Παναγιώτης Μπεχράκης: Καταστροφικό το κάπνισμα για υγεία και οικονομία. Ο αντικαπνιστικός θα εφαρμοστεί
Σειρά οξύτατων πολιτικών γεγονότων εμπόδισαν τις προηγούμενες ηγεσίες από το να ασχοληθούν με το κάπνισμα. Με την εφαρμογή του αντικαπνιστικού αναμένονται άμεσα οφέλη όχι μόνο για την υγεία αλλά και για την οικονομία η οποία ήδη βγαίνει κερδισμένη.
- 20 Νοεμβρίου 2019 07:30
Στην απουσία της αναγκαίας πολιτικής βούλησης των προηγούμενων Κυβερνήσεων ώστε να προχωρήσουν αποφασιστικά στις προβλεπόμενες από το νόμο απαγορεύσεις για το κάπνισμα, αποδίδει ο πρόεδρος της Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων για την επιστημονική υποστήριξη του Επιχειρησιακού Σχεδίου 2019-2023 για την αντιμετώπιση του καπνίσματος κ. Παναγιώτης Μπεχράκης, τις καθυστερήσεις για την εφαρμογή του αντικαπνιστικού νόμου. Πλέον η κατάσταση έχει αλλάξει σημαντικά.
Όπως επισημαίνει στο News 24/7 «είμαι βέβαιος για την αποτελεσματική δράση του νόμου, καθώς είναι ένας νόμος σωστός και η κοινή γνώμη τον αποδέχεται και επιθυμεί την εφαρμογή του. Η δε Κυβέρνηση έχει θέσει το ζήτημα ψηλά στην ατζέντα. Δε βλέπω παράγοντα αποτυχίας πουθενά. Άρα είναι ζήτημα χρόνου, διαδικασιών και να το δούμε και να πιστέψουμε ότι έγινε».
Όπως αναφέρει τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια σημαντική αλλαγή στην κουλτούρα των Ελλήνων. «Από το 2017 και μετά τα αποτελέσματα των ερευνών είναι ενθαρρυντικά ως προς τις απόψεις του ελληνικού κοινού για την εφαρμογή του νόμου. Απλά, μετά το 2019 βρέθηκε η αναγκαία πολιτική βούληση, η οποία είναι επενδεδυμένη με την πολιτική γενναιότητα του ίδιου του πρωθυπουργού να βγει μπροστά και να δηλώσει προεκλογικά και μετεκλογικά με μεγαλύτερη ακόμη ένταση ότι θα εφαρμόσει το νόμο. Και είναι θετικό ότι και ο υπουργός υγείας με αποφασιστικά βήματα ανέλαβε το σχεδιασμός της σωστής εφαρμογής και για την επικαιροποίηση του νόμου τον οποίο επεξέτεινε και σε ανοιχτούς χώρους, όπως οι παιδικές χαρές, οι χώροι των αθλοπαιδιών κλπ»
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα στατιστικά στοιχεία αποδεικνύουν ότι οι Έλληνες καπνιστές έχουν μειωθεί σημαντικά. Το αδύνατο σημείο όμως είναι το παθητικό κάπνισμα, καθώς το ενεργητικό έχει αρχίσει να μειώνεται ραγδαία.
Η χώρες της Ευρώπης ήδη από το 2000 και μετά άρχισαν να εφαρμόζουν την καθολική απαγόρευση στους κλειστούς δημόσιους χώρους. «Στην Ελλάδα θα μπορούσε να έχει εφαρμοστεί η απαγόρευση από το 2009 αν δεν ακολουθούσαν μεγάλα πολιτικά γεγονότα όπως η κρίση, το Μακεδονικό, το μεταναστευτικό. Οξείες καταστάσεις οι οποίες απορρόφησαν όλη την πολιτική ενέργεια των κυβερνήσεων και κανείς δεν ασχολήθηκε με το κάπνισμα. Θα μπορούσε να είχε αντιμετωπιστεί βέβαια τα 2-3 τελευταία χρόνια, αλλά και πάλι δεν υπήρξε αντίστοιχη απόφαση από την προηγούμενη Κυβέρνηση. Η εφαρμογή χρειάζεται μεθόδευση, χρειάζεται να δαπανηθεί πολιτική ενέργεια, η οποία δεν είχε αποφασιστεί», σημειώνει ο κ. Μπεχράκης.
Ο κ. Μπεχράκης επισημάνει παράλληλα ότι σήμερα η κουλτούρα έχει αλλάξει και θέλει την εφαρμογή του νόμου. «Αποτελεί κοινωνική απαίτηση η εφαρμογή και άρα εάν υπάρχει ένα σχέδιο για πιο μακρόπνοη μείωση του καπνίσματος, που υπάρχει, αυτό σίγουρα θα εκτελεστεί. Πλέον δεν επιχειρείται να αλλάξει η κουλτούρα αλλά να μετατραπεί η αλλαγή της σε μείωση του καπνίσματος περαιτέρω, σύμφωνα με τις συστάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Η εφαρμογή του νόμου, απαιτεί μια συντονισμένη ενέργεια από όλα τα υπουργεία προς όλες τις κατευθύνσεις. Κάτι που για πρώτη φορά γίνεται στην Ελλάδα και θα αποδώσει» συμπληρώνει.
Σχετικά με τον οικονομικό αντίκτυπο ο κ. Μπεχράκης αναφέρει πως «Είμαστε πολύ κοντά στο να κάνουμε μια ανακοίνωση για το πόσο έχει κερδίσει η ελληνική οικονομία από τη μείωση του καπνίσματος. Δεν μπορούμε ακόμη να το υπολογίσουμε. Το σίγουρο είναι ότι η ελληνική οικονομία αποκομίζει σημαντικό κέρδος από τη μείωση της νοσηρότητας , από τη μείωση των δαπανών από τις επιπτώσεις που έχει το κάπνισμα στην υγεία. Έχει αποδειχτεί ότι το κάπνισμα είναι καταστροφικό για την εθνική οικονομία και η όποια μείωσή του φέρνει θετικό αποτέλεσμα».
Αξίζει να σημειωθεί ότι έρευνες ανεβάζουν το κόστος από τις άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις του καπνίσματος για την Ελλάδα στο επίπεδο της τάξης του 1,5% του ΑΕΠ