Πώς ‘φτιάχνεται’ μια δημοσκόπηση και πόση επιρροή ασκεί τελικά στους ψηφοφόρους;
“Δύσκολοι καιροί για δημοσκόπους”! Ο Καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας Ι. Κωνσταντινίδης εξηγεί στο NEWS 247 πως δημιουργούνται οι δημοσκοπήσεις και τι επιρροή μπορεί να έχουν αυτές στην κοινή γνώμη
- 14 Απριλίου 2016 08:57
Το κεφάλαιο δημοσκοπήσεις έχει απασχολήσει αμέτρητες φορές τη δημόσια συζήτηση τα τελευταία χρόνια. Εργαλείο εκτίμησης της πολιτικής στάσης και συμπεριφοράς των πολιτών ή μοχλός πίεσης για την επιρροή της απόφασής τους στην κάλπη; Η εμπειρία των πολλαπλών εκλογικών αναμετρήσεων γεννά εύλογα ερωτηματικά και δημιουργεί καχυποψία στους πολίτες που παρατηρούν μια ανακολουθία ερευνών της κοινής γνώμης και αποτελεσμάτων στην κάλπη. Πριν όμως φτάσει κανείς σε συμπεράσματα για το “εργαλείο” ή την εργαλειοποίηση μια δημοσκόπησης καλό είναι να έχει κάποια επιπλέον στοιχεία για τον τρόπο που διεξάγονται – ή που θα έπρεπε να διεξάγονται – οι έρευνες της κοινής γνώμης.
Ο καθηγητής Πολιτικής Συμπεριφοράς και Μεθοδολογίας Πολιτικής Έρευνας του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Ιωάννης Κωνσταντινίδης εξηγεί στο NEWS 247 ποια μέθοδος ακολουθείται για τη δημιουργία μιας δημοσκόπησης, πώς εξάγονται τα ερωτήματα, αλλά και αν και σε ποιο βαθμό η δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων ενός πολιτικού βαρόμετρου επηρεάζει τελικά την κρίση των ψηφοφόρων μπροστά στην κάλπη.
Πώς δημιουργείται μια δημοσκόπηση;
Αν και τις περισσότερες φορές οι δημοσκοπήσεις που αφορούν στην πολιτική τοποθέτηση των ψηφοφόρων έχουν μια “μανιέρα”, η διαμόρφωσή τους, καθώς και οι ερωτήσεις που υποβάλλονται στους ερωτώμενους αποτελεί ένα σημαντικό ζήτημα. Σύμφωνα με τον καθηγητή “η υλοποίηση μιας δημοσκόπησης περιλαμβάνει τα στάδια του σχεδιασμού του ερωτηματολογίου, του σχεδιασμού της δειγματοληψίας, της συλλογής των δεδομένων με χρήση είτε της τηλεφωνικής συνέντευξης, είτε της συνέντευξης “πρόσωπο με πρόσωπο”, της κωδικοποίησης των δεδομένων και, τέλος, της ανάλυσής τους”.
Επιπλέον, οι ειδικοί της στατιστικής διαθέτουν εργαλεία, με βάση τα οποία φροντίζουν να “σταθμίζουν” τα αποτελέσματα που συλλέγουν προκειμένου να προσεγγίσουν με μεγαλύτερη ακρίβεια την πραγματική εικόνα της κοινής γνώμης. Είναι ακριβώς αυτός ο παράγοντας που, σύμφωνα με τους δημοσκόπους, έχει γίνει βραχνάς των εταιριών και προκαλεί σημαντικές αναντιστοιχίες ερευνών και τελικού αποτελέσματος: “Κάποιες φορές, πριν από την ανάλυση προηγείται η εφαρμογή τεχνικών στάθμισης των δεδομένων προκειμένου να διορθωθούν πιθανές δυσαναλογίες στο δείγμα ως προς μεταβλητές που κρίνονται σημαντικές από τον ερευνητή” σημειώνει ο κ. Κωνσταντινίδης.
Μπορεί ο πελάτης να επιβάλλει μια ερώτηση;
Είναι εμφανές ακόμη και σε κάποιον που δεν γνωρίζει την επιστήμη της Πολιτικής Έρευνας πως οι ερωτήσεις που τίθενται, ειδικά όταν αφορούν σε ποιοτικά ζητήματα, μοιάζουν εξαιρετικά μελετημένες και διατυπωμένες με αριστοτεχνικό τρόπο. Αρχικά εκείνο που μας εξηγεί ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας είναι πως “ένα ερωτηματολόγιο δεν μπορεί να περιλαμβάνει το σύνολο των δυνητικών ερωτημάτων που ενδιαφέρουν έναν ερευνητή. Η διάρκεια μιας συνέντευξης δεν μπορεί να ξεπερνά τα 16 λεπτά, σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, και συνεπώς θα πρέπει όντως να γίνεται μια επιλογή ερωτήσεων”. Επομένως πώς γίνεται η επιλογή; Ο κ. Κωνσταντινίδης τονίζει πως βέλτιστη επιλογή αποτελούν “ερωτήσεις που είναι απλούστερες, μη διφορούμενες και περισσότερο κοντά στο κεντρικό ερώτημα της δημοσκόπησης”.
Οι ερωτήσεις θα πρέπει να είναι το δυνατόν απλούστερες στη γλώσσα και στο περιεχόμενο και πάντως να μην περιλαμβάνουν δύο αντικείμενα για τα οποία μπορεί να υπάρχουν διαφοροποιημένες απόψεις ορισμένων ερωτώμενων σε μία ερώτηση
Τα κριτήρια διατύπωσης των ερωτήσεων, αποτελούν “όντως ένα κρίσιμο ζήτημα στο σχεδιασμό του ερωτηματολογίου. Οι ερωτήσεις θα πρέπει να είναι το δυνατόν απλούστερες στη γλώσσα και στο περιεχόμενο και πάντως να μην περιλαμβάνουν δύο αντικείμενα για τα οποία μπορεί να υπάρχουν διαφοροποιημένες απόψεις ορισμένων ερωτώμενων σε μία ερώτηση”.
ΤΟ ΧΤΙΣΙΜΟ ΜΙΑΣ… ΕΡΕΥΝΑΣ
Υπάρχουν πολλοί τρόποι με τους οποίους οι δημοσκοπήσεις μπορούν να πάρουν μια πολύ συγκεκριμένη απάντηση. Μια ισορροπημένη και στο μέτρο του δυνατού έρευνα φροντίζει ώστε “οι ερωτήσεις να εμφανίζουν μια συμμετρία, δηλαδή να μην είναι φορτωμένες προς τη μία κατεύθυνση απάντησης”. Εδώ, παρεμβάλλεται η επιθυμία του πελάτη. Καλώς ή κακώς μια έρευνα αποτελεί παραγγελία ενός ΜΜΕ ή ακόμη και ενός κόμματος, το οποίο και σκοπεύει αφενός μεν να εξετάσει διαφορετικά στοιχεία και αφετέρου επιθυμεί ίσως τα βέλτιστα αποτελέσματα προς τα συμφέροντά του. Έτσι δεν είναι ούτε μυστικό, αλλά ούτε και μεμπτό το γεγονός πως “του σχεδιασμού (ενν. της έρευνας) προηγείται μια συζήτηση του ερευνητή με τον πελάτη στην οποία καταγράφονται τα βασικά ερωτηματικά του πελάτη.
Το παραπάνω δεν σημαίνει φυσικά πως ένα προσδοκώμενο αποτέλεσμα ή μια στόχευση της έρευνας κρύβει πίσω της θεωρίες συνωμοσίας. Σε κάθε περίπτωση, η ποιότητα, αλλά και η αξιοπιστία του αποτελέσματος εξαρτάται τελικά από τον ερευνητή. “Ο σχεδιασμός του ερωτηματολογίου είναι μέρος της δουλειάς του ερευνητή και απαιτεί συγκεκριμένες γνώσεις και δεξιότητες” σημειώνει ο κ. Κωνσταντινίδης που εξηγεί πως μετά από τη συνεννόηση με τον πελάτη και την κατανόηση των ερωτημάτων που εκείνος θέλει να απαντηθούν “η υλοποίηση είναι στα χέρια του ερευνητή”.
Πώς “προκύπτει” το δείγμα των ερωτηθέντων;
Ένα ακόμη ζήτημα που “σηκώνει πολλή συζήτηση” είναι ο τρόπος με τον οποίο επιλέγονται τα δείγματα, οι άνθρωποι δηλαδή που θα απαντήσουν τηλεφωνικά ή μέσω προσωπικών συνεντεύξεων στην διεξαγόμενη έρευνα. Αν και όπως μας εξηγεί ο καθηγητής, εδώ ο παράγοντας τύχη, δεν είναι ιδιαίτερα εύκολο να… απαλειφθεί. “Υπάρχει μια γκάμα τεχνικών δειγματοληψίας που μπορούν να εφαρμοστούν σε μια έρευνα κοινής γνώμης. Όλες ωστόσο βασίζονται στην τυχαιότητα, δηλαδή στην απολύτως τυχαία επιλογή τηλεφωνικών αριθμών ή οικοδομικών τετραγώνων (στην περίπτωση των συνεντεύξεων “πρόσωπο με πρόσωπο”)”.
Το κλειδί στη δειγματοληψία είναι να επιλέγεται ο ερωτώμενος από τον ερευνητή και να μην “έρχεται” εκείνος στον ερευνητή με τη δική του βούληση
Σε κάθε περίπτωση “το κλειδί στη δειγματοληψία είναι να επιλέγεται ο ερωτώμενος από τον ερευνητή και να μην “έρχεται” εκείνος στον ερευνητή με τη δική του βούληση”, τονίζει κ. Κωνσταντινίδης αναφερόμενος στην επιλογή του κοινού που απευθύνεται η εκάστοτε δημοσκόπηση.
Επιπλέον, ο καθηγητής εξηγεί πως η γεωγραφική αντιπροσώπευση σε μια έρευνα πρέπει να γίνεται με τέτοιον τρόπο “ώστε κάθε γεωγραφική περιοχή να αντιπροσωπεύεται μέσα στο δείγμα με την ίδια αναλογία που η περιοχή διατηρεί μέσα στον πληθυσμό.”
Πολιτική στάση και συμπεριφορά
Η τοποθέτηση των Ελλήνων ψηφοφόρων στο χάρτη της πολιτικής θέσης, ως αριστερός ή δεξιός, προοδευτικός ή συντηρητικός, φιλελεύθερος ή σοσιαλιστής και πάει λέγοντας μοιάζει να έχει μεταβληθεί άρδην τα τελευταία χρόνια, γεγονός που αποτυπώνεται και στην αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού, την ανάδυση νέων κομμάτων και τον αφανισμό άλλων πολιτικών χώρων. Η οικονομία, οι κοινωνικές συνθήκες, η εύρυθμη η μη λειτουργία των θεσμών, η αποτελεσματικότητα της παραγόμενης πολιτικής, αλλά και τα ίδια τα πρόσωπα στο πολιτικό σκηνικό μπορούν να αποτελέσουν σημαντικούς παράγοντες για την τελική πολιτική συμπεριφορά του ψηφοφόρου. Παράγοντες όλοι που τα τελευταία χρόνια έχουν μεταβληθεί και έχουν υποστεί σοβαρά πλήγματα αξιοπιστίας στα μάτια της κοινής γνώμης, για πολλούς και διάφορους λόγους.
Η πολιτική συμπεριφορά είναι μια καταγραφόμενη ενέργεια που σχετίζεται με την πολιτική. Διαφέρει από την πολιτική στάση, καθώς η στάση δεν εκδηλώνεται παρά μόνο με μια συμπεριφορά
Σε τι διαφέρει όμως η πολιτική συμπεριφορά από την πολιτική στάση και πόσο τελικά η πρώτη είναι δυνατό να προβλεφθεί σε μια στατιστική έρευνα; “Η πολιτική συμπεριφορά είναι μια καταγραφόμενη ενέργεια που σχετίζεται με την πολιτική. Διαφέρει από την πολιτική στάση, καθώς η στάση δεν εκδηλώνεται παρά μόνο με μια συμπεριφορά”, τονίζει ο καθηγητής Πολιτικής Συμπεριφοράς και Μεθοδολογίας Πολιτικής Έρευνας και συμπληρώνει πως η πρόβλεψη της πολιτικής συμπεριφοράς “είναι πολύπλοκη, αλλά εφικτή”. Η ρευστότητα κοινωνικών, οικονομικών και άλλων παραγόντων όπως όλοι όσοι γνωρίζουμε καλά το τελευταίο διάστημα, κάνουν όντως την πρόβλεψη πιο δύσκολη.
Μια δυσκολία που καθρεφτίζεται στην αδυναμία των εταιριών δημοσκοπήσεων να εκτιμήσουν ορθά τις τάσεις του εκλογικού σώματος, πράγμα που είναι εμφανές από τις δυστοκίες τους, τόσο στις τελευταίες εκλογές, όσο και στο δημοψήφισμα.
Δημοσκόπηση και τελική επιλογή
Μπορεί μια δημοσκόπηση να επηρεάσει και σε τι βαθμό την τελική επιλογή του ψηφοφόρου – ερωτηθέντα; Το μεγάλο ερώτημα και ο λόγος των έντονων πολιτικών αντιπαραθέσεων, αλλά και της καχυποψίας του εκλογικού σώματος. Έχει αποτέλεσμα μια… στοχευμένη με κάθε τρόπο, δημοσκόπηση στο να διαμορφώσει πλειοψηφίες ή αντίστοιχα να “απαλύνει” μειοψηφίες; “Είναι λογικό πως η πληροφορία δύναται να επηρεάσει τους ψηφοφόρους προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση” αναφέρει ο καθηγητής που πάντως βάζει έναν ακόμη παράγοντα στην τελική επιρροή των δημοσκοπικών ερευνών στην εκλογική συμπεριφορά.
Είναι λογικό πως η πληροφορία δύναται να επηρεάσει τους ψηφοφόρους προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση
“Δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι οι επιδράσεις δεν έχουν μόνο μία κατεύθυνση. Για παράδειγμα, κάποιος μπορεί να αποθαρρυνθεί από την ψήφο υπέρ του κόμματος που έρχεται δεύτερο σε μια δημοσκόπηση, αλλά κάποιος άλλος μπορεί, την ίδια στιγμή, να ενθαρρυνθεί να στηρίξει το κόμμα που υπολείπεται στη δημοσκοπική καταγραφή. Συνεπώς, οι επιδράσεις αυτές αλληλοαναιρούνται”, σημειώνει ο κ. Κωνσταντινίδης.
ΦΩΤΟ SOOC