Βαλέρια Κουρούπη: Είχα πάντα έναν σκεπτικισμό ότι θα με δουν σαν ανιψιά του Μπέζου
Η Βαλέρια Κουρούπη μιλά στο News 24/7 για την έλλειψη της κωμωδίας και της σάτιρας σήμερα, το ελληνικό #MeToo, τη σχέση της με τον Γιάννη Μπεζο καθώς και για το πώς θα ήθελε τον άντρα τον "σωστό".
- 07 Φεβρουαρίου 2021 08:06
Ίσως να μην είναι ο πιο δόκιμος τρόπος να περιγράψω μια ηθοποιό που καταγράφει μια πολύχρονη πορεία και που η κωμική της πάστα κι ερμηνείες έχουν αγκαλιαστεί από το κοινό αλλά θα τολμήσω να το κάνω (δεδομένου άλλωστε ότι της το είπα και της ίδιας): Η Βαλέρια Κουρούπη είναι αυτό που λέμε και γ@μώ τα παιδιά! Αυθεντική, ακομπλεξάριστη, αυτοσαρκαστική, από τις πρώτες της κιόλας κουβέντες ένιωσα οικειότητα και ότι μπορώ να συζητήσω τα πάντα μαζί της, τα ευκολάκια αλλά και όλα εκείνα που ταλανίζουν σήμερα τον καλλιτεχνικό κόσμο.
Το ευρύ κοινό τη γνώρισε ως Λίλη στην κλασική πλέον σειρά «Εκείνες κι εγώ» με πρωταγωνιστή τον Γιάννη Μπέζο (Μια σχέση ζωής εκτός από επαγγελματική δεδομένου ότι είναι θείος της). Ακολούθησαν πολλοί ρόλοι στην τηλεόραση και στο θέατρο, οι περισσότεροι δυναμικοί και μάχιμοι όπως είναι και η ίδια. Σήμερα διανύει ίσως μια από τις καλύτερες φάσεις της και πρωταγωνιστεί στη νέα κωμική σειρά του ANT1 «Παρουσιάστε» ως Γλυκερία Μποτώνη, μια μάνα του λόχου και του… τζόγου. Αφορμή για τη συνέντευξη αποτέλεσε η δουλειά της αυτη, όμως η συζήτηση γρήγορα επεκτάθηκε στα κακώς κείμενα που αντιμετωπίζει ο κλάδος της, τα οποία αναδείχτηκαν τόσο μέσα από την πανδημία όσο και μετά τη “σκυτάλη” που έδωσε μέσα από τις αποκαλύψεις της η χρυσή Ολυμπιονίκης Σοφία Μπεκατώρου σε όλες τις γυναίκες και άντρες που έχουν δεχτεί σεξουαλική κακοποίηση, παρενόχληση ή βία.
Η Βαλέρια Κουρούπη μιλά στο News 24/7 για την πορεία της, την έλλειψη της κωμωδίας και της σάτιρας σήμερα, το ελληνικό #MeToo, τη σχέση της με τον Γιάννη Μπεζο καθώς και για το πώς θα ήθελε τον άντρα τον “σωστό”.
“Μικρή ήμουν τρομερό αγριμάκι”
Ξεκίνησα την κουβέντα μας από… την αρχή, ήθελα να μάθω για την παιδική της ηλικία και πόσο προδιαγεγραμμένο ήταν ότι θα γίνει ηθοποιός: «Μικρή ήμουν αγοροκόριτσο. Έβλεπα τα κορίτσια που έπαιζαν με κουκλίτσες Bi Bi Bo και μου φαινόταν αδιανόητο και βαρετό. Εγώ ήμουν πάνω στα δέντρα, έπαιζα ποδόσφαιρο και αμπάριζα. Είχα πέντε μελανιές στα γόνατα. Παράλληλα ήμουν δημοφιλής και πρόεδρος της τάξης, το καλό παιδί των γονιών, το μελετηρό. Αλλά στην εφηβεία τούς έβγαλα την Παναγία. Άκουγα Cure θυμάμαι και αγγλική garage σκηνή, πήγαινα σε πάρα πολλές συναυλίες. Φορούσα μαύρα και σήκωνα τα μαλλιά μου με σαπούνι. Ήμουν μια έφηβη με τρομερές εντάσεις και κυκλοθυμία. Δεν άφηνα τίποτα να πέσει κάτω, τσέκαρα τους γονείς μου σε όλες τους τις κινήσεις. Και τους καθηγητές μου: Έχουν φύγει καθηγητές κλαίγοντας από την τάξη. Επειδή ήμουν σωστή σε πολλά πράγματα, είχα την ψευδαίσθηση ότι ξέρω τα πάντα.
Στα καλλιτεχνικά μπήκα από πολύ νωρίς. Σκεφτείτε ότι στα 8 μου είδα τις εξετάσεις του πρώτου έτους της θείας μου, της Ναταλίας (Τσαλίκη) στο Εθνικό. Ο μπαμπάς μου ήταν μουσικός κι έπαιζε σε μια μπάντα, και ήμουν σχεδόν σε κάθε πρόβα. Οι τέχνες μού φαινόντουσαν σαν φυσική διαδρομή του ανθρώπου, ο προορισμός όλων μας. Ήμουν σίγουρη ότι θα ασχοληθώ επαγγελματικά με τις τέχνες, απλά δεν είχα καταλήξει αν θα ακολουθήσω το τραγούδι ή το θέατρο. Πήγα στη δραματική σχολή του Ωδείου Αθηνών (πιο πολύ για τη σπουδή παρά για να γίνω ηθοποιός) κι εκεί με κέρδισε το πρακτικό του θεάτρου. Στη σχολή μου έδιναν να παίζω τις ενζενί, τις λεπτεπίλεπτες πριγκιπισένιες κοπελίτσες. Ένας δάσκαλός μου κάποια στιγμή μου έδωσε τη “Σαλώμη” του Όσκαρ Ουάιλντ και μου είπε “τώρα θα κάνεις αυτό για να τσαλακωθείς γιατί βαριέμαι πάρα πολύ να σε βλέπω να κάνεις τα κοριτσάκια”. Έβαλα στοίχημα με τον εαυτό μου και κατάφερα με αυτόν τον ρόλο να πάρω υποτροφία.
Βγαίνοντας από τη σχολή, οι πρώτες μου δουλειές ήταν σε σειρές του Κουτσομύτη και του Μανουσάκη. Ήμουν πιο μαζεμένη, δειλή και ντροπαλή, ήθελα να κάνω δραματικούς ρόλους. Η τύχη με βοήθησε γιατί εάν δεν με είχε πάρει ο Γιάννης Μπέζος στο “Εκείνες κι εγώ”, μπορεί να μην είχα ανακαλύψει την κωμική μου φλέβα. Ο Μπέζος μού “έσπασε” το καλούπι, βρήκα μια πτυχή του εαυτό μου που δεν γνώριζα.
Οπωσδήποτε το οικογενειακό backround μού έδωσε τη μεγάλη ευκαιρία μου: τη Λίλη στο “Εκείνες κι εγώ”. Επίσης με προετοίμασε για τη δραματική σχολή. Έχω πάρει πάρα πολλά και ήμουν πολύ τυχερή που τον είχα στο περιβάλλον μου. Από την άλλη είχα πάντα έναν σκεπτικισμό ότι θα με δουν σαν ανιψιά του Μπέζου. Όταν με πήρε για τη δουλειά αυτό του είπα: “Δεν θα πουν ότι με πήρες επειδή είμαι ανιψιά σου;”. “Αν είσαι καλή δεν θα πουν τίποτα. Αν δεν είσαι, θα το πουν όλοι” μου απάντησε. Δεν το άκουσα ποτέ.»
Ο Γιάννης Μπέζος δεν είναι ένας κλασικός θείος
«Ο Γιάννης Μπέζος δεν είναι ένας κλασικός θείος. Μάς έδινε χώρο να είμαστε ο εαυτός μας, μας ενέπνεε να είμαστε χαλαροί και χαρούμενοι. Είναι πάρα πολύ αστείος, ήταν η χαρά μας να είμαστε μαζί του. Αλλά έχει επίσης και τα όριά του, δεν είναι ένας άνθρωπος που τον “καβαλούσες”. Έτσι είναι και στη συνεργασία: Σε εμπνέει να βγάλεις το καλύτερο από μέσα σου και να τον ξεπεράσεις αν μπορείς, αλλά υπάρχουν και τα όρια στο κομμάτι της δουλειάς που πρέπει να γίνει σωστά, να μην ξεφύγεις. Στο “Παρουσιάστε”, στην πρώτη συνάντηση με τους ηθοποιούς είπε “θέλω να σας δω σε όλο σας το μεγαλείο. Μη με ακούτε εμένα, ακόμα κι εγώ μπορεί να σας πω μ@λ@κία. Το δικό σας θέλω να δω, την πρότασή σας”. Αυτό όταν το πεις σε έναν ηθοποιό, αν είναι ακομπλεξάριστος και ταλαντούχος, του έχεις κάνει δώρο τον μισό κόσμο. Για αυτό γίναμε καλλιτέχνες για να δημιουργούμε, όχι να εκτελούμε.»
Κεφάλαιο κωμωδία
«Με εντυπωσιάζει που βλέπω σήμερα νέα παιδιά 15 και 16 ετών να λένε ατάκες μου από το “Εκείνες κι Εγώ”. Είναι μια σειρά που είχε ωραίο κείμενο από τον Κώστα Πρετεντέρη κι έναν θίασο ηθοποιών καταπληκτικών κατά κανόνα. Έδεσε η συγκυρία και ήταν και σε μια εποχή που ο κόσμος ήταν αθώος και γούσταρε πολύ. Θεωρώ ήταν από τις μεγάλες επιτυχίες της ιδιωτικής τηλεόρασης, μια λαϊκή κωμωδία με ψυχή, καθόλου δήθεν – δεν πήγαμε να υποκριθούμε κάτι άλλο. Ακούμπησε πάρα πολύ τον Έλληνα.»
«Πιστεύω ότι ήταν οι εποχές πιο αθώες και πιο δημιουργικές. Ήμασταν σε μια ακμή της τηλεόρασης τότε και δίναμε πολύ περισσότερα λεφτά στην παραγωγή και περισσότερο χρόνο στους δημιουργούς. Υπήρχε ένα αντίκρυσμα. Τώρα ζούμε με βιασύνη το πώς θα τελειώσουμε το επεισόδιο για να είναι πιο οικονομικό.
Ζούμε μια ανήθικη εποχή και η κωμωδία δεν ακολουθεί. Δεν έχουμε πια την επιθεώρηση να σχολιάσει αυτό που μας ταλαιπωρεί και μας πονάει
Υπάρχει μια κρίση στη δημιουργικότητα σήμερα και αυτό το παρατηρώ και στην τηλεόραση στο τραγούδι και στο θέατρο. Δεν γράφονται έργα σύγχρονα ή αν γράφονται δεν φτάνουν μέχρι εμάς. Δεν γράφονται τραγούδια που θα μας συγκινήσουν, θα μας ταλανίσουν και θα γίνουν επιτυχίες στο ραδιόφωνο. Δεν βλέπουμε πρωτότυπα σίριαλ γραμμένα από Έλληνες, συνήθως βλέπουμε ξένα φορμάτ που αγοράζονται. Δεν πάμε παράλληλα με την εποχή. Ζούμε μια ανήθικη εποχή και η κωμωδία δεν ακολουθεί. Δεν έχουμε την επιθεώρηση που είχαμε παλιά, να σχολιάσει και να καυτηριάσει αυτό που συμβαίνει και μας ταλαιπωρεί και μας πονάει. Έχουμε το “Ράδιο Αρβύλα” που κάνει αυτήν τη δουλειά.
Περιμένω πώς και πώς νέους ανθρώπους να γράψουν πράγματα που θα ακουμπήσουν κατευθείαν και ο δημιουργός θα ταυτιστεί με το κοινό. Υπάρχουν πολλές ναρκισσιστικές δουλειές και στο θέατρο και στην τηλεόραση και στο σινεμά. Δουλειές που τις κάνει ο δημιουργός για την πάρτη του και δεν ακουμπούν στην ανάγκη του κόσμου. Δεν υπάρχει αυτή η χρυσή στιγμή που ταυτίζεται η ανάγκη δημιουργίας με την ανάγκη του κοινού. Και αυτό θα έπρεπε να υπάρχει σήμερα γιατί και το κοινό διψάει – έχει στερηθεί πολλά κι ειδικά την τέχνη, και γιατί εμείς θα έπρεπε να διψάμε να πούμε καλλιτεχνικά πέντε πράγματα αντί να τα γράφουμε στο Facebook. Έχω σκεφτεί τη δικαιολογία ότι επειδή είμαστε μέσα στα πράγματα δεν μπορούμε να το κάνουμε, να το εκτιμήσουμε, αλλά είναι λάθος γιατί ο Σακελάριος και ο Γιαννακόπουλος για παράδειγμα έγραφαν μέσα στην Κατοχή. Πεινούσαν και έγραφαν τις επιθεωρήσεις τις τεράστιες που έχουν αφήσει ιστορία με τα τραγούδια του Σουγιούλ.
Αναρωτιέμαι γιατί η δική μας δύσκολη εποχή δεν έχει παραγωγή. Προφανώς ή μας έχει φάει το ίντερνετ και η εμμονή μας με τα social media – και αυτό είναι μια πληγή γιατί σε κάνει νάρκισσο και κοινωνικά “κουφό”. Παπαγαλίζεις αυτό που βιώνεις, ακούς και βλέπεις αλλά δεν δημιουργείς.»
Ριάλιτι Vs Μυθοπλασία
«Θα ήθελα πάρα πολύ να κάνει το comeback της η ελληνική μυθοπλασία. Στον αντίποδα της επιτυχίας σειρών όπως οι “Άγριες Μέλισσες” – που είναι πάρα πολύ ευχάριστο – βλέπουμε να “σκίζουν” και τα ριάλιτι. Είδαμε ένα GNTM να κάνει νούμερα, είδαμε το Survivor να κάνει νούμερα και ακόμα χειρότερα και το Big Brother. Και τώρα φαντάζομαι θα “θερίσει” το MasterChef. Ίσως ο κόσμος καλύπτει το κενό που έχει από τη μυθοπλασία με ριάλιτι. Ή μπορεί να είναι υποψιασμένος πια και να βλέπει Netflix (για μυθοπλασία) και ριάλιτσι αντί για ελληνικές σειρές. Βέβαια το “Παρουσιάστε”, μια τίμια κωμωδία που βγήκε φέτος, το αγκάλιασε ο κόσμος. Αυτό που ζω με το “Παρουσιάστε” έχω να το ζήσω πολλά χρόνια, να μου μιλάνε θερμά για τη σειρά από το βενζινάδικο μέχρι τον φούρνο, από το παιδάκι μέχρι τη γιαγιά.
Είμαι τυχερή για το “Παρουσιάστε”. Είναι σαν ψυχογράφημα, δεν έχει πει τίποτα για την ιστορία κανενός χαρακτήρα ο Μάκης Πιτταράς και παρόλα αυτά οι ρόλοι είναι γραμμένοι τόσο ανάγλυφα – ο καθένας είχε το δικό του μοτίβο. Και μου άρεσε πολύ και η ατάκα γιατί ο Πιτταράς φημίζεται για την ατάκα του. Μας λείπει πολύ η ατάκα από την ελληνική τηλεόραση, οι κωμωδίες είναι πια λίγο σαν κομεντί.»
Δεν μπορώ να δω ριάλιτι γιατί βαριέμαι πάρα πολύ. Δεν περνάει το πεντάλεπτο βρε παιδί μου. Δεν καταλαβαίνω τη χαρά που σου προσφέρει το ριάλιτι
«Φέτος που έχω λίγο χρόνο έχω δει μαζί με τον γιο μου τις “Άγριες Μέλισσες” που μου αρέσουν πολύ. Είναι μια σειρά που σέβεται τον θεατή, οι συγγραφείς κάνουν πάρα πολύ καλή δουλειά, παίζουν καταπληκτικά οι ηθοποιοί. Δεν θα μπορούσε να μην αναγνωριστεί η σειρά αυτή. Δεν είναι χαζό το κοινό να σνομπάρει ένα αριστουργηματάκι, ξέρει να διαλέξει.
Από την άλλη δεν μπορώ να δω ριάλιτι, όχι από άποψη αλλά και γιατί βαριέμαι πάρα πολύ. Δεν περνάει το πεντάλεπτο βρε παιδί μου, δεν καταλαβαίνω τη χαρά που σου προσφέρει το ριάλιτι. Ακόμα και με τη μαγειρική που είναι το αντικείμενό μου – δεν μπόρεσα να δω το MasterChef. Ενώ μου άρεσαν πάρα πολύ οι κριτές, το στήριζαν στις σχέσεις και τους τσακωμούς και σκέφτηκα γιατί να ζήσω στην τηλεόραση τη “μικρή μου γειτονιά”, που δεν την έχω ούτε στο χωριό;»
#MeToo
«Ξέρω για τα περιστατικά και γνωρίζω πολλά ακόμη που δεν έχουν ακόμη καταγγελθεί. Στο ελληνικό θέατρο ζούμε, ιστορίες ξέρουμε, φίλους κολλητούς έχουμε, και μιλώ για ανθρώπους που τους εμπιστευόμαστε, όχι για φήμες. Έχω δει φίλους μου σοκαρισμένους με τέτοιες εμπειρίες. Δεν γίνεται όμως μόνο σε αυτήν τη δουλειά, εμένα αυτή είναι η μοναδική μου ένσταση. Και εμείς και ο αθλητικός και ο δημοσιογραφικός χώρος είμαστε χώροι με προβολή και εύχομαι το αποτέλεσμα αυτής της ιστορίας να είναι να βοηθήσει ανθρώπους να μιλήσουν και από άλλους χώρους. Πρέπει να ξεκαθαρίσουν κάποια πράγματα για τις επόμενες γενιές, να βγουν σε μια δουλειά που θα μαζευτεί ο άλλος και θα φοβηθεί να τους φερθεί κακοποιητικά και παρενοχλητικά ή και βίαια ακόμη. Αυτό θα είναι η καλή εκδοχή των πραγμάτων.
Η κακή θα είναι να περάσει στο ντούκου. Φοβάμαι μη βουλιάξει το καράβι πριν πλεύσει. Μήπως χαθούν όλες αυτές οι φωνές που πρέπει να ακουστούν για σοβαρά περιστατικά μέσα στον χαμό που ο κάθε πικραμένος βγαίνει και λέει μια ιστορία που δεν μας αφορά.
Φοβάμαι μήπως χαθούν όλες αυτές οι φωνές που πρέπει να ακουστούν για σοβαρά περιστατικά μέσα στον χαμό που ο κάθε πικραμένος βγαίνει και λέει μια ιστορία που δεν μας αφορά
Έχω κι εγώ βιώσει και σεξουαλική παρενόχληση και λεκτική βία γιατί είμαι ένα κορίτσι στην Ελλάδα – ή καλύτερα στον κόσμο – του σήμερα. Έχω ζήσει κάποια περιστατικά στο σχολείο και στη δουλειά μου από ανθρώπους που δεν βρίσκονται πια στη ζωή οπότε δεν υπάρχει λόγος να βγω να καταγγείλω. Ήμουν μικρή και είχα το θάρρος να προστατεύσω τον εαυτό μου σωματικά, ψυχολογικά όμως μου κράτησε. Μπορεί να με έχει διαμορφώσει ακόμη και σήμερα. Δεν είναι κάτι που όταν είσαι 20 ή 18 ετών μπορείς να το διαχειριστείς εύκολα. Η μεγάλη πληγή είναι όταν ο άλλος είναι σε θέση εξουσίας και ισχύος απέναντί σου. Δεν είμαστε επί ίσοις όροις όπως πχ. αν μου την πέσει ένας συμφοιτητής μου: Όταν μου την πέφτει ο καθηγητής μου ή ο σκηνοθέτης μου ή ο παραγωγός μου, εκεί εγώ είμαι σε ομηρία πια και τα πράγματα είναι άγρια. Και μην ακούσω που λένε “γιατί δεν έφυγες από τη δουλειά” γιατί είναι πάρα πολύ δύσκολο ένας άνθρωπος που ζει με μια εποχική δουλειά, να έχει το βαλάντιο στην άκρη και να κατεβάσει μια παράσταση. Είναι στο πετσί και στο αίμα του ηθοποιού ότι δεν κλείνει το θέατρο. Η μάνα σου πεθαίνει και πας και παίζεις. Κακώς ίσως, αλλά είμαστε έτσι μεγαλωμένοι σε αυτήν τη χώρα. Σεβόμαστε πιο πολύ το σανίδι από τον εαυτό μας.»
Υπάρχει ένα “επιχείρημα” ότι μεγάλοι εκπρόσωποι εντός κι εκτός συνόρων είναι ιδιαίτερα δύσκολοι και απαιτητικοί σαν επαγγελματίες, φέρνοντας στα άκρα τους ηθοποιούς τους. Της ζητώ να μου το σχολιάσει: «Δεν το καταλαβαίνω αυτό γιατί ξέρω πολλούς κορυφαίους δημιουργούς και καλλιτέχνες που δεν είναι τέτοιοι χαρακτήρες. Εγώ δέχομαι σε κάθε άνθρωπο τον “εκρηκτικό” χαρακτήρα. Μπορεί αυτό να έχει και μία “νοστιμιά” και να κάνει και την Τέχνη λίγο πιο “πικάντικη”. Όλα τα κάνει πιο “πικάντικα” η διαφορετικότητα στους ανθρώπους. Αρκεί να τηρούνται τα όρια, να μην κάνουν τον άλλο να υποφέρει, να τον προσβάλλουν, να τον πονάνε σωματικά ή ψυχολογικά. Δεν μπορώ να διανοηθώ ότι ένας άνθρωπος πάει στη δουλειά του με κόπο για το μεροκάματο και έχει κάποιον – όσο μεγάλος καλλιτέχνης να είναι κι όσο “εκρηκτικό” χαρακτήρα να έχει – να του διαλύει την πρόβα του, την παράστασή του, τη μέρα του, τη νύχτα του, τους μήνες του, τα χρόνια και την ψυχή του. Ας χάσουμε καλύτερα αυτόν το “μεγαλειώδη” καλλιτέχνη, ας μην τον δούμε ποτέ να παίζει. Όπως λέει ο Μπέζος “δεν μας έχει ανάγκη το θέατρο. Εμείς το έχουμε ανάγκη”. Δεν μπορώ να δεχτώ προς χάρη της Τέχνης, τέτοιου είδους συμπεριφορές και ψυχοπάθειες.»
Ο άντρας ο “σωστός” και η ενοχική της απόλαυση
Στο τελευταίο μέρος της συνέντευξης, ήθελα να κάνω ερωτήσεις τύπου “Amelie” όπως τις αποκαλώ, και αφορούν στις συνήθειες, τα γούστα και τις ενοχικές απολαύσεις μας, αυτά που μας ενοχλούν και μας αρέσουν.
Πώς βιώνει την καραντίνα: «Εξωπραγματικά ωραία, δεν το περίμενα. Το παιδί μου ευτυχώς είναι πολύ ψύχραιμο και διαχειρίζεται ωραία την κατάσταση. Παίρνει τα καλά αυτού που του δίνεται. Κάνει γυμναστική στο σπίτι, τρώει σωστά, έχει εστιάσει στο ότι έχει αυτόν τον χρόνο και θα τον χρησιμοποιήσει υπέρ του.»
Μια ενοχική της απόλαυση: «Το φαγητό είναι η πιο μεγάλη μου απόλαυση και η πιο ενοχική. Μπορώ να φάω τεράστιες ποσότητες, είμαι από τους ανθρώπους που δεν είναι ευχαριστημένοι με ένα πιάτο. Κι έχω εφεύρει πολλούς τρόπους, μαγειρικούς και αθλητικούς, για να μπορώ να το κάνω.»
Ποιος είναι ο άντρας ο “σωστός”: «Θεωρώ ότι ο άντρας ο “σωστός” πρέπει να έχει ευαισθησία και ενσυναίσθηση, να καταλαβαίνει τι νιώθουν οι άλλοι γύρω του. Επίσης να γνωρίζει ποιος είναι και να κάνει βήματα για τον εαυτό του, να εξελίσσεται. Το θεωρώ τρομερά γοητευτικό αυτό. Νομίζω μόνο έτσι μπορεί να κάνει κάποιος μια σχέση και να είναι ωραίος, δοτικός, να μπορεί να δίνει και να παίρνει. Πρέπει να ξέρεις ποιος είσαι, πού βαδίζεις και τι θέλεις. Η αυτογνωσία είναι πολύ σημαντική για εμένα και η αυτοεξάρτηση.»
Ένας ρόλος που θα ήθελε να παίξει κι ένας που είναι “κοντά” της: «Θα ήθελα να παίξω μια γυναίκα στην ηλικία μου, δεν μου έχει προταθεί ακόμη γιατί θεωρούν ότι μικροδείχνω και δεν το σηκώνει ο αέρας μου. Θα ήθελα να παίξω μια μάνα, μια γυναίκα στα 45 της που ζει με τα παιδιά της μια δύσκολη καθημερινότητα στην Ελλάδα του σήμερα. Ένας ρόλος που είναι κοντά μου σαν χαρακτήρας θα έλεγα ότι είναι η Λόλα από το “Τρέξε Λόλα τρέξε”.»
Έαν έχει καταφέρει αυτά που φανταζόταν: «Είμαι ευγνώμων με τη διαδρομή μου αλλά δεν είμαι ικανοποιημένη ακόμα. Θέλω να κάνω πάρα πολλά ακόμη. Θα ήθελα να γράψω κάτι δικό μου για το θέατρο και να το παίξω, είναι ένα απωθημένο μου. Θα ήθελα επίσης να κάνω μια μουσική παράσταση που έχω στο μυαλό μου.»
Τι την ενοχλεί: «Με ενοχλεί ο ναρκισσισμός που βλέπω γύρω μου με τα social media. Δεν ξέρω πού θα μας οδηγήσει. Κι εγώ πέφτω θύμα αυτού του πράγματος. Με ενοχλεί πραγματικά, με κάνει να πιστεύω ότι ζούμε σε μια δήθεν κοινωνία. Δεν βλέπω αλήθεια.»
Τι της αρέσει: «Μου αρέσει η αλληλεγγύη που βλέπω γύρω μου. Οι Έλληνες είμαστε πολύ αλληλέγγυοι με τον γείτονα, με τον φίλο, με το παιδί από την άλλη χώρα που έχει έρθει μετανάστης και θέλουμε να του προσφέρουμε πέντε πράγματα. Με συγκινεί τρομερά.»
Τι την εμπνέει: «Με εμπνέει το παιδί μου πολύ. H δουλειά μου, τα βιβλία που διαβάζω. Ίσως η μεγαλύτερη έμπνευσή μου να είναι οι άνθρωποι γύρω μου. Όχι μόνο οι δικοί μου αλλά και οι ξένοι, τους ψάχνω πολύ και τους παρατηρώ. Με εμπνέουν τα βλέμματά τους, οι ματιές τους, οι κινήσεις τους, ο τρόπος που σκέφτονται.»
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο, με την αξιοπιστία και την εγκυρότητα του News247.gr