Ρίσα: Η “πριγκίπισσα των σκουπιδιών” – Κάνοντας όνειρα στη μεγαλύτερη χωματερή της Ασίας
Εκεί, όπου άνθρωποι συνυπάρχουν με τόνους απορριμμάτων. Εκεί, όπου τα πεταμένα φρούτα και λαχανικά ταΐζουν τους πεινασμένους, που σκαλίζουν με γυμνά χέρια λόφους σκουπιδιών, για να βρουν τους "θησαυρούς" που θα μεταπωλήσουν, για να ζήσουν. Εκεί, στην Τζάβα της Ινδονησίας, είναι το "σπιτικό" 6.000 οικογενειών.
- 15 Ιουλίου 2018 08:19
Οι κινήσεις της μηχανικές, οι αισθήσεις της σε εγρήγορση. Χρόνια τώρα. Το φως της ημέρας την ξυπνάει, η γνωστή μυρωδιά εκεί, το άγγιγμα του χερουλιού της μπαλκονόπορτας που ανοίγει, ο θόρυβος από τα φορτηγά, το πρωινό στο τραπέζι που με δυσκολία γεύεται. Μπροστά της, μια απέραντη έκταση από σκουπίδια.
Η Ρίσα ζει μέσα σε μια χωματερή. Έμαθε να συνυπάρχει με απορρίμματα από παιδί και οι πέντε αισθήσεις της αντιλαμβάνονται διαφορετικά τον κόσμο. Στο νησί Τζάβα της Ινδονησίας, μόλις 20 χιλιόμετρα από την Τζακάρτα, στη μεγαλύτερη χωματερή της Νοτιοανατολικής Ασίας, 6.000 οικογένειες μεγαλώνουν, σκαλίζοντας με γυμνά χέρια λόφους σκουπιδιών και αναζητώντας σίδερα, πλαστικά και κόκαλα ζώων. Για να τα μεταπωλήσουν.
Εδώ, καταλήγουν 9.000 τόνοι απορριμμάτων καθημερινά. Το περιττό για τους πολλούς γίνεται απαραίτητο για τους λίγους, τα πεταμένα φρούτα και λαχανικά ταΐζουν τους πεινασμένους και η χωματερή μετατρέπεται σε ένα Ελ Ντοράντο των ρακοσυλλεκτών που συνήθισαν τις μύγες, τις αδέσποτες γάτες και τις κατσαρίδες ανάμεσά τους. Έρχονται, γεμίζουν τα καρότσια τους με γυάλινα μπουκάλια, κονσέρβες, πλαστικά και όταν κουράζονται, ξαποσταίνουν σε σπασμένα έπιπλα και φαγωμένες από το χρόνο καρέκλες. Αυτό είναι το δικό τους σπιτικό.
Η Ρίσα είναι ο άνθρωπος που μένει στην άλλη άκρη του πλανήτη. Ίσως να πέσεις πάνω της ανοιγοκλείνοντας σελίδες στον υπολογιστή. Ίσως πάλι και να την προσπεράσεις αν βρεις αποκρουστικές τις εικόνες από τα σκουπίδια και τα χαραγμένα πρόσωπα ρακοσυλλεκτών που επιβιώνουν στη χωματερή. Τους ξέρει αυτούς τους ανθρώπους η Ρίσα. Την συνόδευαν σε όλες τις παιδικές της μνήμες. Την αναζητήσαμε. “Το μεροκάματο για τους ρακοσυλλέκτες μπορεί να είναι από 2-10 δολάρια την ημέρα” μας εξηγεί.
“Ανάλογα τι θα βρουν και ποια αξία θα έχει η πώλησή τους. Ψάχνουν πλαστικά μπουκάλια, ακόμα και κόκκαλα. Κόκαλα αλόγων και βουβαλιών. Τα πουλάνε και αν είναι αρκετά τυχεροί μπορεί να βρουν και ηλεκτρονικές συσκευές. Κινητά, ρολόγια, υπολογιστές ίσως ακόμη και χρήματα ή διαμάντια. Ναι, διαμάντια όσο και αν ακούγεται παράλογο. Οι άνθρωποι εδώ μπορεί να βρουν οτιδήποτε. Ακριβά στυλό, ρολόγια ή ακόμη και χρυσό. Τους φαντάζεσαι να βρίσκουν χρυσό; Και όμως. Τότε το μεροκάματο πολλαπλασιάζεται. Μπορεί να φτάσει και τα 20.000 δολάρια την ημέρα.”
Η χωματερή που άρχισε να παίρνει μορφή το 1989 καλύπτοντας αρχικά μια μικρή έκταση από ρυζοφυτείες είναι το μοναδικό σπίτι που χιλιάδες άνθρωποι γνωρίζουν στη ζωή τους. Ανειδίκευτοι εργάτες καταλήγουν με τις οικογένειες τους σε σκηνές ανάμεσα σε λόφους σκουπιδιών, τις μετατρέπουν σε… μόνιμη κατοικία και βιώνουν τις πιο ανθυγιεινές συνθήκες με τα παιδιά τους. Θα τα δεις δίπλα τους να περπατούν ξυπόλητα και να ψάχνουν για παιχνίδια. Την ώρα που φορτηγά μετατοπίζουν και σχηματοποιούν τεράστιους όγκους από απορρίμματα.
“Ξέρεις” εξηγεί η Ρίσα, “δεν είναι περίεργο οι ρακοσυλλέκτες να βρουν και νεκρά σώματα στη χωματερή. Ή ακόμη και κομμένα χέρια, πόδια και άλλα μέλη από πτώματα. Συχνά βρίσκουν και νεογέννητα. Μωρά που κλαίνε. Ζωντανά, κρυμμένα σε χαρτόκουτα, πεταμένα. Ανάμεσα σε σκουπίδια και ηλεκτρονικές συσκευές. Έχει συμβεί και αυτό. Και οι ρακοσυλλέκτες τα φροντίζουν, τα μεγαλώνουν και ας μην έχουν πιστοποιητικά γέννησης”.
Κάθε που βρέχει, το νερό αυξάνεται. Μπαίνει στις καλύβες και κάνει τη δυσοσμία ανυπόφορη. Δεν έχει ξεχάσει τα βρεγμένα πανιά που έπαιρνε μαζί της στο σχολείο. Χρόνια πριν. Για να καθαρίζει τα παπούτσια της και να μυρίζουν λιγότερο. Δεν τα κατάφερνε κάθε φορά. Το παρατσούκλι της, “η πριγκίπισσα των σκουπιδιών” τη συνοδεύει από τότε. Το ίδιο και η αίσθηση της σκληρότητας των ανθρώπων. “Η μυρωδιά είναι πραγματικά κακή” περιγράφει “ζω στη μέση του σκουπιδότοπου και είναι αφόρητα, αν και σταδιακά για εμάς συνηθίζεται. Δεν την νιώθουμε παρά μόνο όταν βρέχει. Τη θυμάμαι τη δυσοσμία από παιδί όπως και δεν έχω ξεχάσει ότι δεν μου έδιναν κίνητρα. Προτιμούσαν να μου λένε ότι δεν υπάρχει μέλλον στη ζωή μου.”
Η οικογένεια της έφτασε στην περιοχή όταν ακόμη το μέρος ήταν πράσινο με απέραντες ρυζοφυτείες. Το έβλεπαν σταδιακά να μετατρέπεται σε έναν απέραντο σκουπιδότοπο. Η μητέρα της δεν είχε χρήματα να τη σπουδάσει, ένα ζευγάρι Βρετανών τη στήριξε οικονομικά και κατάφερε να αποκτήσει πτυχίο στην τεχνολογία της πληροφορικής. Δούλεψε στο Ντουμπάι, της πρότειναν να εργαστεί και στο Άμστερνταμ. Αρνήθηκε. Προτίμησε να επιστρέψει στην χωματερή και να στήσει έναν ανεξάρτητο οργανισμό που βοηθά τα παιδιά. Να τους προσφέρει ένα πιάτο φαγητό, να τους μάθει αγγλικά, να καταφέρει να μην γυρνούν με λασπωμένες σόλες.
Κάνει παύσεις όταν μιλά για τα παιδιά. “Να σας πω την αλήθεια, μεγαλώνοντας δεν ήθελα τα παιδιά να νιώσουν το ίδιο συναίσθημα με εμένα. Έψαχνα τρόπο να τα βοηθήσω.” Δεν είναι μόνη της βέβαια. Εθελοντές από όλο τον κόσμο καταφθάνουν συχνά πυκνά και βοηθούν κάνοντας όλοι μαζί τη διαφορά. “Ξέρω ότι είναι περίεργο για εσάς που ζείτε στην Ευρώπη να το καταλάβετε, αλλά μπορείτε να βοηθήσετε. Αρκετοί, πριν έρθουν εδώ φοβούνταν την μυρωδιά αλλά μετά από δέκα λεπτά την ξεχνούσαν. Και έρχονται, αλήθεια. Τους προσφέρουμε ένα μέρος για να κοιμηθούν και καταφθάνουν από κάθε γωνιά του πλανήτη. Εθελοντές που πιστεύουν ότι υπάρχει ελπίδα όσο είμαστε όλοι μαζί. Ξέρεις, η συνεισφορά δεν μετριέται κάθε φορά με χρήματα. Μεγαλύτερη αξία έχει η εθελοντική δουλειά, να φέρουμε καθαρό νερό, να φροντίσουμε τα παιδιά, να στήσουμε ένα κατάλυμα, να τους δώσουμε ρούχα, καθαρά παπούτσια. Ακόμη και ένα παιχνίδι αρκεί.”
Κατά τη διάρκεια της συνομιλίας, στην άλλη άκρη της γραμμής ακούγονται παιδικές φωνές. Μιλούν, τραγουδούν, παίζουν. Η Ρίσα απολογείται. “Συγγνώμη για όλο αυτό, αλλά να… για να μεγαλώσει ένα δέντρο χρειάζεται ένα γερό σπόρο, σωστά; Εμείς αυτό που κάνουμε είναι να ποτίζουμε τον σπόρο για να φυτρώνουν δυνατά δέντρα. Για να μπορούν πιο δύσκολα να λυγίσουν. Να μην πέφτουν κάτω. Ξέρετε, εμένα οι άνθρωποι με υποτιμούσαν ως παιδί. Μου έλεγαν ότι τα όνειρα μου είναι πολύ ψηλά και θα μου φέρουν μόνο πόνο. Δίχως πατέρα και με μια μάνα που με δυσκολία μας στήριζε, οι πιθανότητες ήταν με το μέρος τους. Ε, δεν το θέλω αυτό για τα παιδιά. Είναι ανάγκη να μεγαλώνουν, να είναι δυνατά, να στέκονται στα πόδια τους. Ένας σπόρος τη φορά, αρκεί.”
“Να ‘ρθεις” μου λέει πριν κλείσει το τηλέφωνο. “Θα έχεις ένα κρεβάτι να κοιμάσαι και τα παιδιά σε περιμένουν. Να έρθεις. Θα γίνεις καλύτερος άνθρωπος.” Κατεβάζοντας το ακουστικό, μηχανικά κοίταξα για εισιτήρια. Ίσως και να έχει δίκιο.