Ταξίδι στο πολυτραγουδισμένο Μαρόκο

Ταξίδι στο πολυτραγουδισμένο Μαρόκο

Οκτώ ημέρες, πέντε κείμενα, αμέτρητα αντικείμενα προς πώληση. Το Μαρόκο με τα φίδια, τους γητευτές, τις τεράστιες σουκ (αγορές), τα χαλιά, τα χωμάτινα σπίτια είναι πολύ κοντά για να μην το έχεις ακόμα επισκεφθεί

Η μυρωδιά του γδαρμένου αρνιού από το δερμάτινο με την τιμή των 550 ντίρχαμ, χωρίς παζάρια, έσπασε μόνο με τη δύναμη των μπαχαριών που πωλούνταν λίγο παρακάτω. Στην ανήλιαγη πελώρια σουκ του Μαρακές τα αντικείμενα έχουν δύο τιμές. Αυτή του πωλητή και αυτή του τουρίστα που δεν θέλει να τον αντιμετωπίζουν ως τουρίστα. 

Κεραμικά ζωγραφισμένα στο χέρι, τζελάμπες (οι κελεμπίες τους), φωτιστικά σε χρυσό και ασήμι. Χαλιά απλωμένα σε οτιδήποτε μπορούσαν να απλωθούν από πάγκο μέχρι περβάζι και ταράτσα. Πουφ και τσάντες από χαλιά. Δερμάτινα μπουφάν, πορτοφόλια, παπούτσια να σε φωνάζουν να αγγίξεις τις πολύχρωμες μακριές μύτες τους. Μαγνητάκια και ψάθινες τσάντες φτιαγμένες στο χέρι από παχουλές κυρίες με κρυμμένα τα κεφάλια και ζωγραφισμένα χέρια. Σπασμωδικά, μερικές άλλες κυρίες μου ‘άρπαζαν’ το χέρι θέλοντας να το κάνουν να μοιάζει ίδιο με το δικό τους για μερικά ντίρχαμ. Παρακάτω, στο σημείο που ο ήλιος κέρδιζε έδαφος, φίδια με τους γητευτές τους χόρευαν και πόζαραν στο φωτογραφικό φακό μαστουρωμένα από τη μουσική.

Ένα παζάρι. Ένα τεράστιο παζάρι που κυριολεκτικά εκτείνεται σχεδόν σε όλη την Μεδίνα (την παλιά πόλη του Μαρακές) και μεταφορικά, στριμωχνεται μέσα στα στενά με τα εκατοντάδες αντικείμενα προς πώληση. Οι αφεντάδες των αντικειμένων, ντυμένοι με τζελάμπες ξεβαμμένες από άμμο, ενίοτε χαμογελούν και ξεκινούν το τροπάριό τους μερικά μόλις μέτρα πριν τους πλησιάσεις.

Το πραγματικό παζάρι, ξεκινάει αμέσως μόλις τα βλέμματα διασταυρωθούν ή (ακόμα χειρότερα) όταν πιάσεις ένα αντικείμενό του στα χέρια σου. Στο πρώτο ‘πόσο κάνει’ η απάντηση είναι ‘θα τα βρούμε, πες μου τι θέλεις, φθηνό θα είναι’. Στο δεύτερο ‘πόσο κάνει’, δίνει μία τιμή αρκετά πιο ψηλή από αυτήν που ελπίζει να το πουλήσει. Στο τρίτο ‘πόσο κάνει’ ζητούσε την τιμή που θα δίναμε εμείς για να αγοράσουμε το αντικείμενο. Συνήθως, με την πρώτη, δεν τα βρίσκαμε. Με τη δεύτερη απομακρυνόμασταν από το αυτοσχέδιο μαγαζί. Με την τρίτη, ο εκάστοτε εκείνος, ακολουθούσε παρακαλώντας να επιστρέψουμε πίσω. Είτε για να διαπραγματευτούμε λίγο ακόμη την τιμή είτε γιατί αποδέχεται την τελευταία προσφορά πριν την απομάκρυνση από το ταμείο. 

Τα παρακάλια έχουν πολλά ‘please’ και μερικά αραβόφωνα ‘excuse me’. Και δεν έρχονται μόνο μετά τις διαπραγματεύσεις. Κάποιες φορές, μας ακουμπούσαν απαλά τον ώμο ικετεύοντας για μία ματιά στην πραμάτεια τους. Το ένα τους χέρι σε εκείνες τις περιπτώσεις ήταν πάντοτε τεντωμένο και αεικίνητα πηδούσε από τη μία πλευρά του εμπορεύματος έως την άλλη. Κάποιες άλλες φορές, αρκούσε το πέταγμα μίας εθνικότητας στον αέρα για να ξεκινήσει η κουβέντα και η πολυπόθητη περιήγηση.

Στο Μαρόκο όπως και σε όλες τις αραβικές πόλεις, την Ελλάδα δεν την καταλαβαίνουν ως Greece αλλά ως Unan. Ούτε που μπορώ να μετρήσω πόσες φορές είπα αυτήν τη λέξη. Στο άκουσμά της, κάποιοι αντιδρούσαν χαρούμενα αφού ‘έχουμε παρόμοιες κουλτούρες’ όπως έλεγαν. Κάποιοι άλλοι στενάχωρα αφού ‘α, δεν έχετε λεφτά εσείς εκεί ε;’. Σε κάποιους, το γεγονός ήταν παντελώς αδιάφορο αφού απλώς ρώταγαν για να ρωτήσουν.  

Όταν καταφέρναμε να ξεφύγουμε από τα θέλγητρα της πραγματικά ατέρμονης σουκ με τις μικρές επιμέρους θεματικές σουκ (για μπαχαρικά, για δέρματα, για φωτιστικά), πηγαίναμε στην πλατεία της Μεδίνας και χαζεύαμε το λεγόμενο ‘θέατρο των Μαροκινών’. Παραμυθάδες, χορευτές αφρικανικών μουσικών, φίδια και γητευτές πιάνουν το χώρο τους και προσκαλούν τον κόσμο να αποχωριστεί μερικά ντίρχαμ από την τσέπη του. Δέκα ντίρχαμ κοστίζουν περίπου ένα ευρώ. Με πέντε, οι περισσότεροι είναι υπευχαριστημένοι.

Στο Μαρακές βρεθήκαμε έπειτα από μία ημέρα και μία νύχτα στην βιομηχανική Καζαμπλάνκα που αν δεν ήταν ταινία, το πιθανότερο είναι να μην είχε τον παραμικρό λόγο να είναι τόσο γνωστή στον κόσμο. Μέναμε σε riads εντός της Μεδίνας. Η riad, όπως η casa στην Κούβα, ανήκει σε κάποιον που διαθέτει τα δωμάτια του ‘σπιτιού’ του για να σε φιλοξενήσει και που κατά τη διάρκεια της διαμονής σου εκεί φροντίζει να σου φτιάχνει πρωινό, μεσημεριανό, βραδινό, τσάι με μέντα και πολλή ζάχαρη. Είναι ο Ξένιος Δίας και ο άνθρωπός σου μαζί για οτιδήποτε χρειαστείς. Οι riads είναι κτίρια που κουβαλούν πολλές δεκαετίες στην πλάτη και χαρακτηρίζονται από το αίθριο και μία τρύπα στην μέση που σαν άλλος θόλος αφήνει το φως της ημέρας να μπει. Και οι τρεις riads μας είχαν έναν αίθριο κοινόχρηστο χώρο σκαλισμένο σύμφωνα με την μαροκινή αρχιτεκτονική και μία ταράτσα που έφερνε το φεγγάρι λίγο πιο κοντά και είχε για θέα μερικά χαλιά προς πώληση και κάποιες δεκάδες πιάτα της καλωδιακής τηλεόρασης.

 

Λίγο μετά τις επτά που σουρούπωνε, η Μεδίνα άδειαζε. Οι ντόπιοι χάνονταν μέσα στα στενά και τα χαμάμ και οι τουρίστες μασουλούσαν απολαυστικά το ψημένο κοτόπουλο ή μοσχάρι tangine (έτσι λέγεται η σπεσιαλιτέ τους) ή την ‘ομελέτα των Βέρβερων’, τον Καγιανά του Μαρόκου σε κάποιο από τα δεκάδες εστιατόρια της περιοχής.

 

Στην καινούρια πόλη πήγαμε μόνο μία φορά και αυτό για να επισκεφθούμε τον υπέροχο κήπου του υπέροχου παιδιού των λουλουδιών Yves Saint Laurent. Η ουρά για την είσοδο ήταν εξωπραγματική στο ίδιο πνεύμα με  τα φυτά που περιποιημένα στόλιζαν το χώρο του. Δεν ξέρω αν ήταν αυτό το ‘καινούριο’ ή το ευρωπαϊκό που δεν μας κέρδισαν, ωστόσο δεν θελήσαμε να σπαταλήσουμε και πολύ από το χρόνο μας περπατώντας μία πόλη χαμένη σε κουλτούρα και κερδισμένη σε ακριβά αυτοκίνητα.

Τα χωμάτινα σπίτια έξω από το Μαρακές και τα κουρασμένα, πληγωμένα από τις ρυτίδες πρόσωπα (ακόμη και των νέων) ήταν αυτά που μάλλον κρατούν ακόμη το Μαρόκο μακριά από την αποκλειστικά τουριστική του χρήση. Τα συγκρατημένα γέλια και τα ακόμη πιο προσεγμένα λόγια σε ανθρώπους που δεν γνωρίζουν και δεν εμπιστεύονται. Η φωνή των Ιμάμηδων που διασταυρώνονται δημιουργώντας μία μυσταγωγική οχλαγωγία πίστης.

Μετά την επιστροφή μας στην Αθήνα, για πέντε ημέρες, το δεξί μου χέρι είχε ένα υπέροχο σχέδιο ενός αποκρουστικού κοκκινοπορτοκαλί χρώματος με αποτέλεσμα οι περισσότεροι να με ρωτούν αν έχω καεί. Κάθε φορά, τους έδινα χαμογελώντας την ίδια απάντηση: “Πήγα στο Μαρόκο. Εκεί η χένα χωρίς χρωστικές, είναι κόκκινη”.

Ένα απόγευμα στη riad με περίμενε μία κοπέλα με ζωγραφισμένα χέρια. Της ζήτησα κάτι διακριτικό. Εκείνη γέλασε και έπιασε τη σύριγγα με το σκούρο πράσινο χρώμα στα χέρια. Χρειάστηκαν περίπου τρία λεπτά για να γεμίσει το χέρι μου με ένα σχήμα απροσδιόριστα καλόγουστο. Ο τόπος μύρισε πράσο βρασμένο. Μισή ώρα αργότερα, το κόκκινο εμφανίστηκε χαϊδεύοντας το δέρμα μου.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα