Ταξίδι στον τελευταίο σοσιαλιστικό παράδεισο

Ταξίδι στον τελευταίο σοσιαλιστικό παράδεισο

Οκτώ ημέρες, έξι κείμενα, εκατό φωτογραφίες. Ένα ταξίδι. Στην Κούβα.

Ο χάρτινος Τσε Γκεβάρα των τριών πέσος, ήταν ξεφτισμένα κόκκινος. Και έμοιαζε κάπως γερασμένος. Το χαρτί είχε παραμορφωθεί έτσι στο πρόσωπό του που σχεδόν χάιδευα τις ρυτίδες του. Είχαμε επιστρέψει στο Airbnb διαμέρισμά μας στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης όταν πήρα στα χέρια μου το πολύτιμο χαρτονόμισμα που ο οδηγός ενός καμπριολέ ντυμένου στα ροζ και στα φραμπαλεδί μου έδωσε πάνω σε ένα τραπέζι γεμάτο άδεια ποτήρια με το λογότυπο του Havana Club.

Ο Άντι (έτσι τον έλεγαν) ήταν ο πρώτος Κουβανός που έγινε εφήμερα φίλος μας. Η προθυμία του να μας γυρίσει στην Αβάνα, να μας πάει στο καλύτερο μέρος να αγοράσουμε πούρα -στο οποίο αμέσως μόλις είδαμε δύο δάχτυλα να μετράνε τα κεφάλια μας καταλάβαμε ότι δεν ήταν το καλύτερο, απλώς ο Άντι έπαιρνε μίζα με το κεφάλι. Να μας κυκλοφορήσει με τον Ed Sheeran στη διαπασών και τα κεφάλια μας να παίρνουν αέρα. Όχι η αλήθεια είναι ότι ο Άντι όπως και οι περισσότεροι οδηγοί στην Κούβα, είχαν την ποπ σε τέτοια εκτίμηση που τα παλιά ραδιόφωνα των αυτοκινήτων τους είμαι σίγουρη ότι πάθαιναν κρίση ταυτότητας κάθε φορά που άναβαν τα καμμένα λαμπάκια τους.

(Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου- Watkinson)

Καθίσαμε τέσσερις ημέρες στην Αβάνα, τρεις στο Τρινιδάδ και μία στο Cayo Santa Maria, ένα νησάκι με θέα έναν Ατλαντικό που την ημέρα της επισκέψεώς μας δεν ήταν και πολύ φιλόξενος. Παρόλα αυτά, βουτήξαμε σε αυτόν δύο φορές. Και μία τρίτη από το Τρινιδάδ με τις πολύχρωμες πόρτες στα παντζούρια και τους βρώμικους δρόμους. Αυτήν την τρίτη, κάψαμε πρόσωπα και σώματα και το ζήσαμε σαν Σκανδιναβοί, άμαθοι στον ήλιο. Ίσως αυτό δεν έπρεπε να το γράψω. Ίσως πρέπει να αλλάξω θέμα ελπίζοντας ότι ήδη το ξέχασες.

Η απόφαση να πάμε Κούβα μέσω Νέας Υόρκης δεν ήταν και μία από τις πιο έξυπνες ιδέες του κόσμου. Αφενός γιατί η Ευρώπη δεν έχει Τραμπ (τουλάχιστον όχι ακόμα) ή κόντρα με την Κούβα και αφετέρου ένα ταξίδι από τη χώρα του ξεπεσμένου πια σοσιαλισμού στην αντίστοιχη του απόλυτου αλλά εξίσου ξεπεσμένου καπιταλισμού, τη Νέα Υόρκη, παραήταν οξύμωρο. Και κομματάκι αχώνευτο. Ξαφνικά, από τα χαμόσπιτα, από τα παλιά ρούχα, την ηρεμία και το υπέροχο χαμόγελο μέσα σε δύο και κάτι ώρες πτήσης, βρίσκεσαι στους ουρανοξύστες, τα στιλάτα ρούχα, το άγχος και την αδιαφορία. Από την άλλη, είχε και αυτό την πλάκα του. Για παράδειγμα, ξαφνικά, μπορούσαμε να πιούμε το ποτό μας με παγάκια (γενικά, τα παγάκια και το νερό καλό είναι να τα αποφεύγεις στην Κούβα μιας και οι τουαλέτες δεν έχουν όλες live από υπαίθριες μπάντες για να περνάει η ώρα).

 

Μείναμε συνολικά σε τέσσερις cases. Έτσι αποκαλούν οι Κουβανοί τα σπίτια τους όταν τα ανοίγουν και φιλοξενούν με το αζημίωτο, τουρίστες. Η διαφορά από ένα Airbnb είναι ότι στις cases νοικιάζεις ένα δωμάτιο του σπιτιού τους. Και γίνεσαι κομμάτι αυτού. Τρως πρωινό εκεί, μεσημεριανό, ακόμα και βραδινό αν αυτό επιθυμείς. Οποτεδήποτε το θελήσεις μπορείς να φωνάξεις ένα όνομα με ισπανική ή μη προφορά και να του ζητήσεις το οτιδήποτε (εκτός από ίντερνετ).

 

Οι cases που μείναμε στην Αβάνα ήταν το κάτι άλλο. Η μία ήταν σαν εξοχική κατοικία με μία μικρή πισίνα στη μέση, μία Ματίλντα χαμογελαστή να μην καταλαβαίνει γρι αγγλικά και να προσπαθεί να συνεννοηθεί μαζί μας με χαμόγελο και γλώσσα του σώματος – και τα ιταλικά μου που μας φάνηκαν σωτήρια. Στον κήπο είχε σαύρες, ζέστη μέχρι να πέσει ο ήλιος και μία παλιά σιδερένια ροτόντα. Το σπίτι της Ματίλντα με λίγη φαντασία έμοιαζε με το σπίτι της Αλίκης Βουγιουκλάκη στην ταινία ‘Η Αλίκη στο Ναυτικό’. Η άλλη casa, ήταν παρμένη από τη  λογοτεχνία του Χέμινγουεΐ που ξέχωρα από δικό του σπίτι στην Κούβα έχει και δική του μπρούτζινη προτομή στο αγαπημένο του μπαρ.

Το El Floridita στο κέντρο της παλιάς Αβάνας. Το οποίο και σαν σωστοί τουρίστες, επισκεφθήκαμε την πρώτη κιόλας μέρα που φτάσαμε εκεί. Ήπιαμε από ένα ντέκιρι (για το οποίο φημίζεται) και εξαφανιστήκαμε μετά από μισή περίπου ώρα γιατί το σκηνικό βρώμαγε τουριστίλα.

 

Γενικά, στην Κούβα τα πάνε πολύ καλά με τις φίρμες τους και τις διάσπαρτες στο δημόσιο χώρο προτομές τους. Μέχρι και ο Τζον Λένον έχει το μπρούτζινο ομοίωμα του – στην ομώνυμη πλατεία του. Καλά για Τσε Γκεβάρα και Φιντέλ δεν το συζητάμε καν. Υπάρχουν παντού. Ζωγραφιστοί, μπρούτζινοι, σκαλιστοί. Παντού. Στο μανάβικο, στο μουσείο, σε έναν άκυρο τοίχο στο δρόμο, σε μαγαζιά. Πιστεύω ότι αν μπορούσαν να τους έχουν και στον αέρα σαν μπαλόνια να ίπτανται σαν ζέπελιν, θα το έκαναν και αυτό. Είναι η φιλοσοφία της υπερβολής είναι και η γνώση ότι πέρα από πούρα, ρούμι και επανάσταση δεν έχουν τίποτα άλλο να πουλήσουν ανεβάζοντας το τουριστικό τους νόμισμα.

Την πρώτη ημέρα του Τρινιδάδ, με το πόδι ενός αστακού στο στόμα έβγαλα το συμπέρασμα ότι η Κούβα είναι τόσο όμορφη που είναι τόσο κρίμα να ‘πουλάει’ μόνο την επανάστασή της. Έπειτα έριξα μία ματιά στα σπίτια με τις πεσμένες στέγες και στους ανθρώπους στο δρόμο να μην κάνουν τίποτα. Και να μη δείχνουν να θέλουν να κάνουν. Οι μισοί από αυτούς γελούσαν, άλλοι απλά βαριόντουσαν, κάποιοι απλώς χόρευαν. Δεν ξέρω πώς ήταν η Κούβα στην αρχή της πρώτης της επανάστασης. Σίγουρα, η Κούβα που γνωρίσαμε εμείς δεν είχε μόνο χορό και ξεγνοιασιά. Είχε και από αυτά. Αλλά όχι μόνο. Ίσως αυτές οι αντιθέσεις εν τέλει, μεταξύ μιζέριας και απόλυτης ευτυχίας, να ήταν και η μαγεία της.

Όταν επιστρέψαμε, κάποιος με ρώτησε: ‘Λοιπόν, πώς σου φάνηκε η Κούβα με μία λέξη;’. ‘Ξαναπάω’ ήταν η λέξη που μου βγήκε αυθόρμητα από την ψυχή. Παρέα με ένα χαμόγελο.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα