Οι κάτοικοι των Εξαρχείων μας λένε όσα δεν ξέρεις για τη γειτονιά τους
Μια φιλία που γεννήθηκε μέσα στα δακρυγόνα, η περιφορά του παστιτσίου μετά τη σύλληψη του μπλόγκερ "Παστίτσιου", ένα γκράφιτι για καλωσόρισμα, ένα "φακέλωμα" χωρίς λόγο και άλλες χαρακτηριστικές ιστορίες από την πιο ζωντανή και ανήσυχη γειτονιά της Αθήνας. ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson
- 14 Νοεμβρίου 2016 09:08
Συνεντεύξεις: Χρήστος Δεμέτης, Ιωάννα Μπρατσιάκου
Τα Εξάρχεια είναι διαφορετικά εξ αρχής και a priori. Μια περιοχή ζωντανή, αυτοοργανωμένη, αλληλέγγυα, πολύχρωμη, και εν τέλει, ιδιαίτερη, που έχει μπολιαστεί με έντονα κοινωνικοπολιτικά στοιχεία εδώ και δεκαετίες. Οι αντιδρώντες βρήκαν “στέγη” εδώ, οι καλλιτέχνες, τα ανήσυχα μυαλά, οι απόκληροι και οι αδύναμοι της κοινωνίας, είναι καλοδεχούμενοι.
Τα τελευταία χρόνια, όμως, τα Εξάρχεια έχουν στιγματιστεί και από την παραβατικότητα. Αναρωτιέται κανείς γιατί η Πολιτεία έχει αφήσει αυτή τη γειτονιά στην τύχη της, παρά τις προσπάθειες των κατοίκων, αφενός να “αποστιγματίσουν” το μέρος που ζουν, αφετέρου να διασφαλίσουν τη βοήθεια των αρχών που δεν θα συνεπάγεται όμως και αστυνομοκρατία.
Τα παράδοξα των Εξαρχείων, η “ομορφασχημιά” τους, η “ελεύθερη είσοδος” τους αλλά και η συζήτηση περί άβατου, αναλύονται παρακάτω από οκτώ ανθρώπους που τα βιώνουν εκ των έσω. Το NEWS 247 δίνει τον λόγο σε εκείνους που μπορούν να μιλήσουν καλύτερα από τον καθένα για ένα μέρος που έχει γίνει αντικείμενο μικροπολιτικής -και όχι μόνο- εκμετάλλευσης και συνεχίζει να είναι.
Τίποτα δεν έχει αλλάξει, τίποτα δεν είναι όπως παλιά
Ο Στρατής Μπουρνάζος, ιστορικός και επιμελητής εκδόσεων, εγκαταστάθηκε στα Εξάρχεια το 1987, δευτεροετής φοιτητής της Φιλοσοφικής, όταν έφυγε από το σπίτι των γονιών του στο Παγκράτι, και συγκατοίκησε με έναν καλό του φίλο στην οδό Ιουστινιανού. “Ο βασικός λόγος ήταν ότι τότε οι περισσότεροι φίλοι, συμφοιτητές, πολιτικοποιημένοι νεολαίοι στα Εξάρχεια έμεναν – και όσοι δεν έμεναν εκεί έβγαιναν. Έκτοτε, με μικρά διαλείμματα που έζησα εκτός Αθήνας, στα Εξάρχεια ή γύρω γύρω μένω: Δερβενίων, Κομνηνών, Σπυρίδωνος Τρικούπη, Πουλχερίας, Μεθώνης, Ερεσού. Οι λόγοι που επιλέγω την περιοχή (εκτός του ότι με τα χρόνια έγινε η γειτονιά μου) είναι ότι είναι γειτονιά, ότι είναι σε απόσταση βολής από το κέντρο και αποπνέει έναν ιδιαίτερο αέρα ελευθερίας και αμφισβήτησης – κι ας είναι παραμελημένη. Εκτός αυτού, αν δουλεύεις ως αργά (όπως εγώ, που διορθώνω και επιμελούμαι βιβλία), πόσα άλλα μέρη υπάρχουν που θα βγεις ας πούμε τα μεσάνυχτα και θα βρεις, στα σίγουρα, κάποιους γνωστούς;”.
Ο Στρατής περιγράφει τα Εξάρχεια ως “μια πολύ ζωντανή γειτονιά, με ωραία καφέ και μπαρ, πολιτικοκοινωνικά στέκια (Το Στέκι Μεταναστών, το Nosotros), εκδοτικούς οίκους (τη Στιγμή και τις Εκδόσεις των Συναδέλφων στην Καλλιδρομίου, τις εκδόσεις Εξάρχεια, τον Γκοβόστη, την Άγρα και τον Φαρφουλά στη Μαυρομιχάλη), την υπέροχη Καλλιδρομίου και τη λαϊκή της”.
Όταν του ζητάμε να μας αφηγηθεί μια ιστορία χαρακτηριστική της γειτονιάς, πηγαίνει πίσω στον Σεπτέμβρη του 2012. “Μετά τη σύλληψη του μπλόγκερ “Παστίτσιου” αποφασίζουμε να οργανώσουμε την περιφορά του παστιτσίου. Τρεις φίλοι (ο Γιάννης και ο Μάνος και εγώ) νοικιάζουμε ράσα και ντυνόμαστε παπάδες, περιφέρουμε, πάνω σε μια τάβλα, δυο ταψιά παστίτσιο – συνοδεία πολλών φίλων. Η περιφορά ξεκινάει από το εντευκτήριο των (τότε) “Ενθεμάτων”, στη Βαλτετσίου, γυρνάμε όλη την πλατεία και την περιοχή. Οι θαμώνες των μαγαζιών χειροκροτάνε, γελάνε, προστίθενται στο εκκλησίασμα. Ψέλνοντας και φωνάζοντας συνθήματα καταλήγουμε στο εντευκτήριον, όπου τρώμε το παστίτσιο. Δεν ξέρω σε πόσες άλλες γειτονιές θα μπορούσαμε να το κάνουμε αυτό”.
Οι θαμώνες των μαγαζιών χειροκροτάνε, γελάνε, προστίθενται στο εκκλησίασμα. Ψέλνοντας και φωνάζοντας συνθήματα καταλήγουμε στο εντευκτήριον, όπου τρώμε το παστίτσιο. Δεν ξέρω σε πόσες άλλες γειτονιές θα μπορούσαμε να το κάνουμε αυτό
Τον ρωτάμε αν έχουν αλλάξει τα Εξάρχεια μέσα στις τρεις δεκαετίες που ο ίδιος ζει στην περιοχή. “Τίποτα δεν έχει αλλάξει, τίποτα δεν είναι όπως παλιά”, απαντά. “Το λέω, επειδή, όσο και αν φαίνεται περίεργο, όσοι ζούμε εδώ, αν και βλέπουμε τις αλλαγές, δεν τις καταλαβαίνουμε. Φυσικά έχουν αλλάξει τα Εξάρχεια σε σχέση με το 1987 που πρωτοήρθα εδώ, αλλά μου είναι δύσκολο να πω πότε. Εγώ το παρατήρησα το 1993, αλλά ο λόγος είναι ότι είχα λείψει δύο χρόνια, ήμουν στο Ρέθυμνο. Μια σοβαρή αλλαγή είναι ότι δεν είναι πια η πλατεία ο τόπος αναφοράς· τα στέκια έχουν μετατοπιστεί στα πέριξ. Ούτε υπάρχει η ίδια πολιτικοποίηση – αλλά αυτό συμβαίνει γενικότερα».
Παράλληλα, ο Στρατής επισημαίνει ότι αισθάνεται πολύ ασφαλής ως κάτοικος Εξαρχείων. “Αισθάνομαι πολύ πιο ασφαλής εδώ που έχει ανοιχτά περίπτερα, μαγαζιά και κόσμο στους δρόμους μέχρι τις τρεις το πρωί, παρά σε ένα ερημικό δρόμο κάποιου βόρειου προαστίου. Από την άλλη, το ότι πριν λίγο καιρό δολοφονήθηκε ένας διακινητής, μέρα μεσημέρι, έξω από το Βοξ, είναι τρομακτικό. Συνήθως η δημόσια συζήτηση εστιάζεται στα γκαζάκια και τα καμένα αυτοκίνητα (που ασφαλώς είναι ζήτημα), λιγότερο για την καταστολή (που επίσης είναι ζήτημα, να πνίγεται κάθε τόσο η περιοχή στα δακρυγόνα) και λιγότερο για τα φαινόμενα μαφίας, που αναπτύσσονται τον τελευταίο καιρό. Και κάτι ακόμα: η ασφάλεια αυτή δεν συνδέεται με την αυξημένη παρουσία των ΜΑΤ – το αντίθετο. Η ασφάλεια πηγάζει από τον κόσμο που είναι στους δρόμους και τη ζωντάνια της περιοχής”.
Μια “ομορφάσχημη” γειτονιά
Η δημοσιογράφος Ναταλί Σαϊτάκη, εκτός από κάτοικος της γειτονιάς των Εξαρχείων, είναι και “γειτόνισσα” μας στο Ladylike.gr. Επέλεξε να μείνει στα Εξάρχεια όντας φοιτήτρια ακόμα, για να είναι κοντά στη Σχολή που φοιτούσε, και στην πορεία δέθηκε με το μέρος. “Στα Εξάρχεια μετακόμισα το 2001, μόλις πέρασα στο Πανεπιστήμιο. Ο βασικός λόγος για τον οποίο επέλεξα την περιοχή ήταν η τοποθεσία της Νομικής Σχολής, παρέμεινα όμως μέχρι σήμερα γιατί αγάπησα το μέρος, την αίσθηση που σου δίνει. Είναι γειτονιά, με δικό της μοναδικό χαρακτήρα. Πάντα ζωντανή, με πολλές επιλογές για έξοδο και ό,τι άλλο μπορείς να χρειαστείς στην καθημερινότητά σου.
“Πώς θα περιέγραφες τα Εξάρχεια;” τη ρωτάμε, και μας αφηγείται μια βιωματική ιστορία που μυρίζει βενζίνη. “Στα Εξάρχεια δεν βαριέσαι ποτέ, δεν αισθάνεσαι ότι σταματάει ο χρόνος γύρω σου. Πάντα θα βρεις κόσμο στους δρόμους. Συχνά συμβαίνουν, βέβαια, γεγονότα που θεωρητικά θα με απέτρεπαν από το να συνεχίσω τη ζωή μου εκεί. Η πιο χαρακτηριστική ιστορία που ανακαλώ είναι ο ανορθόδοξος τρόπος με τον οποίο γνώρισα μια από τις καλύτερές μου φίλες, το 2011, μετά από την επίθεση με μολότοφ στη λαϊκή της Καλλιδρομίου, όταν οι γείτονες βγήκαμε έξω και προσπαθούσαμε να καταλάβουμε τι είχε συμβεί. Αυτό το περιστατικό είναι χαρακτηριστικό της ζωής στα Εξάρχεια, αυτής της “ομορφάσχημης” γειτονιάς”.
Η εν λόγω επίθεση είχε γίνει το Σάββατο, 14 Μαΐου 2011, όταν 25-30 αντιεξουσιαστές επιτέθηκαν στο αστυνομικό τμήμα των Εξαρχείων και πέταξαν μολότοφ στη συμβολή των οδών Καλλιδρομίου και Χαριλάου Τρικούπη σε μοτοσικλετιστή της Αστυνομίας, ο οποίος τους καταδίωξε. Από τη μολότοφ σημειώθηκε έκρηξη στη μοτοσικλέτα, με αποτέλεσμα να τραυματισθούν δύο πολίτες. Την επίθεση είχε καταδικάσει η επιτροπή πρωτοβουλίας κατοίκων Εξαρχείων.
Η πρώτη φορά που φοβήθηκα ήταν πρόσφατα, με την έκρηξη της βόμβας στην Ιπποκράτους. Από εκείνο το σημείο περνάμε χιλιάδες άνθρωποι, πολλές φορές την ημέρα
“Η περιοχή αλλάζει διαρκώς και συνάμα μένει πάντα ίδια. Άνθρωποι έρχονται και φεύγουν, αλλά η ψυχή της γειτονιάς δεν αλλάζει χαρακτηριστικά. Η κρίση χτύπησε, φυσικά, τους καταστηματάρχες και πολλά μαγαζιά έκλεισαν, δημιουργώντας ένα ακόμα στενάχωρο θέαμα. Όμως, πραγματοποιούνται πολλές ενδιαφέρουσες δράσεις, ιδίως στον καλλιτεχνικό τομέα, αλλά και στον τομέα του εθελοντισμού”, προσθέτει η Ναταλί. Αισθάνεται ασφαλής στα Εξάρχεια, ωστόσο υπάρχουν και στιγμές φόβου. Η βόμβα που προοριζόταν για την εισαγγελέα Τσατάνη, έσκασε λίγα τετράγωνα μακριά από το σπίτι και της ίδιας. “Σε γενικές γραμμές αισθάνομαι ασφαλής, παρότι για κανέναν λόγο δεν μου αρέσει να ζω μπροστά σε σπασίματα, ρίψεις μολότοφ και ανθρωποκυνηγητά. Η πρώτη φορά που φοβήθηκα ήταν πρόσφατα, με την έκρηξη της βόμβας στην Ιπποκράτους. Από εκείνο το σημείο περνάμε χιλιάδες άνθρωποι, πολλές φορές την ημέρα”.
Άβατο, όχι, αλλά τα ναρκωτικά είναι πρόβλημα, καταλήγει. “Όποιος πιστεύει ότι τα Εξάρχεια είναι άβατο, μάλλον έχει πάρα πολλά χρόνια να τα επισκεφτεί. Το βασικό πρόβλημα της γειτονιάς είναι η διακίνηση ναρκωτικών. Κατά καιρούς η πλατεία καθαρίζει, σε λίγο χρόνο, όμως, μέσα, οι έμποροι επανέρχονται. Μόνο υπ’ αυτή την έννοια θα μπορούσαν να θεωρηθούν από κάποιους “άβατο”.
Τα Εξάρχεια είναι μια γειτονιά χωρίς είσοδο
Ο Γιώργος Φιοράκης, μέλος της ομάδας του υπέροχου inExarchia.gr, ζει στη γειτονιά από τα 17 του, όταν και εκείνος ήρθε στην Αθήνα από την Κρήτη. Όπως μας λέει, αρχικά ζούσε στην Ασκληπιού, τον δρόμο – “φυσικό σύνορο” των Εξαρχείων, και τώρα μένει σε πιο κεντρικό σημείο. “Αρχικά δεν ήξερα τόσα πολλά για τα Εξάρχεια αλλά συγκέντρωναν όλα τα στοιχεία που ήθελα να συναντήσω μετά την “φυγή” από το Ηράκλειο. Μια γειτονιά στο κέντρο της πρωτεύουσας, ένα πολιτιστικό και καλλιτεχνικό καζάνι, που η μπύρα στο χέρι δεν είναι περίεργη. Τώρα παραμένω και λειτουργούμε το inExarchia.gr για να αναδείξουμε την πραγματική εικόνα των Εξαρχείων και να κάνουμε παράλληλα αυτό που μας αρέσει”.
Για τον Γιώργο τα Εξάρχεια είναι η “πιο ζωντανή και ανήσυχη γειτονιά της Αθήνας”. “Λίγο πριν μια πορεία με είχε στριμώξει μια διμοιρία ΜΑΤ σε ένα πάρκινγκ, επειδή φορούσα φόρμα και κρατούσα φωτογραφική μηχανή”, θυμάται. “Εκτός του ότι ήταν έντονο και μου έμεινε αν και τελικά δεν έγινε τίποτα –αν μπορούμε να πούμε το φακέλωμα χωρίς λόγο “τίποτα”-, μου έμεινε επίσης πως μπορεί να φοβάται η εξουσία και τα παρακλάδια της μια φωτογραφική μηχανή, ένα μολύβι, μια φωνή. Πόσο μάλλον αν μαζευτούν όλα αυτά μαζί, σε μια γειτονιά”.
Υπάρχει φυσικά καταστροφή και δημιουργία, ίσως το ένα να χρειάζεται το άλλο, αλλά να τα δείχνουμε όλα… Βαρέθηκα να ακούω μόνο για “άβατο” και όχι για αυτά που πραγματικά γίνονται στη γειτονιά
Για τον Γιώργο τα Εξάρχεια έχουν αλλάξει αλλά ακόμη διατηρούν την ιδιαίτερη ταυτότητα τους. “Φυσικά έχουν αλλάξει τα Εξάρχεια. Έχουν συμβεί διάφορα όπως η δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου και η οικονομική κρίση ή το δημοψήφισμα. Όλοι έχουμε αλλάξει. Όχι αναγκαστικά με καλό ή κακό τρόπο. Τα Εξάρχεια είχαν και έχουν “σκαμπανεβάσματα” αλλά πάντα διατηρούν τον κόσμο τους και την ιδιαίτερη ταυτότητά τους. Η αλλαγή γίνεται μέσα στα χρόνια. Βέβαια πιο έντονη είναι όταν υπάρχουν συγκεκριμένα συμφέροντα και υπάρχει μια γενική στοχοποίηση για λίγο καιρό, όπως γίνεται τελευταία. Σε όλα τα “κλασικά” σάιτ, η πλειοψηφία των άρθρων σε τίτλο και περιεχόμενο είναι “βόμβα-εξάρχεια-άβατο-ληστεία”. Υπάρχει όμως αλληλεγγύη, ομάδες και εγχειρήματα, θέατρα και σχολεία. Μπουγάτσες στους φούρνους, γιαγιάδες με σκυλάκια και μουσική στο ράδιο ανοιχτό με ζεστό καφέ σε φοιτητόσπιτα. Υπάρχει φυσικά καταστροφή και δημιουργία, ίσως το ένα να χρειάζεται το άλλο, αλλά να τα δείχνουμε όλα… Βαρέθηκα να ακούω μόνο για “άβατο” και όχι για αυτά που πραγματικά γίνονται στη γειτονιά”.
Η ασφάλεια πάει μαζί με τη “ζωντάνια” ενός μέρους. Και τα Εξάρχεια είναι ένα μέρος ζωντανό. “Όσο ασφαλής αισθάνομαι και σε κάθε γειτονιά του κέντρου, αισθάνομαι και εδώ. Βασικά εδώ λίγο περισσότερο γιατί είναι πολυσύχναστη περιοχή”, λέει ο Γιώργος και καταλήγει: “Η λέξη άβατο είναι μόνο για εντυπωσιασμό και για να βρουν μια ακόμη λέξη τα μέσα ώστε να ξεχωρίσει μέσα στην πολυφρένεια του ίντερνετ και της τηλεόρασης. Και αρκετός κόσμος δυστυχώς πέφτει θύμα αλλά όταν έρχεται στα Εξάρχεια καταλαβαίνει ότι είναι μια γειτονιά χωρίς.. είσοδο”.
Ένα γκραφίτι σαν δώρο καλωσορίσματος
Ο Γιάννης Μπεγνής, πέραν από κάτοικος της περιοχής είναι και ιδιοκτήτης του μεζεδοπωλείου Ρακουμέλ στην Εμμανουήλ Μπενάκη, μια “ανάσα” από την πλατεία.
Ζει στα Εξάρχεια έξι χρόνια τώρα και εργάζεται στη γειτονιά του, άλλα δεκαπέντε. “Επέλεξα να ζήσω σε αυτήν την περιοχή γιατί αγαπώ το μέρος και η δουλειά μου είναι δίπλα. Παραμένω εδώ καθότι εξακολουθώ να αγαπώ το μέρος και η δουλειά μου εξακολουθεί να είναι δίπλα”.
Πώς περιγράφει τα Εξάρχεια; Σαν το γαλατικό χωριό του Αστερίξ και του Οβελίξ. “Είναι μια ζωντανή γειτονιά, όμορφη με ένα περίεργο δικό της τρόπο με ένα αίσθημα ελευθερίας να πλανάται πάντα στον αέρα σαν να ζεις στο γαλατικό χωριό του Αστερίξ. Ένα μέρος που σφύζει από ζωή γεμάτο καφέ, εστιατόρια, μπαρ, χώρους συναυλιών, βιβλιοπωλεία, δισκάδικα, κοινωνικά παντοπωλεία, καταλήψεις και αυτοοργανωμένους χώρους και φυσικά πολλά γκράφιτι. Θυμάμαι την ημέρα που μετακόμιζα στα Εξάρχεια, ο γείτονας μου άλλαζε την πόρτα του σπιτιού του και αργότερα καθώς πήγαινα στην δουλειά την βρήκα στα σκουπίδια. Η πόρτα στα σκουπίδια είχε πάνω της ένα πανέμορφο γκραφίτι του Σόνκε, γνωστού street artist, έτσι την σήκωσα και την πήρα στο σπίτι.
Η παρακάτω φωτογραφία είναι του Γιάννη Μπεγνή:
Θεώρησα ότι τα Εξάρχεια μου έκαναν ένα δώρο καλωσορίσματος”.
Είναι μια ζωντανή γειτονιά, όμορφη με ένα περίεργο δικό της τρόπο με ένα αίσθημα ελευθερίας να πλανάται πάντα στον αέρα σαν να ζεις στο γαλατικό χωριό του Αστερίξ
“Ακούω κόσμο να γκρινιάζει κατά καιρούς ότι έχουν αλλάξει τα Εξάρχεια, αλλά για να είμαι ειλικρινής δεν έχω νοιώσει κάποια δραστική αλλαγή με την πάροδο των χρόνων”, σημειώνει. “Ίσως επειδή μέσα σε αυτά τα είκοσι χρόνια που δουλεύω και κινούμαι στην περιοχή δεν απομακρύνθηκα αρκετά και όλα μου φαίνονται σαν φυσική συνέχεια”.
Ασφάλεια στα Εξάρχεια; Με ΜΑΤ γύρω από το σπίτι σου, είναι μάλλον… δεδομένη. “Αν αναλογιστείς ότι στο τετράγωνο που μένω υπάρχει συνήθως από μια διμοιρία σε κάθε γωνία, τότε θα πρέπει να νιώθω πολύ ασφαλής”, μας λέει ο Γιάννης, και υπογραμμίζει από τη δική του μεριά πως τα όσα έχουν γραφτεί περί άβατου, είναι “προϊόν” μιντιακής διόγκωσης. “Δεν νιώθω ότι υπάρχει κάποιου είδους άβατο στα Εξάρχεια. Πιστεύω ότι είναι μια περιοχή με πολύ συγκεκριμένους ηθικούς κανόνες δεοντολογίας τους οποίους εφόσον τους σεβαστείς είσαι ευπρόσδεκτος. Επίσης αυτή η ιστορία με το άβατο νιώθω ότι διογκώθηκε και από τα μίντια, όπου για πάρα πολλά χρόνια παρουσίαζαν μια διαστρεβλωμένη εικόνα για την περιοχή”.
Μια όμορφη και ατίθαση γειτονιά, που προσπαθούν να την δαμάσουν με χημικά
Η Σοφία Τερεζάκη ζει στα Εξάρχεια από το 1996. Μετακόμισε από την Κρήτη στην Αθήνα για να σπουδάσει και δεν επέλεξε η ίδια την περιοχή αυτή για να εγκατασταθεί. “Έτυχε ένας θείος να έχει ένα σπίτι εδώ και μου το νοίκιασε. Ουσιαστικά, δηλαδή με έστειλαν οι γονείς μου”, μας λέει. “Μου άρεσε από την πρώτη στιγμή, και γνωρίζοντάς την καλύτερα την αγάπησα όσο κανένα άλλο μέρος. Εδώ νιώθω σπίτι μου. Είναι μια όμορφη και ατίθαση γειτονιά, που προσπαθούν να την δαμάσουν με χημικά”.
Η Σοφία ζούσε πολύ κοντά στο Α.Τ. Εξαρχείων. Θυμάται και μας γυρίζει στη βραδιά της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου: “Για πολλά χρόνια έμενα 50 μέτρα από το τμήμα Εξαρχείων, σε ένα σπίτι με παλιά ξύλινα κουφώματα. Το βράδυ της δολοφονίας του Γρηγορόπουλου τα ΜΑΤ στήθηκαν ακριβώς από κάτω (Καλλιδρομίου & Μαυρομιχάλη) για να μη φτάσει η πορεία στο τμήμα. Έβαζα βρεγμένες πετσέτες στις μπαλκονόπορτες γιατί περνούσαν τα χημικά μέσα στο σπίτι και η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική. Τα ξημερώματα της ίδιας μέρας είχα χάσει τον ένα γάτο μου από (άσχετο) αναπνευστικό πρόβλημα, φοβήθηκα θα πάθει το ίδιο και ο άλλος γάτος ή ακόμα κι εγώ. Από τις πιο δύσκολες νύχτες που έχω περάσει στη ζωή μου”.
Τονίζει πως στα 20 χρόνια που ζει στα Εξάρχεια “έχουν αλλάξει, αλλά δεν έχουν χάσει, για μένα, το χαρακτήρα τους”. “Μεγάλη ήταν η αλλαγή όταν “καθάρισε” η πλατεία. Πλέον περνάς ανάμεσα σε παρέες που αράζουν, γελάνε, πίνουν μπύρες, κάνουν χαβαλέ. Εμένα μου αρέσει πολύ περισσότερο μια τέτοια εικόνα από το να ήταν γεμάτη με τραπεζοκαθίσματα. Φοβάμαι όταν έρθει το μετρό θα ανέβουν οι αξίες των ακινήτων και θα γίνει “ανάπλαση”, ίσως τότε χαθούν τα Εξάρχεια που γνώρισα και αγάπησα. Είναι ένα φιλέτο, βλέπεις, η περιοχή, που πολλοί ορέγονται”.
Όπως ο Γιάννης Μπεγνής, έτσι και η Σοφία κάνει αναφορά στους Γαλάτες. “Όπως οι Γαλάτες φοβόντουσαν μόνο να μην τους πέσει ο ουρανός στο κεφάλι, έτσι κι εγώ φοβάμαι μόνο μη μου έρθει κάνα χημικό στη μούρη. Βγαίνω κυρίως στο κέντρο, και συνήθως γυρνάω με τα πόδια, μου αρέσει που πάντα υπάρχει κόσμος έξω. Το 2004, καθώς γύρναγα μόνη σπίτι βράδυ, ζαλίστηκα και λιποθύμησα σε ένα στενό πίσω από την πλατεία. Με βοήθησε μια παρέα που με είδε να πέφτω, με σήκωσαν, μου πήραν νερό και επέμεναν να με συνοδέψουν μέχρι το σπίτι. Να’ ναι καλά τα παιδιά όπου και να είναι τώρα”.
Αναπτύσσονται συλλογικότητες, δράσεις και πρωτοβουλίες που στηρίζουν ανθρώπους που έχουν ανάγκη και το σύστημα δεν μπορεί ή δε θέλει να τους βοηθήσει
Είναι άβατο τα Εξάρχεια, ρωτάμε και τη Σοφία. “Όχι”, λέει μονολεκτικά και συνεχίζει: “Πρόσφατα έμαθα αποδοκιμάστηκε στην πλατεία Κολωνακίου ο πρόεδρος του ΣτΕ. Ελπίζω να μην επεκταθούν αυτά τα αδιανόητα αίσχη και στη δική μας γειτονιά. Σοβαρά τώρα, αν νομίζει κάποιος ότι περπατάς και περνάνε μολότωφ πάνω από το κεφάλι σου σε καθημερινή βάση τότε μάλλον δεν έχει περάσει ποτέ από εδώ. Είναι μια γειτονιά με (αρκετά) προβλήματα, όπως και πολλές όμως άλλες στην Αθήνα, κάθε μία για τους δικούς της λόγους. Σαφώς η πιθανότητα να δεις κάδο να καίγεται πέριξ της πλατείας είναι πολύ μεγαλύτερη από ότι, για παράδειγμα, στα Πετράλωνα. Αλλά Εξάρχεια δεν είναι μόνο αυτό”.
Τι είναι; “Είναι μια γειτονιά που αναπνέει διαφορετικά, πίσω σχεδόν από κάθε πόρτα βρίσκονται υπέροχες ιστορίες από μουσικούς, συγγραφείς, ποιητές, καλλιτέχνες. Αναπτύσσονται συλλογικότητες, δράσεις και πρωτοβουλίες που στηρίζουν ανθρώπους που έχουν ανάγκη και το σύστημα δεν μπορεί ή δε θέλει να τους βοηθήσει. Είναι μια γειτονιά που χωράει όσους νιώθουν ότι ασφυκτιούν μέσα στα κοινωνικά “πρέπει” ή τις διάφορες lifestyle τάσεις που προβάλλονται κατά κόρον. Δεν είναι όλα ονειρικά πλασμένα, αλλά δεν είναι η περιοχή ανομίας που συνήθως περιγράφεται στα δελτία ειδήσεων. Άβατο, πιστεύω, είναι για όσους δε σέβονται το χαρακτήρα της γειτονιάς και θέλουν να την αλλάξουν για να την εκμεταλλευτούν οικονομικά”.
Τα Εξάρχεια άλλαζαν και επηρέαζαν την Αθήνα πιο συχνά και πιο έντονα από κάθε άλλη περιοχή
Ο Θάνος Χρονόπουλος, ιδιωτικός υπάλληλος στο επάγγελμα, ζει στη Νεάπολη Εξαρχείων. Τελείωσε το 35ο Δημοτικό και συνεχίζει να διαμένει στην περιοχή. “Θεωρώ τον εαυτό πολύ τυχερό που μεγάλωσα έχοντας ως ζωτικό μου χώρο τις καλύτερες περιοχές της Αθήνας (Εξάρχεια-Νεάπολη-Κολωνάκι) και μπορώ να δηλώνω και να νιώθω παιδί του κέντρου”.
Τα παιδιά βιώματα του Θάνου συνδέονται με τα Εξάρχεια, αλλά και το γήπεδο μπάσκετ που βρίσκεται ακόμα στον λόφο του Στρέφη. Ένα γήπεδο – σημείο αναφοράς για τους Εξαρχειώτες και όχι μόνο. “Οι αναμνήσεις μου από τα χρόνια στο 35ο Δημοτικό είναι αστείρευτες, αξέχαστες και συγκινητικές. Δύσκολα ξεχνάς την επαναλαμβανόμενη ανυπομονησία της πρώτης μέρας στο σχολείο, τα πάρτι των συμμαθητών που έμεναν στη γειτονιά και βεβαίως τον “τελικό” μπάσκετ με το συστεγαζόμενο 37ο, τον Ιούνη του 1996 στον λόφο του Στρέφη, που έκλεισε με τον πιο έντονο τρόπο την αυλαία των παιδικών μας αναμνήσεων. Ιδιαίτερα όταν συναντώ τυχαία παλιούς συμμαθητές που ακόμα μένουν στην περιοχή η χαρά μου είναι ξεχωριστή”.
Το Φλοράλ πλέον δεν είναι ανοιχτό, υπάρχει όμως ακόμη στο μυαλό των παλιών θαμώνων του. “Ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου έχουν επίσης παλιά ή μη στέκια όπως το Καλλιδρόμιο, η Όστρια, το Άμα Λάχει και φυσικά το Φλοράλ και τα κουρέματα με τον πατέρα μου στο φιλόξενο κουρείο της οδού Τζωρτζ”, μας λέει ο Θάνος. “Να μη ξεχάσω και τις δραματικές στιγμές της προετοιμασίας για τις Πανελλήνιες στο καλύτερο φροντιστήριο του κέντρου, τον Ηράκλειτο και τις ορκωμοσίες φίλων στο Πολυτεχνείο”.
Εσωστρέφεια, κοινωνικοπολιτική ζύμωση, επιρροή στο σύνολο της Αθήνας. “Τα Εξάρχεια είχαν πάντα ένα ιδιαίτερο “brandname” ως γειτονιά και αυτό προκαλούσε και αντίστοιχα συναισθήματα δέους ή αποστροφής ανάλογα την προδιάθεση του καθενός. Ένα είναι σίγουρο όμως. Η συμμετοχή και επιρροή της γειτονιάς σε κάθε εκπαιδευτική, πολιτική και κοινωνική τάση υπήρξε πρωτοπόρος. Δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί ότι αν και μικρό σε μέγεθος υποσύνολο, τα Εξάρχεια άλλαζαν και επηρέαζαν την Αθήνα πιο συχνά και πιο έντονα από κάθε άλλη περιοχή. Έτσι θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί ως σημείο καμπής και συμβολικά χρονολογική απαρχή των χρόνων της κρίσης που βιώνουμε ως και σήμερα, τα τραγικά γεγονότα του Δεκέμβρη του 2008. Δυστυχώς με λύπη διαπιστώνω ότι ο κύκλος εσωστρέφειας που ξεκίνησε τότε δεν έχει ακόμα κλείσει για τα αγαπημένα μας Εξάρχεια. Το μεγαλύτερο στοίχημα που πρέπει πάση θυσία να κερδηθεί είναι να μη χάσει η περιοχή τον χαρακτήρα της γειτονιάς και του εμπορικού κόμβου στο κέντρο της πόλης και η ζωντάνια των φοιτητών, των επαγγελματιών και των οικογενειών να παραμείνει ο σταθερός πυρήνας της”.
Το μεγαλύτερο στοίχημα που πρέπει πάση θυσία να κερδηθεί είναι να μη χάσει η περιοχή τον χαρακτήρα της γειτονιάς και του εμπορικού κόμβου στο κέντρο της πόλης
Και για τον Θάνο, η γειτονιά είναι απολύτως ασφαλής και το αντίθετο πιστεύουν μόνο όσοι δεν την έχουν ζήσει. “Σε αντίθεση με άλλες περιοχές που ένιωθες να θες μάτια και πίσω από το κεφάλι όταν περπατούσες, θέλω να δηλώσω ξεκάθαρα ότι ποτέ δεν ένοιωσα ιδιαίτερα ανασφαλής. Αν και η γενικότερη υποβάθμιση και κρίση του κέντρου επηρέασε και τα Εξάρχεια, ήταν και είναι μία ζεστή και φιλόξενη γειτονιά, με τις όποιες δεδομένες (όχι πάντα ευχάριστες) ιδιαιτερότητές της, που για να μη τις λάβεις υπόψιν θα πρέπει να είσαι αδαής ή… τουρίστας”.
Και καταλήγει απαντώντας για το αν τα θεωρεί άβατο: “Εγώ προσωπικά ποτέ δεν ένιωσα τα Εξάρχεια ως άβατο. Σπούδασα, αθλήθηκα, διασκέδασα και κανείς δε με απέτρεψε ή με παρεμπόδισε σε οτιδήποτε. Είναι όμως σημαντικό να επισημανθεί ότι πέρα από φήμες, μύθους και προκαταλήψεις υπάρχει και η πεζή καθημερινή πραγματικότητα. Αυτή λοιπόν περιλαμβάνει και περιστατικά βίας και κουλτούρα ανομίας που απειλούν την κοινωνική ειρήνη και συνοχή της γειτονιάς. Η αίσθηση ασυδοσίας και ατιμωρησίας από πλευράς όσων εκτονώνονται σε δημόσια και ιδιωτική περιουσία, οι συνεχείς εντάσεις με τους διακινητές ναρκωτικών και η απροθυμία της αστυνομίας να επέμβει ακόμα και για τα πιο απλά περιστατικά έχουν προσδώσει δυστυχώς την ταμπέλα του άδυτου και του άβατου. Είναι μια πραγματικότητα που ορθώς πληγώνει και προβληματίζει όσους αγαπάμε την σπουδαία αυτή γειτονιά και ελπίζω να υπάρξει σύντομα ουσιαστική εξομάλυνση!”.
Η έξαρση της παραβατικότητας έχει οδηγήσει σε παρακμή μια εμβληματική γειτονιά της Αθήνας
Η κριτικός βιβλίου Κατερίνα Σχινά, έζησε στα Εξάρχεια κατά διαστήματα στα φοιτητικά της χρόνια – στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 – και λίγο αργότερα ξαναγύρισε, έχοντας ξεμπερδέψει με τις σπουδές, νεαρή εργαζόμενη, και έμεινε στη ευρύτερη γειτονιά από το 1983 ως το 1990. “Άλλαξα πολλά σπίτια: από την οδό Κουμαριανού, ένα μικρό δρομάκι κάτω από τον Λόφο του Στρέφη, μετακόμισα ψηλά στην Ζωοδόχου Πηγής, και από την Καλλιδρομίου βρέθηκα στην Νεάπολη, Ασκληπιού και Αλεξάνδρας. Δεν υπήρχε άλλος τόπος να μας υποδεχτεί τότε. Όλα συνέβαιναν εκεί – εκεί ήταν τα καφενεία, τα βιβλιοπωλεία, οι εκδοτικοί οίκοι, οι ταβέρνες, τα μπαρ, τα εργαστήρια των καλλιτεχνών, τα φιλικά σπίτια. Σε κάθε σου βήμα συναντούσες ένα γνωστό, κάθε βράδυ ξεκινούσε κάτι καινούργιο. Ανήσυχο παιδί καθώς ήμουν, ήθελα να δραπετεύσω από το αστικό, συχνά ασφυκτικό, οικογενειακό περιβάλλον – και τα Εξάρχεια, εκείνη την εποχή, ήταν ένας τόπος ελευθερίας. Μιλώντας για τη νεότητά μας, αναπόφευκτα εξιδανικεύουμε, όμως για μένα, που έβγαινα από την χούντα και τους περιορισμούς της, η καλλιτεχνική ατμόσφαιρα της γειτονιάς, το πολιτικό της πρόσημο, η πυκνότητα των εμπειριών που σε συναντούσαν αν είχες μάτια να δεις και αυτιά να ακούσεις, λειτούργησαν σαν διαβατήρια τελετή στην ενηλικότητα. Ολονύχτιες συζητήσεις σε μπαρ, ταβέρνες και σπίτια, καβγάδες, πλάκες, μοναχικές περιπλανήσεις στις παρυφές του Στρέφη και του Λυκαβηττού. Ένα πρόσωπο που ανακαλώ με αγάπη, ήταν ο Γρηγόρης Σεμιτέκολο, πρωτοποριακός εικαστικός και περφόρμερ, ιδανικός ερμηνευτής του “Πιανίστα” του Γιάννη Χρήστου. Ήμουν δεν ήμουν είκοσι χρονών, όταν τον γνώρισα στο αντιγραφικό εργαστήρι του στην Εμμανουήλ Μπενάκη, απέναντι από την ταβέρνα του μπάρμπα Γιάννη, όπου δούλευαν τότε πολλοί φίλοι μου, φοιτητές της Καλών Τεχνών. Κάναμε λίγη παρέα, λαχταρούσα περισσότερη. Με θάμπωνε η μεταφυσική γεωμετρία των έργων του, το χιούμορ, η γλυκύτητα, η αντισυμβατικότητά του. Θυμάμαι τις εξορμήσεις του με φυσοκάλαμο στους δρόμους της Αθήνας, τις μεταμφιέσεις του (γυαλιά οξυγονοκολλητή, γάντια κουζίνας, ένα μαξιλάρι αντί καμπούρας), την αδιάκοπη περφόρμανς που ήταν η παρουσία του. Συνόψιζε ό, τι για μένα τότε ήταν αίτημα ζωής: δημιουργικότητα, στοχασμό, αμφισβήτηση, περιφρόνηση των συμβάσεων, ελευθερία”.
Σήμερα για την Κατερίνα τα Εξάρχεια είναι μια σαφώς αλλαγμένη γειτονιά. “Παραμένουν, βέβαια, μια εμβληματική γειτονιά της Αθήνας, ζωντανή και νεανική, ωστόσο τα τελευταία χρόνια, η έξαρση της παραβατικότητας την έχει οδηγήσει σε παρακμή. Η εισδοχή του κοινού εγκλήματος στη γειτονιά δημιουργεί ένα ιδιότυπο καθεστώς ομηρίας για τους κατοίκους∙ η ασχήμια, η βρωμιά, η επιθετικότητα ξεχειλίζουν. Τα πάντα είναι βανδαλισμένα. Όσο γι’ αυτό που κάποτε ονομάζαμε “ελεύθερη διακίνηση των ιδεών”, έχει μάλλον εκλείψει. Αντίθετα παρατηρούμε την επιβολή αντικοινωνικών συμπεριφορών υπό τον μανδύα ενός θολού, μπερδεμένου, προσχηματικού “αντισυστημισμού”, απολύτως εξουσιαστικού και αντιδημοκρατικού, που πυροδοτείται αποκλειστικά από το θυμικό”.
Παρατηρούμε την επιβολή αντικοινωνικών συμπεριφορών υπό τον μανδύα ενός θολού, μπερδεμένου, προσχηματικού “αντισυστημισμού”, απολύτως εξουσιαστικού και αντιδημοκρατικού
Η ίδια επισημαίνει τον άσχημο τρόπο με τον οποίο βίωσε πρόσφατα την περιοχή η εικοσάχρονη κόρη της. “Μπαίνοντας στο Πανεπιστήμιο θέλησε να ζήσει στα Εξάρχεια πιστεύοντας ότι εξακολουθούσε να παραμένει μια εναλλακτική και μποέμ γειτονιά. Έμεινε μόνο έξι μήνες. Κάτω από τα παράθυρά της, στην οδό Σπυρίδωνος Τρικούπη, εκτυλίσσονταν κάθε βράδυ συμπλοκές μεταξύ αντίπαλων συμμοριών, εμπόρων ναρκωτικών, μικροπωλητών λαθραίων τσιγάρων, όταν δεν ξεσπούσαν τα γνωστά επεισόδια μεταξύ αστυνομίας και κουκουλοφόρων. Καμμένοι κάδοι κάπνιζαν κάθε πρωί, τα δακρυγόνα σε έπνιγαν, στις εισόδους των γύρω πολυκατοικιών γινόταν απροκάλυπτα χρήση ουσιών. Δεν φοβήθηκε, αισθάνθηκε απέχθεια. “Δεν την αντέχω τόση ασχήμια και τόση εξαθλίωση”, μου είπε χαρακτηριστικά όταν άφηνε το σπίτι που με τόσο ενθουσιασμό είχε νοικιάσει θέλοντας να επικυρώσει την ανεξαρτησία της”.
Παρόλα αυτά η Κατερίνα εξακολουθεί να περνά σχεδόν καθημερινά από τα Εξάρχεια. “Συχνάζω στα καφενεία και στα εστιατόρια, βλέπω τους φίλους μου, συνεχίζω να τα αγαπώ. Δεν έχω αισθανθεί ποτέ απειλή, όμως με θλίβει η τόσο πυκνή αστυνομική παρουσία, η αίσθηση ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί κάτι να συμβεί, τα σκοτεινά βλέμματα, μια γενική κατήφεια που κρύβεται πίσω από την επιθετική, ηχηρή εξωστρέφεια όσων ζουν εκεί ένα εκ του ασφαλούς όνειρο αντισυμβατικότητας (που εκφράζεται, όμως, με απολύτως συμβατικούς τρόπους), και, βέβαια, η κυρίαρχη υποκουλτούρα και ο διάχυτος μηδενισμός”.
Τελικά είναι άβατο τα Εξάρχεια; Αν δεν είναι για την Κατερίνα, είναι για κάποιους άλλους και γιατί; “Άβατο; Όχι βέβαια. Καμιά γειτονιά της Αθήνας δεν είναι, και δεν μπορεί να είναι, απροσπέλαστη, ούτε οι παραβατικές ομάδες που δρουν μέσα στα όριά της να απολαμβάνουν αυτό το ιδιότυπο καθεστώς ασυλίας που επικρατεί σήμερα. Κάτι δεν έχουμε καταλάβει σωστά, μέσα στη γενική σύγχυση των ημερών μας…”.
Παραμένει η πιο ζωντανή περιοχή του κέντρου, παρά τα προβλήματα
Ο συγγραφέας Αλέξης Σταμάτης ζει στην ευρύτερη περιοχή των Εξαρχείων από το 1999. “Επέλεξα την περιοχή κυρίως γιατί την είχα γνωρίσει καλά από την εποχή που σπούδαζα στο ΕΜΠ ως αρχιτέκτων στις αρχές της δεκαετίας του ‘80. Τότε ζούσαμε όλη μέρα σχεδόν στην συγκεκριμένη συνοικία. Τα πράγματα ήταν φυσικά κάπως αλλιώτικα αλλά αυτή η οικειότητα με οδήγησε στο να παραμείνω στο χώρο. Την θεωρώ μια πολύ ζωντανή περιοχή και με βολεύει πολύ επειδή τα μέρη στα οποία συχνάζω είναι πολύ κοντά και μπορώ να πηγαίνω και με τα πόδια μια και δεν οδηγώ. Πιστεύω επίσης ότι έχει μια διαχρονική γοητεία. Τα Εξάρχεια είναι μία από τις πιο ζωντανές περιοχές του κέντρου – ίσως η πιο ζωντανή -μια και διαθέτει μια ιδιαιτερότητα που ξεπερνά το τοπικό. Πέραν της γνωστής αρνητικής φήμης της που συνδέεται με επεισόδια, ναρκωτικά και τα λοιπά, έχει κάτι το μοναδικό για συνοικία πόλης. Κάτι το πολύ δραστικό και αυτόφωτο. Προσωπικά ανακαλώ περισσότερο εποχές παλιές όταν σπούδαζα στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και είτε συχνάζαμε στα καφέ της πλατείας είτε τρώγαμε στου Μπάρμπα-Γιάννη, τότε που ξημεροβραδιαζόμαστε με ατελείωτες συζητήσεις για τα πολιτικά και για την τέχνη.
Τότε η Πλατεία ήταν για μας η προέκταση του Εργαστηρίου στον αστικό ιστό αλλά και ταυτόχρονα η αφετηρία για να εξακτινωθούμε και σε άλλες περιοχές. Μιλάμε φυσικά για άλλες περιόδους όταν ο χρόνος δεν λειτουργούσε σαν τον σημερινό. Έβγαινες από το σπίτι σου το βράδυ και δεν ήξερες σε ποιο… νησί θα ξυπνούσες την επόμενη”.
Πέραν της γνωστής αρνητικής φήμης της που συνδέεται με επεισόδια, ναρκωτικά και τα λοιπά, έχει κάτι το μοναδικό για συνοικία πόλης. Κάτι το πολύ δραστικό και αυτόφωτο
Στα χρόνια που μεσολάβησαν, ο Αλέξης είδε την περιοχή να αλλάζει αλλά και να μην αλλάζει ταυτόχρονα. “Τα Εξάρχεια και έχουν αλλάξει με την έννοια του εκσυγχρονισμού κατά κάποιο τρόπο της Στουρνάρη με όλα τα μαγαζιά των υπολογιστών αλλά και μίας κάποιας ηρεμίας με τα νέα τα καφέ που έχουν ανοίξει. Ταυτόχρονα, υπάρχουν και απώλειες όπως ένα τελευταίο πλήγμα με το κλείσιμο του Floral, ή αλλαγές όπως το Βοξ. Σταθερή παράμετρος είναι το ομώνυμο σινεμά στο όποιο μάθαμε κινηματογράφο όπως και στο κοντινό Ριβιέρα. Ο πεζόδρομος της Βαλτετσίου εξακολουθεί να είναι ένα τα πιο ζωντανά μέρη της πόλης μαζί με την Σαββατιάτικη λαϊκή αγορά της Καλλιδρομίου η οποία παραμένει θρυλική. Την βασική αλλαγή την τοποθετώ εκεί γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 2000 με τα γνωστά επεισόδια που οδήγησαν σε μια δαιμονοποίηση, το χώρο.
Παρά τη “δαιμονοποίηση” της τελευταίας δεκαετίας, ο ίδιος σημειώνει πως αισθάνεται εντελώς ασφαλής στα Εξάρχεια και χαρακτηρίζει υπερβολικές τις εκφράσεις περί “άβατου”.
“Άβατο δεν υπάρχει σε καμία συνοικία της Ελλάδας. Απλώς είναι ένας χώρος ο οποίος διατηρεί μία ιδιαίτερη φυσιογνωμία όπου πιθανότατα άνθρωποι οποίοι έχουν προσβάλει τη φυσιογνωμία αυτή να μην είναι αρεστοί σε ανθρώπους που θεωρούν ότι ο χώρος τους ανήκει. Πιστεύω ότι δεν θα έπρεπε να υπάρχει στον αστικό ιστό κανένας χώρος που να ανήκει σε κανέναν. Όλα οφείλουν να είναι ανοιχτά. Σεβόμενοι την ιδιαιτερότητα της κάθε περιοχής οι κάτοικοι και οι φιλοξενούμενοι της πρέπει να διαβιούν αρμονικά. Όσο για τα γνωστά κοινωνικά προβλήματα που εμφανίζονται δεν είναι αποκλειστικό μονοπώλιο των Εξαρχείων. Ως γνωστόν υπάρχουν και άλλες, ακόμη πιο κεντρικές περιοχές της Αθήνας όπου συμβαίνουν ακόμη πιο άγρια πράγματα”.