Οι Έλληνες τρώμε πολύ και ανθυγιεινά: Από τα πιο παχύσαρκα παιδιά στην Ευρώπη τα Ελληνόπουλα
"Άθλιο" το επίπεδο διατροφής σύμφωνα με διεθνή έρευνα. Οι κακές διατροφικές συνήθειες των Ελλήνων έχουν ως αποτέλεσμα την κατακόρυφη αύξηση των ποσοστών του διαβήτη, της παχυσαρκίας και της υπέρτασης στο σύνολο του γενικού πληθυσμού.
- 01 Δεκεμβρίου 2018 18:55
«Άθλια» χαρακτηρίζουν οι ειδικοί ερευνητές την διατροφή παγκοσμίως, και την τοποθετούν σε υψηλότερο σκαλοπάτι στην κλίμακα κινδύνου νοσηρότητας και θνησιμότητας ακόμη και από το κάπνισμα και την ατμοσφαιρική ρύπανση.
Όπως προκύπτει από έρευνα του Αθηναϊκού Πρακτορείου, ειδικά στην Ελλάδα τρώμε πολύ και ανθυγιεινά, με αποτέλεσμα στους ενήλικες άνω των 60 ετών, περίπου 1 στους 2 να είναι δυσλιπιδαιμικός ή/και υπερτασικός ενώ πάνω από το 10% να είναι διαβητικοί.
Εστιάζοντας στα παιδιά οι ειδικοί επισημαίνουν ότι προβλήματα όπως η παχυσαρκία, η αναιμία ή η ανεπάρκεια θρεπτικών συστατικών δεν αντιμετωπίζονται δεόντως με τους διατροφικούς κανόνες, καθώς περισσότερα από τέσσερα στα δέκα παιδιά πίνουν καθημερινά ροφήματα με ζάχαρη και ένα στα τρία δεν τρώει καθημερινά ούτε ένα φρούτο. Για την χώρα μας οι ειδικοί, που μιλούν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, παρατηρούν ότι τα Ελληνόπουλα είναι από τα πιο παχύσαρκα παιδιά στην Ευρώπη.
4 στα 10 παιδιά καταναλώνουν ροφήματα που περιέχουν ζάχαρη καθημερινά και καθόλου φρούτα
Περισσότερα από τέσσερα στα δέκα παιδιά πίνουν καθημερινά ροφήματα με ζάχαρη και ένα στα τρία δεν τρώει καθημερινά ούτε ένα φρούτο, σύμφωνα με την Παγκόσμια Έκθεση Διατροφής, η οποία δόθηκε χθες Πέμπτη στη δημοσιότητα. Η έκθεση κρούει τον κώδωνα του κινδύνου και προειδοποιεί ότι οι περισσότερες χώρες δεν θα επιτύχουν τους εννέα παγκόσμιους στόχους για την διατροφή του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), τους οποίους έχουν υπογράψει ότι θα πρέπει να επιτύχουν μέχρι το 2025, περιλαμβανομένων της παχυσαρκίας των ενηλίκων, του διαβήτη, της αναιμίας και της υγείας των παιδιών. Η έκθεση διαπίστωσε ότι σχεδόν το ένα τρίτο (30%) των παιδιών σχολικής ηλικίας δεν τρώει ούτε ένα φρούτο καθημερινά αλλά το 44% καταναλώνει καθημερινά ροφήματα που περιέχουν ζάχαρη.
Οι ερευνητές χαρακτηρίζουν “άθλιο” το επίπεδο της διατροφής παγκοσμίως και επισημαίνουν ότι προβλήματα που εμφανίζονται στα παιδιά, όπως η παχυσαρκία, η αναιμία ή η ανεπάρκεια θρεπτικών συστατικών δεν αντιμετωπίζονται δεόντως. “Καμία από τις εισοδηματικές κατηγορίες που εξετάστηκαν δεν λαμβάνει στην διατροφή της αρκετά λαχανικά, όσπρια και τρόφιμα ολικής αλέσεως, υπογραμμίζει η καθηγήτρια Κορίνα Χοκς, η διευθύντρια του κέντρου πολιτικής των τροφίμων στο πανεπιστήμιο City του Λονδίνου. “Αυτό είναι ένα πρόβλημα διαταξικό σε παγκόσμιο επίπεδο”, συμπληρώνει. Η παγκόσμια απάντηση στην αντιμετώπιση της κακής διατροφής έχει επικεντρωθεί στην παιδική στασιμότητα ανάπτυξης και έχει αντίθετα αγνοήσει το πρόβλημα της παχυσαρκίας, σύμφωνα με την Χοκς.
“Ο κόσμος απλά δεν δίνει την απαραίτητη προσοχή στην διατροφή και συγκεκριμένα στην κακή διατροφή σε όλες τις μορφές της”, επισημαίνει. Σύμφωνα με την έρευνα, οι περισσότερες χώρες που διαθέτουν βάσεις δεδομένων βιώνουν περισσότερες από μια μορφή κακής διατροφής–όπως είναι η παιδική στασιμότητα ανάπτυξης, η αναιμία στις γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία και η παχυσαρκία. Παρότι έχει επιτευχθεί πρόοδος στην αντιμετώπιση της παιδικής στασιμότητας ανάπτυξης, η έκθεση επισημαίνει ότι τα ποσοστά παραμένουν υψηλά: ένα στα πέντε παιδιά κάτω των πέντε ετών επηρεάζεται από το πρόβλημα παγκοσμίως, ενώ από την ανάλυση των δημογραφικών στοιχείων προκύπτει ότι τα ποσοστά έχουν αυξηθεί στην Αφρική.
Η κακή διατροφή είναι μια από τις κυριότερες αιτίες πρόκλησης προβλημάτων υγείας παγκοσμίως και ευθύνεται σχεδόν για έναν στους πέντε θανάτους, σύμφωνα με την έκθεση. Η κατανάλωση ανθυγιεινών ή ανεπαρκούς ποσότητας τροφών- περιλαμβανομένης και της περίπτωσης βρεφών που δεν μπορούν να θηλάσουν–συνεισφέρει στην κακή διατροφή , αποφάνθηκαν οι ερευνητές που την υπογράφουν.
Η κακή διατροφή είναι ένας από τους μεγαλύτερους παράγοντες κινδύνου νοσηρότητας και θνησιμότητας–περισσότερο από την ατμοσφαιρική ρύπανση, περισσότερο από το κάπνισμα”, δήλωσε η Τζέσικα Φάντσο, μια καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο Johns Hopkins και επικεφαλής της έρευνας. Η ανάλυση πάνω από 23.000 συσκευασμένων προϊόντων τροφίμων διαπίστωσε ότι η μεγάλη πλειονότητά τους–69%–είναι σχετικώς χαμηλής θρεπτικής αξίας, σύμφωνα με την έκθεση. Περίπου 8,23 εκατομμύρια παιδιά παγκοσμίως είτε αντιμετωπίζουν στασιμότητα ανάπτυξης, είτε είναι υπέρβαρα. Στοιχεία που αφορούν την βρεφική διατροφή δείχνουν ότι το ποσοστό των βρεφών ηλικίας έως έξι μηνών, που θηλάζουν αποκλειστικά έχει αυξηθεί στο 41%.
Οι πωλήσεις του συσκευασμένου βρεφικού γάλακτος αυξάνονται ραγδαία. Σύμφωνα με την έκθεση, λιγότερο από το ένα στα πέντε βρέφη από έξι ως 23 μηνών έχει μια στοχειωδώς αποδεκτή διατροφή, ενώ μόλις τα μισά παιδιά αυτής της ηλικίας λαμβάνει τον μικρότερο συνιστώμενο αριθμό γευμάτων.
Οι Έλληνες τρώμε πολύ και ανθυγιεινά
Από τα στοιχεία της Πανελλαδικής Μελέτης Διατροφής και Υγείας (ΠΑ.ΜΕ.Δ.Υ) που αξιολόγησε 4600 άτομα όλων των ηλικιών από αντιπροσωπευτικό δείγμα του ελληνικού πληθυσμού προέκυψε ότι στους ενήλικες άνω των 60 ετών, περίπου 1 στους 2 είναι δυσλιπιδαιμικός ή/και υπερτασικός ενώ πάνω από το 10% είναι διαβητικοί. Όπως επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο καθηγητής διατροφής Αντώνης Ζαμπέλας στο Γεωπονικό πανεπιστήμιο της Αθήνας, «αυτό σημαίνει ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος του πληθυσμού μας δεν σιτίζεται σωστά για πολλά χρόνια, δηλαδή ενώ από πλευράς θερμίδων (ενέργειας) προσλαμβάνουμε περισσότερες από τις αναγκαίες και για αυτό περίπου το 60% του πληθυσμού έχει πρόβλημα βάρους, η συνήθης διατροφή υπολείπεται σε σημαντικά θρεπτικά συστατικά»
Οι διατροφικές συνήθειες του ελληνικού πληθυσμού προσδίδουν λίπος, κορεσμένα λιπαρά και πρωτεΐνη πάνω από τις συστάσεις, επισημαίνει και προσθέτει: «Είναι χαρακτηριστικό ότι τα κορεσμένα λιπαρά (ζωικά λίπη) πρέπει να μειωθούν κατά 30% στον υγιή γενικό πληθυσμό και κατά περίπου 50% στα άτομα υψηλού κινδύνου καρδιαγγειακών νοσημάτων.
