Κορονοϊός: Ο εφιάλτης μετά τη ΜΕΘ – Σωματικά συμπτώματα, αδυναμία και κατάθλιψη
Οι περισσότεροι ασθενείς με COVID-19 που νοσηλεύτηκαν σε ΜΕΘ, παρουσιάζουν διαταραχές ακόμη και έναν χρόνο μετά. Τι αποκαλύπτει νέα έρευνα.
- 31 Ιανουαρίου 2022 10:36
Οι περισσότεροι ασθενείς με κορονοϊό που χρειάστηκε να νοσηλευτούν σε ΜΕΘ παρουσιάζουν σωματικές, ψυχολογικές ή γνωσιακές διαταραχές έναν χρόνο μετά τη νοσηλεία τους, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο έγκριτο ιατρικό περιοδικό JAMA.
Η μελέτη συμπεριέλαβε 246 ασθενείς από 11 νοσοκομεία στην Ολλανδία, έναν χρόνο μετά από νοσηλεία σε ΜΕΘ λόγω νόσου COVID-19. Οι γιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ελένη Κορομπόκη και Θάνος Δημόπουλος (πρύτανης ΕΚΠΑ) αναφέρουν ότι το 74,3% των ασθενών που επιβίωσαν ανέφεραν σωματικά συμπτώματα, 26,2% συμπτώματα σχετιζόμενα με την ψυχική υγεία τους και 16,2% συμπτώματα που αφορούσαν τη γνωσιακή λειτουργία τους.
Επιπλέον, σχεδόν 60% από τους ασθενείς οι οποίοι εργάζονταν πριν εισαχθούν στο νοσοκομείο ανέφεραν προβλήματα στην εργασία τους έναν χρόνο αργότερα, όπως ανάγκη να εργάζονται λιγότερες ώρες ή ανάγκη παράτασης της αναρρωτικής άδειάς τους.
Τα δύο τρίτα των ασθενών ανέφεραν νέα σωματικά συμπτώματα ως αποτέλεσμα της νοσηλείας τους στη ΜΕΘ. Μεταξύ των ασθενών που ανέφεραν συμπτώματα από την ψυχική σφαίρα, το 17,9% ανέφερε άγχος και το 18,3% ανέφερε κατάθλιψη, ενώ το 9,8% των επιζώντων ανέφεραν συμπτώματα μετατραυματικού στρες, έναν χρόνο μετά τη νοσηλεία τους.
Η μελέτη αναδεικνύει τις σοβαρές επιπτώσεις που έχει η εισαγωγή στη ΜΕΘ λόγω COVID-19 ακόμα και έναν χρόνο μετά από τη νοσηλεία. Με βάση αυτά τα ευρήματα, φαίνεται ότι είναι απαραίτητο οι ασθενείς που διατρέχουν υψηλό κίνδυνο για μακροπρόσθεσμες επιπλοκές να ξεκινούν αποκατάσταση κατά τη διάρκεια της νοσηλείας τους στις ΜΕΘ.
Τα υπερανοσοποιητικά αντισώματα δεν βοηθούν στη θεραπεία των ασθενών
Η προσθήκη υπερανοσοποιητικών αντισωμάτων κατά του κορονοϊού (hIVIG) στην καθιερωμένη θεραπεία δεν βελτιώνει την εξέλιξη της υγείας νοσηλευόμενων με COVID-19 ενηλίκων. Αυτό έδειξαν τα αποτελέσματα της κλινικής δοκιμής ITAC που δημοσιεύτηκε στις 27 Ιανουαρίου στο έγκριτο περιοδικό The Lancet.
Είναι ιδιαίτερα τιμητικό για την Ιατρική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών ότι στη συγγραφική ομάδα μετείχαν Καθηγητές του ΕΚΠΑ: Αναστασία Αντωνιάδου, Γιάννης Καλομενίδης, Νίκος Κουλούρης, Γαρυφαλλιά Πουλάκου, Κώστας Συρίγος και Γιώτα Τουλούμη.
Τα αντισώματα έναντι της COVID-19 προήλθαν από το πλάσμα υγιών ατόμων που είχαν ανακάμψει από τη νόσο COVID-19. Τα αντισώματα από πολλούς δότες καθαρίστηκαν και συμπυκνώθηκαν για να παραχθεί ένα ισχυρότερο διάλυμα (διάλυμα hIVIG). Το διάλυμα hIVIG έχει συγκέντρωση αντισωμάτων πολύ υψηλότερη από αυτή που απαντάται σε άτομα που έχουν ανακάμψει από τη νόσο COVID-19.
Η θεραπεία με hIVIG χορηγήθηκε ενδοφλεβίως σε συνδυασμό με ένα αντιϊκό, τη ρεμδεσιβίρη. Στη μελέτη ITAC συμμετείχαν σχεδόν 600 νοσηλευόμενοι για COVID-19 ενήλικες από όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας. Οι συμμετέχοντες ήταν σε σχετικά πρώϊμα στάδια της νόσου, με συμπτώματα μέχρι το πολύ 12 ημερών και χωρίς να απαιτείται εντατική φροντίδα.
Όπως γράφει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, οι συμμετέχοντες τυχαιοποιήθηκαν για να λάβουν είτε hIVIG μαζί με ρεμδεσιβίρη, είτε ένα εικονικό φάρμακο (placebo) μαζί με ρεμδεσιβίρη. Ο κύριος στόχος της μελέτης ήταν να διερευνήσει αν στις 7 μέρες από την έγχυση η υγεία αυτών που έλαβαν hIVIG είχε βελτιωθεί σημαντικά περισσότερο από την υγεία αυτών που έλαβαν εικονικό φάρμακο. Η μελέτη κατέδειξε ότι δεν υπήρξε σημαντική διαφορά στην εξέλιξη της νόσου στις δύο ομάδες.
Κατά την ένταξη στη μελέτη, σε κάποιους από τους συμμετέχοντες είχαν αναπτυχθεί φυσικά αντισώματα κατά του κορονοϊού (αντισώματα που είχαν δηλαδή δημιουργηθεί από το ανοσοποιητικό τους σύστημα). Ανάμεσα στους συμμετέχοντες που είχαν αναπτύξει φυσικά αντισώματα κατά την ένταξή τους στη μελέτη, ήταν πιθανότερο να επιδεινωθεί η υγεία τους μετά από επτά ημέρες σε αυτούς που έλαβαν hVIG σε σύγκριση με αυτούς που έλαβαν εικονικό φάρμακο. Η διαφορά αυτή δεν παρέμεινε και μετά από 28 ημέρες, όπου οι δύο ομάδες είχαν παρόμοια εξέλιξη. Αντίθετα, στο υποσύνολο των συμμετεχόντων χωρίς φυσικά αντισώματα κατά την ένταξη στη μελέτη, ήταν λιγότερο πιθανό να επιδεινωθεί η υγεία τους στις 7 ημέρες σε αυτούς που πήραν hIVIG συγκριτικά με αυτούς που πήραν εικονικό φάρμακο. Δεν γνωρίζουμε γιατί υπήρξε αυτή η αρχική, στις 7 ημέρες, διαφορά ανάλογα με το αν είχαν οι συμμετέχοντες φυσικά αντισώματα ή όχι. Απαιτείται περισσότερη έρευνα για να καταλάβουμε το μηχανισμό που οδηγεί σε αυτή τη διαφορά.
Με βάση και τα αποτελέσματα αυτά, ξεκίνησε και στην Ελλάδα νέα μελέτη, η μελέτη OTAC, σε μη νοσηλευόμενους (περιπατητικούς) ασθενείς με COVID-19 υψηλού κινδύνου (μεγάλης ηλικίας ή/και ανοσοκατασταλμένους) για να διερευνηθεί αν η χορήγηση hIVIG σε πρώϊμα στάδια (κατά κανόνα πριν αναπτυχθούν φυσικά αντισώματα) προλαμβάνει την ανάγκη νοσηλείας. Επισημαίνεται ότι η hIVIG αντιστοιχεί σε πολυκλωνικά αντισώματα, άρα περιλαμβάνει εξουδετερωτικά αντισώματα έναντι διαφορετικών μεταλλάξεων του ιού που προκαλεί την COVID-19. Η μελέτη OTAC διεξάγεται στην Αθήνα, στα εξής νοσοκομεία: Αττικό, Σωτηρία, Ευαγγελισμός, Λαϊκό και Αλεξάνδρα.
Η μελέτη ITAC χρηματοδοτήθηκε από τα Ινστιτούτα Υγείας των ΗΠΑ (NIH). Στην Ελλάδα, η μελέτη συντονίστηκε από την Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ, με επιστημονική υπεύθυνη την Καθηγήτρια Γιώτα Τουλούμη, συμμετείχαν 6 κλινικές (4 Πανεπιστημιακές του ΕΚΠΑ) και εντάχθηκαν συνολικά 70 άτομα.
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις