Aπλή εξέταση αίματος μπορεί να διαγνώσει τη διπολική διαταραχή και να διασφαλίσει τις σωστές θεραπείες
Διαβάζεται σε 3'Ερευνητές βρήκαν τον τρόπο να γίνεται αποτελεσματικά η διάγνωση της διπολικής διαταραχής και να μην συγχέεται με την μείζονα καταθλιπτική διαταραχή. Κάτι που γίνεται στο 40% των περιπτώσεων και ενίοτε σε μανιακά επεισόδια.
- 27 Οκτωβρίου 2023 09:54
Η διπολική διαταραχή επηρεάζει περίπου το 1% του πληθυσμού. Δηλαδή, έως και 80.000.000 ανθρώπους, παγκοσμίως.
Για σχεδόν όμως, το 40% των ασθενών, λανθασμένα διαγιγνώσκεται ως μείζονα καταθλιπτική διαταραχή.
Ο λόγος έχει να κάνει με τα αλληλοεπικαλυπτόμενα συμπτώματα.
Η συνέπεια είναι πως συνταγογραφούνται λάθος φάρμακα που συχνά οδηγούν σε μανιακό επεισόδιο.
Eρευνητές του University of Cambridge ανακάλυψαν έναν τρόπο που βελτιώνει τη διάγνωσης της διπολικής διαταραχής και μπορεί να τη διαφοροποιήσει τις παθήσεις, ώστε να λαμβάνει ο κάθε άνθρωπος τη φαρμακολογική θεραπεία που χρειάζεται.
Επίσης, μπορεί να γίνει πιο εφικτή η κατανόηση της βιολογικής προέλευσης των καταστάσεων ψυχικής υγείας.
Το μόνο που χρειάζεται είναι μια απλή εξέταση αίματος, που εντοπίζει βιοδείκτες που σχετίζονται με τη διπολική διαταραχή.
Τι είναι οι βιοδείκτες
Σύμφωνα με μελέτη του 2004 ένας βιοδείκτης (βιολογικός δείκτης) είναι ένας μετρήσιμος δείκτης της σοβαρότητας ή της παρουσίας κάποιας κατάστασης ασθένειας. Μπορεί να οριστεί ως «κυτταρική, βιοχημική ή μοριακή αλλαγή σε κύτταρα, ιστούς ή υγρά που μπορεί να μετρηθεί και να αξιολογηθεί για να υποδείξει φυσιολογικές βιολογικές διεργασίες, παθογόνες διεργασίες ή φαρμακολογικές αποκρίσεις σε μια θεραπευτική παρέμβαση».
ΤΙ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕ ΤΟ CAMBRIDGE
Στη μελέτη που δημοσιεύτηκε την Τετάρτη 25/10 οι συγγραφείς ενημέρωσαν πως η εξέταση αίματος από μόνη της θα μπορούσε να διαγνώσει έως και το 30% των ασθενών με διπολική διαταραχή.
«Αν ωστόσο, συνδυαστεί με μια διαδικτυακή αξιολόγηση ψυχικής υγείας η διάγνωση γίνεται πολύ πιο αποτελεσματική».
Ο πρώτος συγγραφέας της δημοσίευσης, Δρ Jakub Tomasik, από το Τμήμα Χημικής Μηχανικής και Βιοτεχνολογίας του Cambridge εξήγησε ότι «τα άτομα με διπολική διαταραχή θα βιώσουν περιόδους χαμηλής διάθεσης και περιόδους πολύ υψηλής διάθεσης ή μανίας.
Οι ασθενείς όμως, συχνά επισκέπτονται γιατρό μόνο όταν παρουσιάζουν χαμηλή διάθεση. Αυτός είναι ο λόγος που η διπολική διαταραχή συχνά διαγιγνώσκεται λανθασμένα ως μείζονα καταθλιπτική διαταραχή».
Η επικεφαλής ερευνήτρια, Sabine Bahn πρόσθεσε ότι «όταν κάποιος με διπολική διαταραχή βιώνει μια περίοδο χαμηλής διάθεσης, σε έναν γιατρό, μπορεί να μοιάζει πολύ με κάποιον με μείζονα καταθλιπτική διαταραχή. Ωστόσο, οι δύο καταστάσεις πρέπει να αντιμετωπίζονται διαφορετικά
«Εάν σε κάποιον με διπολική διαταραχή συνταγογραφηθούν αντικαταθλιπτικά χωρίς την προσθήκη σταθεροποιητή διάθεσης, μπορεί να προκληθεί ένα μανιακό επεισόδιο».
Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για την ακριβή διάγνωση της διπολικής διαταραχής είναι η πλήρης ψυχιατρική αξιολόγηση.
Ωστόσο, οι ασθενείς συχνά αντιμετωπίζουν μεγάλες αναμονές για να λάβουν αυτές τις αξιολογήσεις και χρειάζονται χρόνο για να πραγματοποιηθούν.
«Η ικανότητα διάγνωσης της διπολικής διαταραχής με μια απλή εξέταση αίματος θα μπορούσε να διασφαλίσει ότι οι ασθενείς λαμβάνουν τη σωστή θεραπεία ευθύς εξ αρχής. Θα ανακουφίσει κάποιες από τις πιέσεις που ασκούνται στους επαγγελματίες του ιατρικού τομέα», δήλωσε ο Tomasik.
Το τμήμα εμπορευματοποίησης του πανεπιστημίου κατέθεσε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, για τη συγκεκριμένη έρευνα που υποστηρίχθηκε από το Stanley Medical Research Institute and Psyomics, πανεπιστημιακή εταιρεία spin-out που συνιδρύθηκε από τη Sabine Bahn.