Αντίθετα, η πρόσληψη πολυακόρεστων λιπαρών οξέων (φυτικά έλαια και ψάρι) είναι χαμηλή με το 95% του πληθυσμού να μην προσλαμβάνει τις συστηνόμενες ποσότητες ενώ και η πρόσληψη φυτικών ινών (φρούτα, λαχανικά, όσπρια) είναι χαμηλή με το 60% του πληθυσμού τις συνιστώμενες ποσότητες».
Όπως τονίζει, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ έχουν παρατηρηθεί και χαμηλές προσλήψεις σε πολλές βιταμίνες και ανόργανα στοιχεία. Είναι ενδεικτικό ότι σχεδόν όλος ο πληθυσμός που εξετάστηκε δεν είχε επαρκή πρόσληψη βιταμίνης D, το 70% είχε χαμηλή πρόσληψη φυλλικού οξέος, το 60% σε ασβέστιο και κάλιο, ενώ περίπου το 30% των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας είχαν χαμηλή πρόσληψη σιδήρου. Απεναντίας η πρόσληψη νατρίου που θα έπρεπε να είναι χαμηλή είναι ιδιαίτερα υψηλή.
Τα Ελληνόπουλα από τα πιο παχύσαρκα παιδιά στην Ευρώπη
Σήμερα η παχυσαρκία έχει λάβει επιδημικές διαστάσεις παγκοσμίως ενώ παράλληλα παραμένουν πολύ υψηλά τα ποσοστά καχεξίας λόγω μειωμένης πρόσληψης τροφής και απαραίτητων θρεπτικών συστατικών κυρίως στην Αφρική , τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Δ. Κιόρτσης, ενδοκρινολόγος, καθηγητής Ιατρικής.
Όπως επισημαίνει «στην Ευρώπη πάνω από 60 % των ανδρών και 50 % των γυναικών είναι υπέρβαροι. Αντίστοιχα υψηλά ποσοστά παχυσαρκίας εμφανίζονται και στα παιδιά. Τα Ελληνόπουλα είναι από τα πιο παχύσαρκα της Ευρώπης. Πολλοί παράγοντες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο.
Ο σημαντικότερος είναι η διατροφή. Οι σωστές διατροφικές συνήθειες φαίνεται να προστατεύουν από την παχυσαρκία αλλά και από άλλες παθήσεις (καρκίνους, καρδιαγγειακά νοσήματα κλπ). Η συχνή κατανάλωση πλούσιων σε ζάχαρη ροφημάτων όπως τα αναψυκτικά υπερδιπλασιάζει τον κίνδυνο παχυσαρκίας και οδηγεί σε μείωση άλλων πιο υγιεινών ροφημάτων πχ. γάλα, νερό κλπ». Σε ορισμένες χώρες, όπως αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Κιόρτσης, έχει θεσπιστεί ή σχεδιάζεται η υπερφορολόγηση τέτοιων τροφίμων. Αρκετές μελέτες στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ έχουν δείξει ότι τα τελευταία χρόνια το ευρύ κοινό έχει καλύτερη γνώση του τι είναι υγιεινή διατροφή.
Παρά το γεγονός αυτό πολλά δεδομένα υπάρχουν που τεκμηριώνουν ότι παρατηρείται μεγάλη απόσταση από την εφαρμογή των κανόνων της υγιεινής διατροφής στη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού. «Το γεγονός αυτό καθιστά αναγκαία την λήψη αποτελεσματικών μέτρων για την βελτίωση της διατροφικής συμπεριφοράς των ενηλίκων και κυρίως των παιδιών» , καταλήγει.