Πώς αντιμετωπίζεται η βαρηκοΐα αναλόγως της ηλικίας;

Πώς αντιμετωπίζεται η βαρηκοΐα αναλόγως της ηλικίας;
Φωτογραφία αρχείου 123rf

Μπορεί να είναι ήπια, μέτρια, έντονη ή να αγγίζει την πλήρη κώφωση. Σε ποιες περιπτώσεις η βαρηκοΐα χρήζει άμεσης αντιμετώπισης.

Η βαρηκοΐα είναι μια πάθηση των αφτιών, η οποία απαντάται κυρίως σε ηλικιωμένους ασθενείς, χωρίς να αποκλείονται οι διαταραχές ακοής και στα μικρά παιδιά, ακόμη και στα βρέφη. Μπορεί να εκδηλωθεί ακόμη και σε νεαρούς ενήλικες.

Μπορεί να είναι ήπια, μέτρια, έντονη ή να αγγίζει την πλήρη κώφωση. Ειδικά όταν εντοπίζεται σε βρέφη χρήζει άμεσης αντιμετώπισης, καθώς μπορεί να επηρεάσει την ομιλία του παιδιού αλλά και τη φυσιολογική μαθησιακή εξέλιξή του.

Όταν εντοπίζεται σε παιδιά, η βαρηκοΐα μπορεί να οφείλεται σε φλεγμονή στο αφτί, σε κάποιον τραυματισμό, σε λοιμώξεις, σε ωτοτοξικά φάρμακα ή ακόμη και να είναι κληρονομικής αιτιολογίας.

Η συγγενής μορφή της εμφανίζεται σε 1 στις 1.000 γεννήσεις και αντιμετωπίζεται με χειρουργική επέμβαση. Προτιμάται το κοχλιακό εμφύτευμα, το οποίο αντικαθιστά τη λειτουργία του νευροαισθητηρίου οργάνου. Συνδυάζεται εν συνεχεία με λογοθεραπεία, ώστε να διορθωθούν τυχόν προβλήματα στην ομιλία ή μαθησιακές δυσκολίες.

Όταν εντοπίζεται σε ενήλικες, μπορεί να οφείλεται σε ωτοσκλήρυνση, σε όγκο, σε παθήσεις του μέσου ωτός (μέση ωτίτιδα, συλλογή υγρού στο αφτί), σε παθήσεις του έξω ακουστικού πόρου, σε παθήσεις του έσω αφτιού.

Αναλόγως του αιτίου πρόκλησης επιλέγεται και η καταλληλότερη μέθοδος θεραπείας. Σε κάποιες περιπτώσεις είναι αποτελεσματική και αρκεί η χρήση ακουστικών βαρηκοΐας. Σε άλλες θα πρέπει ο ασθενής να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση για την αποκατάσταση του προβλήματος.

Είναι σημαντικό όλοι μας να εξεταζόμαστε συχνά σε ΩΡΛ για να διαπιστωθεί εγκαίρως τυχόν διαταραχή στην ακοή ή κάποια επιπλοκή από πρόσφατη λοίμωξη. Τα παιδιά θα πρέπει να ελέγχονται εξίσου συχνά, καθώς είναι ακόμη πιο ευάλωτα σε ωτίτιδες και φλεγμονές στο αφτί που μπορεί να οφείλονται σε κάποιο μικροτραυματισμό. Επίσης, αν δεν εντοπιστεί εγκαίρως μια διαταραχή στην ακοή μπορεί να οδηγήσει σε καθυστερημένη ομιλία και αργότερα σε μαθησιακές και κοινωνικές δυσκολίες. Όσο πιο νωρίς εντοπιστεί το πρόβλημα τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες να ιαθεί. Αν καθυστερήσει η διάγνωση, τότε είναι πιθανόν οι βλάβες που έχει υποστεί ο ασθενής να είναι μόνιμες.

Οι διαγνωστικές μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για την ανίχνευση διαταραχών ακοής είναι η φωνητική ακοομετρία, τα ακουστικά προκλητά δυναμικά και οι ωτοακουστικές εκπομπές. Πολύ σημαντικό ρόλο κατά την εξέταση έχει η καταγραφή του ατομικού αλλά και οικογενειακού ιστορικού, καθώς μπορεί να έχει και κληρονομική βάση.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα