνηση και έτσι ξεκίνησε και η γνωριμία μου με την ατμόσφαιρα της Αθήνας. Η Minos Matsas ήταν που ενδιαφέρθηκαν για τη δουλειά μας και μετά, αφού διένυσε ένα χρονικό διάστημα στον χώρο της ανεξάρτητης σκηνής, βρέθηκα για κάποια χρόνια να λειτουργώ στη μεγάλη εταιρεία. Εκεί ήταν το μεγάλο κομμάτι του ρεπερτορίου μου, μέχρι που έφυγα και έκλεισε ο κύκλος. Θετικά έκλεισε, δεν υπήρξε κάποια απώλεια, πέρα από διαφωνίες που μπορεί να έχεις στο πλαίσιο κάποιου οργανισμού. Γενικά είμαι με καλά συναισθήματα, απλά κάποια στιγμή δεν ήμασταν ο ένας του ενδιαφέροντος του άλλου. Ξαναμπήκα στην ανεξάρτητη σκηνή και έφτασα σε ένα σημείο να έχω κι ένα δικό μου label τα τελευταία χρόνια, το “Κύμα”. Από εκεί έβγαλα κάποιες δουλειές και δουλειές φίλων και τώρα ετοιμαζόμαστε να κάνουμε κάτι το επόμενο διάστημα.
Ο Μαρκόπουλος ήταν ο πρώτος άνθρωπος που γνώρισα στην Αθήνα και ήταν για μένα ένα σχολείο, που με βοήθησε πολύ να βρω το ποιος είμαι και τι θέλω. Ο Μαρκόπουλος για μένα είναι ένας μεγάλος μελωδός της πατρίδας μας, είναι μεγάλη αξία. Ακόμη και σήμερα τα τραγούδια του τα αγαπώ και όταν τα ακούω έχω την ίδια δόνηση που είχα στ νεανικά μου χρόνια. Ήταν τεράστιο πράγμα για μένα η γνωριμία μας. Μέσα στην παρέα γνώρισα τον Παύλο Σιδηρόπουλο, που έπαιζα τα τραγούδια του ως φοιτητής για την παρέα. Βρέθηκα σε ένα περιβάλλον που ήταν ιδιαίτερα εξιδανικευμένο για μένα. Από την άλλη, με τον Ζήκα είχα μια αδελφική φιλία. Ήμασταν συντοπίτες, ζούσαμε μαζί, ήταν μια απώλεια που μου στοίχισε πολύ”.
Η αγάπη για το ραδιόφωνο
Τον ρωτάω αν εγκαταστάθηκε ποτέ στην Αθήνα, όπως συμβαίνει με αρκετούς καλλιτέχνες, αλλά η βάση του ήταν πάντοτε στη Θεσσαλονίκη. Εκμυστηρεύεται πως υπάρχει γενικότερα μια αίσθηση ότι εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, αλλά δεν ισχύει. “Να φανταστείς ερχόμουν στη Θεσσαλονίκη, πήγαινα σε κάνα ραδιόφωνο και μου έλεγαν: “Επισκέπτεστε συχνά την πόλη μας”! Είχα μοτοσυκλέτα τότε και ανεβοκατέβαινα πολύ γρήγορα”.
Ο ίδιος είχε ασχοληθεί με το ραδιόφωνο ως παραγωγός για αρκετά χρόνια και του τρέφει μεγάλη αγάπη. Αναρωτιέμαι αν είναι περίεργο για έναν τραγουδοποιό να κάνει, παράλληλα, ραδιόφωνο, καθώς το ένα αφορά τη δημιουργία και το άλλο έναν τρόπο προώθησης της δημιουργίας αυτής.
“Του έχω λατρεία του ραδιοφώνου, είναι το πιο φαντασιακό μέσο επικοινωνίας. Είναι το υπέρτατο. Είναι διττή η σημασία. Καταρχήν, έχει μεγάλη σημασία ο λόγος. Από τη στιγμή που μπαίνεις στη διαδικασία του ζωντανού ραδιοφώνου δεν μπορεί να λείπει ο ανθρώπινος λόγος. Από την άλλη είναι πολύ σημαντικό να μπορείς να καταλάβεις ότι υπάρχουν κι άλλοι που έχουν γράψει καλά τραγούδια και ότι δεν είσαι μόνο εσύ και ότι τα αγαπάς αυτά τα τραγούδια. Τα δικά μου δεν τα έπαιζα τόσο, μόνο αραιά και πού, όταν πια ήμουν σίγουρος ότι δεν θα κριθώ ότι εκμεταλλεύομαι τη συχνότητα. Είχα και τέτοια κολλήματα! Ήταν μια ωραία ταλαιπωρία”.
