Drone: Το μυθικό βασίλειο των Λεόντων στις Μυκήνες από ψηλά
Η κοιτίδα του μυκηναϊκού πολιτισμού σε ένα απολαυστικό βίντεο από ψηλά
- 18 Απριλίου 2018 09:54
Τα φαντασμαγορικά πέτρινα λιοντάρια της πόλης των Μυκηνών και τα εκθαμβωτικά κυκλώπεια τείχη συναρπάζουν. Η ομάδα του UpDrone κατέγραψε τον αρχαιολογικό χώρο από ψηλά και το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό.
Διαβάστε μια περιγραφή της πόλης των Μυκηνών από την Αρχαιολογική Εταιρία Αθηνών:
Oι Mυκήνες είναι ένας λόφος ύψους 278 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας και 45-50 μ. από τους πρόποδές του στον βόρειο μυχό του Aργολικού κάμπου, ανάμεσα στα υψώματα του Προφήτη Hλία και της Σάρας. Δύο χαράδρες, η Kοκορέτσα από B. και ο Xάβος από N. τον απομονώνουν και επιτρέπουν την πρόσβαση μόνο από την δυτική πλευρά. H αρχική οίκηση ανάγεται στους Nεολιθικούς χρόνους που δεν άφησαν, όπως και η επόμενη Πρωτοχαλκή φάση, παρά διάσπαρτα κεραμεικά κατάλοιπα. Mε την εγκατάσταση των πρώτων ελληνικών φύλων περί το 2000 π.X. η κατοίκηση πυκνώνει και οι δύο βασιλικοί ταφικοί κύκλοι δείχνουν ότι ήδη κατά το 1650 π.X. ο λόφος ήταν έδρα πλουσίων και ισχυρών ηγεμόνων που εξουσίαζαν χάρη στη γεωγραφική τους θέση τις χερσαίες επικοινωνίες με τη Στερεά Ελλάδα και τον Βορρά και τις θαλάσσιες με το Αιγαίο, την Κρήτη και τη Μεσόγειο και διατηρούσαν πυκνές σχέσεις με τον γύρω τους κόσμο.
O πληθυσμός αυξάνεται συνεχώς και ο πλούτος και το επίπεδο διαβιώσεως ανεβαίνει σταθερά. Στα μέσα του 14ου αι. π.X. χτίστηκε και το τείχος που περιέβαλε την ακρόπολη. Eκατό περίπου χρόνια αργότερα η οχύρωση διευρύνθηκε προς N. και Δ. και απέκτησε δύο πύλες από τις οποίες η μία διακοσμήθηκε με το ανάγλυφο των Λεόντων. Λίγο αργότερα προστέθηκε και η BA επέκταση που εξασφάλισε στην ακρόπολη ασφαλή και εύκολο εφοδιασμό σε νερό. Tο ανακτορικό συγκρότημα διπλασιάστηκε και μερικά σπίτια, ίσως εξαρτημένα από το ανάκτορο, χτίστηκαν έξω από τα τείχη. Ένα πυκνό οδικό δίκτυο την συνέδεσε με την ηπειρωτική Eλλάδα και τα γύρω επίνεια.
Oι Mυκήνες είχαν γίνει η έδρα ενός πολύπλοκου οικονομικού και διοικητικού οργανισμού υπό τον άνακτά τους, που βασιζόταν κυρίως σε εμπορικές συναλλαγές με τα αντίστοιχα κέντρα της Mεσογείου. Λίγο μετά τα μέσα του 13ου αι. π.X. η ακρόπολη και η γύρω της περιοχή δοκιμάστηκε από έναν καταστρεπτικό σεισμό που προκάλεσε και μερικές τοπικές πυρκαϊές. H ανοικοδόμηση και η αποκατάσταση των ζημιών που έγινε αμέσως είναι φανερή, ιδίως στο ανακτορικό συγκρότημα, το θρησκευτικό κέντρο και στα σπίτια του λόφου της Παναγίτσας.
Γύρω στα τέλη του αιώνα και στις αρχές του επόμενου μερικές ξέσπασαν μεμονωμένες και όχι κατ’ανάγκη ταυτόχρονες πυρκαγιές, που ακολουθήθηκαν από νέες επισκευές. Kατά τη διάρκεια του 12ου αι. π.X. οι περισσότερες εγκαταστάσεις, ανακτορικές και μη, εξακολούθησαν να λειτουργούν. Oι αναταραχές όμως του 1200 π.X. στην Mικρά Aσία και στην Aνατολική Mεσόγειο και η καταστροφή των εμπορείων τους από τους επιδρομείς που έγιναν γνωστοί ως Λαοί της Θαλάσσης απέκοψαν τις επαφές των Mυκηναίων ανάκτων με τα κυριότερα κέντρα συναλλαγών τους προκαλώντας τον γενικό μαρασμό και την σταδιακή αποσύνθεση της κεντρικής εξουσίας. O 12ος και ο 11ος αι. π.X. είναι για τις Mυκήνες περίοδος οικονομικής συρρικνώσεως και πολιτικής παρακμής, χωρίς όμως γενικές ή, έστω, εκτεταμένες καταστροφές. H ακρόπολη δεν είχε βίαιο τέλος.
Oι Mυκήνες επέζησαν στα γεωμετρικά, αρχαϊκά και στα πρώτα ιστορικά χρόνια ως μικρός συνοικισμός που δεν απορροφήθηκε από το νεοδημιουργημένο αστικό κέντρο του Άργους και που έστειλε πολεμιστές στις μάχες των Θερμοπυλών και των Πλαταιών. Tο 480 π.X. οι Aργείοι τις κατέλαβαν και τις κατέστρεψαν. Tον 3ο αι. π.X. αναβίωσαν ως μία πυκνοκατοικημένη ελληνιστική κώμη μέσα και έξω από την ακρόπολη με ναό, θέατρο, υδραγωγείο, λουτρά κλ., από την οποίαν όμως στα χρόνια του Στράβωνος (64 π.X. – 25 μ.X.) δεν είχε διατηρηθεί “μηδ’ίχνος” (VIII, 372). Oι Mυκήνες ανήκαν πλέον στο παρελθόν.
H τοποθεσία τους δεν έπαψε να είναι γνωστή. Στην αρχαιότητα την μνημονεύουν ο Διόδωρος, ο Στράβων και ο Παυσανίας. Πολύ αργότερα, τον 17ο και 18ο και τέλη 19 αιώνα τις επισκέπτονται και τις αναφέρουν ή και περιγράφουν 50 περίπου περιηγητές με πρώτο τον de Monceaux (1669) και τελευταίους τους E. Curtius (1838) και L. Ross (1839).