ΜΕΓΑΛΩΝΟΝΤΑΣ ΣΤΙΣ ΠΑΙΔΟΥΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΗΣ: ΤΑ ‘ΑΝΤΑΡΤΟΠΛΗΚΤΑ’ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ‘ΜΕΓΑΛΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ’
Οι ίδιοι αυτοαποκαλούνται παιδοπολίτες, ενώ οι παλιότεροι τους θυμούνται ως τα 'ανταρτόπληκτα' ή 'συμμοριόπληκτα'. Η ηλικία τους σήμερα κυμαίνεται γύρω στα 75, παραμένουν όμως, όσα χρόνια και αν περάσουν, οι πρωταγωνιστές μίας φορτισμένης ιστορίας, ή αλλιώς του εμφυλίου
Τον Ιούλιο του 1947 και ενώ ο Εμφύλιος Πόλεμος ήταν σε εξέλιξη, η τότε βασίλισσα Φρειδερίκη ανακοίνωσε την οργάνωση ενός πανελλήνιου εράνου με σκοπό να βοηθηθούν, σύμφωνα με το διάγγελμα της, οι βόρειες ελληνικές επαρχίες. Η Πρόνοια Βορείων Επαρχιών Ελλάδος, όπως ονομάστηκε η επιτροπή του εράνου, χρηματοδότησε την ίδρυση ενός δικτύου 53 παιδουπόλεων όπου φιλοξενήθηκαν ορφανά ή απροστάτευτα παιδιά από τις εμπόλεμες περιοχές της χώρας. Σύμφωνα με τα έγγραφα της Βασιλικής Πρόνοιας (όπως μετονομάστηκε το 1955 η Πρόνοια Βορείων Επαρχιών Ελλάδος) από το 1947 μέχρι το 1964 αποφοίτησαν από τις παιδουπόλεις 33.989 παιδιά. Η πρώτη παιδούπολη που τέθηκε σε λειτουργία τον Ιούλιο του 1947 ήταν η Αγία Ειρήνη στη Θεσσαλονίκη και ακολούθησε τον Σεπτέμβριο του ίδιους έτους ο Άγιος Κωνσταντίνος στα Ιωάννινα.
Εξετάζοντας τον Τύπο της εποχής μέσα από το Εμπρός του Αλκ. Καλαποθάκη και την κεντρώα Ελευθερία του Πάνου Κόκκα διαπιστώνουμε πως οι αναφορές στις οργανωμένες μεταφορές παιδιών στις παιδουπόλεις ήταν αραιές και φιλοξενούνταν στις τελευταίες σελίδες των εφημερίδων. Αντιθέτως, συχνές είναι οι αναφορές στο “παιδομάζωμα των συμμοριτών” ή αλλιώς στις “απαγωγές”, όπως αποκαλούσε το κυβερνητικό στρατόπεδο τις αποστολές παιδιών στις Λαϊκές Δημοκρατίες από τον Δημοκρατικό Στρατό. Ενδεικτικό είναι το πρωτοσέλιδο του Εμπρός στις 29 Δεκεμβρίου 1949 με τίτλο από ραδιοφωνική ομιλία της Φρειδερίκης “Στην Ελλάδα πενθούμε για την μοίρα 28.000 αθώων παιδιών”.
Αντιστοίχως κατηγορήθηκε και το αποκαλούμενο “παιδοφύλαγμα”, η συγκέντρωση δηλαδή των παιδιών στις παιδουπόλεις, ως μία κίνηση πολιτικής και στρατηγικής σημασίας προκειμένου να αποκοπούν ιδεολογικά και συναισθηματικά τα παιδιά των ανταρτών από τους γονείς τους. Παράλληλα ποικίλουν οι μαρτυρίες για τον τρόπο συλλογής των παιδιών από τις εμπόλεμες περιοχές, που σύμφωνα με την πλευρά του ΔΣΕ αποτελούσε “αρπαγή”. Επίσης εξαιρετικά μελανό σημείο των παιδουπόλεων είναι και η σύνδεση τους με κυκλώματα υιοθεσίας, κυρίως στις ΗΠΑ.
Μπορεί κατά τη διάρκεια του εμφυλίου η Ελλάδα να ήταν χωρισμένη στα δύο, πολλοί όμως παιδοπολίτες, άμεσα θύματα των ένοπλων συγκρούσεων, ισχυρίζονται πως μέσα στις παιδουπόλεις όχι μόνο δεν υπήρξαν διαχωρισμοί βάσει της οικογενειακής τους προέλευσης, αλλά και πως λόγω ηλικίας και άγνοιας σε πολλές περιπτώσεις τα ίδια τα παιδιά δεν είχαν καν πλήρη εικόνα της κατάστασης στη χώρα. Από αυτήν την άποψη θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι παιδουπόλεις δεν λειτουργούσαν ως μικρογραφίες της διχασμένης κοινωνίας. Φτάνοντας όμως στο άλλο άκρο αποτελούσαν αυτόνομους, αποκομμένους από το πραγματικό κόσμο μικρόκοσμους, όπου ως κυρίαρχη προσωπικότητα και Μεγάλη Μητέρα, ή αλλιώς “πρώτης μητέρας της Ελλάδος”, προβαλλόταν η Φρειδερίκη. Ενδεικτικό της ταύτισης των παιδουπόλεων με το πρόσωπο της είναι και η έκφραση που χρησιμοποιούσαν πολλοί κηδεμόνες παιδιών λέγοντας πως “τα έδωσαν στη βασίλισσα”.
Related content (Παιδούπολη Αγ. Δημήτριος-Θεσσαλονίκης. Αναμνηστική φωτογραφία από την επίσκεψη της βασίλισσας Φρειδερίκης και της συνοδείας της)
Παρόλο όμως που τα παιδιά των παιδουπόλεων δεν είχαν χωριστεί σε δύο παρατάξεις, αυτό φαίνεται να άλλαξε στα μετέπειτα χρόνια, καθώς ο τρόπος με τον οποίον αφομοίωσαν και μνημονεύουν τα παιδικά τους βιώματα παρουσιάζει σημαντικές διαφοροποιήσεις. Από τη μία πλευρά υπάρχουν οι πρώην τρόφιμοι που αμφισβητούν τον ανθρωπιστικό σκοπό των παιδουπόλεων και αναφέρονται σε ξεκάθαρη προπαγάνδα, με παραμύθια που είχαν αναφορές σε κακούς συμμορίτες, παρομοιώσεις του κομμουνιστών με φίδια και ιστορίες για αυτούς που δεν έχουν μαχαίρια και σφάζουν με κονσερβοκούτια. Ενδεικτικές είναι οι μαρτυρίες του συγγραφέα Γιάννη Ατζακά στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Θολός Βυθός. Ο ίδιος αναφέρει πως: “Ο καταμερισμός των εργασιών, η εναλλαγή στις υπηρεσίες ήταν ακριβοδίκαια μοιρασμένη, όσο και οι μερίδες του φαγητού. Η απονομή της εσωτερικής δικαιοσύνης, τόσο στην επιβολή των τιμωριών, όσο και στην απονομή των επαίνων ήταν απολύτως αμερόληπτη. Καμία διάκριση, καμία διαφοροποίηση. Αν είχαν κάνει το λάθος να ακολουθήσουν μια τακτική διακρίσεων τότε θα είχαν προκαλέσει έναν άλλον εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα στα παιδιά που θα είχε τη σκληρότητα που μόνο αυτά ξέρουν να επιδεικνύουν. Έτσι όμως θα είχαν κερδίσει ένα μέρος των παιδιών μόνο, και ίσως το μικρότερο. Έπρεπε, λοιπόν, να κατακεραυνώνουν και τα καταρρακώνουν συστηματικά και επίμονα τη νικημένη πλευρά, που έτσι και αλλιώς δεν είχε πουθενά πλέον δικαίωμα στον αντίλογο”.
Υπάρχουν όμως και οι παιδοπολίτες που αμφισβητούν τον προπαγανδιστικό και στρατηγικό σκοπό των παιδουπόλεων. Τονίζουν πως οι παιδουπόλεις και κατ’ επέκταση η Φρειδερίκη τους έσωσαν από τον υποσιτισμό, τους πρόσφεραν στέγη, εκπαίδευση και ασφάλεια. Ο κύριος Λέων Γερασίμου που έζησε σε τρεις διαφορετικές παιδουπόλεις, από το 1948 έως και το 1955, εκπροσωπεί αυτήν την οπτική και αναφέρει πως: “Αν δεν ήταν η παιδούπολη δεν ξέρω πού θα βρισκόμουν. Τον πατέρα μου τον έχασα το 1945. Το 1948 με έφερε η μητέρα μου στη Θεσσαλονίκη και μπήκα στην παιδούπολη Αγίας Ειρήνης. Ήμασταν 4 αδέρφια και εγώ ήμουν ο μεγαλύτερος, 10 χρονών. Μόνο εγώ μπήκα στην παιδούπολη, τον αδερφό μου τον πήρε μία οικογένεια για 2 χρόνια και τα δύο κορίτσια έμειναν με τη μητέρα μου. Στα εισιτήρια του θεάτρου και του κινηματογράφου θυμάμαι να αναγράφεται η εισφορά για την Πρόνοια Βορείων Επαρχιών Ελλάδος. Στις παιδοπόλεις έμεινα μέχρι το 1955, ήμουν μέτριος μαθητής και τότε εφαρμοζόταν ο όρος του 17 και έτσι έφυγα. Από όλους τους συμμαθητές μου έλειπε ή ο ένας γονέας ή και οι δύο. Όταν έγινε ο επαναπατρισμός υπήρχαν μανάδες ή πατεράδες που παντρευτήκαν ξανά και θυμάμαι τουλάχιστον 2 – 3 παιδιά που έφυγαν τότε από τη παιδόπολη και γυρίσανε πίσω, επειδή όπως είπαν δεν τα ήθελαν οι καινούργιοι σύζυγοι”. Παρόμοια είναι και η άποψη του κυρίου Αντώνη Βενέτη, που σε ηλικία 4 ετών μεταφέρθηκε, βιαίως όπως αναφέρει ο ίδιος, από τη Μουργκάνα στην Αλβανία και την Ουγγαρία και επέστρεψε στην Ελλάδα στο 1954. Το χωριό τους είχε πλέον καταστραφεί οπότε την επόμενη χρονιά με αίτηση του πατέρα του μπήκε στην παιδούπολη Ζηρού. Ο ίδιος δηλώνει πως “οι παιδουπόλεις επούλωσαν τις πληγές μου”, ενώ έχει καταθέσει την προσωπική του εμπειρία στο βιβλίο του Επιστολές (εκδόσεις Αρμός).
Related content (Παιδούπολη Αγ. Ειρήνη-Θεσσαλονίκης. Ο μικρός Νικόλ. Τσελεπής μαθαίνει στα παιδιά την χρήση του άβακα)
Ανεξάρτητα από τις διαφορετικές εμπειρίες και τον τρόπο που αναδρομικά σκέφτονται γύρω από αυτές, ο όρος παιδοπολίτης συνιστά αναπόσπαστο στοιχείο της ταυτότητας όλων όσοι πέρασαν στις παιδουπόλεις ένα σημαντικό, αν όχι το μεγαλύτερο, μέρος της παιδικής τους ηλικίας. Η εμπειρία της παιδούπολης ήταν ταυτόχρονα μια εμπειρία μετακίνησης: η εκμάθηση μιας τέχνης, γραφειοκρατικές ανακατατάξεις και η συνέχιση των σπουδών σήμαιναν τη μετάβαση από τη μια παιδούπολη στην επόμενη. Ο χρόνος σε ορισμένες περιπτώσεις έχει δυναμώσει το αόρατο νήμα που συνδέει τους παιδουπολίτες μεταξύ τους, τουλάχιστον αυτών που μοιράζονται παρόμοιες μνήμες. Το 2007 δημιουργήθηκε ο πανελλήνιος Σύλλογος Αποφοίτων Παιδοπόλεων που εδρεύει στην Άγρια Βόλου, ενώ ανά διαστήματα δημιουργήθηκαν και άτυποι σύλλογοι από τους απόφοιτους της κάθε παιδούπολης ξεχωριστά.
Related content (Παιδούπολη Αγ. Αλέξανδρος-Ζηρός Φιλιππιάδος. Αναμνηστική φωτογραφία δασκάλου που μαθαίνει στους τροφίμους την πτηνοτροφία)
Το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου (1949) σήμανε το τέλος του κύκλου για τις περισσότερες παιδουπόλεις. Όσες συνέχισαν τη λειτουργία τους επέκτειναν προοπτικά τις δραστηριότητες τους φιλοξενώντας για παράδειγμα σεισμόπληκτα παιδιά από το Ιόνιο το 1953 και τον Βόλο το 1955. Την ίδια χρονιά, το 1955, μπήκε σε εφαρμογή και το βαθμολογικό κριτήριο του 17, οπότε όσοι μαθητές Γυμνασίου είχαν μικρότερο Μέσο Όρο δεν μπορούσαν να παραμείνουν στην παιδούπολη για να συνεχίσουν τις σπουδές τους. Το 1970 η Βασιλική Πρόνοια μετονομάστηκε σε Εθνικό Οργανισμό Πρόνοιας. Ορισμένες παιδουπόλεις όπως για παράδειγμα η Καλή Παναγιά στη Βέροια, συνέχισαν τη λειτουργία τους μέχρι και τη δεκαετία του 1980. Σήμερα στη Θεσσαλονίκη στον χώρο της πρώην Παιδόπολης Ωραιοκάστρου λειτουργεί ο ξενώνας ασυνόδευτων ανηλίκων Άρσις, στην Καβάλα λειτουργεί ο Άγιος Γεώργιος – Φίλοι Παιδόπολης, στη Φλώρινα το Κέντρο Προστασίας Παιδιού – πρώην Παιδόπολη Αγία Όλγα, ενώ στην πρώην Παιδόπολη Βόλου στεγάζεται η ΕΛΕΠΑΠ Βόλου.
Η μνήμη των παιδουπόλεων παραμένει ζωντανή, όχι μόνο μέσα από τα κτίρια που φιλοξενούν τις παλιές δομές που έχουν μετασχηματιστεί, αλλά κυρίως μέσα από τις αφηγήσεις, τις επιστημονικές μελέτες και τα μυθιστορήματα όπου οι πρωταγωνιστές, παρά το δυσανάλογο -για την ηλικία τους- φορτίο που κλήθηκαν να κουβαλήσουν, εξακολουθούν να είναι παιδιά.
“Από αρκετό καιρό πριν, μου είχε μπει η ιδέα να γράψω ένα μεγάλο γράμμα στη γιαγιά μου και πρόσεχα στο αναγνωστήριο τα άλλα παιδιά πως έγραφαν στους δικούς τους. Ήμουν πια στα μισά της Δευτέρας, είχα μάθει να γράφω και ήθελα να κάνω εντύπωση στη γιαγιά μου (…) Για τον πατέρα μου δεν έγραφα τίποτε. Το καταλάβαινα μέσα μου, χωρίς όμως να μπορώ να το εξηγήσω, ότι αυτός ήταν η αιτία που με πήραν από το χωριό, κι ας είχα να τον δω περισσότερο από δυο χρόνια. Όταν ήμουν πολύ μικρός, θυμόμουν ότι πάντα έλειπε από το σπίτι, κι αργότερα, όποτε μιλούσαν γι’ αυτόν πάντα χαμήλωναν τη φωνή (…) Μετά έκλεισα το γράμμα σε ένα φάκελο που είχε πάνω τη σφραγίδα της παιδόπολης, έγραψα απ’έξω ‘γιαγιά, χωρίον’ και το πήγα στη Μαρίκα για να το στείλει”. (Απόσπασμα από το βιβλίο Θολός Βυθός – βραβευμένο με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος [2009], του Γιάννη Ατζακά).