Θα ήθελε και σκοπεύει να κάνει ξανά ραδιόφωνο και να ξαναζήσει τη μαγεία του. Υπάρχει, άλλωστε, μια τέτοια σκέψη από τον Σύλλογο Μουσικών Βορείου Ελλάδος, στον οποίο δραστηριοποιείται ως εκλεγμένο μέλος.
“Έχουμε κάποιες σκέψεις να δημιουργήσουμε ένα ιντερνετικό ραδιόφωνο και το περιμένω με μεγάλη ανυπομονησία. Προσπαθούμε να συμμετέχουμε σε μια συλλογικότητα με έναν τρόπο λίγο διαφορετικό από αυτόν τον στενά συνδικαλιστικό. Είναι ένα ιστορικό σωματείο που αγγίζει τα 100 χρόνια ζωής σχεδόν και το διαχειριζόμαστε κάποιοι άνθρωποι, που είμαστε εκλεγμένοι. Υπάρχουν σκέψεις να δημιουργήσουμε κι ένα εκδοτικό σχήμα. Γιατί βλέπουμε τα πράγματα γύρω μας να καταρρέουν και κανείς δεν πρόκειται να κάνει για μας αυτό που πρέπει. Ο ρόλος του είναι να μπορέσει να υπάρξει κοινωνικά υπέρ των ανθρώπων που κάνουν αυτή τη δουλειά και που έχουν αυτό τον τρόπο ζωής. Γιατί είναι ένας τρόπος ζωής και μάλιστα σήμερα θίγεται αυτός ο τρόπος. Είναι χυδαίο πράγμα αυτό που συμβαίνει σε βάρος των ανθρώπων που δουλεύουν στο θέαμα και ακρόαμα γενικότερα”.
“Γράμμα σε έναν ποιητή”
Ένα από τα πιο γνωστά και διαχρονικά τραγούδια του είναι το “Γράμμα σε έναν ποιητή”, που αποτελεί μελοποιημένο ποίημα του Νίκου Καββαδία. Παρόλο που είχε μεγάλη επιτυχία και παρά το γεγονός ότι τραγούδησε πολλούς ποιητές ανά τα χρόνια σε μουσική άλλων συνθετών, η εν λόγω μελοποίηση ήταν η μοναδική που έχει κάνει. Πάντοτε προτιμούσε να καταγράφει τα δικά του βιώματα και να τα κάνει τραγούδια. Ήταν κάτι που τον εξέφραζε πολύ περισσότερο.
“Είναι λίγο λεπτή η προσέγγιση στον ποιητικό λόγο όσον αφορά τη μουσική του προσέγγιση, για μένα. Θέλω να νιώθω την ωριμότητα που μου χρειάζεται για να πιάσω κάτι από τον Καβάφη, για παράδειγμα. Δεν το τολμάω. Από την άλλη, επειδή την αγαπώ τη δύναμη του λόγου και πιστεύω ότι έχει μεγάλη σημασία όταν είσαι βάρδος της εποχής σου να καταγράψεις και τα βιώματά σου, γιατί στην ουσία αυτό που κάνουμε είναι βιωματικό τραγούδι. Πρέπει να καταγράφονται αυτές οι στιγμές της ζωής μας. Προτίμησα να λειτουργήσω εκεί, να δημιουργήσω το δικό μου αφήγημα. Έτσι με κράτησε περισσότερο ο πρωτότυπος δημιουργικός λόγος, ο οποίος με αφορά σε προσωπικό επίπεδο”.
Η μελοποίηση του Καββαδία ήρθε εντελώς απρόσμενα και με έναν σχεδόν μαγικό τρόπο. Ή μοιραίο, όπως λέει ο ίδιος. Του ζητάω να μοιραστεί μαζί μου την ιστορία πίσω από το τραγούδι.
“Ο Καββαδίας ήταν μια στιγμή πραγματικά μοιραία, ευτυχώς για μένα! Ήταν μια στιγμή όπου υπήρχε μια καμπή για το συγκρότημα, διαλυόταν. Αυτό είχε δημιουργήσει μια ψυχολογία στον καθένα μας, το διαχειριζόμασταν διαφορετικά. Άλλοι το πήρανε αψήφιστα, εγώ το πήρα βαριά. Είχα κλειστεί στο σπίτι μου, δεν μιλούσα με κανέναν, ήθελα λίγο να κάνω την αποθεραπεία μου. Στο μεταξύ η κιθάρα είναι μόνιμα στημένη μέσα στο σπίτι, μάχιμη. Η έλξη για να την πάρεις στα χέρια σου είναι ανίκητη. Πας σαν υπνωτισμένος. Αν και αυτό έχει αραιώσει με τα χρόνια. Πλέον έχεις μιλήσει, έχεις πει τόσα πράγματα, ο λόγος σου γίνεται πιο αφαιρετικός. Οι στιγμές που θα γεννηθούν είναι πιο αραιές και ίσως πιο ζουμερές. Είχα πάρει, λοιπόν, την κιθάρα και προσπαθούσα να αποθεραπευτώ. Σε κάποια φάση πήγα στη βιβλιοθήκη να πάρω ένα βιβλίο να διαβάσω κάτι που ήθελα και έπεσε το βιβλίο του Καββαδία στο πάτωμα. Και έπεσε με τέτοιο τρόπο, που έσπασε η βιβλιοδεσία του. Και άνοιξε σε αυτό το ποίημα. Εγώ δεν το ήξερα αυτό το ποίημα. Το διαβάζω και λέω «δεν είναι δυνατόν», σαν να μιλούσε για μένα, για αυτό που ζούσα. Ήταν τόσο έντονο το συναίσθημα του λυτρωμού από αυτό το κείμενο, κατευθείαν πήρα την κιθάρα και άρχισα να το ψηλαφίζω. Έτσι προέκυψε το τραγούδι. Σήμερα νιώθω πολύ τυχερός που μου συνέβη αυτό, γιατί για μένα το ποίημα αυτό του Καββαδία ήταν ένα εισιτήριο στη συλλογική μνήμη”.
Ο Δημήτρης Ζερβουδάκης συμμετείχε, μάλιστα, με αυτό το τραγούδι στην παρουσίαση του βιβλίου “Νίκος Καββαδίας – Ο αρμενιστής ποιητής” του Μιχάλη Γελασάκη, όπου ερμήνευσε το “Γράμμα σε έαν ποιητή” με τη συνοδεία ενός ασυρματιστή, που απέδωσε το τραγούδι με σήματα μορς, κάτι που έγινε για πρώτη φορά. Η εμπειρία ήταν μοναδική τόσο για τους συντελεστές όσο και το κοινό, καθώς η παρουσίαση έλαβε χώρα μέσα στο αμπάρι του πλοίου – μουσείου S.S. HELLAS LIBERTY στο λιμάνι του Πειραιά.
Ο ίδιος είχε εντυπωσιαστεί, καθώς ξεναγήθηκε κιόλας στο πλοίο και θυμάται με μεγάλο ενθουσιασμό την εμπειρία. “Εγώ είχα την αίσθηση ότι κάπου εκεί μέσα, πίσω από τον κόσμο, ήταν και ο κ. Νίκος και μας έβλεπε. Ήταν απίστευτο. Ξαφνικά βρέθηκα σε μια άλλη διάσταση. Η κορυφαία στιγμή νομίζω ήταν ο ασυρματιστής, που απέδωσε μαζί μας το “Γράμμα σε έναν ποιητή” με σήματα μορς. Ευτυχώς υπάρχει το βίντεο και έχει αποτυπωθεί η στιγμή”.
Εγκλωβίζουν οι “ταμπέλες” τον καλλιτέχνη;
Σε μια παλιά του συνέντευξη, ο Δημήτρης Ζερβουδάκης είχε πει πως “κατηγορήθηκε” ότι δεν έχει στίγμα στη μουσική του. Συμφωνούμε πως οι κατηγοριοποιήσεις και οι “ταμπέλες” εγκλωβίζουν τελικά τον καλλιτέχνη, ο οποίος θα έπρεπε να είναι ελεύθερος να πειραματιστεί με διάφορα είδη, ανάλογα ποιο τον εκφράζει στις διάφορες καλλιτεχνικές του φάσεις.
“Θεωρώ ότι το στίγμα του καλλιτέχνη βρίσκεται στη βασική του μελωδία, του δημιουργού ειδικά. Δεν μπορεί ούτε η φόρμα ούτε το μέσο να είναι αυτοσκοπός. Δεν μπορεί να εγκλωβίζεσαι σε μια φόρμα, γιατί αύριο μπορεί να είναι μια άλλη. Σήμερα μπορεί να εκφραστείς με ένα τρίχορδο μπουζούκι και την επόμενη μέρα με μια ηλεκτρική κιθάρα. Ποιος το απαγορεύει αυτό; Ή που θα είμαι στο ρεμπέτικο ή που θα είμαι στο ροκ; Και επειδή είμαι και στα δύο δεν ανήκω πουθενά; Έτσι, κι αλλιώς η χώρα μας δέχεται πάρα πολλές επιρροές στο σημείο που βρίσκεται. Και πάντα δεχόταν. Η συλλογική μας μνήμη δεν έχει φόβους. Με τόσο σπουδαίο λόγο, τόσο πλούσια γλώσσα, τέτοια ποικιλία από ντοπιολαλιές και αντίστοιχα τα μουσικά βιώματα από την Ήπειρο στη Μακεδονία και από τη Μακεδονία στη Θράκη, δεν έχουμε κανέναν φόβο να αλλάξει κάτι. Από ΄κει και πέρα, ότι στοιχείο έρχεται και μπορεί να ενσωματωθεί, πράγμα που είναι πάρα πολύ δύσκολο γιατί είναι πολύ ισχυρή η προηγούμενη κατάσταση, μπαίνει δημιουργικά και αφήνει κάτι. Έχουμε πολλές επιρροές. Αυτό είναι καλό να το απολαμβάνεις, παρά να το δαιμονοποιείς. Αυτοί που το δαιμονοποιούν θέλουν την παράδοση αποστεωμένη, μουσειακή, νεκρή. Αυτά είναι ιδεοληπτικές παρενέργειες του παρελθόντος και σιγά σιγά, ευτυχώς, απομακρυνόμαστε από αυτά”.
Δεν αποδέχεται τον όρο “έντεχνο” τραγούδι. Πιστεύει πως υπάρχει καλό και κακό τραγούδι, το οποίο φαίνεται στην πάροδο των χρόνων σε ποια κατηγορία ανήκει. “Η αλήθεια είναι πως αυτά δεν διανύουν πολλές φορές τη διαδρομή που φιλοδοξούν. Και συνήθως “ξεβράζονται” από τη συλλογική μνήμη. Από εκεί κρίνονται τα πράγματα”.
“Του τρελού η ανάσα”
Στις αρχές του 2020 ο Δημήτρης Ζερβουδάκης κυκλοφόρησε το πρώτο δείγμα από τη νέα του δισκογραφική δουλειά με τίτλο “Του τρελού η ανάσα”. Το ομώνυμο τραγούδι πρόλαβε να βγει στον αέρα, ωστόσο, ο κορονοϊός και η καραντίνα πέτυχαν τους συντελεστές ακριβώς στη μίξη και έτσι έμειναν λίγο πίσω. Το τραγούδι που κυκλοφόρησε, δείχνει πως πρόκειται για ένα δίσκο με ποικίλα στοιχεία και διάφορες επιρροές, κάτι που επιβεβαιώνει και ο ίδιος. Μιλά με μεγάλη χαρά για το καινούργιο άλμπουμ, ενώ αισθάνεται περηφάνεια που πρόκειται για μια συλλογική δουλειά με αγαπημένα του πρόσωπα.
“Είναι αιρετικός ο δίσκος. Ξεκινήσαμε να δίνουμε κάποια στοιχεία από τη βεντάλια που έχουμε αναπτύξει μουσικά σε αυτή τη δουλειά. Έχει όλο το φάσμα, ό,τι έχω κάνει μέσα στα χρόνια. Το θέμα του “μη στίγματος” είναι ακριβώς αυτός ο δίσκος. Κατά μία έννοια κλείνω κάποιους λογαριασμούς με ιδεοληπτικά ζητήματα. Χαίρομαι πάρα πολύ γιατί δεν μου ανήκει όλος ο δίσκος. Ένα μεγάλο κομμάτι ανήκει σε κάποιους φίλους που ζουν, επίσης, εκτός των τειχών. Πρόκειται για τους Ευρυπίδη Μπέκο, τον αδελφό του Θεμιστοκλή και τον πατέρα τους Θωμά. Έχουμε βρεθεί ξανά με αυτή την παρέα πριν από πολλά χρόνια. Την ευθύνη για τη μουσική δουλειά που έχει πέσει, την έχει ο Ευρυπίδης Μπέκος, ο οποίος έχει εξελιχθεί σε έναν οικουμενικό μουσικό και αυτό το λένε και οι αναγνωρίσεις και οι βραβεύσεις του σε παγκόσμιο επίπεδο. Σήμερα πήρε το βραβείο Σκαλκώτα. Η διαδρομή του παιδιού μιλάει από μόνη της. Ακολουθεί ο μικρότερος αδελφός του ο Θεμιστοκλής, ο οποίος προσεγγίζει λίγο διαφορετικά τα πράγματα. Είναι εξαιρετικός μουσικός, προτιμά το στούντιο, την ηχοληψία και την παραγωγή”.
Στον δίσκο συμμετέχουν και νέα παιδιά, όπως η κόρη του, Μαριάνθη Ζερβουδάκη που την συνατάμε στα φωνητικά και το πιάνο. Επίσης, η Μαρία Φραγκούλη λέει ένα τραγούδι το οποίο έμεινε από την εποχή των “Νέων Επιβατών” εκτός δισκογραφίας. Ήρθε η ώρα του να κυκλοφορήσει κι αυτό. “Μάλλον περίμενε τον άνθρωπο που θα του έδινε την πνοή”, λέει κι ο ίδιος.
“Συμμετείχαν τα παιδιά μας σε αυτή τη δουλειά, παίρνοντας το τιμόνι αυτοί στα χέρια τους. Εμείς ήμασταν από δίπλα με την έννοια της εμπειρίας και της οργάνωσης της παραγωγής. Υπάρχει η παρόρμηση και ο νεανικός ενθουσιασμός που είναι εξαιρετικό κίνητρο, αλλά θέλει κι ένα φρένο. Βρεθήκαμε σαν γενιές, γεφυρώσαμε το χάος και τα καταφέραμε. Θα ακούσετε πολλές αντιφατικές εκδοχές σε ό,τι αφορά τη μουσική μας μέσα σε αυτό τον δίσκο και αυτή είναι η μαγεία του. Είναι ένας εντελώς απρόσμενος δίσκος, διαφορετικός από κομμάτι σε κομμάτι και έχει 16 τραγούδια. Η Γεωργία Νταγάκη τραγούδησε μαζί μου ντουέτο σε ένα παράδοξο ντουέτο. Είναι δύο κόσμοι εντελώς αντιφατικοί μέσα σε ένα ντουέτο. Έπαιξε και τη λύρα της βέβαια. Αυτός ο δίσκος είναι μια όμορφη ιδέα που έγινε με πολύ μεράκι και πολλή αγάπη από μια οικογενειακή παρέα. Στις κιθάρες Γιάννης Παυλίδης είναι λέκτορας. Από μουσικούς έχει γίνει μια παρέλαση και από Αθήνα και Θεσσαλονίκη και Λάρισα. Θα το κυκλοφορήσουμε, αρχικά, ψηφιακά στις αρχές του φθινοπώρου”.
Στις 25 Αυγούστου 2020 ο Δημήτρης Ζερβουδάκης θα εμφανιστεί στην Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων παρέα με την Γεωργία Νταγάκη και το μουσικό σχήμα Kadinelia. Πρόκειται για μια μουσική συνεύρεση που ενώνει το Βορά με το Νότο, τη Θεσσαλονίκη με την Κρήτη. Δύο κόσμους με ξεχωριστά χαρακτηριστικά αλλά με κοινό παρονομαστή την αλήθεια και το πάθος στην έκφραση και ο ίδιος ανυπομονεί ιδιαίτερα για αυτή τη συναυλία.
“Τα Kadinelia τα αγαπώ πολύ, τα λατρεύω τα παιδιά. Είναι ο γιος του Γιώργου Ζήκα. Για μένα είναι ιδιαίτερα συγκινητικό και συναισθηματικά πολύ φορτισμένο. Έχουμε ετοιμάσει μια ωραία περικοκλάδα των τραγουδιών μας. Έχουμε βάλει τα τραγούδια να μιλήσουν μόνα τους. Τα αντιμετωπίσαμε σαν συγκρότημα, δεν έχουμε χωρίσει το πρόγραμμα. Είμαστε συνέχεια πάνω στο πατάρι όλοι μαζί παρέα. Η Γεωργία Νταγάκη έχει μαζέψει μέσα στα χρόνια ένα αξιόλογο, αξιοπρόσεκτο και μελωδικό υλικό. Είναι και αυτή αιρετική, ταιριάζουμε σε αυτό αν και είμαστε διαφορετική γενιά. Στο τραγουδιστικό κομμάτι είμαστε πολύ κοντά γιατί έχουμε την ίδια στόφα. Υπήρξε μια καλή χημεία όπως συναντηθήκαμε και πιστεύω δεν θα μείνουμε μόνο στην Τεχνόπολη, θα κάνουμε κι άλλα πράγματα στη συνέχεια. Αν μας το επιτρέψει η πανδημία”.
Ο Ηρακλής και τα “Ανείπωτα”
Ο Δημήτρης Ζερβουδάκης δραστηριοποιείται σε πολλούς τομείς, ανάμεσά τους και ο Ηρακλής Θεσσαλονίκης, με τον οποίο έχει μια ιδιαίτερη σχέση, καθώς ο γιος του είναι στην ομάδα πόλο. Η συγκίνησή του όταν μιλάει για αυτό είναι έκδηλη, καθώς προσπαθεί να βοηθήσει με κάθε τρόπο.
“Είχαμε ξεκινήσει μια προσπάθεια να στήσουμε μια συλλογική συναυλία με σημαντικούς εκπροσώπους του χώρου μας, προκειμένου να δώσουμε μια τόνωση του Ηρακλή Θεσσαλονίκης και να λυθεί το ζήτημα για αυτό το ιστορικό σωματείο της πόλης μας. Η ιστορία του Ηρακλή είναι τεράστια και πολύ συγκινητική. Η κατάσταση στον αθλητισμό είναι τόσο παρακμιακή και διεφθαρμένη, που έφερε αυτό το σωματείο σε μια πολύ δεινή θέση, με χρέη και με σοβαρά ζητήματα. Πιστεύω ότι, όπως και με άλλα σωματεία στην Ελλάδα, θα βρεθεί μια λύση και για τον Ηρακλή. Εμένα με ενδιαφέρει το τμήμα πόλο, γιατί συμμετέχει ο γιος μου εκεί. Είναι μια όμορφη παρέα, που ελπίζω πως θα τη δω ξανά. Θέλω να πιστεύω ότι θα καταφέρουμε να φέρουμε στο προσκήνιο το θέμα του Ηρακλή και ότι θα βρεθεί λύση σε ό,τι αφορά το πόλο και την εύρεση πόρων για τη χρηματοδότησή του. Θα το προσπαθήσουμε και θα κάνω ό,τι μπορώ”.
Από τη συζήτησή μας δεν έλειψε και η αναφορά στη δικαστική διαμάχη που είχε πριν από μερικά χρόνια για το τραγούδι “Ανείπωτα”, το οποίο είχε διασκευαστεί χωρίς την άδειά του από τον Ηλία Βρεττό, είχε δισκογραφηθεί και είχε κυκλοφορήσει. Ο ίδιος δικαιώθηκε δικαστικά και η απόφαση αυτή αποτελεί πια νομολογία, η οποία είναι πολύ σημαντική στον χώρο του ελληνικού τραγουδιού και των πνευματικών δικαιωμάτων.
“Αυτό το οποίο πρέπει να κρατήσουμε από αυτή την υπόθεση, είναι πως δεν μπορεί κάποιος να πάρει το δημιούργημά σου χωρίς να σε ρωτήσει. Να το χρησιμοποιήσει και, μάλιστα, να το αποδώσει με έναν τρόπο, ο οποίος δεν έχει τη συμφωνία σου. Αντίστοιχα, για τον ποιητικό λόγο δεν μπορείς να κινηθείς αν δεν πάρεις άδεια. Είμαι ενεργός, είναι ένα τραγούδι που τα τελευταία χρόνια είναι ιδιαίτερα αναγνωρίσιμο από τον κόσμο και με συγκινεί πολύ αυτό. Δεν μπορεί να από τη μια στιγμή στην άλλη να αλλάξει χέρια και, μάλιστα, με αυτό τον τρόπο”.
“Να πάρουμε πίσω τις ζωές μας”
Κατά την περίοδο της καραντίνας, ο ίδιος επέλεξε να μην ακολουθήσει το ρεύμα των live streaming και online συναυλιών, ενώ προτίμησε να βοηθήσει πιο έμπρακτα το πλήγμα που δέχτηκε ο κλάδος των καλλιτεχνών, όπως μέσα από τον Σύλλογο Μουσικών Βορείου Ελλάδος, ενώ δεν κρύβει πως τον τρόμαξε το “κύμα” που κατέκλυσε το διαδίκτυο εκείνες τις μέρες.
“Κάποιοι καλλιτέχνες το έζησαν με ιδιαίτερη εξωστρέφεια. Εγώ λίγο τρόμαξα με όλο αυτό το κύμα με τις πιτζάμες και τις παντόφλες. Λέω τι είναι αυτό τώρα; Πρέπει να το κάνουμε κι εμείς; Εγώ ένιωθα πολύ άβολα με αυτό το πράγμα. Θεώρησα ότι δεν έχω κάτι να πάρω, ούτε κάτι να προσφέρω. Προτίμησα να ακολουθήσω ένα διαφορετικό δρόμο όσον αφορά στη δική μου επαφή και δεξιότητα. Έμεινα λίγο στα του Συλλόγου των Μουσικών και, κυρίως, στην υπόθεση της αδικίας που γινόταν εις βάρος των εργαζομένων στον χώρο του θεάματος. Εκεί ένιωσα να γίνονται πράγματα, είδα και την αλληλεγγύη και μια μοναδική κινητοποίηση. Έδωσαν το παρών πολλοί άνθρωποι”.
Όσο για το πώς προσπαθεί πλέον ο τομέας του πολιτισμού και δη των μουσικών να ορθοποδήσει, θεωρεί πως θα πρέπει να υπάρξει ενσυναίσθηση μεταξύ των καλλιτεχνών και αλληλεγγύη, ώστε να καταφέρουμε να πάρουμε πίσω τις ζωές μας.
“Δεν έχουμε να αποδείξουμε κάτι αυτό τον καιρό. Είμαστε εκεί, υπάρχουμε και στη συνείδηση του κόσμου. Ο κόσμος μας περιμένει, λαχταράει κάθε φορά. Τα “είχαμε χιλιάδες κόσμο” που προβάλλουν κάποιοι ως “επιτυχία” δεν είναι καλό. Την ίδια στιγμή εκτίθεται ένας ολόκληρος κλάδος σε ένα οριζόντιο μέτρο. Πρέπει να υπάρχει συνευθύνη, ενσυναίσθηση. Δεν είναι σημαντικό να διεκδικήσουμε και με άλλους τρόπους να πάρουμε τη ζωή μας πίσω; Πολλά από αυτά τα μέτρα ήρθαν για να μείνουν. Αρκετά από αυτά μας θίγουν κοινωνικά, πολιτικά και σε ανθρώπινο επίπεδο. Αντί να κοιτάμε την ουσία του τι συμβαίνει, κοιτάμε πάλι την “επιτυχία” μας. Αυτό είναι αδιέξοδο. Μακάρι ο καθένας να λειτουργεί ελεύθερα, όπως λειτουργούσε πριν από αυτό το κακό που ήρθε. Τώρα, από ‘κει και πέρα, αν είμαστε υποχρεωμένοι λόγω των συνθηκών να προσαρμοστούμε σε κάτι καινούργιο για το κοινό καλό, εγώ δηλώνω διατεθειμένος να το κάνω. Έχουμε απώλειες, όλος ο κόσμος, ολόκληρη η κοινωνία. Ετοιμάζουμε πράγματα, το μόνο θέμα είναι αν θα καταφέρουμε να πάρουμε πίσω τις ζωές μας”.
Κλείνοντας το τηλέφωνο ένιωσα σαν να τον ήξερα τελικά για χρόνια, καθώς με κέρδισε με την γλυκύτητα και την καλοσύνη του. Αισθάνθηκα μεγάλη ευγνωμοσύνη για την κουβέντα μας, αλλά και λύτρωση για το ότι υπάρχουν καλλιτέχνες οι οποίοι, όχι μόνο αγαπούν αυτό που κάνουν, αλλά το αντιμετωπίζουν με σεβασμό και συνέπεια. Ο Δημήτρης Ζερβουδάκης είναι αναμφισβήτητα ένας τέτοιος καλλιτέχνης.