Στάθης Σταμουλακάτος στο NEWS 24/7: Το έχουμε μέσα μας να αυνανιζόμαστε με τη δυστυχία του άλλου

Στάθης Σταμουλακάτος στο NEWS 24/7: Το έχουμε μέσα μας να αυνανιζόμαστε με τη δυστυχία του άλλου
24 Media/Φρατζέσκα Γιατζόγλου Watkinson

Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Φωκίωνα Μπόγρη, το "Πρόστιμο", έρχεται στα θερινά και αυτό ήταν μια υπέροχη αφορμή για να ανακρίνουμε τον Στάθη Σταμουλακάτο.

Τον συνάντησα απόγευμα στα Εξάρχεια. Με καφέ, κρύα σοκολάτα, τσιγάρα –και χωρίς μάσκα. Η πρώτη δια ζώσης συνέντευξη μετά από καιρό. Ο Στάθης Σταμουλακάτος, εκείνη η υπέροχη τρυφεροάγρια φατσάρα του σημερινού ελληνικού σινεμά, από την αυτή την Παρασκευή 21 Μαΐου θα βρίσκεται στους θερινούς κινηματογράφους με ένα «Πρόστιμο» παραμάσχαλα. Την δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Φωκίωνα Μπόγρη (που Λευτέρη τον λένε κανονικά τον άνθρωπο), η οποία κάνει ποδαρικό στα σινεμά, τώρα που ξανανοίγουν μετά από άπειρους μήνες απουσίας από την ζωή μας.

Γραμμένο από τον Μπόγρη και τον φίλο του, Πάνο Τράγο, το «Πρόστιμο» είναι ένα καρασύγχρονο αστικό δράμα που βασίζεται σε αληθινά περιστατικά. Παρακολουθούμε τον Βαγγέλη (Βαγγέλης Ευαγγελινός), ένα 30-λίγο απολειφάδι της γενιάς των ρέιβερ, που βιοπορίζεται ως μικροβαποράκι φούντας. Βαποράκι πολύ σένιο, όμως, που νοιάζεται για τους πελάτες του διατηρώντας μια επίφαση προσωπικής σχέσης με δαύτους. Διάλογοι φυσικότατοι, καταστάσεις υπαρκτές, μέχρι που, κάποια στιγμή, ο Βαγγέλης στριμώχνεται και αναγκάζεται να πάει να μείνει στο σπίτι της αδελφής του (Μαρία Μπαλούτσου). Κι εκεί, θα γνωριστεί με τον Πέτρο, τον σπιτωμένο φρέσκο γκόμενο της αδελφής. Και τότε θα μπλέξει άσχημα. Πολύ άσχημα… Διότι ο Πέτρος είναι ένας άξεστος αμοραλιστής περίπου-μπράβος, που προωθεί με κάθε τρόπο, κάθε μέσο τις «δουλειές» του.

Και διότι, βέβαια, τον Πέτρο τον υποδύεται ο Σταμουλακάτος. Πείθοντας τόσο απόλυτα για το ολέθριο ποιόν αυτού του τύπου, ώστε να αποσπάσει υποψηφιότητα Β’ Ανδρικού Ρόλου στα φετινά βραβεία ΙΡΙΣ της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου.

Παίζει, βέβαια, και άλλα πράματα, εκτός από τον «κακό» ο Σταμουλακάτος. Στον «Ράφτη», ας πούμε, την δραμεντί της Σόνιας Λίζα Κέντερμαν που θα βγει στις αίθουσες στα θερινά στις 3 Ιουνίου, υποδύεται έναν απλό κανονικό ταξιτζή. Αλλά είναι πολύ μικρός ρόλος. Επίσης κανονικός, και εξίσου μικρός, είναι κι ο ρόλος που παίζει στην ισπανική ταινία «Mediterraneo» του Μαρσέλ Μπαρένα. Θα ‘παιζε ευχαρίστως και κωμωδία –μου λέει. Αλλά, τουλάχιστον προς το παρόν, ο Στάθης Σταμουλακάτος έχει πολιτογραφηθεί ως κακός. Ψαρωτικός. Αδυσώπητος, αδίστακτος, οριακά σάπιος. Σαν το Πέτρο στο «Πρόστιμο».

24 Media/Φρατζέσκα Γιατζόγλου Watkinson

Για πες, λοιπόν, για το «Πρόστιμο»;

Αυτή η ταινία, για μένα, είναι ένα θαύμα του κινηματογράφου. Με την έννοια ότι αυτό το πράγμα φτιάχτηκε με έλαχιστα χρήματα. Σ’ αρέσει, δεν σ’ αρέσει, αλλά φτιάχτηκε με, πώς να σου πω, με την παλαβομάρα και την αγάπη του Μπόγρη. Και, νομίζω, με όλων μας την παλαβομάρα. Γιατί αν σκεφτόμουν καθαρά επαγγελματικά, δεν θα ‘παιζα. Γιατί πήρα σχεδόν τίποτα, όπως όλοι μας…

Και γιατί το ‘κανες, για τον Μπόγρη;

Την ταινία αυτή την πάλευε δεν ξέρω πόσα χρόνια. Κάποιοι τον παρατήσαν στην πορεία… Κι εγώ στην αρχή δεν ήθελα να παίξω.

Για ποιο λόγο;

Γιατί εκείνη την εποχή έπαιζα σε τρία θέατρα. Και του ‘πα, «ρε συ Λευτέρη, μήπως να το κάνει κάποιος άλλος;» Γιατί ήμουνα πάρα πολύ κουρασμένος, πάρα πολύ. «Όχι, θέλω εσένα, σε παρακαλώ, μην μου το κάνεις αυτό…» Ε, κι εντάξει, όταν βλέπεις έναν άνθρωπο να έχει τέτοια τρέλα μέσα του, σχεδόν πήγε να βγάλει φτερά. Και εκεί που του βάρεσα πάρα πολύ μεγάλα ρισπέκτ ήταν ότι ο άνθρωπος πούλησε περιουσιακά του στοιχεία για να κάνει αυτήν την ταινία. Ε, από κει και πέρα, λες ότι κι εγώ δεν μπορώ να κάνω πίσω. Έτσι έγινε. Για τον Λευτέρη δούλεψε πάρα πολύς κόσμος για τίποτα. Και ήταν πολύ σημαντική και η παρουσία της Μαρίας Καραγιαννάκη που έκανε την παραγωγή. Άλλοι διευθυντές παραγωγής συνήθως εξαφανίζονται από τα γυρίσματα, κι έρχονται μια φορά την εβδομάδα. Η Μαρία ήταν εκεί σε κάθε γύρισμα. Όταν γίνεται μια ταινία με πάρα πολύ λίγα λεφτά, και όλοι βάζουνε την ψυχή τους, κάποιες στιγμές θα ξεφύγει το πράμα. Η Μαρία ήταν εκεί συνέχεια για να μπορούν να ξεπεραστούν αυτές οι δυσκολίες. Ήταν πραγματικά αυτό που λέμε «διεύθυνση παραγωγής».

Ο Πέτρος, ο χαρακτήρας που υποδύεσαι, έχει κάποια κοινά χαρακτηριστικά με τον Αντώνη Γερακάρη από το θεατρικό «Στέλλα, κοιμήσου» του Οικονομίδη;

Όχι, όχι δεν είναι κοντά. Είναι τελείως διαφορετικοί τύποι. Ο Πέτρος είναι Νεάντερταλ. Είναι ο άνθρωπος που πραγματικά, αν με ρωτήσεις, σε σχέση με άλλους ρόλους, δεν ήθελα να ταυτιστώ ποτέ μαζί του. Είναι, αυτό που λέμε, ο κακός Έλληνας. Ο μισογύνης, ο άθλιος… Ό,τι σκατά υπάρχει στον Έλληνα το έχει ο Πέτρος. Δεν τον πήγαινα καθόλου αυτόν τον τύπο. Έπρεπε, όμως, να βγει έτσι.

Θα το ‘χεις σκεφτεί κι εσύ, φαντάζομαι, υπάρχει μια τυποποίηση που σε κυνηγάει;

Ναι. Αλλά την έκπληξη θα σ’ την κάνω με την ταινία που έκανα φέτος τον Φεβρουάριο με την Ασημίνα την Προέδρου. Αυτό που κάναμε με την Ασημίνα είναι τελείως άλλο. Θα δεις έναν διαφορετικό άνθρωπο. Και να σου πω και κάτι; Δεν με πειράζει να παίζω τον κακό… Ο κακός είναι ο πιο γοητευτικός.

Όχι, δεν το λέω ηθικά. Επαγγελματικά, ερμηνευτικά.

Α, δεν με πειράζει, δεν με πειράζει καθόλου. Κι εξάλλου είναι γκάμα χαρακτήρων, δεν μοιάζουν όλοι μεταξύ τους. Απλά έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: ότι είναι όλοι κακοί.

Υπάρχει κάτι που θα ‘θελες να κάνεις ερμηνευτικά, έτσι, σαν έκπληξη όπως λες;

Θα σου πω. Είναι κάτι το οποίο θέλαμε να κάνουμε φέτος, ένα θεατρικό που γράφει ο Αντώνης ο Τσιοτσιόπουλος, στο οποίο θα έπαιζα ένα τραβεστί. Θα έπαιζα ένα τραβεστί, αλλά δεν θα ‘σπαγα την φωνή μου, ας πούμε. Θα ήμουνα κανονικός, αλλά θα ήμουν τραβεστί. Θα ήμουν ένας άνθρωπος που θέλει να αλλάξει το φύλλο του, δηλαδή. [Ένας άνθρωπος που] μιλάει κανονικά, με γυναικεία ρούχα, αλλά χωρίς καρικατουρίστικα πράματα. Είναι στα σκαριά, δεν ξέρω πότε θα γίνει, κι αν θα γίνει –αλλά, να η έκπληξη! Από την άλλη, η τυποποίηση είναι μέρος του παιχνιδιού, έτσι δουλεύει [το πράμα], όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά παγκόσμια. Όταν, ας πούμε, θες μια όμορφη, πας σε συγκεκριμένες… Είναι και τι σου πάει, ρε παιδί μου. Δεν μπορείς να παίζεις κάτι που δεν σου πάει. Και δεν μπορείς να τα παίζεις όλα.

Αισθάνομαι, πάντως, ότι στο σημερινό ελληνικό σινεμά υπερπροβάλλεται αυτός ο λίγο λούμπεν μικρόκοσμος. Και στο «Πρόστιμο» κάποιες καταστάσεις είναι ακραίες. Πιο σπάνια θα δούμε μια απλή, καθημερινή ανθρώπινη ιστορία. Γιατί; Δεν είναι ελκυστική;

Όχι, δεν είναι ελκυστική. Στις μέρες μας, αυτό που έχει επικρατήσει είναι η βία, ο φασισμός, και κάτι τέτοιοι τύποι σαν τον Πέτρο, οι οποίοι, μάλιστα, προωθούνται και από κάποια ΜΜΕ γιατί θέλουν να τους εκμεταλλευτούνε… Αν με ρωτήσεις, ναι, θα ήθελα κι εγώ να βλέπω απλούς ανθρώπους [στο ελληνικό σινεμά], απλές ιστορίες. Αλλά, τελικά, είναι μέσα μας λίγο η ανωμαλία, το να βλέπουμε κακούς, να αυνανιζόμαστε με την δυστυχία του άλλου…

Σίγουρα, υπάρχει αυτή η νοσηρή περιέργεια…

Και φταίνε, βέβαια, σε μεγάλο βαθμό, και αυτοί που κινούν τα πράματα, πώς να σου πω, σε ένα παγκόσμιο επίπεδο. Γιατί κι εμείς απέξω φέρνουμε πρότυπα. Όταν βλέπεις βία έξω, πρέπει να βάλεις βία και εσύ.

Είναι απαραίτητο να κοπιάρουμε ό,τι γίνεται έξω;

Δεν είναι απαραίτητο, όμως δεν κάνει κάτι κάποιος να το αλλάξει. Να σου πω κάτι άσχετο: γιατί δεν μπορούμε εμείς να φτιάξουμε τηλεπαιχνίδια εδώ στην Ελλάδα; Και πρέπει να τα φέρνουμε όλα κοπιράιτ; Είμαστε τόσο βλάκες; Αλλά, πέρα απ’ αυτό, η βία υπάρχει. Και θα παραμείνει. Γιατί είναι, ίσως, πολύ ριζωμένη μέσα μας. Πορευόμαστε ο καθένας μόνος του. Ο καθένας προσπαθεί να επιβιώσει με οποιονδήποτε τρόπο. Και αυτό πάλι, δυστυχώς, το περνάνε εντέχνως αυτά τα τηλεπαιχνίδια. Τα σερβάιβορ, οι φάρμες… Αν τους δεις, ο καθένας παλεύει για την πάρτη του. Ακόμα και το Μάστερσεφ, που όταν ξεκίνησε ήταν ένα ριάλιτι μαγειρικής –και μ’ άρεσε, γιατί μ’ αρέσει και μένα να μαγειρεύω–, τώρα απλά έχει γίνει ένα ρουφιανοπαιχνίδι, που σκοτώνονται μεταξύ τους. Όλα αυτά τα παιχνίδια έχουν κέντρο τον έναν. Όλοι παλεύουν για το εγώ τους. Αυτή η εποχή είναι ο καθένας για την πάρτη του.

24 Media/Φρατζέσκα Γιατζόγλου Watkinson

κάποιοι απ’ αυτούς που τώρα μιλάνε βγάζανε τη γλώσσα για να συνεργαστούνε με αυτούς τους τέσσερις

Και στον δικό σας χώρο είναι έτσι;

Ναι. Γιατί λιγοστεύουν οι δουλειές. Και είναι ούτως ή άλλως πολύ ανταγωνιστικό αυτό το επάγγελμα. Δεν είναι τυχαίο που πολύ λίγοι ηθοποιοί κάνουν παρέα με ηθοποιούς. Πολύ λίγοι.

Με την όλη φάση, Λιγνάδη, MeToo, κι όλα αυτά, πληγώθηκε πολύ ο χώρος του θεάματος;

Πληγώθηκε, απλά υπάρχει και φοβερή υποκρισία. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην γνώριζε ό,τι γινότανε. Να σε πάω πίσω, 15 χρόνια πριν, εμείς στο [θέατρο] Επί Κολωνώ σχολιάζαμε σχεδόν τα πάντα [από αυτά που τώρα μαθεύτηκαν]. Δηλαδή, άκουσα, έμαθα, μου είπαν, λες να ’γινε; Ξέραμε σχεδόν όλα τα περιστατικά για όλους. Αυτοί που βγαίνουν και λένε «α, εγώ πέφτω απ’ τα σύννεφα», κάνουν κακό στον εαυτό τους. Αυτό να το γράψεις. Παιδιά, μη μιλάτε! Μη μιλάτε. Γιατί και κάποιοι απ’ αυτούς [που τώρα μιλάνε] βγάζανε την γλώσσα για να συνεργαστούνε με αυτούς τους τέσσερις [σ.σ. εννοεί τους Δημήτρη Λιγνάδη, Πέτρο Φιλιππίδη, Κώστα Σπυρόπουλο, Γιώργο Κιμούλη]. Βγάζανε την γλώσσα μέχρι το πάτωμα… Και θα σου πω και κάτι: εγώ, αν ήμουν φίλος με έναν απ’ αυτούς τους τέσσερις, ακόμα κι αν τον βάζαν στην φυλακή, θα πήγαινα να τον έβλεπα. Αυτός είναι ο πραγματικός φίλος. Δεν παίρνω θέση γι’ αυτό που κάνανε. Γι’ αυτό που κάνανε μπορεί να τους έλεγα «είσαι μαλάκας! είσαι, είσαι..», αλλά ο φίλος είναι φίλος. Αυτοί οι άνθρωποι αυτήν την στιγμή δεν έχουν κανέναν φίλο, τους εγκατέλειψαν όλοι. Δεν έχει κανένας το κουράγιο να βγει και να πει, «οκέι έκανε αυτό που έκανε, τον καταδικάζω ή δεν τον καταδικάζω, αλλά παραμένει φίλος μου». Θα σ’ το ξαναπώ, θέλω να ακουστεί: είναι υποκριτές. Μην μιλάνε, τους κάνει κακό να βγαίνουν να λένε ότι πέσανε απ’ τα σύννεφα. Πρέπει να ήταν σε άλλον πλανήτη. Να γυρίζανε ταινία στο Χόλιγουντ, ξερωγώ…

Έχεις φιλοδοξία να παίξεις κάποιον συγκεκριμένο ρόλο;

Όχι, καμία. Το όνειρο δημιουργείται κάθε φορά που μου προτείνουν τον ρόλο. Δεν το είχα ποτέ αυτό, που ακούω από πολλούς ότι «εγώ θέλω να παίξω αυτό και το άλλο». Με ρώτησε κάποιος άλλος, «δεν θες να παίξεις στην Επίδαυρο;» Όχι. Ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο που δεν έπαιξε στην Επίδαυρο τι έπαθε, δηλαδή;

Και πες, ότι κάποιος το αποφασίζει και λέει, «θα βάλω τον Σταμουλακάτο να μου κάνει Κρέοντα στην Επίδαυρο». Θα πεις όχι;

Δεν ξέρω, δεν ξέρω… Το θέμα Επίδαυρος και αρχαία τραγωδία είναι κεφάλαιο από μόνο του. Και κεφάλαιο πάρα πολύ σκοτεινό –και αυτό. Σκοτεινό με ποια έννοια, ότι, ρε παιδί μου, ένας καλλιτέχνης, ειδικά σε αυτό το θέατρο [της Επιδαύρου], παίζει γιατί θέλει κάτι να πει, έτσι; Ε, δεν μπορεί κάθε χρόνο, επί 15 χρόνια, να έχεις να πεις κάτι! Πλέον, δεν παίζουνε –εντάξει, πρέπει να τ’ ανοίξω το στόμα μου, γιατί δεν γίνεται– πλέον το κάνουν όλοι για να βγάλουνε φράγκα. Κανένας, κανένας δεν κάνει καλλιτεχνική δουλειά. Είναι όλοι, πόσες πιάτσες θα κάνουμε, και τι λεφτά θα βγάλουμε για να μας κρατήσουν τον χειμώνα. Δεν υπάρχει από πίσω καμία καλλιτεχνική έμπνευση. Το ‘χουνε σακατέψει, δηλαδή! Εκεί, σ’ το λέω με το χέρι στην καρδιά, η καλλιτεχνική δημιουργία έχει πάει περίπατο. Κάνουνε κάποια περίεργα σκηνικά, πάνε να δώσουνε δήθεν κάτι διαφορετικό. Δεν έχουν να πούνε τίποτα, όμως. Δεν μπορώ να ακούσω έναν τύπο, ο οποίος το λέει όλο το κείμενο κράζοντας πάνω σε μια καρέκλα! Λυπάμαι, δεν είμαι τόσο πνευματικός άνθρωπος. Δηλαδή, τι θες να μας πεις τώρα; Γιατί εγώ δεν καταλαβαίνω, πραγματικά. Γι’ αυτό μου είναι λίγο απωθητικό [όλη η φάση με την Επίδαυρο]. Έχουν παίξει τόσοι πολλοί Κρέοντα, που τι παραπάνω, δηλαδή, θα πεις εσύ;

Εσένα πώς θα ήθελες να σε μνημονεύουν;

Όχι, όχι [γέλια] δεν τα θέλω αυτά. Άμα φτάσω σε μια ηλικία που είμαι πιο κοντά στον θάνατο θα το σκεφτώ. Τώρα δεν το σκέφτομαι.

Εντάξει, τότε τι σε νοιάζει για την εικόνα σου;

Να λένε, «καλός ηθοποιός». Αυτό. Καμιά φορά, διαβάζω σε κάνα σάιτ, «πέθανε αυτός». Και δεν τον ήξερα! Δηλαδή, μου κάνει εντύπωση, πόσοι [ηθοποιοί] υπάρχουν και δεν τους ήξερα… Μπορεί να είμαι κι εγώ ένας απ’ αυτούς, κάποια στιγμή που θα πεθάνω. Να σου πω κάτι; Εάν ήθελα να μπλεχτώ, να γίνω κι εγώ κάπως, θα το ‘χα κάνει, είχα τις προσβάσεις. Κράτησα, όμως –κι αυτό μου το πιστώνω– την πρωινή μου δουλειά [σ.σ. ήταν για χρόνια ντελιβεράς], για να μπορώ να κάνω αυτά που θέλω.

Πιστεύεις ότι η τηλεόραση είναι αυτή που τελικά δίνει την αναγνωρισιμότητα, την προβολή;

Ναι, ναι, η τηλεόραση. Σχεδόν 18 χρόνια παίζω, κάποιοι με γνωρίσαν στο «Στέλλα, κοιμήσου». Δηλαδή, «δεν ξέραμε καν ότι υπάρχεις». Που να χτυπιέσαι, άμα δεν περάσεις από την τηλεόραση… Θα κάνω κι εγώ φέτος ένα σίριαλ του [Γρηγόρη] Καραντινάκη. Ευτυχώς δεν είναι καθημερινό, είναι 28 επεισόδια στο Mega. Και θα το κάνω. Θα περάσω κι εγώ, να δω πώς είναι αυτό το πράγμα…

Τι σε έκανε να πεις το ναι;

Το ότι, οκέι, ήταν καλό το σεναριάκι, έχει ένα ενδιαφέρον. Και δεύτερον, ο φόβος. Ο φόβος ότι μπορεί πάλι να κλείσουν τα θέατρα. Λες, «κι αν κλείσουν πάλι, τι θα κάνω;» Και είπα να κάνω ένα πέρασμα, να δω πώς είναι και η τηλεόραση.

Θεωρείς ότι η τηλεόραση αποτυπώνει αυτό που υπάρχει γύρω, ή συμβαίνει το αντίστροφο, ότι η τηλεόραση δημιουργεί τις τάσεις;

Δημιουργεί! Καλώς ή κακώς, και «Ο σιωπηλός δρόμος», ας πούμε, είναι πάλι ένα αμερικανο-τέτοιο που το έχουν αναπροσαρμόσει στα ελληνικά μέτρα. Ακόμα και αυτό, όμως, δεν είναι πραγματική ζωή. Δηλαδή, θα μπορούσες άνετα από κάτω να του βάλεις υπότιτλους και να νομίζεις ότι είναι ένα αμερικάνικο έργο. Δεν είναι ένα ελληνικό θέμα. Δεν θα φτάσει, νομίζω, ποτέ η τηλεόραση να απελευθερωθεί, να αρχίσουν να μπαίνουν άγρια θέματα μέσα. Εάν, ας πούμε, έβαζες εννιά η ώρα μια ταινία του Οικονομίδη, ή αυτό του Μπόγρη, θα έτρωγαν 10.000 μηνύσεις. Θα παίρνανε τηλέφωνο οι –πώς τους λέμε;– οι νοικοκυραίοι, και θα γινόταν… Ασχέτως αν τα κάνουνε αυτά στο σπίτι τους, έτσι; Η τηλεόραση είναι μέινστριμ. Είναι μέχρι εκεί που μπορώ να αντέξω. Άντε, να ακουστεί κι ένα «μαλάκα» περίεργο –μέχρι εκεί. Αλλά δεν είναι ακόμα αυτό που λέμε real life, ρε παιδί μου. «Θα σου γαμήσω το σπίτι, και σένα και της μάνας σου…», αυτά που γίνονται μέσα στα σπίτια, και είναι άγρια πράματα.

Εσύ βρίζεις στην προσωπική σου ζωή;

Ναι! Έβριζα, πολύ όμως, όσα χρόνια ήμουν με το μηχανανάκι στον δρόμο, γιατί πάνε να σε σκοτώσουν κανονικά, ταξιτζήδες, πανικός. Εντάξει, και τώρα βρίζω… Νομίζω ότι βρίζω πιο πολύ, από την στιγμή που πέθανε η μάνα μου. Μέχρι πριν πεθάνει η μητέρα μου, έκανα τον σταυρό μου, ψιλοπίστευα –αλλά στην πραγματικότητα δεν πίστευα ποτέ. Όταν πέθανε η μάνα μου, κάπως απελευθερώθηκα. Ενώ πριν, φοβόμουνα, το πιστεύεις; Δεν την φοβόμουνα, ότι θα με κάνει ντα-ντά, αλλά τι θα πει η μάνα μου. Και ξαφνικά, μόλις απελευθερώθηκα, κατάλαβα ότι δεν πίστευα ποτέ. Ήταν κάτι φορεμένο από την κοινωνία. Γιατί είμαστε Χριστιανοταλιμπάν. Ό,τι ακριβώς είναι οι ταλιμπάν είμαστε κι εμείς. Είμαστε η κυρίαρχη θρησκευτική πλειονότητα στην Ελλάδα, ακούς συνέχεια καμπάνες, όπως ακούς το «Αλάχ-Αλάχ» [μιμείται την φωνή του μουεζίνη], κι όποιος εκφράσει μια [διαφορετική] γνώμη θα τον σακατέψουνε. Και πρέπει να τα έχεις καλά [με αυτή την κυρίαρχη τάση]. Οι περισσότεροι που ξέρω δεν πιστεύουν, απλά μπροστά σε άλλους θα κάνουν τον σταυρό τους. Εγώ δεν το χρειάζομαι όλο αυτό. Ηθική έχω από μόνος μου. Δεν θέλω να σκοτώσω κανέναν άνθρωπο. Άρα, το ου φονεύσεις, το ‘ξερα κι από πριν. Δεν χρειαζόταν να κάνω τον σταυρό μου για να το μάθω.

24 Media/Φρατζέσκα Γιατζόγλου Watkinson

Ποιο είναι το κριτήριό σου όταν λες «ναι, αυτή την δουλειά θα την κάνω»;

Οι άνθρωποι, πρώτα είναι οι άνθρωποι. Και μετά, εντάξει δεν είμαι βλάκας, καταλαβαίνω κάποια πράματα…

Δηλαδή; Πού βάζεις την γραμμή σου; Στην ποιότητα; Στην εμπορικότητα;

Κοίτα, δεν μπορείς να την βάλεις στο οικονομικό, γιατί ούτως ή άλλως λεφτά δεν θα βγάλεις [γέλια]. Οπότε, αφού δεν παίζει το χρηματικό, είναι η ιστορία η ίδια. Τι θέλει να πει το έργο. Δηλαδή, αυτό που μου είπε ο Αντώνης [ο Τσιοτσιόπουλος], με το που μου το είπε, απλά σαν ιδέα, λέω «εντάξει, παίζω με τα χίλια». Και είναι καλό που βγαίνουν σιγά-σιγά κάποιοι συγγραφείς, οι οποίοι επενδύουν στο νεοελληνικό θέατρο. Γιατί, στο κάτω-κάτω, κάποια στιγμή πρέπει να σταματήσουμε αυτά τα Τζον, τα Κάρολ, τα Πίτερ… Εντάξει, καλά είναι κι αυτά, αλλά κάποια στιγμή…

Θα έγραφες, αλήθεια, ποτέ εσύ ένα έργο;

Ε, έχω γράψει δυο σενάρια για κινηματογράφο, αλλά τα κράτησα για μένα [γέλια]. Όχι, το θέατρο είναι μια άλλη λειτουργία που δεν την έχω. Αλλά να γράψω σενάριο ταινίας, ναι, το ’χω, νομίζω. Έχω δώσει [δείγματα δουλειάς] σε κάποιους παραγωγούς, μια χαρά [σχόλια] άκουσα, αλλά, μου λένε, είναι πάρα πολύ ακριβό για τα δεδομένα της Ελλάδας. Ακριβό! Δυόμιση εκατομμύρια, δηλαδή. Δεν μπορεί να τα δώσει κανένας αυτά λεφτά. Και μένουν εκεί τα σενάρια… Αλλά, μια χαρά. Εγώ τα έγραψα, δεν μου μένει κάποιο απωθημένο. Αλλά αν κάνω ποτέ κάποια ταινία…

Α, σκέφτεσαι και να σκηνοθετήσεις;

Κάποιες φορές το σκέφτομαι, όχι για τώρα. Αλλά, [αν το κάνω] την ταινία του Μπόγρη θα έχω ως μπούσουλα. Η ταινία γυρίστηκε σε ένα μήνα. Με ακατάπαυστα γυρίσματα, 10ωρα, σχεδόν κάθε μέρα. Άμα το θέλεις, και οργανωθούνε όλοι, και πούνε «πάμε να το κάνουμε», και δεν βάλεις σκέτο επαγγελματισμό μέσα, γίνεται.

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα