Ψυχολογία: Η προσωπικότητα των εφήβων, προβλεπτικός παράγοντας για την εμφάνιση άνοιας
Το 1960, 82.000 μαθητές υποβλήθηκαν σε τεστ προσωπικότητας και ξανά το 2011-2013, όταν είχαν πια φτάσει τα 70. Τα αποτελέσματα έδειξαν οτι όσο πιο ήρεμοι, ώριμοι και ενεργητικοί έφηβοι ήταν τόσο λιγότερες οι πιθανότητες να εμφανίσουν άνοια.
- 18 Οκτωβρίου 2019 13:05
Η προσωπικότητα των εφήβων συνιστά προβλεπτικό παράγοντα της εμφάνισης άνοιας. Συγκεκριμένα, οι πιο ήρεμοι, ώριμοι και ενεργητικοί έφηβοι διατρέχουν μικρότερο κίνδυνο να παρουσιάσουν άνοια, σύμφωνα με νέα έρευνα.
Η συγκεκριμένη μελέτη, που δημοσιεύτηκε την Τετάρτη στην επιστημονική επιθεώρηση “JAMA Psychiatry”, συμπεριέλαβε 82.000 μαθητές γυμνασίου οι οποίοι υποβλήθηκαν το 1960 σε τεστ προσωπικότητας. Πάνω από 50 χρόνια μετά τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς τους συγκρίθηκαν με τη διάγνωση άνοιας.
Η Κέλι Πίτερς, μια από τους συντάκτες της μελέτης και βασική ερευνήτρια του Αμερικανικού Ινστιτούτου Έρευνας στην Ουάσιγκτον, τόνισε ότι η ηρεμία και η ωριμότητα κατά την εφηβική ηλικία συνδέθηκε με 10% μείωση του κινδύνου εμφάνισης άνοιας στη μετέπειτα ζωή. Το σθένος με τη σειρά του συσχετίστηκε με μείωση ύψους 7%.
Οι έφηβοι με μέση ηλικία τα 16 έτη, υποβλήθηκαν σε μετρήσεις για ένα πλήθος χαρακτηριστικών προσωπικότητας: ηρεμία, σθένος, οργανωτικότητα, αυτοπεποίθηση, ωριμότητα/υπευθυνότητα, ηγετικές ικανότητες, παρορμητικότητα, επιθυμία για κοινωνική αλληλεπίδραση, κοινωνική ευαισθησία, καλλιτεχνικές και διανοητικές ικανότητες. Την περίοδο 2011 – 2013, όταν οι μαθητές αυτοί ήταν πλέον σχεδόν 70 ετών, πάνω από 2.500 διαγνώστηκαν με άνοια.
Ο Μπέντζαμιν Τσάπμαν, αναπληρωτής καθηγητής ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Ρότσεστερ, στη Νέα Υόρκη, αφού συνέκρινε τα προφίλ προσωπικότητας ετών με τα αντίστοιχα ιατρικά δεδομένα σε άτομα ηλικίας 50 ετών, διαπίστωσε ότι ο κίνδυνος εμφάνισης άνοιας ήταν, πράγματι, σημαντικά μικρότερος σε εκείνους που χαρακτηρίζονταν από ηρεμία, σθένος και ωριμότητα ως έφηβοι. Ο ίδιος εκτίμησε, επίσης, τα περιστατικά άνοιας στο ίδιο δείγμα και όταν οι συμμετέχοντες έφτασαν τα 70 έτη.
Ο συνεργάτης του Τσάπμαν, δρ Άντον Πορστέινσον, διευθυντής του προγράμματος Φροντίδας, Εκπαίδευσης και Έρευνας για το Αλτσχάιμερ του Πανεπιστημίου του Ρότσεστερ, που δεν ενεπλάκη στην έρευνα τόνισε: “Η μέση ηλικία διάγνωσης Αλτσχάιμερ είναι τα 80 έτη. Θα είχε, επομένως, νόημα οι μετρήσεις αυτές να επαναληφθούν σε περίπου 10 – 15 χρόνια προκειμένου να διαπιστωθεί τι πραγματικά συμβαίνει όταν ο κίνδυνος εμφάνισης της νόσου κορυφώνεται”.
Η Χέδερ Σνίντερ, αντιπρόεδρος ιατρικής επιστήμης στην Αμερικανική Εταιρεία Αλτσχάιμερ, εξηγεί πως υπάρχει μια μεγάλη ποικιλία κοινωνικών, περιβαλλοντικών και γενετικών παραγόντων που συμβάλλουν στον κίνδυνο εμφάνισης Αλτσχάιμερ. Κατά την ίδια, υπάρχει ανάγκη διεξαγωγής περαιτέρω ερευνών που θα διερευνήσουν το πώς αυτοί οι παράγοντες αλληλεπιδρούν μεταξύ τους.
Η ίδια, υπογραμμίζει ότι, μέχρι σήμερα, δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ότι μια παρέμβαση που θα στόχευε στην προσωπικότητα των εφήβων θα ήταν ωφέλιμη.
Ο Πορστέινσον προειδοποιεί η συγκεκριμένη μελέτη δεν πρέπει να χρησιμοποιηθεί για την υποστήριξη της άποψης ότι υπάρχει μια “καλή” και μια “κακή” προσωπικότητα. Η παρορμητικότητα και ο νευρωτισμός αν και επιδρούν αρνητικά, αυξάνοντας τον κίνδυνο εμφάνισης Αλτσχάιμερ, συμβάλλουν στην ανάπτυξη άλλων δεξιοτήτων.
“Δεν χρειάζεται αναγκαστικά όλα τα παιδιά να είναι ήρεμα και ατάραχα συνέχεια. Δεν θέλουμε όλοι να ταιριάζουν στο ίδιο καλούπι”, δήλωσε ο Πορστέινσον, καταλήγοντας ότι πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί στον τρόπο με τον οποίο αναπαριστούμε αυτά τα ευρήματα.